Του Αναστάσιου Λαυρέντζου
Στην Ελλάδα έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε την Τουρκία μέσα από βολικές απλουστεύσεις. Στο πλαίσιο αυτό πολλές αναλύσεις τείνουν να θεωρούν την Τουρκία ως μια χώρα ασταθή, με μεγάλα εσωτερικά προβλήματα, η οποία μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή. Είναι γεγονός ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με μεγάλες εσωτερικές αντιθέσεις, όπου οι δημοκρατικές ελευθερίες καταπατώνται συνεχώς. Επίσης είναι μια χώρα η οποία αντιμετωπίζει ένα μείζον εσωτερικό ζήτημα: το πρόβλημα της πολιτικής χειραφέτησης της μεγάλης κουρδικής μειονότητας, που επί δεκαετίες συντηρεί έναν άτυπο εμφύλιο πόλεμο.
Πράγματι, το γεγονός ότι το ένα τέταρτο περίπου του πληθυσμού της Τουρκίας είναι κουρδικής καταγωγής και ότι το τμήμα αυτό καταπιέζεται από το τουρκικό κατεστημένο, είναι από μόνο του ένα στοιχείο που καθιστά την Τουρκία μια χώρα ασταθή. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, αν προσθέσουμε ότι οι Κούρδοι έχουν τριπλάσιους ρυθμούς γεννήσεων από τους Τούρκους και ότι μεγάλο τμήμα του κουρδικού έθνους βρίσκεται εκτός τουρκικών συνόρων, κατανεμημένο σε τρεις διαφορετικές χώρες: Ιράν, Ιράκ, Συρία. Από αυτές, οι δύο έχουν απωλέσει την κρατική τους συνοχή.
Τα παραπάνω προβλήματα είναι όντως σοβαρά. Δεν συνεπάγονται όμως κατ’ ανάγκη την καθήλωση ή τη διάλυση της Τουρκίας. Όπως μας έχει τονίσει ήδη από τη δεκαετία του 1990 ο Π. Κονδύλης, οι εσωτερικές αντιφάσεις μπορούν να λειτουργούν παραλυτικά μόνο για τους ανίσχυρους. Ωστόσο, σε εκείνους που έχουν τέτοιο γεωπολιτικό δυναμικό, ώστε να μην τους απομένει παρά η φυγή προς τα εμπρός, μπορούν να αποδεσμεύουν τεράστιες επεκτατικές δυνάμεις. Πράγματι, το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας αυξάνεται και αναζητά συνεχώς τρόπο εκδίπλωσης. Η άνοδος της τουρκικής ισχύος εδράζεται στη δημογραφική μεγέθυνση, στη συνακόλουθη βιομηχανική απογείωση και στα νεοθωμανικά επεκτατικά οράματα, τα οποία διατρέχουν ολόκληρο το τουρκικό κατεστημένο.
Για να εκπληρώσει λοιπόν τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες, η Τουρκία μετέρχεται όλων των μέσων και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ακόμη και στρατιωτική βία. Στα μάτια των αδυνάτων αυτά συχνά εκλαμβάνονται ως ακραίες πρακτικές «οι οποίες οδηγούν την Τουρκία σε απομόνωση». Μόνο όμως όποιος είναι πολιτικά νήπιος ή ηθελημένα αφελής μπορεί να ισχυρίζεται ότι η Τουρκία απομονώνεται, διότι τα γεγονότα δείχνουν ακριβώς το αντίθετο.
Η Τουρκία σήμερα έχει καταστεί ρυθμιστικός παράγοντας των εξελίξεων στη Λιβύη και στη Συρία. Στη Λιβύη ειδικά, κατάφερε να αναστρέψει υπέρ της τις εξελίξεις, μη διστάζοντας ακόμη και να σπάσει το εμπάργκο όπλων που έχει επιβληθεί με απόφαση του ΟΗΕ. Την ίδια ώρα η Τουρκία δημιουργεί ένα πλέγμα προτεκτοράτων και ειδικών σχέσεων από τη Σομαλία έως την Αλβανία και από την Τυνησία έως το Πακιστάν. Παράλληλα, εξακολουθεί να κατέχει τη μισή Κύπρο και πιέζει όλο και περισσότερο την Ελλάδα στο μέτωπο Θράκη-Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειος.
Αυτό που χρειάζεται η Τουρκία για να γίνει μεγάλη δύναμη
Σε αυτή τη φάση η Τουρκία αντιμετωπίζει δύο κινδύνους. Ο ένας είναι ο κίνδυνος της υπερεπέκτασης, δηλαδή o κίνδυνος να μην καταφέρει να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στους πόρους που διαχειρίζεται και στο κόστος της επέκτασης που κάθε φορά επιχειρεί. O άλλος μεγάλος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η Τουρκία είναι η επιχειρούμενη επέκτασή της να προσκρούσει στις αντιδράσεις που θα προβάλουν οι μεγάλοι παίκτες και κυρίως οι ΗΠΑ. Κρίσιμη παράμετρος σε όλα αυτά και βασική προϋπόθεση για την καθιέρωση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, είναι η οικονομική της σταθεροποίηση.
Όπως έχω αναφέρει σε παλαιότερη ανάλυσή μου, η τουρκική οικονομία παρά τα προβλήματά της είναι σε μια πορεία δυναμικής ανάπτυξης. Ακολουθώντας το υπόδειγμα της ανοικτής αγοράς, αυξάνει τις εξαγωγές της και παράλληλα αφήνει να αυξάνονται οι εισαγωγές της. Όμως καθώς οι εισαγωγές παραμένουν συνεχώς μεγαλύτερες από τις εξαγωγές, υπάρχει ένα διαρκές εμπορικό έλλειμμα. Το έλλειμμα αυτό καλύπτεται από τις εισροές επενδυτικών κεφαλαίων. Αυτές οι εισροές είναι σε μεγάλο βαθμό η αιτία που η τουρκική οικονομία παραμένει ασταθής και εξαρτημένη από τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια.
Η τουρκική οικονομία θα μπει σε φάση ωριμότητας και σταθεροποίησης όταν σταματήσει να έχει ανάγκη τα ξένα κεφάλαια. Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό; Με το να βρει η Τουρκία αυτό που πραγματικά της λείπει: την ενέργεια που αναγκάζεται να εισάγει. Πράγματι, η Τουρκία διψά για ενέργεια. Και τα όποια μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα γίνονται, μπορεί να της δίνουν ανάσες, αλλά δεν της λύνουν το ενεργειακό της πρόβλημα. Για να εξασφαλίσει η Τουρκία την ενέργεια που χρειάζεται έχει δύο δρόμους, τους οποίους μπορεί να ακολουθήσει συνδυαστικά.
Ο ένας δρόμος είναι η κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων. Είναι δύσβατος και δεν μπορεί να καλύψει πλήρως τις ενεργειακές της ανάγκες. Έχει όμως ένα πλεονέκτημα: ότι μπορεί να της εξασφαλίσει πυρηνικό υλικό, το οποίο με τον κατάλληλο εμπλουτισμό μπορεί να δώσει τη γόμωση για πυρηνικά όπλα. Τον δρόμο αυτό η Τουρκία δεν θα τον παραμελήσει.
Ο άλλος δρόμος είναι να βγει η Τουρκία στον περίγυρό της και να αναζητήσει πετρέλαιο εκεί όπου υπάρχει. Το έκανε αυτό – μεταξύ άλλων – στη Συρία. Το κάνει και στη Λιβύη. Θα το επιχειρήσει και απέναντι στην Ελλάδα, η οποία διακηρύττει προς πάσα κατεύθυνση τη διάθεσή της να συμβιβαστεί. Τις προθέσεις της αυτές της Τουρκίας τις μαρτυρά άλλωστε η αγορά τριών γεωτρύπανων, τα οποία φυσικά δεν σκοπεύει να τα κρατήσει στα λιμάνια.
Η Ελλάδα ως γεωπολιτικό έπαθλο
Η γεωπολιτική εκμηδένιση της Ελλάδας δεν είναι συνεπώς μόνο στόχος υψηλής συμβολικής αξίας για την Τουρκία. Είναι και ένας στρατηγικός σκοπός, με την υλοποίηση του οποίου η Τουρκία θα εδραιωθεί οριστικά ως μεγάλη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο. Και φυσικά η Τουρκία προωθεί αυτό τον σκοπό μεθοδικά επί δεκαετίες, κάνοντας χρήση όλων των μέσων: από τη χρήση «μαλακής ισχύος» με την πολιτιστική διείσδυση μέσω τηλεοπτικών σήριαλ, τη διεξαγωγή ενός διαρκούς υβριδικού πολέμου μέσω των μεταναστευτικών ροών, την έργω αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, έως τη συνεχή απειλή χρήσης βίας κατά της Ελλάδας αν δεν δεχτεί να παραιτηθεί των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Και η Αθήνα; Τί κάνει η Αθήνα όλα αυτά τα χρόνια; Κάνει Ολυμπιακούς και δημόσια έργα μέχρι να χρεοκοπήσει. Υπογράφει μνημόνια και μετατρέπεται σε αποικία χρέους των Ευρωπαίων εταίρων της. Τελεί υπό χρεοκοπία επί δέκα χρόνια και δεν αναζητά την παραγωγική της ανασυγκρότηση. Κάνει περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις της, αφήνοντάς τες να απαξιώνονται. Διώχνει μισό εκατομμύριο μορφωμένα ελληνόπουλα στο εξωτερικό, χάνοντας ένα πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό που το έχει ανάγκη. Αδιαφορεί για το δημογραφικό της πρόβλημα και προωθεί την εγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων λαθρομεταναστών που της στέλνει η Τουρκία. Φτιάχνει επιτροπές για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821 που προσπαθούν να αποδομήσουν τις σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες του νεοελληνικού κράτους.
Η Αθήνα ακόμη ψάχνει να βρει τρόπους να συμβιβαστεί. Προσπαθεί να εκλογικεύσει τις απαιτήσεις της Τουρκίας αναζητώντας φόρμουλα παραχώρησης κυριαρχικών της δικαιωμάτων για να αποφύγει τη σύρραξη. Βλέπει αρειμανίως τουρκικά σήριαλ και χαίρεται που η Ελλάδα σιγά σιγά μετατρέπεται σε χώρα «πολυπολιτισμική». Όλα αυτά όμως καταλήγουν σε μια σκληρή αλήθεια, την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να αντικρύσουμε: μια τέτοια χώρα, απέναντι σε έναν τέτοιο γείτονα, δεν μπορεί να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Είναι λοιπόν καιρός για ριζική αλλαγή νοοτροπίας και πολιτικής.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Η Ελλάδα έχει τις δικές της κόκκινες γραμμές. Είναι τα προνόμια των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων. Για να μην περιοριστούν αυτά είναι που επιβλήθηκαν τα μνημόνια, που παραμελήθηκε η άμυνα και που τώρα σκέφτονται “συμβιβασμό” με την Τουρκία. Οι ξένοι μας ξέρουν καλά. Ξέρουν τις κόκκινες γραμμές μας. Γι’ αυτό θα συνεχίσουν να μας χρηματοδοτούν για να συντηρούνται οι βολεμένοι (που είναι η πελατεία των αθλίων που μας κυβερνάνε από το 1830), αρκεί να είμαστε καλά παιδιά σε ότι αφορά τα εθνικά μας ζητήματα.