Αρχική » Νίκος Ορφανίδης, Η άλλη βιογραφία

Νίκος Ορφανίδης, Η άλλη βιογραφία

από Άρδην - Ρήξη

του Κώστα Γάλλου, από το Άρδην τ. 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004

Προ­ξε­νεΙ πΑντα κα­τά­πλη­ξη η διαρ­κής ποι­η­τι­κή ά­νοι­ξη της Κύ­πρου. Πλού­σια και βα­θύρ­ρι­ζη, αι­μα­το­στά­λα­χτη και σύμ­φυ­τη με το δρά­μα των δη­ώ­σε­ων και λε­η­λα­σιών που υ­πέ­στη μέ­σα στους αιώ­νες. Και βέ­βαια δεν εί­ναι μό­νο οι τρα­γι­κές μνή­μες της κα­το­χής της Κύ­πρου που συ­ντη­ρούν αυ­τήν την συ­νε­χή θα ‘λε­γα έ­κρη­ξη. Εί­ναι πρω­τί­στως οι ι­σχυ­ρές κα­τα­βο­λές τού­της της ποί­η­σης, με τις φλέ­βες της πα­ρά­δο­σης να χά­νο­νται στα α­πό­μα­κρα βά­θη του χρό­νου. Μι­λά­με για έ­ναν τό­πο, ό­που για τρεις χι­λιε­τίες καλ­λιερ­γεί­ται, μι­λιέ­ται και γρά­φε­ται πε­ρί­τε­χνα η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, ό­που η αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή λα­λιά και η ορ­θό­δο­ξη ε­μπει­ρί­α του λό­γου μπό­ρε­σαν να συ­νυ­πάρ­ξουν α­δια­τά­ρα­κτα, αρ­μο­νι­κά, πα­ρά τους αλ­λο­πρό­σαλ­λους και ε­νά­ντιους α­νέ­μους των και­ρών. Πα­ρά τις δυ­να­στεύ­σεις, τις λε­η­λα­σί­ες και τις αι­μα­τη­ρές κα­τα­δρο­μές. Οι κα­τα­κτη­τές ε­δή­ω­σαν, α­τί­μα­σαν και α­σέλ­γη­σαν συ­χνά πά­νω στα ιε­ρά και τα σε­βά­σμα­τά της –α­λη­θι­νό ιε­ρό σφά­γιο η με­γα­λό­νη­σος!– μα δεν μπό­ρε­σαν να αλ­λοιώ­σουν την ελ­λη­νι­κή και ι­διαί­τε­ρα την, μ’ αυ­τό το σπά­νιο γλωσ­σι­κό ά­ρω­μα, κυ­πρια­κή ντο­πιο­λα­λιά.
Α­πό τον Ά­γιο Νε­ό­φυ­το και τον Λε­ό­ντιο Μα­χαι­ρά ως τον Μι­χα­η­λί­δη, τον Λι­πέρ­τη, τον Κύ­προ Χρυ­σάν­θη και τον Κώ­στα Μό­ντη κι ως τους νε­ό­τε­ρους σπου­δαί­ους ποι­η­τές, τον Θε­ο­δό­ση Νι­κο­λά­ου, τον Νί­κο Ορ­φα­νί­δη, την Κλαί­ρη Αγ­γε­λί­δου και τον Κυ­ριά­κο Χα­ρα­λα­μπί­δη, για να α­να­φέ­ρω τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους –μια συ­νε­χής ποι­η­τι­κή άν­θη­ση.
Ο Νί­κος Ορ­φα­νί­δης, ό­πως εί­χα την ευ­και­ρί­α να γρά­ψω πα­λαιό­τε­ρα για την ποί­η­σή του στη Νέ­α Ε­στί­α, εί­ναι μια ξε­χω­ρι­στή, λά­μπου­σα ψη­φί­δα, σ’ αυ­τό το θαυ­μα­στό ψη­φι­δω­τό της κυ­πρια­κής ποί­η­σης. Ζώ­ντας την τρα­γι­κή πε­ρι­πέ­τεια του 1974, δεν μπο­ρεί να α­παλ­λα­γεί α­πό τις αι­μά­τι­νες μνή­μες της ο­δύ­νης, της φρί­κης θα ‘λε­γα κα­λύ­τε­ρα. Οι ποι­η­τι­κές του ει­κό­νες –σα μια νε­κρο­φό­ρα που δια­σχί­ζει διά­πυ­ρη τις πλα­τεί­ες και τους δρό­μους των λε­η­λα­τη­μέ­νων πό­λε­ων και χω­ριών– εί­ναι έ­νας α­λη­θι­νός κα­ταρ­ρά­χτης. Ό­λες αυ­τές οι ει­κό­νες κα­νο­ναρ­χού­νται, θα ‘λε­γε κα­νείς, απ’ αυ­τήν την κό­λα­ση της λε­η­λα­τη­μέ­νης νή­σου, που την έ­ζη­σε ζω­ντα­νά ο ποι­η­τής και δεν μπο­ρεί πα­ρά να ση­μα­δεύ­ει α­γιά­τρευ­τα τον νου και την ψυ­χή. Ο­δη­γη­μέ­νη η συ­νεί­δη­σή του, ως τα ό­ρια της α­πελ­πι­σί­ας, κα­θώς βλέ­πει την «πο­λι­τι­σμέ­νη Ευ­ρώ­πη», τη Δύ­ση γε­νι­κό­τε­ρα, να θε­ά­ται το δρά­μα με την α­πό­μα­κρη, την κυ­νι­κή λο­γι­κή της γε­ω­πο­λι­τι­κής και οι­κο­νο­μι­κής «ι­σορ­ρο­πί­ας», α­να­κα­λεί διαρ­κώς τραυ­μα­τι­σμέ­νες και αι­μάσ­σου­σες ει­κό­νες σφα­γής και ε­ρή­μω­σης. Τα σύμ­βο­λα που έρ­χο­νται και ξα­νάρ­χο­νται διαρ­κώς, δεν παύ­ουν να κου­βα­λούν «αί­μα στους δρό­μους, αί­μα στη νυ­χτω­μέ­νη σι­γή». Βλέ­πει διαρ­κώς
Τις νύ­χτες που υ­ψώ­νο­νται, κά­θε­τες
Α­στρα­πές και το α­πέ­να­ντι βου­νό να
Φλέ­γε­ται και πά­λι ξυ­πνά­νε ό­λοι οι
Ξε­χα­σμέ­νοι νε­κροί…
Φο­ρά­νε σφαι­ρο­θή­κες, ξι­φο­λόγ­χες,
Μυρ­σί­νες, δάφ­νη του βου­νού
Φορ­τώ­νο­νται ό­πλα, κα­νό­νια, σπα­θιά.
(σελ. 10)
Θυ­μά­ται –μια μνή­μη α­νέκ­κλη­τα ά­σβη­στη– κα­θώς οι Τούρ­κοι δο­λο­φο­νούν τη θε­ρι­νή κυ­πρια­κή γλύ­κα του με­ση­με­ριού και του α­πό­βρα­δου, ό­ταν ξαφ­νι­κά η τρο­με­ρή κα­τα­δρο­μή α­φή­νει τον κα­φέ και το ού­ζο στο τρα­πέ­ζι και το δέ­ντρο της αυ­λής ξε­χα­σμέ­να, κα­θώς κά­νουν τώ­ρα κα­το­χή το αί­μα, το μα­χαί­ρι, το κο­ντά­ρι, το σπα­θί, ε­νώ η αλ­μύ­ρα, τα μύ­ρα και τ’ ά­ρω­μα τα ε­ω­θι­νά, πλημ­μυ­ρί­ζουν πια έ­ναν άρ­ρω­στο ου­ρα­νό (βλ. το ποί­η­μα Ε­πι­στρο­φή Β’, σελ. 12-13).
Διαρ­κής και παλ­λό­με­νη η α­νά­κλη­ση του συμ­βό­λου του φεγ­γα­ριού, που τα­ξι­δεύ­ει πια «πε­ρί­λυ­πο, σ’ ά­γο­νη γραμ­μή βά­φο­ντας τα πα­ρά­θυ­ρα, ζω­γρα­φί­ζο­ντας τις στέ­γες» (Γυ­ναί­κα, σελ. 16).
Άλ­λο­τε το φεγ­γά­ρι το βρά­δυ, μα­χαι­ρω­μέ­νο θαρ­ρείς, σμί­γει μ’ ό­λους τους ε­ξό­ρι­στους στον ου­ρα­νό που τό­σο ά­δι­κα έ­φυ­γαν α­πό τού­τον τον ευ­δαί­μο­να, τον ο­νει­ρε­μέ­νο με­σο­γεια­κό χώ­ρο (έ­τσι θα ‘πρε­πε) σε μια σκλη­ρή με­τοι­κε­σί­α…
Άλ­λες φο­ρές οι ει­κό­νες των Τούρ­κων ει­σβο­λέ­ων μπλέ­κο­νται με πρω­ι­νούς λη­στές, που α­πο­κε­φα­λί­ζουν το φεγ­γά­ρι και στά­ζει αί­μα ο ου­ρα­νός, ε­νώ σπουρ­γί­τια κα­τε­βαί­νουν πέν­θι­μα α­πό ψη­λά.
Πρω­ί-πρω­ί λη­στές α­πο­κε­φά­λι­σαν
το φεγ­γά­ρι
Στά­λες το αί­μα του έ­βα­ψε τον ου­ρα­νό ύ­στε­ρα κά­θι­σε
Λυ­πη­μέ­νος στο πα­ρά­θυ­ρο σπουρ­γί­τια κα­τέ­βαι­ναν
Πέν­θι­μα α­πό ψη­λά έ­παιρ­ναν
α­πό τις χού­φτες σου
Σι­τά­ρι α­ντί­δω­ρο ψω­μί
«τι κά­νεις ε­κεί;» σου φώ­να­ξα
«αυ­τό εί­ναι το σώ­μα του φεγ­γα­ριού»,
ε­σύ συ­νέ­χι­σες να μοι­ρά­ζεις
το σώ­μα σου.
(Η Λυ­πη­μέ­νη, σελ. 57)
Έ­τσι λυ­πη­μέ­νη η ψυ­χή του α­λη­θι­νού ποι­η­τή, πε­ρι­η­γεί­ται διαρ­κώς τα κυ­πρια­κά λε­η­λα­τη­μέ­να το­πί­α… Α­συμ­βί­βα­στος ο Νί­κος Ορ­φα­νί­δης και κε­ντρί­ζο­ντας διαρ­κώς τις μνή­μες μας, α­να­κα­λεί μέ­χρι και τον Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό («Ω Θε­ϊ­κιά κι ό­λη αί­μα­τα Πα­τρί­δα…»), κά­νει έκ­κλη­ση για α­ρε­τή, πα­ρα­σταί­νο­ντας μπρο­στά μας τον Αν­δρέ­α Κάλ­βο, φέρ­νει σε μυ­στι­κό ο­δοι­πο­ρι­κό στην Κύ­προ τον Θ. Κο­λο­κο­τρώ­νη, ε­νώ φα­ντά­ζε­ται τον Κα­ρα­ϊ­σκά­κη να μπαί­νει στη Λευ­κω­σί­α. Έ­να α­πό τα πιο συ­γκλο­νι­στι­κά ποι­ή­μα­τα τού­της της συλ­λο­γής, δια­μά­ντι μιας σπά­νιας υ­περ­ρε­α­λι­στι­κής εκ­πύ­ρω­σης, εί­ναι το «Έ­δα­φος στην πό­λη της Αμ­μο­χώ­στου», που η κα­το­χή της προ­κα­λεί κα­θώς εί­ναι φυ­σι­κό, ά­φα­τη θλί­ψη.
Ο ποι­η­τής Δ. Σο­λω­μός, ο Κων­στα­ντί­νος Κα­βά­φης –τέ­κνο του με­σο­γεια­κού φω­τός αλ­λά και των κα­η­μών του κι αυ­τός– ο Ευα­γό­ρας. Πε­ρί­λυ­ποι ως θα­νά­του –έ­τσι τους φα­ντά­ζε­ται ο Νί­κος Ορ­φα­νί­δης– κοι­τά­ζουν τη νύ­χτα της Αμ­μο­χώ­στου που φεύ­γει με το κομ­μέ­νο της κε­φά­λι.
Η ποί­η­ση του Νί­κου Ορ­φα­νί­δη, δια­τρα­νώ­νει την τό­σο σω­στή και διαρ­κώς ε­πι­βε­βαιω­νό­με­νη ε­κτί­μη­ση, ό­τι στην Κύ­προ, το δέ­ντρο της ποί­η­σης εί­ναι πά­ντα χλω­ρό και α­ει­θα­λές, βα­θύρ­ρι­ζο και πο­λύ­κλω­νο, εί­ναι μια πη­γή που α­να­βλύ­ζει διαρ­κώς, που πο­τέ δεν έ­χει στε­ρέ­ψει.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ