από το Άρδην τ. 57, Δεκέμβριος 2005 – Ιανουάριος 2006
Οι καινούργιες, οι κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις εμφανίζονται και αναπτύσσονται στο Βυζάντιο με την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, που κύριο δρόμο τους είχαν τη Μεσόγειο, όπου κυριαρχούσε το Βυζάντιο, με το ξεδίπλωμα της χειροτεχνίας, αδύνατης και υποτυπώδικης, και του εμπορίου μέσα σ’ αυτό. Μέσα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τον πιο ισχυρό παράγοντα αποτελούσε η ρωμέικη-γκραίκικη λαότητα, που συνδέονταν ιστορικά-λαογραφικά τόσο με την αρχαία Ελλάδα και την αλεξανδρινή-ελληνιστική εποχή όσο και με την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την ορθόδοξη ανατολική εκκλησία.
Η λαότητα αυτή, που τη συγκροτούσαν κυρίως οι μεγάλες μάζες της αγροτιάς, η φτωχολογιά στις πόλεις και οι συντεχνίες με τα εμπορικά στοιχεία που άρχισαν ν’ αναπτύσσονται, είχε την ίδια γλώσσα, τη ρωμέικη λαϊκή γλώσσα (δημοτική), που προέρχονταν, βασικά, απ’ την αρχαία ελληνική και απ’ την ελληνική της ελληνιστικής περιόδου, είχε την ίδια θρησκεία, την ορθόδοξη-βυζαντινή, που χρησιμοποιούσε και αυτή την ελληνική-εκκλησιαστική γλώσσα των ευαγγελίων, είχε, όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, κοινές ιστορικές παραδόσεις και γεωγραφικά ζούσε στον ίδιο χώρο. Οι σταυροφορίες, με τη φράγκικη-ξενική κατοχή και κυριαρχία και με τη λαϊκή αντίδραση που προκάλεσε, τόσο στην ύπαιθρο ενάντια στην άγρια φεουδαρχική εκμετάλλευση όσο και στις πόλεις με τις αρπαγές και τις δηώσεις, καθώς επίσης και με την αντίπραξη που ’βρισκε απ’ τις ντόπιες κυρίαρχες τάξεις, τους βυζαντινούς δεσπότες και άρχοντες, τους άλλους βυζαντινούς αξιωματούχους και την ορθόδοξη εκκλησία, προώθησαν την ανάδειξη και διαμόρφωση των εθνικών στοιχείων στη ρωμέικη-γκραίκικη λαότητα στο Βυζάντιο.
Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μετά το διώξιμο των Φράγκων, επιταχύνθηκε η πορεία κατάπτωσης και κατάρρευσης, τόσο απ’ τα εξωτερικά χτυπήματα, κυρίως των Τούρκων Οσμανλήδων, μα και απ’ την υπόσκαψη του παπισμού, των Γενοβέζων και Βενετσάνων όσο –και αυτό είναι το πρωταρχικό– και απ’ τις εσωτερικές, θεμελιακές αντιθέσεις που την κατάτρωγαν. Οι αντιθέσεις αυτές αποτελούσαν την κύρια πηγή της αδυναμίας της και προκαθόριζαν την ανικανότητά της για αποτελεσματική αντίσταση στην τούρκικη επιδρομή. Και χαρακτηρίζονταν πρώτ’ απ’ όλα, απ’ το ότι η αγροτιά, μα και η φτωχολογιά και τ’ αστικά στρώματα, ο λαός των πόλεων, ήθελαν να σπάσουν τα φεουδαρχικά δεσμά που τους έπνιγαν, τους καταπίεζαν και εμπόδιζαν την ανάπτυξή τους.
Μέσα στην πορεία αυτή της εσωτερικής αποσύνθεσης του Βυζαντίου, της λαϊκής αφύπνισης και πάλης και των εξωτερικών χτυπημάτων, προχωρεί η ρωμέικη-γκραίκικη εθνική διαμόρφωση. Η οθωμανική κατάκτηση ανάκοψε βίαια την εσωτερική πορεία και ανάπτυξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Με την κατάρρευση της βυζαντινής αυτοκρατορίας κάτω απ’ την τούρκικη-σουλτανική βία και καταπίεση, η εθνική αυτή διαμόρφωση δυναμώνει και εντοπίζεται περισσότερο στα ρωμέικα-γκραικικά λαϊκά στοιχεία, στην κυρίως Ελλάδα κατά πρώτο λόγο, που διαχωρίζονται τώρα, πιο πολύ, απ’ τους άλλους λαούς, που περιλαμβάνονταν στην πρώην Βυζαντινή αυτοκρατορία, και στην πορεία της παίρνει την ολοκλήρωσή της στο νεοελληνικό έθνος. Το έπος για το Διγενή Ακρίτα, ο θρύλος για το μαρμαρωμένο βασιλιά, η δημοτική μας ποίηση με το άφταστο λαϊκό-ηρωικό περιεχόμενό της, αποτελούν λαογραφικά τεκμήρια για τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης.
Απόσπασμα από το Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ του 1953, από τον 7ο τόμο του: ΚΚΕ, Τα επίσημα κείμενα (1949 – 1955), Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 609-610.