του Κ. Βαμβακά, από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007
Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, με αφορμή την πολύ μεγάλη απεργία των δασκάλων, οι συζητήσεις και οι προβληματισμοί γύρω απ’ την εκπαίδευση έχουν αυξηθεί. Άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, ημερίδες και πλήθος καφενοβιακών συζητήσεων, αποπειρώνται να προσεγγίσουν τα τεράστια προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Αυτό από πρώτη άποψη είναι εξαιρετικά χρήσιμο και αισιόδοξο και είναι αποτέλεσμα δύο κυρίως πραγμάτων: πρώτον τα αδιέξοδα και η αναποτελεσματικότητα είναι τόσο κραυγαλέα που δεν μπορούν να συγκαλυφθούν και δεύτερον η μεγάλη απεργία των δασκάλων εξανάγκασε τα Μ.Μ.Ε. επί ενάμιση μήνα να προβάλουν το σίριαλ «παιδεία». Το δυσάρεστο είναι ότι η συζήτηση που διεξάγεται είναι εξαιρετικά φτωχή κυρίως γιατί επικεντρώνεται στα κοινότοπα, επικυριαρχούμενη από τα νεοφιλελεύθερα εκσυγχρονιστικά ιδεολογήματα.
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η συζήτηση θυμίζει την ιστορία με τον Χότζα, που έψαχνε τα χαμένα κλειδιά του στο καφενείο που υπήρχε φως και όχι στο σημείο που τα είχε χάσει όπου ήταν σκοτάδι και λάσπες. Κάπως έτσι και εμείς αναζητούμε τα αίτια του προβλήματος στα παιδιά που είναι αδιάφορα, στους εκπαιδευτικούς που είναι ανίκανοι και γενικά και αόριστα στην κοινωνία που παρακμάζει. Ξεχνώντας ότι αυτά είναι τα αποτελέσματα και όχι τα αίτια του προβλήματος.
Ο παρακάτω συλλογισμός είναι ενδεικτικός: Οι καθηγητές ευθύνονται για την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου σχολείου. Συνέπεια αυτού είναι το σύνολο των μαθητών να οδηγείται στα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα. Η παραπαιδεία έχει υποκαταστήσει το λύκειο, ο καθηγητής έχει υποκατασταθεί από τον φροντιστή που τον επιλέγουμε και τον πληρώνουμε αδρά. Ερώτημα: «Ποιος ευθύνεται για την αποτυχία του 40% των μαθητών να περάσουν τη βάση του 10 και ποιος ευθύνεται για την επιτυχία;». Ή και τα δύο θα χρεωθούν στο φροντιστήριο ή και τα δύο στο σχολείο.
Επίσης, πώς εξηγείται το γεγονός ότι το ποσοστό των μαθητών από ιδιωτικά λύκεια (που επίσης τα επιλέγουμε και τα πληρώνουμε με όρους ελεύθερης αγοράς) που κάνουν ιδιαίτερα ή φροντιστήρια είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό των μαθητών του δημόσιου σχολείου; Είναι δηλαδή τα ιδιωτικά σχολεία και οι εκπαιδευτικοί που δουλεύουν σ’ αυτά χειρότερης ποιότητας; Όχι βέβαια και ούτε μπορούν να γίνουν τέτοιες συγκρίσεις διότι οι στρεβλώσεις που δημιουργούνται εξαιτίας του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και του εξεταστικού συστήματος καθιστούν αδύνατη ακόμη και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου που συντελείται στο σχολείο.
Σε ποιο σχολείο αναφερόμαστε;
Το σχολείο στην Ελλάδα είναι ένα εξαιρετικά φτωχό σχολείο, φτωχό σε κτιριακές εγκαταστάσεις, υλικοτεχνική υποδομή, σε εργαστήρια, σε εποπτικά μέσα, σε σχολικές βιβλιοθήκες, σε αθλητικές εγκαταστάσεις σε έμψυχο δυναμικό, με φτωχούς, δυσαρεστημένους και απαξιωμένους εκπαιδευτικούς.
Τα τελευταία χρόνια, δόθηκαν κάποια χρήματα από ευρωπαϊκά κονδύλια για να γίνουν εργαστήρια πληροφορικής και φυσικοχημείας. Το εντυπωσιακό είναι ότι και αυτές οι υποδομές δεν εντάχθηκαν ποτέ οργανικά και ουσιαστικά μέσα στα αναλυτικά προγράμματα διδασκαλίας. Όσον αφορά στα εργαστήρια πληροφορικής, αξιοποιούνται στενά και μόνο στο μονόωρο ή δίωρο εβδομαδιαίο μάθημα της πληροφορικής και σε καμία περίπτωση δεν εντάσσεται η σύγχρονη τεχνολογία στα υπόλοιπα μαθήματα. Όσον αφορά στα εργαστήρια φυσικής είναι σε πλήρη αχρηστία διότι δεν υπάρχουν εργαστηριακές ώρες στο αναλυτικό πρόγραμμα. Τα τρία πειράματα που προβλέπονται ετησίως δεν γίνονται διότι, για λόγους ασφαλείας των μαθητών, αλλά και προστασίας του εργαστηρίου, είναι αδύνατον να γίνει πείραμα με 25 μαθητές εποπτευόμενους από έναν μόνο καθηγητή.
Αθλητικές εγκαταστάσεις ανύπαρκτες, ώστε και αυτό το ανύπαρκτο στο λύκειο (1 ώρα εβδομαδιαίως) μάθημα της φυσικής αγωγής να εξαρτάται από τον καιρό αν θα πραγματοποιηθεί. Έχουμε όμως, ως χώρα, από τα πιο παχύσαρκα παιδιά και ίσως το χαμηλότερο ποσοστό νέων που αθλούνται (άθληση δεν είναι τα φουσκωμένα με αναβολικά μπράτσα).
Σχολικές βιβλιοθήκες δεν υπάρχουν ούτε στο 54% των σχολείων. Τελευταία, ο πρωθυπουργός σύστησε στις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες να αναζητήσουν χορηγούς για να τις φτιάξουν!
Για έμψυχο δυναμικό, ούτε λόγος. Πριν μερικά χρόνια, λέγαμε ότι αυτό το έρμο το σχολείο στηρίζεται μόνο και μόνο στο φιλότιμο και το μεράκι των εκπαιδευτικών, έλα όμως που και αυτό το φιλότιμο τείνει να γίνει είδος προς εξαφάνιση στη νεοελληνική κοινωνία! Οι εκπαιδευτικοί είναι αφημένοι στην τύχη τους, απαξιωμένοι, κακοπληρωμένοι και τις περισσότερες φορές τούς χρεώνεται και όλη η κακοδαιμονία του συστήματος.
Για τη συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών, η παιδαγωγική και διδακτική τους μέθοδος στηρίζεται σ’ έναν εμπειρισμό που αναπαράγεται εδώ και δεκάδες χρόνια. Καμιά ουσιαστική επιμόρφωση δεν γίνεται απ’ την ημέρα που ο εκπαιδευτικός καλείται να διδάξει για πρώτη φορά, μέχρι το τελευταίο μάθημά του, μετά από 35 χρόνια. Πριν λίγα χρόνια δημιουργήθηκε ένας οργανισμός επιμόρφωσης, δημόσιο πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που θα αναλάμβανε την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Πρώτη του προίκα 1.200.000€ από το 3ο Κ.Π.Σ. και ο πρώτος διαγωνισμός που προκήρυξε αξίας 600.000€ είχε να κάνει με τη διερεύνηση των αναγκών επιμόρφωσης και απευθυνόταν σε εταιρείες δημοσκοπήσεων, για να αναρωτιέται ο κάθε αφελής τελικά ποιος είναι ο ρόλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ή του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας ή των πανεπιστημιακών παιδαγωγικών τμημάτων ή ακόμη και του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ.
Τελευταίο δείγμα επιμόρφωσης 170 εκατομμυρίων ευρώ ήταν τα διήμερα άθλια σεμινάρια ενημέρωσης για τα νέα εξίσου άθλια βιβλία. Ποσό τεράστιο που, παρά την πίεση των συνδικάτων και του Τύπου προς την υπουργό, για να δώσει απολογισμό του τρόπου με τον οποίο δαπανήθηκε, εκείνη προτιμά να σιωπά.
Όσο για τα ολιγοήμερα εισαγωγικά ΠΕΚ, χωρίς καμία υπερβολή, έχουν μετατραπεί σ’ ένα μηχανισμό προπαγάνδας και αναπαραγωγής των πιο άθλιων ιδεολογημάτων που κυριάρχησαν στα χρόνια του εκσυγχρονισμού. Μεταφέρω επί λέξει το πιο πολυακουσμένο και συνεχώς επαναλαμβανόμενο επιμύθιο των επιμορφωτών: «Εμείς εδώ θα σας μάθουμε πώς να εκπονείτε ευρωπαϊκά προγράμματα, να τα ‘κονομάτε, και αφήστε τους κουτούς να κάνουν απεργίες»
Θα λυθεί το πρόβλημα μόνο με την αύξηση των δαπανών;
Όχι, και σ’ αυτό είμαι κατηγορηματικός. Αν ξυπνούσαμε αύριο και γινόμασταν μάρτυρες ενός θαύματος και είχαμε άρτια εξοπλισμένα κτίρια με όλες τις υποδομές και εξαιρετικά αμειβόμενους εκπαιδευτικούς, θα είχαμε ένα καλό σχολείο; Για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε σ’ αυτό, θα πρέπει να συμφωνήσουμε τουλάχιστον σε κάποιες βασικές αρχές και αξίες, βάσει των οποίων θα κρίνουμε το παραγόμενο αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ας μην ξεχνάμε ότι το σημερινό σχολείο της αμάθειας είναι αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Αρσένη, που δυστυχώς υποστηρίχτηκε από πολλούς αλληθωρίζοντες στα εκσυγχρονιστικά ιδεολογήματα της εποχής (πρώην αριστερούς, εναλλακτικούς, νεορθόδοξους κ.λπ.) Έτσι και σήμερα, πολλοί βλέπουν με συμπάθεια τις εξαγγελίες Καραμανλή, ξεχνούν όμως ποιος είναι και ποια πολιτική υπηρετεί αλλά κυρίως ότι, κάθε φορά, εκτός απ’ το καλύτερο υπάρχει και το χειρότερο.
Το σημερινό σχολείο δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίων ή άστοχων επιλογών, αλλά πολιτικών που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια. Στόχοι, η απαξίωση του δημόσιου σχολείου που έτσι και αλλιώς κοστίζει πολύ και όπως κάθε τι δημόσιο κοινωνικό αγαθό, δεν είναι επιλέξιμη δαπάνη. Αποτέλεσμα όλων η εκχώρηση μεγάλου μέρους του «εμπορεύματος γνώση» στους ιδιώτες. «Μάνατζερ» σ’ αυτήν τη διαδικασία η υπουργός Παιδείας, ο πρωθυπουργός, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ανάλογος δεν ήταν και ο ρόλος Μητσοτάκη σε σχέση με την κινητή τηλεφωνία και τον ΟΤΕ όπως και της συγκυβέρνησης για τα ιδιωτικά Μ.Μ.Ε.;
Δαπανήθηκαν πάρα πολλά χρήματα για να γραφούν νέα βιβλία «σύγχρονα», σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά «στάνταρ» απ’ τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους (Μεταίχμιο, Πατάκης κ.λπ.). Αποτέλεσμα, δυσκολότερα βιβλία, που η έκδοσή τους συνοδεύτηκε απ’ την ταυτόχρονη έκδοση βοηθημάτων απ’ τους ίδιους τους συγγραφείς. Όσο δε για τα βιβλία της ιστορίας, τι άλλο μπορεί να είναι παρά η συμμόρφωση στις επιταγές της νέας ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων και η εφαρμογή των συμφωνιών Τζεμ-Γιωργάκη (άραγε τήρησαν τα συμφωνηθέντα και οι Τούρκοι;);
Για το αν θα κατακτήσουμε ένα διαφορετικό σχολείο, που θα υπηρετεί έναν διαφορετικό άνθρωπο σε μία δικαιότερη κοινωνία, όσον αφορά την κατανομή του πλούτου και της ισχύος, με σεβασμό στην ιδιαίτερη κουλτούρα, τον πολιτισμό και την παράδοση, προϋπόθεση είναι η αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών. Έξω από ένα νέο εκπαιδευτικό-μορφωτικό κίνημα, που θα αγγίξει όλη την κοινωνία, που θα την διχάσει αλλά και ταυτόχρονα θα απελευθερώσει όλες τις υγιείς δυνάμεις και εν τέλει θα κυριαρχήσει ιδεολογικά, είναι αδύνατη η αντιστροφή της σημερινής κατάστασης.
Διάλογοι ή σύγκρουση;
Είναι συχνό φαινόμενο και από την πολιτική ηγεσία αλλά και απ’ τα παπαγαλάκια τους στα Μ.Μ.Ε. να κατηγορούνται οι εκπαιδευτικοί και οι συνδικαλιστές ότι αρνούνται τον διάλογο και δεν έχουν προτάσεις. Για να υπάρξει διάλογος ανάμεσα σε δύο μέρη βασική προϋπόθεση είναι ότι θα έχουν κοινό τόπο αναφοράς και επιδιώξεων. Εάν δεν υπάρχει αυτός, τότε ο διάλογος είναι προσχηματικός, αναζητεί συνενόχους ή προσδοκά επικοινωνιακά οφέλη.
Ορθώς λοιπόν δεν υπάρχει συμμετοχή στον επιχειρούμενο διάλογο του υπουργείου, που μοναδικό στόχο έχει να εκβιάσει συναίνεση στις επιχειρούμενες αλλαγές.
Μπορούν οι σημερινές συνδικαλιστικές ηγεσίες να παίξουν ρόλο πρωτοπορίας στη γέννηση ενός νέου εκπαιδευτικού-μορφωτικού κινήματος; Κατηγορηματικά, όχι. Σε μεγάλο βαθμό είναι συνυπεύθυνες για τη σημερινή κατάσταση λόγο ανικανότητας κυβερνητισμού-κομματισμού και γραφειοκρατικοποίησής τους. Εξαίρεση σ’ αυτή την κατάσταση αποτελούν τα ανεξάρτητα, αυτόνομα σχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Γεννιούνται το ένα μετά το άλλο σε όλη την Ελλάδα και θέτουν σοβαρές υποθήκες και ρίζες στο χώρο της εκπαίδευσης. Αποτελούν τη μοναδική συνδικαλιστική-κινηματική δύναμη που με επιμονή συνεχίζει να συζητά, να προβληματίζεται και να δρα. Τρία εκπαιδευτικά περιοδικά ηλικίας όλα άνω των δέκα ετών εκδίδονται απ’ αυτόν τον χώρο, καθόλου ευκαταφρόνητοι απολογισμοί συμβολής στον διάλογο για την παιδεία.
Υπάρχει ελπίδα;
Η γνώμη μου είναι ότι η εκπαίδευση, για λόγους παράδοσης αγώνων, μορφωτικού φορτίου αλλά και του ιδιαίτερου κοινωνικού ρόλου, είναι προνομιακός χώρος υποδοχής ενός νέου εκπαιδευτικού προτάγματος. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να εμπλακούν και να συμβάλουν σ’ αυτό όλες εκείνες οι δυνάμεις που επιμένουν να αντιστέκονται.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο κλάδος των δασκάλων και ιδιαίτερα των καθηγητών στο σύνολό του έχει εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν θετικά σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, κάθε άλλο. Ο μικροαστισμός και το βόλεμα μάλλον είναι πλειοψηφικά φαινόμενα και εντεινόμενα τα τελευταία χρόνια. άλλωστε πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Είμαι βέβαιος όμως ότι υπάρχουν εκείνες οι δυνάμεις που μπορούν να κάνουν την υπέρβαση.
(*πρόεδρος Α’ ΕΛΜΕ Δυτ. Αττικής)