της Άννα Λυδάκη, από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007
Η βιογραφική προσέγγιση στην κοινωνιολογική ποιοτική έρευνα, (προλ.: Prof. Dr.Dr. Peter Alheit), Κριτική, Αθήνα 2006
Από τη δεκαετία του ’60 το υποκείμενο, ο άνθρωπος που είχε χαθεί ανάμεσα στις δομές, τις νόρμες και τους κανόνες, επιστρέφει και οι κοινωνικοί επιστήμονες αρχίζουν να προσέχουν και να αναλύουν τον λόγο του. Τον λόγο του απλού ανθρώπου, εκείνου που δεν παίρνει τις μεγάλες αποφάσεις, αλλά βιώνει τις συνέπειές τους, ζει τις μεγάλες αλλαγές. Μέχρι τότε –με εξαίρεση τη Σχολή του Σικάγο και εκείνους που με μιαν εσαεί ρομαντική διάθεση πίστευαν πως το σύστημα δεν μπορούσε να επιβληθεί ολοσχερώς στα άτομα- οι κοινωνικοί επιστήμονες επιχειρούσαν να παρουσιάσουν την πραγματικότητα με τρόπο θετικιστικό και αφαιρετικό και με γενικότητες που βασίζονταν σε μιαν υποτιθέμενη ομοιομορφία.
Η αμφισβήτηση του θετικιστικού παραδείγματος και οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές ώθησαν τους επιστήμονες να αναζητήσουν την ποιότητα των ανθρωπίνων, να μελετήσουν την κοινωνική δράση και να στραφούν στα υποκείμενα της έρευνάς τους, όχι έχοντας έτοιμες τις ερωτήσεις τους, αλλά αφήνοντας τους ανθρώπους να αφηγηθούν και να μιλήσουν για εκείνα που όρισαν και σημάδεψαν τη ζωή τους. Και ο λόγος αυτός δεν ανήκει σε ένα μοναχικό εγώ: Ένα πλήθος ζώντων και τεθνεώτων, παρόντων και απόντων, που λέει και ο ποιητής, μας συγκροτεί ως άτομα και μας συνοδεύει δια βίου. Έτσι, οι άνθρωποι μιλώντας για τη ζωή τους μιλούν συγχρόνως για τους γύρω τους, την κοινωνία εντός της οποίας ζουν. Η προσωπική ζωή είναι αξεδιάλυτα ενωμένη με τη συλλογική όπως και η ίδια η ταυτότητα των ανθρώπων είναι ατομική και κοινωνική συγχρόνως. Γι’ αυτό και οι αφηγήσεις ζωής, τα γεγονότα και ο τρόπος που το ίδιο το άτομο τα βιώνει και η σημασία που τους αποδίδει γίνονται πολύτιμα στοιχεία στα χέρια του επιστήμονα που θέλει να διερευνήσει το βάθος των πραγμάτων.
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα πολλοί σημαντικοί επιστήμονες – ερευνητές διενεργούν τις έρευνές τους ακολουθώντας ποιοτικές μεθόδους έρευνας σε συνδυασμό ή όχι με τις ποσοτικές. Ένας από αυτούς είναι ο Γ. Τσιώλης, ο οποίος το 1994 πραγματοποίησε μια σπουδαία έρευνα στο Λαύριο προκειμένου να μελετήσει την κρίση αποβιομηχάνισης που εκδηλώθηκε στην ευρύτερη περιοχή κατά τη διετία 1989-1990. Μια έρευνα βασισμένη στον λόγο των ίδιων των ανθρώπων που έζησαν τις δραματικές αλλαγές.
Ο Γ. Τσιώλης καταθέτει την εμπειρία του στο βιβλίο του Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις, αφού προηγουμένως έχει αναλύσει και παρουσιάσει τεκμηριωμένα το θεωρητικό υπόβαθρο της μεθόδου του και τον τρόπο εφαρμογής της.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρεται στις απαρχές της βιογραφικής προσέγγισης στην κοινωνιολογική έρευνα, κατά τον Μεσοπόλεμο, και μιλά για την άνοιξη που επέφερε η Σχολή του Σικάγο, η οποία επέμενε στη χρήση όλων των μεθόδων, ποσοτικών και ποιοτικών, ερωτηματολογίων και αφηγήσεων μέσα στο «εργαστήρι της ζωής» και όχι στο γραφείο του επιστήμονα.
Στο δεύτερο μέρος σχολιάζει την κατίσχυση των ποσοτικών μεθόδων και των στατιστικών αναλύσεων στη μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας μέχρι τη δεκαετία του ’60, όταν εμφανίζονται ξανά στο προσκήνιο οι ερμηνευτικές και φαινομενολογικές προσεγγίσεις. Τότε που αρχίζει και πάλι το υποκείμενο της ιστορίας να αναγνωρίζεται και η αιτιώδης εξήγηση να δίνει τη θέση της στην κατανόηση.
Η χρήση της βιογραφικής μεθόδου για την εξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων για την κοινωνική ζωή καταδεικνύεται και τεκμηριώνεται θεωρητικά καθώς ο συγγραφέας παρουσιάζει τις διάφορες τάσεις (Schutze, Oevermann, Nassehi & Weber, Alheit & Dausien κλπ. και τις σχετικές εργασίες που έχουν εκπονηθεί στην Ελλάδα) και τονίζει ότι «μέσα από την αφήγηση δεν παρουσιάζεται μόνο η ‘εξωτερική’ εξέλιξη των γεγονότων, αλλά εκτίθενται και οι ‘εσωτερικές αντιδράσεις, ο τρόπος βίωσης των γεγονότων και η ερμηνευτική επεξεργασία του από το υποκείμενο». Στο ίδιο κεφάλαιο σχολιάζεται ακόμη η σχέση κοινωνικής δομής και ατομικής δράσης, η ετερονομία και η αυτονομία του δρώντος υποκειμένου.
Στα επόμενα μέρη του βιβλίου ο Γ. Τσιώλης περνάει στην πρακτική της εφαρμογής της βιογραφικής μεθόδου. Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα βήματα που οφείλει να ακολουθήσει ο ερευνητής ο οποίος θέλει να διερευνήσει μια κοινωνική ομάδα με βιογραφικές, αφηγηματικές συνεντεύξεις, τη στάση του και τη σχέση του με τον ερευνώμενο. Στη συνέχεια παρουσιάζει τις βασικές αρχές ανάλυσης του λόγου, ανάλογα με το είδος (περιγραφή, επιχειρηματολογία, αφήγηση) και αναφέρεται στον ανθρώπινο χρόνο, που είναι ενιαίος και δεν διαχωρίζεται όπως ο ημερολογιακός σε παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του ο συγγραφέας παρουσιάζει, ως παράδειγμα, ένα μέρος από τη δική του έρευνα στο Λαύριο. Μέσα από τον ζωντανό λόγο των ανθρώπων αναδύεται ο τρόπος με τον οποίο οι βιομηχανικοί εργάτες βίωσαν την αλλαγή, τη ρωγμή στη ζωή τους και τη συνακόλουθη ανεργία και το πώς επιχείρησαν να διαχειριστούν τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ύπαρξής τους. Διαφαίνονται η απελπισία από την κρίση και το κλείσιμο των εργοστασίων, ο αιφνιδιασμός και οι πρώτες συλλογικές ενέργειες των εργαζομένων, τα συσσίτια και η δραματική ένταση της ανέχειας, η αποτυχία των προσπαθειών εύρεσης εργασίας, η σύγκριση του άλλοτε με το τώρα, η τάση φυγής των «ξένων» από την πόλη και οι μετακινήσεις γενικότερα με σκοπό την αναζήτηση εργασίας.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο είναι μια μελέτη της ζώσας πραγματικότητας από έναν επιστήμονα που θέτει το δάκτυλο εις τον τύπο των ήλων, που μπορεί και θέλει να ακούσει τον λόγο του κοινωνικού υποκειμένου, του επί σειρά ετών παραγνωρισμένου από τις εξουσιαστικές δομές.