του Πολυβίου, από το Άρδην τ. 64, Απρίλιος – Μάιος 2007
Το τελευταίο διάστημα, πολύς λόγος έχει γίνει για τα νέα σχολικά βιβλία και ιδίως για το εγχειρίδιο ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι η συγγραφή και έκδοσή τους εντάσσεται στα πλαίσια μίας προσπάθειας υπονόμευσης της εθνικής αυτοσυνειδησίας των λαών της Βαλκανικής, μέσα από την παραχάραξη και αποδόμηση της εθνικής τους ιστορίας. Ιδίως δε για εμάς, τους Έλληνες, η πλαστογράφηση της ιστορικής μας μνήμης αποσκοπεί στη δημιουργία μίας νέας γενιάς ανθρώπων, εθνικά απονευρωμένων, που θα ζουν σε μία «πολυπολιτισμική» κοινωνία απάτριδων καταναλωτών, προλειαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το έδαφος –μεταξύ άλλων– για γεωπολιτικές ανακατατάξεις*, ουσιαστικά δε για τη σταδιακή ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Σημαντικότατο ρόλο για την προαγωγή των παραπάνω διεργασιών διαδραματίζουν διάφορα ιδρύματα, χρηματοδοτούμενα από Αμερικανούς (τύπου Σόρος), μεταξύ των οποίων το CDRSEE, το «Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», ενώ την υλοποίησή τους, και στη χώρα μας, έχουν αναλάβει οι εδώ μεταπράτες των νεοταξικών ιδεών και κελευσμάτων, το ποικιλόχρωμο καρκίνωμα των «εκσυγχρονιστών»: πολιτικοί, ιδιοκτήτες ΜΜΕ, δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί, νεοφιλελεύθεροι και «μεταλλαγμένοι μαρξιστές», φερέφωνα της Ουάσινγκτον, ενισχυόμενοι από έναν πακτωλό χρημάτων, έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα διάβρωσης της εθνικής μας ταυτότητας και εν τέλει υπονόμευσης της εθνικής μας κυριαρχίας.
Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται όχι μόνο η συγγραφή του εγχειριδίου ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, για το οποίο έχει γίνει λόγος πολλάκις, αλλά και άλλα σχολικά βιβλία, των οποίων όμως οι ιστορικές παραμορφώσεις δεν είναι εξόφθαλμες. Επί παραδείγματι, στο νέο βιβλίο ιστορίας της Β΄ Γυμνασίου, με τον τίτλο: «Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία», παρατηρείται μία εμφανέστατη συμπύκνωση της διδακτέας ύλης, που αναφέρεται στη βυζαντινή ιστορία. Στο εν λόγω βιβλίο, που έχει αντικαταστήσει το παλαιότερο με τίτλο: «Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή» (Αθήνα, 1981), αυτή η ριζική συρρίκνωση του μεγέθους του ασφαλώς και αντικατοπτρίζει την έντονη τάση υποβάθμισης, στον χώρο της εν γένει «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας, του ρόλου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς και της σημασίας για εμάς τους Έλληνες της γνώσης του μεσαιωνικού μας παρελθόντος. Είναι ενδεικτικό ότι, από τις συνολικά 343 σελίδες κειμένου του παλαιού βιβλίου, οι 278 αναφέρονταν στη βυζαντινή ιστορία (οι υπόλοιπες 65 στη ρωμαϊκή), ενώ στο νέο βιβλίο, από τις 134, μόνο οι 79 αναφέρονται στη βυζαντινή περίοδο, ενώ οι υπόλοιπες 55 στη δυτική μεσαιωνική ιστορία. Εδώ δηλαδή, η «βυζαντινή ιστορία» έχει καταργηθεί ως όρος και έχει αντικατασταθεί από μία αφηρημένη «μεσαιωνική και νεότερη ιστορία». Χρήσιμη είναι βεβαίως και η διδασκαλία του δυτικού μεσαίωνα στα σχολεία, δεδομένου ότι και η γνώση της ιστορίας των γειτόνων μας Δυτικοευρωπαίων είναι πολύ σημαντική για την απόκτηση μίας σφαιρικότερης εικόνας του παρελθόντος μας, ωστόσο αυτό δεν θα πρέπει να γίνεται εις βάρος της διδασκαλίας της εθνικής μας ιστορίας. Μολονότι ο χαρακτηρισμός ενός βιβλίου ως κατάλληλου ή μη για τους μαθητές δεν βρίσκεται σε συνάρτηση τόσο με την ποσότητα, όσο με την ποιότητα των γραφομένων σε αυτό, εντούτοις δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι η μείωση της διδακτέας ύλης, που αναφέρεται στη βυζαντινή περίοδο, από τις 278 στις 79, δηλαδή κατά περίπου 70% σε σχέση με το παλαιότερο εγχειρίδιο, συνιστά προφανώς μία εκ των πραγμάτων προσπάθεια υποβάθμισης –στα μάτια των μαθητών– της σημασίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και γενικότερα του μεσαιωνικού μας παρελθόντος, κάτι που ασφαλώς αντικατοπτρίζει τις θέσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, αν αφαιρεθούν από τις 79 αυτές σελίδες οι καθ’ όλα χρήσιμες εικόνες και χάρτες και οι παρατιθέμενες πηγές (η χρήση τους είναι αναμφίβολα επιβεβλημένη για την καλύτερη κατανόηση της σχολικής ύλης), τότε απομένουν οι μισές περίπου σελίδες καθαρού κειμένου προς εκμάθηση. Με λίγα λόγια, λοιπόν, έχει «αποδομηθεί» και η βυζαντινή ιστορία, αφού οι μαθητές καλούνται να την μάθουν τόσο συνοπτικά, που ουσιαστικά δεν είναι σε θέση να αφομοιώσουν παρά ελάχιστα στοιχεία.Τα παραπάνω ασφαλώς και δεν μπορούν θα θεωρηθούν τυχαία. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι, πέρα από τη γενικότερη τάση, που παρατηρείται τελευταία, αποδόμησης της εθνικής μας ιστορίας μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, ενυπάρχει και μία συμπλεγματικού τύπου απέχθεια προς τη βυζαντινή ιστορία από τους θιασώτες του «εκσυγχρονισμού», που τη θεωρούν ως μία «σκοτεινή» περίοδο «κληρικοκρατίας» και «οπισθοδρόμησης», μηρυκάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προ πολλού ξεπερασμένες αντιλήψεις της γιββώνειας ιστοριογραφίας, η οποία δεν διαφέρει ουσιαστικά στο συγκεκριμένο ζήτημα από την κυρίαρχη σήμερα «μεταμοντέρνα». Η επαρχιωτική αυτή στάση όσων επιχειρούν να απαξιώσουν το βυζαντινό μας παρελθόν έχει βαθύτερες ρίζες και συνδέεται με το φαινόμενο της τυφλής και άκριτης αναπαραγωγής των εξ Εσπερίας απόψεων περί της ιστορίας του ελληνικού έθνους, κατά το 19ο αιώνα, υπό το παραμορφωτικό οπτικό πρίσμα του «οριενταλισμού», μίας αποικιοκρατικού τύπου φαντασιακής αντίληψης, που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό της στη χώρα μας μία ιδιότυπη εμμονή στην αρχαία Ελλάδα (όπως την αντιλαμβάνονταν οι Δυτικοί), σε συνδυασμό με μία ταυτόχρονη απαξίωση της βυζαντινής και νεώτερης ιστορίας μας. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι, ανάμεσα στον ανατολικό και τον δυτικό χριστιανικό κόσμο, υπέβοσκε ένα κλίμα ανταγωνισμού ήδη από την εποχή του Καρλομάγνου, κάτι που συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα την άλωση του 1204 από τους Φράγκους (αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι πρέπει να οδηγηθούμε σε έναν στείρο αντιδυτικισμό). Κατά τη γνώμη μου, όμως, τούς «εκσυγχρονιστές» τους ενοχλεί, αφενός ο χριστιανικός χαρακτήρας της αυτοκρατορίας, αφετέρου το γεγονός ότι η μελέτη της βυζαντινής ιστορίας καταδεικνύει την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, καταρρίπτοντας συνεπακολούθως τα μυθεύματα περί συγκροτήσεως του ελληνικού έθνους υπό την επίδραση του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης ή –ακόμη χειρότερα– τα περί της άνωθεν κατασκευής του μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.Αναφορικά με τους συγγραφείς του εγχειριδίου ιστορίας της Β΄ Γυμνασίου, συγγραφείς είναι ο κ. Ιωάννης Δημητρούκας, φιλόλογος-εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ο κ. Θουκυδίδης Ιωάννου, σχολικός σύμβουλος. Κανείς λοιπόν εκ των δύο δεν είναι ιστορικός, αν και, όπως είναι πλέον προφανές, η γραμμή που δίδεται για τη συγγραφή των βιβλίων δεν είναι τόσο ζήτημα επιστημονικής, όσο πολιτικής υφής. Κριτές–αξιολογητές τους ήταν ο κ. Σωτήριος Κόνδης, σχολικός σύμβουλος, ο κ. Νικόλαος Λινάρδος, φιλόλογος – εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ο κ. Νικόλαος Καραπιδάκης, καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, ο μόνος ιστορικός που συμμετείχε στην έκδοση του βιβλίου. Το βιβλίο αυτό –όπως και άλλα– συγχρηματοδοτήθηκε κατά 75% από το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Ταμείο και κατά 25% από το ελληνικό κράτος, ενώ εκδόθηκε από τα «Ελληνικά Γράμματα – Multimedia A.E.» του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη.
Τα «σκόπιμα λάθη»
Στο βιβλίο αυτό, μπορεί να μην διακρίνονται εκ πρώτης όψεως οι ακρότητες του εγχειριδίου της ΣΤ΄ Δημοτικού, ωστόσο, με μία προσεκτικότερη ματιά, εντοπίζονται σημεία που απηχούν πάγιες νεοταξικές θέσεις και «εκσυγχρονιστικές» αντιλήψεις. Με την επιλεκτική μάλιστα χρήση πηγών και με την επίσης επιλεκτική παράθεση και προβολή συγκεκριμένων ιστορικών στοιχείων, εις βάρος άλλων, δημιουργούνται τεχνηέντως στρεβλές εντυπώσεις αναφορικά με την ιστορική πραγματικότητα, αφού 13χρονοι μαθητές γίνονται δέκτες και θύματα μίας πολιτικής προπαγάνδας των καθεστωτικών αγγλοσαξωνικών «πολιτικά ορθών» (“politically correct”) θέσεων σε μία τόσο κρίσιμη ηλικία για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Πέρα λοιπόν από την εντυπωσιακή συρρίκνωση του όγκου της διδακτέας ύλης της βυζαντινής ιστορίας, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με ακύρωση στην πράξη της διδασκαλίας του συγκεκριμένου μαθήματος, υπάρχουν και ορισμένα σημεία στα οποία θα πρέπει να σταθούμε, αφού είναι ενδεικτικά του ιδεολογικού προσανατολισμού που απηχεί το βιβλίο. Θα αναφερθώ στα σημαντικότερα και ενδεικτικότερα -κατά τη γνώμη μου- παραδείγματα:
α) Αναφορικά με την πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1204) από τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας, οι μαθητές δεν διδάσκονται τίποτα σχετικά με το τι επακολούθησε την εισβολή των Φράγκων στη βασιλεύουσα. Δεν γνωρίζουν ότι έγιναν πρωτοφανείς δηώσεις και βανδαλισμοί στην Κωνσταντινούπολη, ότι οι Έλληνες εξανδραποδίστηκαν από τους Φράγκους και τους Βενετούς και ότι έκτοτε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σκιά του παλιού της εαυτού, κατέστη εύκολη λεία για τους Οθωμανούς Τούρκους. Απλώς παρατίθενται όλα κι όλα τα εξής (σελ. 59): «Στις σταυροφορίες που διαδέχτηκαν την πρώτη σταυροφορία υποχώρησαν βαθμιαία τα θρησκευτικά και κυριάρχησαν τα υλικά κίνητρα. Το αποκορύφωμα της εξέλιξης σημειώθηκε με την Δ΄ σταυροφορία. Οι σταυροφόροι, αυτοί οι υποτιθέμενοι στρατιώτες του Χριστού, που είχαν αρχικό στόχο την Αίγυπτο και τη Συρία, παρεξέκλιναν από αυτόν και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη (1204)». Πως όμως είναι δυνατό ν’ αφήσουν οι συγγραφείς των νέων βιβλίων –τη στιγμή που αυτά χρηματοδοτούνται κυρίως από ξένους οργανισμούς– να καταγραφεί στη συλλογική μνήμη των ελληνοπαίδων το ανοσιούργημα της Δ΄ Σταυροφορίας; Πως είναι εξάλλου δυνατό να κατηγορηθούν οι πρόγονοι των χορηγών των νέων σχολικών εγχειριδίων, για όσα διέπραξαν εις βάρος του μεσαιωνικού ελληνισμού; Είναι ζήτημα απλής λογικής.
β) Αναφορικά με τη δεύτερη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), και σε αυτή την περίπτωση έχουμε μία παραποίηση της ιστορικής πραγματικότητας. Αν και γίνεται αναφορά, έστω και επιγραμματική, στις λεηλασίες και στις σφαγές από τους Τούρκους, εντούτοις, στη συνέχεια, γίνεται προσπάθεια εξωραϊσμού της οθωμανικής κατάκτησης μέσα από μία έντεχνα διαστρεβλωτική παρουσίαση των γεγονότων (σελ. 67), αφού: «…ο Μωάμεθ μπήκε με πομπή στην κατακτημένη πόλη, προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία και ανήγγειλε ότι εφεξής πρωτεύουσά του θα είναι η Πόλη». Εδώ λοιπόν δίδεται η εντύπωση στους μαθητές ότι ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής ήταν τόσο καλός και ανεκτικός με τους Έλληνες και τους χριστιανούς γενικότερα, που έφτασε στο σημείο να προσευχηθεί μέσα στον σημαντικότερο ναό τους και (υπονοείται ότι) προσευχήθηκε χριστιανικώ τω τρόπω (πιθανόν να έκανε και τον σταυρό του, να άναψε κερί και να προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας). Αποσιωπάται βεβαίως το γεγονός ότι ο σουλτάνος προσευχήθηκε μεν στην Αγία Σοφία, όχι όμως στο Χριστό, αλλά στον Αλλάχ και τη μετέτρεψε αμέσως σε τζαμί. Μπορούμε άραγε να πιστέψουμε ότι οι συγγραφείς δεν γνώριζαν το πραγματικό περιστατικό; Μάλλον απίθανο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με προπαγάνδα του χειρίστου είδους.
Ήταν λοιπόν τόσο φιλικός ο Μωάμεθ Β΄ προς τους Έλληνες, που προσευχήθηκε στον ναό τους. Όμως με τον τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο, φαίνεται και ότι ήταν πολύ τιμητικό για μας να κάνει πρωτεύουσά του την «Πόλη» (όχι πλέον την «Κωνσταντινούπολη»). Θα πρέπει ίσως να κολακευόμαστε με την επιλογή του αυτή. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Τούρκοι είναι εδώ και 55 χρόνια ΝΑΤΟϊκοί «σύμμαχοί» μας, ενώ θα πρέπει και να προωθηθεί περαιτέρω η ελληνοτουρκική «φιλία» και η ένταξη της γείτονος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει λοιπόν να συμβάλουν στην προσπάθεια αυτή και τα σχολικά βιβλία.
γ) Ενώ λοιπόν –κατά τους συγγραφείς– οι Τούρκοι τηρούσαν μία στάση ανοχής και αδελφικής φιλίας έναντι των κατακτημένων Ελλήνων, προσευχόμενοι μάλιστα στις εκκλησίες τους, στον αντίποδα υπήρχε ένας λαός που μας επιβουλευόταν και μας πολεμούσε: οι «επάρατοι» Σέρβοι. Αυτό ασφαλώς ξενίζει τον αναγνώστη μίας μεγαλύτερης ηλικίας, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο, όπως είναι φυσικό, και για τους μικρούς μαθητές. Στο σχολικό βιβλίο γίνεται επιλεκτική παράθεση ενός αποσπάσματος του Φραντζή (σελ. 67), όπου είναι γραμμένα τα εξής: «Οι Σέρβοι, ενώ μπορούσαν να στείλουν […] χρήματα και ανθρώπους, έστειλαν μήπως έναν οβολό; Ναι, αλήθεια, έστειλαν πολλά χρήματα και ανθρώπους, αλλά στο σουλτάνο που πολιορκούσε την Πόλη, και τους επαίνεσαν οι Τούρκοι […] λέγοντας: “Να, ακόμη και οι Σέρβοι είναι εναντίον σας”». Εδώ λοιπόν δαιμονοποιούνται για ακόμη μία φορά οι Σέρβοι, αφού εμφανίζονται ως μισέλληνες και συνυπεύθυνοι για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Αυτό όμως που παραλείπουν οι συγγραφείς να σημειώσουν είναι οι αγώνες των Σέρβων κατά της τουρκικής κυριαρχίας με αποκορύφωμα τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), μετά την οποία υποτάχτηκαν στους Τούρκους, υποχρεούμενοι ενίοτε να συνεισφέρουν σε άνδρες κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις του οθωμανικού στρατού. Κάτι παρόμοιο συνέβη εξάλλου και μ’ εμάς, αφού υπήρξαν π.χ. Έλληνες που αναγκάστηκαν να πολεμήσουν –ως φόρου υποτελείς στον σουλτάνο– στο πλευρό των Τούρκων στη μάχη της Αγκύρας (1402) εναντίον των Μογγόλων του Ταμερλάνου. Εδώ λοιπόν διαστρεβλώνεται για ακόμη μία φορά η ιστορική πραγματικότητα.
δ) Ο φιλοατλαντικός προσανατολισμός αυτού του σχολικού βιβλίου είναι έκδηλος και σε άλλο σημείο της ίδιας σελίδας. Έτσι, η μεσαιωνική Ρωσία δεν αναφέρεται με το όνομά της, αλλά ως το «Μοσχοβίτικο Κράτος». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι μαθητές δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν εύκολα ότι το παράξενο αυτό όνομα είναι δηλωτικό του κράτους της μετέπειτα κραταιάς Ρωσίας και αδυνατούν να κάνουν ταυτοποίηση των δύο εννοιών. Ο όρος «μοσχοβίτικο» θεωρώ ότι λειτουργεί απαξιωτικά για τους Ρώσους, αφού συρρικνώνει εδαφικά και υποβαθμίζει ιδεολογικά τη σημασία του ρωσικού έθνους ως αναχώματος έναντι των τουρκομογγολικών επιδρομών και εν γένει της εισβολής των ασιατικών φύλων στην Ευρώπη. Αν αναλογιστεί κανείς εξάλλου τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, που σήμερα λαμβάνουν χώρα στην περιοχή της ανατολικής Ευρώπης και της πρώην ΕΣΣΔ, ο προβληματισμός του υποψιασμένου αναγνώστη εντείνεται ακόμη περισσότερο (είναι π.χ. γνωστό ότι οι υποστηριζόμενοι από τη Δύση αντι-ρώσοι Ουκρανοί εθνικιστές της δυτικής Ουκρανίας έχουν παρόμοιες θέσεις αναφορικά με την ταυτότητα του ρωσικού έθνους κατά τη μεσαιωνική περίοδο). Η χρήση λοιπόν του όρου «μοσχοβίτικο κράτος» δεν θα πρέπει να θεωρηθεί αθώα και δεν θα πρέπει να αποσυνδεθεί από την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα, δεδομένου μάλιστα ότι μας παραπέμπει συνειρμικά στον όρο “Muscovites”, που χρησιμοποιούσαν οι Αγγλο-αμερικανοί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, θέλοντας να υποτιμήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τους τότε Σοβιετικούς. Έτσι, το βιβλίο αυτό (τουλάχιστον στα επίμαχα σημεία του) μοιάζει να έχει γραφεί στην Ουάσινγκτον και να έχει μεταφραστεί στην Αθήνα.
ε) Απουσιάζει επίσης οποιαδήποτε αναφορά τόσο στην απάντηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον Μωάμεθ, όσο και στη δημηγορία του ενώπιον των στρατιωτών του κατά τις τελευταίες ώρες προ της αλώσεως. Προφανώς, τους ενοχλεί το ήθος που διδάσκει. Τους ενοχλεί ότι πολέμησε μαζί με τον ολιγάριθμο στρατό του εναντίον των συντριπτικά υπέρτερων Οθωμανών (προγόνων των σημερινών «φίλων» και ΝΑΤΟϊκών «συμμάχων» μας, Τούρκων), θυσιάζοντας την ίδια του τη ζωή, τη στιγμή που ο ίδιος θα μπορούσε να είχε δεχτεί τις δελεαστικές προτάσεις του σουλτάνου για παράδοση υπό ευνοϊκούς όρους, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του μέσα σε υλικές απολαύσεις. Κρίνεται επίσης σκόπιμο να μην γνωρίζουν οι μαθητές και αυριανοί πολίτες ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κάλεσε τον λαό του ν’ αγωνιστεί για τα ιδεώδη του: για την ελευθερία της πατρίδας του και υπέρ βωμών και εστιών (αποκαλώντας τον μάλιστα ‘Έλληνες’), σε αντιδιαστολή με τον Τούρκο σουλτάνο, που δελέαζε τους δικούς του στρατιώτες με λεηλασίες, βιασμούς και ασέλγειες σε αγοράκια. Δεν είναι άλλωστε άσχετο ότι το άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της πλατείας Μητροπόλεως Αθηνών, μετακινήθηκε σε ένα άλλο σημείο της πλατείας, όπου είναι κρυμμένο πίσω από κάτι δένδρα και δεν διακρίνεται εύκολα. Ο Παλαιολόγος λοιπόν, και το παράδειγμα που διδάσκει, εξοβελίζεται από το νέο σχολικό βιβλίο.
στ) Υπάρχει μία γενικότερη «μεταμοντέρνα» τάση εξοβελισμού των ηρωικών πράξεων, δεδομένου ότι αυτές παράγουν ήθος, ενώ προτάσσεται η διδασκαλία άλλων, δευτερευουσών και «άχρωμων» πληροφοριών, που αφορούν κατά κανόνα τον υλικό πολιτισμό. Ενώ οι μαθητές διδάσκονται π.χ. ότι, κατά τη βυζαντινή περίοδο, οι άνθρωποι φορούσαν «…βράκες μακριές έως τον αστράγαλο…» (σελ. 71), ωστόσο δεν γνωρίζουν τίποτα για το «Εν τούτω νίκα», το όραμα του Μ. Κωνσταντίνου, αλλά ούτε και για τους εθνικούς μας θρύλους, όπως αυτόν του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Υπάρχει λοιπόν μία γενικότερη «μεταμοντέρνα» τάση στα νέα εκπαιδευτικά εγχειρίδια απαξίωσης των λαϊκών παραδόσεων, του ιδεώδους της φιλοπατρίας, της διδασκαλίας ήθους, αλλά και καλλιέργειας της κριτικής σκέψης των μαθητών, βάσει μίας ισοπεδωτικής λογικής σχετικοποίησης των πάντων. Επίσης υποβαθμίζεται κατά κανόνα η σημασία και η συνεισφορά των μεγάλων προσωπικοτήτων της ιστορίας μας (π.χ., στο βιβλίο της Α΄ Γυμνασίου, ο Μέγας Αλέξανδρος αναφέρεται απλώς ως «Αλέξανδρος», ενώ η αναφορά στην εκστρατεία του και στα κοσμοϊστορικής σημασίας επακόλουθά της είναι επιγραμματική και ελλιπέστατη). Το όλο όμως πρόβλημα δεν έχει τόσο επιστημονικό, όσο έναν κατ’ εξοχήν πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα, αφού η σπουδή με την οποία μεθοδεύτηκε η απόσυρση των παλαιών σχολικών εγχειριδίων και η έκδοση και κυκλοφορία των νέων, με ξένη μάλιστα χρηματοδότηση, γεννά πολλά ερωτηματικά.
Οι γονείς των μαθητών και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν –και μπορούν– να αντιδράσουν απαιτώντας έμπρακτα την άμεση απόσυρση του εν λόγω βιβλίου, αλλά και όσων άλλων σχολικών εγχειριδίων έχουν ως στόχο την υπονόμευση της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας. Καλές και αξιέπαινες οι πρωτοβουλίες ιδιωτών, όπως του γονέα από την Πάτρα ή του δασκάλου από το Κιλκίς, ωστόσο οι μεμονωμένες πράξεις συνήθως δεν έχουν σοβαρά περιθώρια επιτυχίας και θεωρούνται γενικά ατελέσφορες, όταν δεν υποστηρίζονται από μαζικούς φορείς και δεν εντάσσονται σε ευρύτερα πλαίσια λαϊκής αντίδρασης. Απαιτείται λοιπόν η μαζικοποίηση του αγώνα κατά των νέων, αμερικανόπνευστων σχολικών βιβλίων.
Να αρνηθούμε μέσα από ψηφίσματα συλλόγων γονέων και κηδεμόνων, αλλά και καθηγητών, τη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας με τα νέα βιβλία και να απαιτήσουμε την επαναφορά –σε πρώτη φάση– των παλαιών βιβλίων και εν τέλει να μποϋκοτάρουμε μαζικά το μάθημα της ιστορίας, εμποδίζοντας τα παιδιά μας από το να το παρακολουθήσουν, μέχρι να αποσυρθούν τα προπαγανδιστικά αυτά νεοταξικά σχολικά εγχειρίδια. Να αντιδράσουμε λοιπόν μαζικά και δυναμικά, προκαλώντας στους κρατούντες ένα ανεπιθύμητο πολιτικό κόστος, αναγκάζοντάς τους να σκέφτονται άλλη φορά περισσότερο, αν θα πρέπει να εκτελούν πάντοτε κατά γράμμα τις υπερατλαντικές ντιρεκτίβες. Πρωτίστως, όμως, όλοι μας θα πρέπει να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στη εθνική και κοινωνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας κατ’ οίκον, ενώ και η ηγεσία της Εκκλησίας θα πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αναλαμβάνοντας τη δημιουργία νέων «κρυφών σχολειών», γιατί ακόμη και αν το κρυφό σχολειό ήταν ένας μύθος, αύριο θα είναι μία πραγματικότητα.