Δημοσιεύουμε μια επιστολή του Δ. Κούτουλα στον Γ. Καραμπελιά σχετικά με το αφιέρωμα του Άρδην στο «1204», τεύχος 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004, καθώς και την απάντηση του τελευταίου, που νομίζουμε ότι συμβάλλουν σε έναν ευρύτερο προβληματισμό.
του Δ. Κούτουλα, από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005
Αγαπητέ κ. Καραμπελιά,
Παίρνοντας αφορμή από το εξαιρετικό άρθρο σας στο τεύχος 51 («8 αιώνες αποικιοκρατία»), επιτρέψτε τις ακόλουθες ιστορικές παρατηρήσεις (προς άρσιν της όποιας μονομέρειας1 του εν λόγω κειμένου).
α) Η Δύση δεν «εκπολιτίστηκε» από το Βυζάντιο τον 14ο-15ο αιώνα αλλά τον 11ο από την Αραβική Ισπανία –όταν, καταλαμβάνοντας τη βιβλιοθήκη του Τολέδο κ.λπ., γνώρισε τον Αριστοτέλη και σύμπασα την αρχαιοελληνική γραμματεία (την οποία υποτιμούσε το Βυζάντιο – βλέπε Παλίμψηστα).
β) Την ίδια περίπου περίοδο (εποχή έναρξης σταυροφοριών), η Δύση γνώρισε μια οικονομική επανάσταση: τριζωνική καλλιέργεια –σύγχρονη ζεύξη (από το στήθος στους ώμους του ζώου), ανεμόμυλοι [ο παραδοσιακός κόσμος που βασιζόταν στις ζωϊκές ή φυτικές πηγές ενέργειας κατάρρευσε ενώπιον της νέας πηγής ενέργειας (νερό – νερόμυλος, αέρας – ανεμόμυλος)]. Την ίδια περίοδο, από τον 11ο-13ο αιώνα, η Δύση γνωρίζει, ως γνωστόν, την επανάσταση των πόλεων2. (Στο Βυζάντιο, ο ασφυκτικός έλεγχος της αυτοκρατορικής αυλής στο εμπόριο εμπόδισε τη δημιουργία αστικής τάξης στα αστικά κέντρα του Βυζαντίου).
γ) Ερχόμενη η Δύση σ’ επαφή με την Αριστοτελική Φυσική, διαπίστωσε τις αντιφάσεις του αριστοτελικού κοσμοειδώλου με τη Βίβλο. Η άρση των αντιφάσεων αυτών οδήγησε στην Κριτική της Αριστοτελικής Φυσικής Φιλοσοφίας και στη γένεση της νεώτερης επιστήμης3. Το έργο αυτό ξεκίνησε από τα επαιτικά τάγματα της Καθολικής Εκκλησίας (Φραγκισκανοί – Δομηνικανοί) στα Πανεπιστήμια (Μπολόνια, Οξφόρδη, Παρίσι κ.λπ.) που πήραν χαρακτήρα αναγνωρισμένων συντεχνιών (Universitas). Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρώπης (μετά το Μουσείο της Αλεξάνδρειας – 3ος αιώνας π.Χ.), δημιουργούνται θεσμικοί χώροι επιστημονικής πρωτότυπης έρευνας (κριτική και αναίρεση του Αριστοτέλη και κάθαρση του αριστοτελικού έργου από τον νεοπλατωνισμό=σχολαστικισμός)4. Έτσι, πριν τον Κοπέρνικο, τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο, υπήρξε: α) η σχολή των Φραγκισκανών της Οξφόρδης (Ρογήρος Βάκων, Γκροσατέστα, Γουλιέλμος του Ockham = επαγωγική λογική, πρώτη διατύπωση νόμου αδράνειας) – 12ος αιώνας μ.Χ.
β) η Σχολή του Παρισιού (Ζαν Μπώρινταν=νέα θεωρία ορμής, Νicolas d’ Oresme=αναλυτική γεωμετρία, ενέργεια του Κενού) – 13ος αιώνας μ.Χ.
Πραγματικά, η Νεώτερη Επιστήμη έχει τις απαρχές της στα Καθολικά Πανεπιστήμια του 12ου-13ου αιώνα, πολύ πριν την Πρώτη Ιταλική Αναγέννηση του Κουατροτσέντo.
Συνοψίζοντας: Η Δύση διαμορφώθηκε ως αποικιακή δύναμη πνευματικά από την επαφή της με τους Άραβες, επιστημονικά με την Κριτική στον Αριστοτέλη στα Καθολικά Πανεπιστήμια, οικονομικά με τη νέα πηγή ενέργειας του ανεμόμυλου και τη γεωργική επανάσταση (τριζωνική καλλιέργεια, νέα ζεύξη κλπ). Οι Σταυροφορίες εξάλλου ήταν η πρώτη έξοδος της νέας διαμορφούμενης Δύσης προς συσσώρευση πλούτου σε μια Ανατολή που είχε αποκοπεί από τον δυτικό κόσμο ήδη από τον 7ο αιώνα της ισλαμικής επέλασης.
Ερώτημα: Το Βυζάντιο θα μπορούσε να αποφύγει τη μοίρα του ως λεία της αποικιακής Δύσης;
Απάντηση: Όχι, γιατί η οικονομικοκοινωνική και κοινωνική δομή του (ισχυρή κεντρική εξουσία, κρατικός παρεμβατισμός κ.λπ) λειτουργούσε αποτρεπτικά για τη δημιουργία αστικής τάξης εμπόρων ή την (ανεξέλεγκτη) επιστημονική έρευνα. (Χώρια που οι διάφοροι εξωτερικοί εχθροί δεν άφηναν ποτέ ήσυχη την Κωνσταντινούπολη). Όταν στη Δύση αναπτύσσονται οι Πόλεις (Βενετία, Πίζα, Γένουα, Παρίσι, Οξφόρδη, Αμβέρσα κ.λπ), στην Ανατολή, η Κωνσταντινούπολη εξακολουθούσε να ζει από τις σάρκες (οικονομικές, πνευματικές, ιδεολογικές, κοινωνικές) των πόλεων της Μικράς Ασίας.
Και κάτι άλλο, παρεμπιπτόντως: Η Ελλάδα –δηλαδή ο χώρος από τη Θεσσαλονίκη και κάτω– απείχε από τους δρόμους του Πολιτισμού ήδη από την εποχή του Ιουστινιανού. Γι’ αυτό είναι λάθος να επικαλούμαστε εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες τη βυζαντινή πολιτιστική συνέχεια. Βυζάντιο δεν ήταν η Ελλάδα – το Βυζάντιο ήταν στη Μικρά Ασία. Εκεί που εξακολουθεί να ’ναι και σήμερα – με μουσουλμανική μεταμφίεση…
Με εκτίμηση
Διαμαντής Κούτουλας
Φιλόλογος – Συγγραφέας
1ο Λύκειο Περάματος
Υ.Γ. Φαίνεται ότι το ψυχορραγούν Βυζάντιο (εκ των ιδίων του ανομιών5) είχε δύο επιλογές:
α) ή να γίνει αποικία της Δύσης (εν προκειμένω της Βενετίας) ή β) να γίνει αποικία των Οθωμανών. Η Ορθοδοξία (στην πλειονότητά της) επέλεξε το δεύτερο, ενώ η πνευματική ελίτ το πρώτο.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ιστορία δικαιώνει την πρώτη επιλογή γιατί σήμερα οι κληρονόμοι των Οθωμανών, όπως και οι λαοί της γης, επιδιώκουν να μετάσχουν στα αγαθά του Δυτικού Πολιτισμού – παρ’ όλες τις αρνητικές πλευρές του. Η προσφορά λοιπόν σήμερα του Νέου Ελληνισμού αυτή θα ήταν: όχι να δημιουργήσει νέα, διαφορετική, επιστήμη ή λογοτεχνία κ.λπ., αλλά να βοηθήσει στην άρση των απάνθρωπων αντιφάσεων της νοησιαρχικής μονομέρειας του Δυτικού Πνεύματος.
Πέραμα 15/12/04
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Η σύγχρονη ιστορική νεο-ορθόδοξη έρευνα (επηρεασθείσα καταφανώς από τον ρωμιοσυνισμό –βλέπε εργογραφία Ι. Ρωμανίδη), ενώ γνωρίζει σχετικά καλά τα της «καθ’ ημάς» ανατολής, αγνοεί με κραυγαλέο τρόπο την ιστορία της Δύσης κατά τον ύστερο Μεσαίωνα (η άγνοια μάλιστα αυτή, κάποιες φορές, έχει χαρακτήρα θεμελιακών ελλείψεων βασικών ιστορικών γνώσεων).
- C. Cipolla, Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική Επανάσταση, εκδόσεις Θεμέλιο- Le Goff, Ο Πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, εκδόσεις Βάνιας- M. Bloch, Η Φεουδαλική Κοινωνία, εκδόσεις Κάλβος.
- A.C. Crombie, Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994. Η. Butterfield, Η καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983. D. Lindberg, Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1999.
- Τα Πανεπιστήμια της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν ποτέ χώρος θεσμικής έρευνας (τελευταίος επιστήμονας είναι ο Ιωάννης Φιλόπονος τον 6ο αιώνα) αλλά σχολές παραγωγής δημόσιας διοίκησης (όπως τα σημερινά ΑΕΙ στην Ελλάδα…) Δεν είναι τυχαίο ότι καμιά άλλη πόλη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν διέθετε Πανεπιστήμιο…
- Οι αιώνες μεταξύ δύο αλώσεων (1204-1453) καταναλίσκονται στον εμφύλιο πόλεμο των Οίκων Καντακουζηνών – Παλαιολόγων.
Η απάντηση του Γ. Καραμπελιά: Η πτώση του Βυζαντίου αποτέλεσμα διπλής επιβουλής
Αγαπητέ κ. Κούτουλα
Αν και συμφωνώ με ορισμένες από τις διαπιστώσεις σας, και κυρίως με την επισήμανση ότι ένα μέρος της ιστορικής έρευνας –και ιδιαίτερα του λεγόμενου ορθόδοξου χώρου– αγνοεί συχνά την πραγματικότητα της Δύσης και χαρακτηρίζεται ενίοτε από μια μανιχαϊκή ανάγνωση της ιστορίας σε βάρος της ιστορικής αλήθειας, πολύ φοβούμαι πως σε ορισμένες από τις απόψεις σας διακρίνεται μια ανάλογη, συμμετρική ή ίσως και εντονότερη παραμόρφωση, αυτή τη φορά σε βάρος του μεσαιωνικού ελληνισμού.
Κατ’ αρχάς ας ξεκινήσουμε τη συζήτηση με τα σημεία στα οποία οι επισημάνσεις σας με βρίσκουν εν μέρει ή απολύτως σύμφωνο:
Α. Συμφωνώ πως η άνοδος της Δύσεως δεν οφείλεται αποκλειστικά στην εξωτερική πρωταρχική συσσώρευση και την αποικιοκρατική εξόρμηση προς Ανατολάς. Οι εσωτερικοί οικονομικοί μετασχηματισμοί –η ανάπτυξη των πόλεων και η σχετικά ελεύθερη επέκταση της αστικής τάξης, καθώς και σημαντικές πνευματικές και επιστημονικές αναπτύξεις, συμβαδίζουν με την εξωτερική επέκταση και αλληλοτροφοδοτούνται. Όπως είναι γνωστό στην οικονομική ιστορία, εσωτερική συσσώρευση-εμπόριο και εξωτερική επέκταση συνιστούν τις δύο όψεις μιας ενιαίας διαδικασίας. Εδώ ήδη, όμως, σημειώνεται μία πρώτη διολίσθηση στην άποψή σας, ως εάν οι εσωτερικοί μετασχηματισμοί να προηγούνται της πρώτης αποικιακής εξόρμησης και άρα να μειώνεται το βάρος και η σημασία της. Και όμως, είναι γνωστό πως η πορεία προς την Ανατολή αρχίζει ήδη από τον 11ο αιώνα με τις Σταυροφορίες και την εμπορική επέκταση των ιταλικών πόλεων σε βάρος του Βυζαντίου. Προβαίνετε δε σε μια εξαιρετικά αυθαίρετη και ιδεολογικά φορτισμένη διαβεβαίωση: Λέτε: «Οι Σταυροφορίες εξάλλου ήταν η πρώτη έξοδος της νέας διαμορφούμενης Δύσης προς συσσώρευση πλούτου σε μια Ανατολή που είχε αποκοπεί από τον δυτικό κόσμο ήδη από τον 7ο αιώνα της ισλαμικής επέλασης.» Όμως γνωρίζετε πως, μέχρι την «αποκομμένη» ισλαμική Ανατολή, μεσολαβεί (!) η «Νοτιοανατολική Ευρώπη», δηλαδή το Βυζάντιο το οποίο, μέχρι τον 11ο αιώνα, συνεχίζει να κατέχει τη μισή Ιταλία και στην οποία πολιτικά υποτελής ήταν έως τότε η Βενετία. Κατά συνέπεια, η πορεία της Δύσης προς την Ανατολή αφορούσε πριν από όλα και πρωταρχικά την ελληνική «Ανατολή», που δεν ήταν καθόλου «αποκομμένη» από τη Δύση, και όχι την ισλαμική. Μου φαίνεται εντελώς παράδοξο να παραβλέπετε τον κατ’ εξοχήν χώρο εκδήλωσης της πρώιμης αποικιακής εξόρμησης της Δύσης, που εξάλλου αποτελεί και το αντικείμενο του αφιερώματος του Άρδην στο οποίο αναφέρεστε. Επί πλέον, όπως το υπογραμμίζουν οι περισσότεροι Έλληνες και ξένοι βυζαντινολόγοι, μεταξύ 10ου και 13ου αιώνα, πραγματοποιείται μια σημαντική οικονομική επέκταση στο Βυζάντιο, ενώ η κρίση που ακολούθησε ήταν συνέπεια των αλλεπάλληλων επιδρομών1.
Β. Είναι προφανές πως συμφωνώ μαζί σας ότι η Δύση δεν «εκπολιτίστηκε» από το Βυζάντιο τον 14ο-15ο αιώνα –ούτε όμως και από την αραβική Ισπανία όπως διατείνεστε– διότι η Αναγέννηση αποτελεί, κατ’ αρχάς, μία ενδογενή διαδικασία. Ωστόσο, καθ’ όσον αφορά τα κείμενα της αρχαίας γραμματείας που έγιναν γνωστά στη Δύση, το 70% προερχόταν από το Βυζάντιο και, όπως ισχύει και για την διαδικασία της συσσώρευσης, η εισαγωγή δανείων στοιχείων και η επίδραση εξωτερικών πολιτισμικών και πνευματικών παραγόντων συνέβαλε ουσιωδώς σε αυτόν τον «εκπολιτισμό». Το αφιέρωμα του Άρδην ήταν ιδιαίτερα σαφές ως προς αυτό. Στο άρθρο μου «Οι Έλληνες και η Αναγέννηση στη Δύση» (Άρδην, 51, σσ. 49-50), τόνιζα πως «η Αναγέννηση υπήρξε ένα αυτόνομο φαινόμενο στην πορεία της Ιταλίας, και της Δύσης γενικότερα, και η εμφάνισή της δεν εξαρτήθηκε από τον ρόλο των Ελλήνων. Ωστόσο η μορφή και η κατεύθυνσή της (ανθρωπισμός, επιστροφή στους Αρχαίους) επηρεάσθηκε καθοριστικά από αυτούς». Όσο για τον ισχυρισμό σας ότι η κριτική στον αριστοτελισμό πραγματοποιείται το πρώτον στη Δύση, τον 12ο αιώνα, θα σας θυμίσω ότι ο Ψελλός, ο μεγάλος Βυζαντινός πλατωνικός φιλόσοφος, έζησε τον 11ο αιώνα! Όλοι οι βυζαντινολόγοι, και o Lοuis Brιhier ή ο Paul Lemerle2, υποστηρίζουν πως από την ίδρυση έως την πτώση της Κωνσταντινούπολης λειτουργούσε αδιάκοπα ένα αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο που σκόπευε στην εκπαίδευση κρατικών στελεχών και αξιωματούχων και ότι στα προγράμματά του ποτέ δεν περιελήφθη η θεολογία. Το Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 425 από τον Θεοδόσιο, ανανεώθηκε τον 11ο αιώνα από τον Κωνσταντίνο τον Μονομάχο και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι την πτώση της Πόλης. Ακόμα και στην πρώτη περίοδο, όταν τα λατινικά αποτελούσαν ακόμα την επίσημη γλώσσα του κράτους, από τους 30 καθηγητές, οι δεκαπέντε δίδασκαν την ελληνική γραμματική και φιλολογία και οι υπόλοιποι μισοί τη ρωμαϊκή φιλολογία, το δίκαιο και τη φιλοσοφία. Στα ελληνικά και στα λατινικά αντίστοιχα. Όσο για την παραγωγή επιστημονικής γνώσης στο Βυζάντιο, προφανώς δεν λαμβάνετε υπ’ όψη σας τη σχετική βιβλιογραφία που έχει πλέον αποδείξει το αντίθετο, ότι δηλαδή υπάρχει αυτόνομη επιστημονική παραγωγή στον μεσαιωνικό ελληνικό χώρο. Και μάλιστα αναφερθήκαμε στις επιδόσεις τους στην αστρονομία, όπου ο Γρηγοράς είχε «διορθώσει» το Ιουλιανό ημερολόγιο δύο αιώνες πριν εισαχθεί το γρηγοριανό ημερολόγιο. Όσο για τα δυτικά Πανεπιστήμια, που τόσο πολύ υπερτιμάτε για την αντίστοιχη εποχή, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ιδρύθηκαν ως παραρτήματα των μοναστηριών, και βεβαίως πολύ αργότερα ασχολήθηκαν με την παραγωγή επιστημονικών γνώσεων, ενώ την ίδια περίοδο είχαν ως επίκεντρο τη θεολογία και τα νομικά.
Γ. Για το επιχείρημά σας ότι το Βυζάντιο, ούτως ή άλλως, θα κατέρρεε (!), και οι μόνες του επιλογές ήταν η απορρόφηση είτε από τη Δύση είτε από την τουρκική Ανατολή, πρόκειται για μια λογική προκρούστειου ρεαλισμού που υποστηρίζει, τελικώς, πως ό,τι συνέβη στην ιστορία είναι καλώς καμωμένο. Το Βυζάντιο υποτάχθηκε γιατί αντιμετώπισε μια πολλαπλή πίεση και η πτώση του δεν ήταν αναπόφευκτη. Στην ιστορία δεν υπάρχουν τέτοιου τύπου μοιραίες εξελίξεις. Γι αυτό εξ άλλου έχει και νόημα η δράση των υποκειμένων. Η οπτική του υποφαινόμενου είναι πως η εσωτερική κοινωνική και πολιτισμική κρίση στο Βυζάντιο είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την εξωτερική επιβουλή και η μία συμπληρώνει και επιτείνει τις συνέπειες της άλλης. Ο μεσαιωνικός ελληνισμός δεν διέθετε καμία εξωτερική ανάπαυλα ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί σχετικά απερίσπαστος με τα εσωτερικά του προβλήματα. Πολιορκημένος διαρκώς, από Ανατολή, Δύση και Βορρά, ήταν αδύνατο να απαντήσει στο εσωτερικό οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο. [Παρόμοια επιχειρήματα χρησιμοποιήθηκαν τον 18ο και 19ο αιώνα για να δικαιολογήσουν την αποικιακή εξόρμηση της Δύσης: η Κίνα, η Ινδία ή, κατά μείζονα λόγο, η Αφρική και η Μέση Ανατολή, είχαν περιπέσει σε παρακμή και γι’ αυτό δεν αντιστάθηκαν στους Δυτικούς. Κατά συνέπεια, η αποικιοκρατία «δεν ευθύνεται» σε τίποτε και ίσως να υπήρξε και… ευεργετική.] Η γεωγραφική μας θέση, στο κέντρο του ευρασιατικού χώρου, ως σύνδεσμος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μας κατέστησε το πολιτιστικό καμίνι του σύγχρονου κόσμου στις ευτυχέστερες ιστορικές μας στιγμές, και παρήγαγε το ελληνικό πολιτιστικό θαύμα, ενώ από την άλλη δεν μας παραχώρησε καμία ανάπαυλα. Η παραμικρή αδυναμία, η παραμικρή οικονομική ή πολιτική χαλάρωση, σημαίνει επιδρομές και υποταγή. Γι’ αυτό και όταν ο αρχαίος ελληνικός κόσμος βρέθηκε σε σχετική αδυναμία, υπετάγη στους Ρωμαίους και ο μεσαιωνικός και πρωτο-νεοελληνικός υπέκυψε στα συντονισμένα κτυπήματα Δύσης, Ανατολής και Βορρά. Δεν έχουμε τη γεωγραφική θέση ή τα μεγέθη της Σκανδιναβίας, της Αγγλίας, της Ιαπωνίας ή των Η.Π.Α. Είμαστε σταυροδρόμι, πέρασμα πολιτισμών και επιδρομέων, στρατευμάτων και εμπόρων και γι’ αυτό δεν διαθέτουμε την πολυτέλεια της οποιασδήποτε ιστορικής χαλάρωσης. Κάθε χαλάρωση σημαίνει και τον χαμό μας. Η εγρήγορση είναι καταστατική συνθήκη της αυτονομίας μας.
Όσο για το ότι στο Βυζάντιο δεν ανεπτύχθη ισχυρή αστική τάξη, αυτό δεν οφείλεται απλώς στην ασφυκτική παρουσία της γραφειοκρατίας αλλά, πρωταρχικά, στο ότι, από τον 11ο αιώνα και μετά, απομυζάται οικονομικά από τις ιταλικές πόλεις.
Αν λοιπόν είναι αδιαμφισβήτητα τα ενδογενή αίτια της κρίσης, η συσσώρευση των εξωγενών παραγόντων όχι απλώς δεν επέτρεψε τη θεραπεία των εσωτερικών προβλημάτων αλλά τα παρόξυνε, δημιουργώντας έτσι σε μια κρισιακή αλληλουχία που οδηγούσε από το κακό στο χειρότερο και πάντως αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα.
Για παράδειγμα, όταν ο Αλέξιος Κομνηνός (1081-1118), μετά τη μερική ανακατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους, με τη βοήθεια των Σταυροφόρων, θα ενισχύσει και πάλι τους Βυζαντινούς δυνατούς, οι οποίοι και θα συγκεντρώσουν το μεγαλύτερο μέρος της γης, θα διευρυνθεί ταχύτατα η διείσδυση των Ιταλών εμπόρων, ενώ θα ανοίξει και η όρεξη των Φράγκων, αντιπάλων-συμμάχων του. Όταν, μετά από μερικά χρόνια, ο Μανουήλ Κομνηνός (1143-1180) θα δοκιμάσει να περιορίσει τους Ιταλούς εμπόρους και να ενισχύσει τους στρατιώτες-ιδιοκτήτες γης, για άλλη μια φορά, η στρατιωτική ήττα στο Μυριοκέφαλο από τους Τούρκους, το 1176, δεν θα του επιτρέψει να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση. Χαρακτηριστική είναι η μοίρα του Ανδρόνικου Κομνηνού (1182-85) όταν εστράφη αποφασιστικά κατά των δυνατών και των Λατίνων, διαθέτοντας τη λαϊκή υποστήριξη: θα πέσει νεκρός μπροστά στη προδοσία των δυνατών έναντι των Νορμανδών εισβολέων και, λιγότερο από είκοσι χρόνια μετά, η Πόλη θα παραδοθεί στη λεηλασία των σταυροφόρων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες αποτελεί ήδη ένα «θαύμα» η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1261. Όμως και εδώ το πεδίο ήταν υπονομευμένο.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, οι συγκρούσεις με τα φραγκικά κρατίδια στην ελλαδική Χερσόνησο και η αντιμετώπιση του Καρόλου του Ανδεγαυικού (Charles d’ Anjou), που σχεδίαζε μαζί με τους Ενετούς να ανακαταλάβει την Πόλη, θα οδηγήσουν και πάλι στην εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας στους Τούρκους. Στις αρχές του 14ου αιώνα, η Μικρά Ασία –εκτός από τον Πόντο που θα αντέξει μέχρι το 1461– θα έχει χαθεί οριστικά για το Βυζάντιο και τον ελληνισμό. Αλλά και στο δυτικό κέρας, παρόλο που άντεξε ακόμα για ενάμιση αιώνα, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Οι Παλαιολόγοι θα συμμαχήσουν με τους Γενουάτες, ως αντιπάλους των Ενετών, με αποτέλεσμα να χάσουν ολοκληρωτικά το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας και αρκετά νησιά του Αιγαίου. Οι Γενουάτες θα εγκατασταθούν μόνιμα στον Καφφά (Θεοδοσία) και θα κάνουν τον Γαλατά αποικία τους με δικά τους τελωνεία και στρατιωτική διοίκηση, με οκταπλάσια εμπορική κίνηση από τα τελωνεία της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Απλώς, δηλαδή, οι Γενουάτες θα αντικαταστήσουν τους Ενετούς οι οποίοι όμως θα συνεχίσουν να έχουν για αιώνες στα χέρια τους την Κρήτη, τα Επτάνησα, τη μισή Πελοπόννησο, την παράλια Δυτική Ελλάδα και μεγάλο μέρος του νησιών του Αιγαίου. Και βέβαια, μέσα σε αυτό κλίμα, θα δημιουργηθεί το ισχυρό σερβικό βασίλειο, θα επανεμφανιστεί ο βουλγαρικός παράγοντας ενώ, μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, θα εμφανιστούν στην Ευρώπη και οι Οθωμανοί Τούρκοι. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν δυνατό να αναπτυχθεί η εγχώρια αστική τάξη;
Δ. Όσο, τέλος, για το επιχείρημα, ότι το Βυζάντιο ήταν η Μικρά Ασία και δεν είχε σχέση με την «Ελλάδα», θα θυμίσω ότι «Ελλάδα», από την αρχαιότητα, ήταν και η Ιωνία, και πως κέντρο του ελληνισμού υπήρξε πάντοτε –μέχρι το 1922– το Αιγαίο, με τις δύο πτέρυγες εκατέρωθεν, έστω και εάν η ελλαδική χερσόνησος ήταν όντως σημαντικότερη. Η ελληνική φιλοσοφία ξεκίνησε από τους Ίωνες φιλοσόφους και μέχρι τη γενιά του ’30, μεγάλοι μας διανοούμενοι θα έρχονται από εκεί –από τον Γληνό μέχρι τον Καβάφη και τον Σεφέρη. Όσο για το ότι η ορθοδοξία προσχώρησε στον μουσουλμανισμό, ενώ οι διανοούμενοι ακολούθησαν –δικαίως για σας– τη Δύση, να σας θυμίσω πως, όπου υπήρξε φραγκοκρατία για πολλούς αιώνες –Κρήτη, Επτάνησα, κ.λπ.–, εκεί και η αντίσταση του γηγενούς πληθυσμού ενάντια στον καθολικισμό υπήρξε εντονότερη και στο τέλος, ακόμα και οι Ενετοί κατακτητές προσχώρησαν στην Ορθοδοξία. Τέλος, πώς εξηγείτε το γεγονός ότι οι πλέον ακραιφνείς Έλληνες κατ’ εσάς –οι «κάτω από την Θεσσαλία»– παρέμειναν ορθόδοξοι; Δεν αποδεικνύει τα αντίστροφα ακριβώς από αυτά που ισχυρίζεστε, ότι δηλαδή υπήρχε ισχυρή ταύτιση ελληνισμού και ορθοδοξίας, τόσο απέναντι στους μουσουλμάνους όσο και απέναντι στους Δυτικούς;
Εν κατακλείδι, φοβούμαι πως, ενώ ορθώς επισημαίνονται πραγματικά γεγονότα που πρέπει να μας προφυλάσσουν από έναν ελληνοκεντρικό στραβισμό έναντι των Δυτικών –που είναι τα μακρινά ή κοντινά «ξαδέρφια» μας, έστω και εάν μας εκμεταλλεύτηκαν–, κινδυνεύουμε, στην προσπάθεια να αρνηθούμε την ιστορική συμπόρευση ελληνισμού και ορθοδοξίας για πάρα πολλούς αιώνες, να ενισχύσουμε ένα νέο ιδεολογικό εμφύλιο μεταξύ της αρχαίας μας ταυτότητας και της μεσαιωνικής ή της νεώτερης. Και πιστεύω πως δεν έχουμε την πολυτέλεια ενός ακόμα εμφυλίου. Είμαστε εγγόνια των αρχαίων Ελλήνων και παιδιά των Βυζαντινών. Ακόμα και αν εκτιμούσαμε περισσότερο τους παππούδες μας, δεν μπορούμε να διαπράξουμε πατροκτονία. Το ερώτημα βρίσκεται ακριβώς πέρα από εκεί, δηλαδή εμείς τι κάνουμε, όχι πια ως απόγονοι των μεν ή των δε, αλλά ως σύγχρονοι Έλληνες. Και δυστυχώς, ως προς αυτό, δεν αρκούν οι πρόγονοι, καλοί ή κακοί. Στρεφόμαστε στην ιστορία γιατί έχουμε κρίση προσανατολισμού σήμερα, και αυτό είναι αναπόφευκτο για να διδαχθούμε. Το να προσπαθούμε όμως να λύσουμε τις σημερινές μας αντιθέσεις και προβλήματα χρησιμοποιώντας, σχεδόν αποκλειστικά, τις ιστορικές μας διαμάχες είναι ένδειξη πως εμείς δεν τα πάμε καθόλου καλά.
Γιώργος Καραμπελιάς
6-06- 2005
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Βλέπε ιδιαίτερα το βιβλίο του Alan Harvey, Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο, ΜΙΕΤ, 1997, που συνοψίζει τη συζήτηση γύρω από το ζήτημα οικονομικής «ακμής» και «παρακμής».
- Paul Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985.