Αρχική » Κοινοτισμός και εταιρισμός στην ελληνική παράδοση

Κοινοτισμός και εταιρισμός στην ελληνική παράδοση

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004

Όπως είχαμε υποσχεθεί στο προηγούμενο τεύχος του Άρδην (τ. 44), το οποίο άνοιξε τη σειρά των αφιερωμάτων στον κοινοτισμό, θα συνεχίσουμε για δύο τουλάχιστον τεύχη ακόμα, επιχειρώντας να προσφέρουμε ένα συνολικό -αν και πάντα συνοπτικό- περίγραμμα του κοινοτισμού στην Ελλάδα και τον κόσμο, ως παράδοση και σημερινή πραγματικότητα. Σε αυτό το τεύχος προσπαθούμε να θέσουμε ορισμένες βάσεις για την απάντηση σε ερωτήματα που αφορούν τη σχέση του κοινοτισμού με τις συνεταιριστικές και εναλλακτικές απόπειρες καθώς και την ερμηνεία της κατάρρευσης του κοινοτισμού στη σύγχρονη Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία ξεπερνά κάθε ανάλογη κρίση των κοινοτικών θεσμών στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κρίση η οποία συναρτάται, κατά τη γνώμη μας: πρώτον με την ίδια την υφή του ελληνικού κοινοτισμού, την αδυναμία του να αντιμετωπίσει τη διάλυση των παραδοσιακών κοινοτήτων -του ευρύτερου ελληνισμού και των αγροτικών-ορεινών κοινοτήτων με τη συγκέντρωση στις μεγαλουπόλεις και κατ’ εξοχήν στην Αθήνα’ και κατά δεύτερο λόγο -ίσως και τον κυριότερο- με την αδυναμία της ελληνικής κοινοτικής παράδοσης να συναρθρωθεί με εναλλακτικές και συνεταιριστικές παραγωγικές απόπειρες συνδεδεμένες με την όψιμη καπιταλιστική εποχή.

Α. Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Ο 19ος και κυρίως ο 20ός αιώνας απετέλεσαν μια περίοδο σταδιακής και σταθερής συρρίκνωσης του ελληνικού κοινοτισμού. Στο πλαίσιο του ελλαδικού κράτους κατέρρευσαν όλες οι παραδοσιακές κοινοτικές δομές: της διοίκησης – αυτοδιοίκηση, εκπαίδευση, στρατιωτική αυτοάμυνα (διάλυση των καπετανάτων-πολιτοφυλακών)’ και της παραγωγής -παραγωγικές και ναυτικές συντροφιές, τσελιγκάτα, εταιρικές οργανώσεις. Οι ορεινές και ναυτικές κοινότητες που απετέλεσαν τη βάση και το θεμέλιο του ελλαδικού κοινοτισμού αποψιλώνονται πληθυσμιακά και μεταβάλλονται συχνά σε απλές υπομνήσεις της περασμένης τους αλκής. Ο ευρύτερος, εξωελλαδικός, ελληνισμός που στηριζόταν στο κοινοτικό του σύστημα -αυτοδιοίκηση, εκπαίδευση, κοινοτική αλληλεγγύη, θρησκευτικοί και πολιτιστικοί θεσμοί- υπέστη μια ακόμα βαρύτερη κρίση, δια της διαλύσεως, του εκτοπισμού, της ανταλλαγής πληθυσμών, της γενοκτονίας. Από το 1912-14 και στο εξής των «Ελλήνων οι κοινότητες» αποσυντίθενται στην ευρύτερη περιοχή της καθ’ ημάς Ανατολής, μόνιμα και ανεπιστρεπτί. Από την Ανατολική Ρωμυλία, τον Πόντο, τη Μικρά Ασία, μέχρι την Κωνσταντινούπολη, μετά το 1955, την Αλεξάνδρεια, την Ουκρανία και τη Νότια Ρωσία, τη Γεωργία και τη Βόρεια Ήπειρο σήμερα, η αιμορραγία συνεχίζεται. Και όλοι οι πληθυσμοί που μετακινούνται, είτε από την εσωτερική μετανάστευση είτε από τον ξεριζωμό του ελληνισμού, συγκεντρώνονται στην Αθήνα (και δευτερευόντως στη θεσσαλονίκη) ή φεύγουν προς υπερπόντιες κατευθύνσεις.

Η Αθήνα, μέσα σε 100 χρόνια, θα εικοσαπλασιάσει τον πληθυσμό της. Προφανώς οι κοινότητες δεν θα μπορέσουν να ανασυγκροτηθούν στα πλαίσια των πόλεων, παρόλο που επί πολλά χρόνια, τόσο οι προσφυγικοί συνοικισμοί όσο και οι γειτονιές όπου συγκεντρώνονται οι εσωτερικοί μετανάστες, θα διατηρήσουν στοιχεία του παλιού κοινοτικού ήθους. Στις παραγκογειτονιές και στις συνοικίες των αυθαιρέτων, για δεκαετίες, οι γείτονες θα συμβάλλουν στην από κοινού κατασκευή των κατοικιών ή των υποδομών, ενώ η σύνδεση με πολιτικούς παράγοντες και κομματάρχες ή κόμματα (π.χ. το ΚΚΕ ή την ΕΔΑ), που προωθούσαν τα συμφέροντα μιας κοινότητας ή ομάδας πληθυσμού, θα αποτελεί μια επιβίωση της παλιάς κοινοτικότητας.

Ωστόσο το θεσμικό πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους -κατεξοχήν αντι-κοινοτικό- θα διαβρώσει και θα αποσυνθέσει και αυτές τις επιβιώσεις, αντί να τις εντάξει σε ένα εκσυγχρονισμένο κοινοτιστικό πλαίσιο, όπως θα κάνουν οι σκανδιναβικές χώρες ή η Ελβετία.

Β. Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΤΑΙΡΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Εντούτοις, αυτές οι εξελίξεις δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν την κυριολεκτική κατάρρευση του κοινοτικού ήθους στην Ελλάδα, που την κατατάσσει σε μία από τις κατώτερες θέσεις στον κόσμο σε ό,τι αφορά στην σύγχρονη παρουσία κοινοτικών θεσμών. 0α πρέπει να διερευνήσουμε και άλλες παραμέτρους της νεοελληνικής πραγματικότητας: καθοριστική μας φαίνεται η ιδιοπροσωπία του ελληνικού κοινοτισμού, η οποία έχει ως βάθρο της την ευρύτερη οικογένεια και χαρακτηρίζεται από την μειωμένη παρουσία της νεώτερης συνεταιριστικής παράδοσης. Έτσι, όταν διελύθησαν οι παλιές κοινότητες και περάσαμε σε νέες μορφές οργάνωσης, καπιταλιστικού τύπου, δεν ανεδύθη ως αντίπαλο δέος, στο επίπεδο της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, μια ισχυρή σύγχρονη συνεταιριστική ή και συνδικαλιστική παράδοση. Στον νεώτερο ελληνικό τύπο ταιριάζει μάλλον μία πολιτικού τύπου μορφή αλληλεγγύης -π.χ. στην Ελλάδα η δημιουργία του ΚΚΕ (ΣΕΚΕ) προηγείται της δημιουργίας των συνδικάτων, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις περισσότερες ευρωπαϊκές και αμερικανικές χώρες, όπου τα συνδικάτα προηγούνται χρονικά της ιδρύσεως των εργατικών πολιτικών κομμάτων. Το κοινοτικό και αλληλέγγυο πνεύμα στην Ελλάδα θα επιβιώσει μάλλον μέσα από την ένταση της πολιτικής ένταξης, μετά τη σταδιακή διάλυση των κοινοτήτων -βλέπε και το χαρακτηριστικό παράδειγμα του βενιζελισμού και κυρίως του ΚΚΕ- ενώ σε έναν μικρό μόνο βαθμό θα πάρει τη μορφή της συνδικαλιστικής και κυρίως της συνεταιριστικής αλληλεγγύης. Το ίδιο κατ’ αναλογίαν συμβαίνει και με την εκκλησία. Η ελληνική εκκλησία, ενώ παραμένει πολύ ισχυρή ως θεσμός, πολύ λίγο θα αναπτύξει τις οργανώσεις της κοινωνικής αλληλεγγύης συγκριτικά με αυτές που έχουν δημιουργήσει οι καθολικοί και οι διαμαρτυρόμενοι στη Δύση και τη Λατινική Αμερική. Το κοινοτικό πνεύμα της ελληνικής εκκλησίας επικεντρωνόταν είτε στον μοναχισμό είτε, στις ενορίες, στο ίδιο το εκκλησιαστικό γεγονός (λειτουργία, νηστεία, εορτές) και στις εκπαιδευτικο-ιδεολογικές δραστηριότητες (σχολεία παλαιότερα, κατηχητικά και «οργανώσεις» στη νεώτερη περίοδο). Κατά συνέπεια, η καθ’ αυτό κοινωνική αλληλεγγύη θα συγκεντρώνεται αποφασιστικά στην ευρεία οικογένεια, όπου θα παραμένει μέχρι πρόσφατα εδραία, και στο γενικότερο πεδίο θα εμφανίζεται ως πολιτική, θρησκευτική ή ιδεολογική στράτευση και ένταξη. Την κρίση των παλιών κοινοτήτων δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει ή να περιορίσει μια συνεταιριστική πρακτική που θα μετέθετε, εν μέρει, το κοινοτικό πεδίο στον χώρο των εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων, δηλαδή του λεγόμενου «τρίτου τομέα» της οικονομικής δραστηριότητας, ανάμεσα στο κράτος και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως συμβαίνει σήμερα σε μεγάλη έκταση σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο.

Ωστόσο, όσο η οικογένεια, ως υπόλειμμα του παλιού κοινοτικού ήθους, η εκκλησία, η πολιτική ή οι εθνικοί απελευθερωτικοί αγώνες (μέχρι τον Κυπριακό αγώνα) κατόρθωναν να υποκαθιστούν την παλιά κοινότητα που έσβηνε, η έλλειψη εκτεταμένων θεσμών και μορφών συνεταιριστικής κοινωνικής αλληλεγγύης δεν γινόταν ιδιαίτερα αισθητή. Στην Ελλάδα, η οικογένεια, ως προς τις άμεσες βιοτικές ανάγκες, η εκκλησία, το κόμμα ή η πατρίδα, ως προς τις πνευματικές και ιδεολογικές ανάγκες κάλυπταν την έλλειψη θεσμών εταιρικής υφής της «κοινωνίας των πολιτών».

Σήμερα όμως, όταν οι παλιές μορφές της κοινοτιστικής αντίληψης μπαίνουν με τη σειρά τους σε κρίση -διάλυση της ευρείας οικογένειας, κρίση της πολιτικής στράτευσης, αποδυνάμωση της ταύτισης με την πατρίδα, τη θρησκεία ή με οποιαδήποτε οραματική ιδεολογία-το κενό μιας οργανωμένης, συνεταιριστικού τύπου, κοινωνικής αλληλεγγύης εμφανίζεται ανάγλυφο και καταδικάζει την Ελλάδα σε μία από τις τελευταίες θέσεις στον κόσμο στην κλίμακα της παρουσίας του κοινοτισμού στη σύγχρονη ζωή.

Γ. ΑΝΤΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΟ ΡΕΥΜΑ

Η αντιστροφή λοιπόν του καθοδικού ρεύματος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από την ενίσχυση των θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης -δήμος, ενορία κοινότητα, γειτονιά-, την αποκέντρωση, που αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου για την Ελλάδα, ή την προβολή του κοινοτισμού ως προτύπου έναντι του φιλελευθερισμού -ενίσχυση κινημάτων άμεσης δημοκρατίας, κ.λπ – αλλά απαιτεί και την ενδυνάμωση, επί τέλους στην Ελλάδα, των οργανώσεων του «τρίτου τομέα» της οικονομίας, συνεταιρισμών, εναλλακτικών επιχειρήσεων, κοινοτιστικών οργανώσεων αλληλεγγύης -π.χ. κοινότητες ενάντια στα ναρκωτικά, κοινόβια νέων ή ηλικιωμένων, πολιτιστικά κέντρα και δραστηριότητες, κ.ο.κ. Και σε μια τέτοια κατεύθυνση πρέπει και μπορούν να ενεργοποιηθούν και πάλι όλες οι δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο τότε θα γίνει δυνατό να αντιστραφεί η καθοδική πορεία του ελληνικού κοινοτισμού και, χωρίς να εγκαταλείψουμε τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής ιδιοπροσωπίας -π.χ. μεγάλο βάρος των οικογενειακών επιχειρήσεων-, να ανακαλύψουμε συνεταιριστικές μορφές περισσότερο προσαρμοσμένες σε αυτήν: συνεταιριστικές τράπεζες, προμηθευτικοί και καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί εμπορίας κ.ά., παράλληλα με συνεταιριστικές οργανώσεις παραγωγής και εναλλακτικές επιχειρήσεις με ισχυρό ιδεολογικό περιεχόμενο. Κοινοτιστικοί κατά τεκμήριο θεσμοί, όπως η εκκλησία, τα αριστερά κόμματα, τα συνδικάτα, η τοπική αυτοδιοίκηση, θα έπρεπε πλέον να προσανατολίσουν τη δραστηριότητα τους προς την οικοδόμηση τέτοιων οργανώσεων αν θέλουν να συμπορευτούν με τις σημερινές απαιτήσεις. Γι’ αυτό στο παρόν τεύχος παραθέτουμε εμπειρίες από την ελληνική και τη διεθνή πραγματικότητα: το αποφασιστικής σημασίας παράδειγμα του Μοντραγκόν που παρουσιάζει ο Τζωρτζ Μπενέλλο και η παράδοση της… Καλύμνου στην οποία αναφέρεται στο σημείωμά του ο Δημήτρης Γερούκαλης’ η σημασία της «τοπικοποίησης» ως εναλλακτικής λύσης απέναντι στην αποεδαφικοποί-ηση που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση με τα κείμενα του Νίκου Ντάσιου και της «Χάρτας για μια Νέα τοπική αυτοδιοίκηση» που ψηφίστηκε στο «Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ» του Πόρτο Α-λέγκρε το 2003. Ο Γιώργος Κολέμπας παρουσιάζει τα αδιέξοδα της ελληνικής γεωργίας στα πλαίσια του σημερινού παγκοσμιοποιημένου μοντέλου και ο Δημήτρης Λιβιεράτος συνδέει τις κοινότητες με την οικονομική και πολιτική συγκυρία. (Τα κείμενα του Γ. Κολέμπα και του Ν. Ντάσιου παρουσιάστηκαν στη συνάντηση του «Αρδην» στη Νέα Ιωνία του Βόλου).

Στο επόμενο τεύχος θα συνεχίσουμε με τα θεωρητικά ζητήματα που θέτει ο κοινοτισμός με κείμενα των: π. Γ. Μεταλληνού, Ιωάννας Τσιβάκου, Κώστα Ζουράρι, Γιάννη Τσέγκου, Θεοδωρου Ζιάκα, Γιώργου Καραμπελιά και άλλων.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ