Αρχική » Συνέντευξη με τον Δημήτρη Κοσμόπουλο

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Κοσμόπουλο

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007

Ο Θεόδωρος Παντούλας συνομιλεί με τον Δημήτρη Κοσμόπουλο

Στην ποίησή μας ιχνογραφήθηκε ό,τι πολυτιμότερο, του νεώτερου βίου μας

Μετά από τρία συνθετικά βιβλία, (Λατομείο, α΄ έκδ. Κέδρος 2002, β΄ έκδ. Κέδρος 2003, Του Νεκρού αδελφού, α΄ έκδ. Κέδρος 2003, β΄ έκδ. Κέδρος 2005 και Τα πουλιά της Νύχτας, α΄ έκδ. Κέδρος 2005), ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος εξέδωσε τον Νοέμβριο του 2006 το βιβλίο Τα όρια της φωνής. Το βιβλίο εξεδόθη από τις εκδόσεις Κέδρος, και αποτελεί μια συναγωγή δοκιμίων του ποιητή, όπου ο Δημήτρης Κσμόπουλος αποπειράται μιαν ανάγνωση μελετών της λογοτεχνικής διαχρονίας αλλά και συγχρονίας, που φέρνει στο προσκήνιο ουσιαστικές πλευρές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Κοσμόπουλος ανήκει στην νεώτερη ποιητική γενιά, και ήδη το ποιητικό του στίγμα είναι απολύτως διακριτό και ιδιότυπο. «Εκείνο που διακρίνει το περιεχόμενο της ποίησής του είναι η εναργής χρήση του βιωματικού υλικού. Η ιστόρηση του προσώπου μέσω της ιστόρησης της γενέθλιας γης και της αναζήτησης μιας χαμένης αθωότητας συναρτάται με ρεαλιστικές αναφορές σε λεπτομέρειες και συμβάντα του παρόντος σε μιαν έκφραση που καθοδηγείται από μιάν υποβλητική οντολογική αναζήτηση, που είναι ταυτόχρονα και αναζήτηση κοινωνική», γράφει για τον ποιητή ο Νάσος Βαγενάς, στην εισήγησή του γι’ αυτόν στην Εταιρεία Συγγραφέων, της οποίας ο Κοσμόπουλος εξελέγη προσφάτως μέλος. Με ομόφωνη απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος έλαβε το βραβείο Έλληνα λυρικού ποιητή «Λάμπρος Πορφύρας» της Ακαδημίας Αθηνών, για το 2005. Ποιήματά του έχουν μεταφρασθεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.

Όμως τι ακριβώς είναι η συναγωγή δοκιμίων Τα όρια της φωνής; Ρωτήσαμε τον ποιητή και σας παρουσιάζουμε τις αποκρίσεις του.

Από την ποίηση στο δοκίμιο, σηματοδοτείται, άραγε, μια μετάβαση;
Καμμία απολύτως μετάβαση. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αναγνωστική εμπειρία και κατάθεση. Άλλωστε, για να θυμηθούμε, τον σπουδαίο ποιητή και φίλο Ηλία Λάγιο, κάθε απόπειρα γραφής είναι τεκμηρίωση μιας αναγνωστικής πράξης. Εάν υπονοείτε, βεβαίως, με το ερώτημά σας, ότι φαίνεται παράταιρο για την λογική του συρμού, κάποιος που φτιάχνει ποιήματα να καταγίνεται και με τον δοκιμιακό λόγο, σας απαντώ ότι ουδέν απατηλώτερον. Η τρέχουσα νοοτροπία που ταυτίζει την ποίηση με το ωραιολογικό και διαβλητό «αισθάνεσθαι» -καλέ τι μιμόζ! θα ’λεγε ο Σκαρίμπας- εμένα δεν με αφορά. Τα διεισδυτικότερα κριτικά κείμενα της γραμματείας μας, έχουν γραφεί από τους ποιητές μας. Θυμίζω τον περινούστατο κριτικό Παλαμά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη ή τον Ρίτσο των «Μελετημάτων» κ. ά. Μην παρεξηγηθώ. Δεν επιδιώκω, εκ του πλαγίου, ταύτιση με τους μεγάλους μας δασκάλους. Απλώς, με την ευκαιρία της ερωτήσεώς σας, τονίζω το αυτονόητο: Η ποιητική δημιουργία, δεν μπορεί να νοηθεί εκτός της κριτικής της λειτουργίας. Η κριτική αντίληψη, είναι το στερεότερο «δυναμάρι», το γνησιότερο παραπλήρωμα κάθε ποιητικής˙ πρωτίστως, βοηθά τον ίδιο τον γράφοντα, να επανεξετάζει συνεχώς την τέχνη του και να παραμένει αμετανόητος θηρευτής της γνησιότητας. Το γιατί, όμως, στους καιρούς μας, η κριτική λειτουργία, αλλά και το εξαίρετο, ως προς τους καρπούς του, είδος του λογοτεχνικού δοκιμίου, είτε έχουν εκπέσει στην –πάντοτε καταφατική!- σημειωματογραφία των ενθέτων στις εφημερίδες, είτε έχουν απομαρανθεί στο πεδίο των, τηλεοπτικού τύπου, δημοσίων σχέσεων –είναι άλλο ζήτημα. Έχει να κάνει με τους εθισμούς του τηλεοπτικού καθεστώτος και την εισβολή της παθολογίας στα λογοτεχνικά πράγματα. Στο βιβλίο μου Τα όρια της φωνής, προσπαθώ να μιλήσω, σε συγκεκριμένα κεφάλαια, γι’ αυτήν την παθολογία.

Τι άλλο περιλαμβάνεται στα «Όρια της φωνής»;
Στα «Όρια της φωνής», ο αναγνώστης θα συναντήσει κείμενα που έχουν να κάνουν με μεγέθη της λογοτεχνικής μας παράδοσης (λ.χ. κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάη, τον Παλαμά, τον Παπατσώνη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη κ.ά.), όπως και άλλα που αναφέρονται στη λογοτεχνική συγχρονία. Ο συνεκτικός ιστός των επί μέρους κειμένων, πιστεύω ότι είναι η ανάδειξη –πάντα εκ του ποιητικού αποτελέσματος– του οντολογικού στοιχείου, το οποίο αρδεύει την λογοτεχνία μας, προσδίδοντάς της συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Είναι θλιβερό, το γεγονός ότι αυτά τα χαρακτηριστικά στραγγαλίσθηκαν ή στραγγαλίζονται από καθεστηκυίες αναγνώσεις, στο όνομα βολικών (και αυθαίρετων ως προς τα κριτήρια των δημιουργών μας) ταξινομήσεων. Ένα δεύτερο σημείο, το οποίο δικαιολογεί την συναγωγή αυτών των κειμένων σε τόμο, είναι η προσωπική μου ανάγκη απαντήσεων σε ορισμένα καίρια κριτικά ζητήματα της εποχής μας. Η ιδεοληψία –είτε ως έκφραση του κρεββατιού του Προκρούστη, είτε ως άσαρκη «υπερεθνική» οικουμενικότητα, που στραγγαλίζουν ερμηνεύοντας- να, αμέσως, δυο παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν στην ανάγκη προσωπικής κατάθεσής μου. Στα «Όρια της φωνής», η νεοελληνική λογοτεχνική δημιουργία, μελετάται ως περιοχή φανερών ή αφανών συσχετισμών, αλληλεπιδράσεων και συνέχειας. Διότι, στην ποίησή μας, ειδικώς, αλλά και στην πεζογραφία μας, ιχνογραφήθηκε ό,τι πολυτιμότερο, του νεώτερου βίου μας: η αυθεντικότητα του συλλογικού μας προσώπου, ο οντολογικός μας τρόπος, η ιθαγένεια και η ετερότητά μας. Με δέος, αγάπη και βαθύ αίσθημα μαθητείας, την αναγνωστική –αλλά και υπαρκτική– μου εμπειρία από όλα αυτά, είχα την πρόθεση να δώσω. Το τι κατάφερα, ας το κρίνει ο αναγνώστης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ