Από το Άρδην τ. 67, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007
Αποχαιρετισμoς
στο χτες
σκέψεις γύρω από το «γερμανικό φθινόπωρο»
τα κείμενα που περιλαμβάνονται εδώ αποτυπώνουν, περισσότερο από το συστηματικό ενδιαφέρον του γράφοντος (προσωπικό, πολιτικό και δημοσιογραφικό) για μια περίοδο που άφησε ανεξίτηλα ίχνη στη γερμανική κοινωνία, την κίνηση και την μετάθεση της οπτικής σε μία διαρκή εναλλαγή φόντου, μοτίβου και χρωμάτων, με θέμα το «ομαδικό πορτραίτο» μιας γενηάς, που επιχείρησε την «έφοδο στον ουρανό», σε κραυγαλέα όσο και αιματηρή αναντιστοιχία μέσων και σκοπών. ο τίτλος είναι δάνειος από την ταινία του αλεξάντερ κλούγκε (abschied von gestern, 1966), που αφηγείται την ιστορία της ανίτα γκ., σχολιάζοντας καίρια το ιστορικό παρελθόν, βεβαρυμένο και διχοτομημένο, το ίδιο που θα αναλύσει αργότερα ο νόρμπερτ ελίας, με κοινωνιολογική διαύγεια, στις σπουδές σχετικά με τους γερμανούς, εκτιμώντας το φαινόμενο της «γερμανικής τρομοκρατίας», ως έκφραση μιας κοινωνικής και πολιτισμικής σύγκρουσης των γενεών με ιστορικό υπόβαθρο. στα σχετικά κείμενα δίνεται έμφαση στην εικόνα και τη μνήμη, παράλληλα με το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και κλιμακώνεται η ένοπλη δράση των μελών της RAF, ενώ τα βιογραφικά στοιχεία συμπληρώνουν (και συμπληρώνονται από) το πλούσιο βιβλιογραφικό και δημοσιογραφικό υλικό, καθώς η δημόσια σφαίρα μετασχηματίζεται διαρκώς ήδη από τις πρώτες τηλεοπτικές εικόνες, που έχουν ως αφετηρία την δολοφονία του μπέννο όνεζοργκ, στις 2 Ιούνη 1967, μέχρι τις μέρες μας, μέσα από το διαδίκτυο.
από τον «μύθο» στην «επέτειο»
το πρωτοσέλιδο της frankfurter rundschau, στις 5 σεπτεμβρίου 2007, ήταν, κατά το ήμισυ, ολόιδιο με εκείνα του συνόλου του δυτικογερμανικού τύπου, τριάντα χρόνια πριν. η φωτογραφία που (θα) έκανε τον γύρο του κόσμου (πριν μετατραπεί σε παγκόσμιο χωριό) έδειχνε έναν άντρα, απροσδιορίστου ηλικίας, με εμφανή σημάδια κόπωσης, κάτω από ένα αστέρι, που διεμβολιζόταν από ένα αυτόματο, με τον λογότυπο της RAF. στα χέρια του κρατούσε μία χειρόγραφη πινακίδα, από μαλακό χαρτόνι (η αριστερή γωνία λύγιζε προς τα έξω, όπως τα δάχτυλα το κρατούσαν από κάτω), που έγραφε: «6.9. 1977. κρατούμενος της RAF». η (καινούργια) αρχή του τέλους, που έμελλε να κορυφωθεί τις επόμενες μέρες του «φοβερού μήνα σεπτεμβρίου» με την αεροπειρατεία στο μογκαντίσου, την απελευθέρωση των ομήρων, και τον θάνατο των τριών ιδρυτικών μελών της Rote Armee Fraktion, στις φυλακές υψίστου ασφαλείας, στο στάμμχαϊμ, λίγο πιο έξω από τη στουτγάρδη.
τριάντα χρόνια μετά, και είκοσι σχεδόν από την οριστική διάλυση της οργάνωσης, που αποτόλμησε να αμφισβητήσει το κρατικό μονοπώλιο της βίας, στη δυτική γερμανία και το δυτικό βερολίνο, τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα της χώρας, «σαν έτοιμα από καιρό», ετοίμαζαν και προετοίμαζαν με γερμανική τελειομανία, την «επέτειο». οι συστηματικές αναφορές στον τύπο και την τηλεόραση γύρω από κεντρικά και περιφερειακά ζητήματα που μέχρι σήμερα παραμένουν αδιευκρίνιστα και «σκοτεινά», όπως, το θέμα της «αυτοκτονίας» των μπάαντερ, ένσσλιν, ράσπε, το ενδεχόμενο, αν οι κρατικές υπηρεσίες είχαν παρακολουθήσει τις συνομιλίες των κρατουμένων και γνώριζαν τις προθέσεις τους, το ερώτημα, ποιος πυροβόλησε τον χανς μάρτιν σλάυερ (ο πέτερ γύργκεν μποοκ ανέφερε δύο ονόματα), ζητήματα της λήψης και εκτέλεσης αποφάσεων στο εσωτερικό της οργάνωσης που εκ των υστέρων θυμίζουν πολυεθνικές εταιρείες, οι προστριβές της μάινχοφ με την ένσσλιν, αλλά και ζητήματα γενεαλογίας (και της ηθικής) της βίας, και της προέλευσής της από το φοιτητικό κίνημα της εποχής, τα «πολιτικά χάππενινγκ της βίας», την αντιαυταρχική εκπαίδευση, και, πολλά άλλα θέματα, όπως η «αισθητικοποίηση της βίας» (με αφορμή, μία έκθεση στο βερολίνο, με τον αρχικό τίτλο «μύθος RAF», και οι ποπ εικόνες της τρομοκρατίας –όλα δίνουν την εντύπωση ενός συστηματικού οδηγού σε ένα «μουσείο της RAF». από τον πρώτο «διδάξαντα», κοινωνικό επαναστάτη επί δημοκρατίας της βαϊμάρης, καρλ πλαίττνερ, που «οργάνωσε τον κόκκινο τρόμο» μέχρι τη γραφομηχανή του αντρέας μπάαντερ, ανατολικογερμανικής προέλευσης και μάρκας erika, κι από τα εξαντλητικά χρονολόγια μέχρι τις εικόνες των νεκρών (θυτών και θυμάτων) μέχρι τα σχεδιαγράμματα του στάμμχαϊμ, με το σύστημα «ενδοεπικοινωνίας» των φυλακισμένων και της (ενδεχόμενης) «συνακρόασης» των μυστικών υπηρεσιών, όλα παρατίθενται ιλλουστρασιόν, με τη συνακόλουθη ιστορική και πολιτική αποστείρωση, τριάντα χρόνια μετά το γερμανικό φθινόπωρο.
κατά μία έννοια, όπου «οι χρονολογίες αναζητούν την φυσιογνωμία τους» και, κυρίως, τον ιστορικό, που θα τις αποτυπώσει, το 1968, «η χρονιά του τρόμου» (ΖΕΙΤ) είναι κατ’ ουσίαν η παράταση του 1967, της «χρονιάς της εξέγερσης». σε κάθε χρονολογία εμφιλοχωρεί η επόμενη, κάθε προηγούμενη εξηγεί την επερχόμενη. οι σφαίρες κατά του μπέννο όνεζοργκ αλλάζουν θαλάμη, όπως το όπλο (ως κριτική και «προπαγάνδα της πράξης») αλλάζει χέρια, τα «παιδιά των αστών» (bürgerkinder), όπως χαρακτήρισε την «πρώτη γενηά» της RAF, το ντοκυμανταίρ του στέφαν άουστ και του χέλμαρ μπύχελ, που προβλήθηκε πρόσφατα από το πρώτο πρόγραμμα της κρατικής τηλεόρασης (ARD), μετατρέπονται σε πατροκτόνους, περισσότερο με τις προϋποθέσεις μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως δήλωνε, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ΖΕΙΤ, ο χαλκέντερος και μανιώδης καπνιστής, χέλμουτ σμιντ (τον οποίο ακόμα βαραίνουν οι επώδυνες αποφάσεις, που αναγκάστηκε να πάρει, «θυσιάζοντας» τον σλάυερ), παρά με φροϋδικές προκείμενες.
από την εξέγερση στην αφήγηση
τριάντα χρόνια μετά, ο πέτερ γύργκεν μποοκ επισκέπτεται για πρώτη φορά τον κοινό τάφο των «καθοδηγητών» του, μπροστά στην κάμερα, ενώ αραιά και που κάποιοι ρωτάνε για τον τάφο της μάινχοφ, στο βερολίνο, αφήνοντας δίπλα ένα μπουκέττο, που γρήγορα θα μαραθεί.
ένα επί πλέον παράδοξο, είναι το γεγονός, ότι στην πλημμυρίδα των εκδόσεων και των δημοσιευμάτων, των ντοκυμανταίρ και των στοιχείων, που έχουν κατακλύσει δημοσιότητα και αγορά, ένα μονάχα βιβλίο (προς το παρόν) αναφέρεται στα «μολυβένια χρόνια», τη φορά αυτή από τη σκοπιά των θυμάτων. μια χαώδης δυσαναλογία, που (μαζί με τη σκοτεινή υπόθεση της εκτέλεσης του ούλριχ σμύκερ, ενός μέλους της οργάνωσης από το «κομμάντο 2 ιούνη», με την κατηγορία της προδοσίας») δύσκολα ερμηνεύεται από τους σχολιαστές, κι ακόμα δυσκολότερα γίνεται αποδεκτή, έστω και αν οι μαρτυρίες των συγγενών των θυμάτων αποτυπώνουν στο σύνολό τους «υποδειγματικές βιογραφίες».
η ιστορία της RAF δεν είναι μόνο τα μαχητικά άρθρα της μάινχοφ στο περιοδικό konkret, τα θεωρητικά κείμενα του «αντάρτικου πόλης», ο πόλεμος στις μητροπόλεις, το «αστυνομικό κράτος», τα «μολυβένια χρόνια», οι αναμνήσεις εκείνων που έζησαν «από μέσα» την Ιστορία, και παραλίγο να συναντηθούν στον «κόκκινο κύκλο», και οι βιογραφίες των «πρωταγωνιστών», κυρίως της μάινχοφ, του μπάαντερ και του μάινς. είναι επί πλέον, η λογοτεχνική μεταποίηση της «γερμανικής τρομοκρατίας», αρχής γενομένης από την χαμένη τιμή της καταρίνα μπλουμ, του χάινριχ μπαιλλ, συμπληρούμενη από την «μάινχοφ» του Ντελίλο, μέχρι την «εικονογραφία» και την καλλιτεχνική και αισθητική προσέγγιση των εικόνων (από το πορτραίτο του σκοττ κινγκ, μόνα μάϊνχοφ, μέχρι το εικαστικό σχόλιο του μάρτιν κίππενμπέργκερ και, κυρίως, τον κύκλο 18 Οκτωβρίου 1977, του ρίχτερ), αλλά και τα ντοκυμανταίρ και οι ταινίες (η τρίτη γενηά, του φάσσμπίντερ, οι δύο αδελφές, της τρόττα, η γερμανία το φθινόπωρο, των φάσσμπίντερ, σλαίντορφφ, κλούγκε κ. ά., η ηρεμία μετά τον πυροβολισμό, του σλαίντορφφ, ο μπάαντερ, του ροτ), έχει κανείς την εντύπωση, ότι τα πρόσωπα «δραπέτευσαν» από τις αφίσες των επικηρύξεων και τα γερμανικά δελτία ειδήσεων, για να εγκατασταθούν σε μία αίθουσα της «πινακοθήκης της ιστορίας».
κατ’ ουσίαν, και πέρα από πολιτικές αναλύσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις (οι πρώτες αφυδατώνουν, οι δεύτερες στρεβλώνουν), προκαλούν την ίδια αμηχανία και μελαγχολία στον παρατηρητή, αλλά και θα μπορούσαν να φέρουν σε επαφή, έστω φευγαλέα, έστω αδιέξοδη, έναν άντρα και μία γυναίκα, όπως συμβαίνει στο διήγημα του ντελίλο.
κι ίσως, το μόνο που απομένει, αφού όλα (σχεδόν) έχουν ειπωθεί και γραφεί, είναι να ξαναδιαβάσουμε τον μόμπυ ντικ, από τον οποίο η «πρώτη γενηά» δανείζεται πολλά από τα «παρατσούκλια» της (όπως αποκαλύπτει, προτείνοντας ταυτόχρονα μία διαφορετική προσέγγιση, στη συνέντευξή του στην frankfurter allgemeine zeitung, ο στέφαν άουστ, νυν διευθυντής του spiegel και στενός φίλος της οικογενείας ραιλ-μάινχοφ), για να αναγνωρίσουμε ξανά τη «λευκή φάλαινα της εξουσίας» και τον αγώνα του πληρώματος υπό την καθοδήγηση του καπετάνιου άχαμπ-μπάαντερ.
«το όνομά της ήταν RAF».
κώστας θ. καλφόπουλος
σεπτέμβριος 2007