του Ν. Ντάσιου, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
Το γαλλικό και ολλανδικό ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα πάγωσαν το πολιτικό κατεστημένο και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Το γαλλικό και ολλανδικό ΟΧΙ είναι μια ακόμη λαϊκή νίκη κόντρα στα σχέδια που φτιάχνονται για μας χωρίς εμάς. Ένα ΟΧΙ μετά το ηρωικό ΟΧΙ του κυπριακού λαού στο σχέδιο Ανάν που τον μετέτρεπε σε μειοψηφία στην ίδια του χώρα. […]
Τι ήταν όμως εκείνο που σοκάρει τόσο πολύ την πολιτική και τεχνοκρατική ελίτ της Ευρώπης; Τι περιελάμβανε αυτή η Ευρωπαϊκή Καταστατική Συνθήκη που, όταν άρχισαν να την συζητούν οι Γάλλοι ,την απέρριψαν, ενώ η αποδοχή της γίνεται μόνο σε λαούς που δεν την γνωρίζουν και που κανένας ιθύνοντας δεν ενδιαφέρεται να τους πληροφορήσει;
Ο πυρήνας αυτού που αμφισβητήθηκε ανοιχτά από τη γαλλική και ολλανδική κοινωνία είναι η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Υπερκράτους σε μια διευρυμένη Ευρώπη που χάνει τις σταθερές της και απειλείται από την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Τέθηκε λοιπόν η ανάγκη της επανεθνικοποίησης των πολιτικών της Ένωσης.
• Μέχρι σήμερα, η Ε.Ε στηριζόταν στην πολιτική της λειτουργία σε Συνθήκες. Μια Συνθήκη αποτελεί συμφωνία μεταξύ ανεξάρτητων Κρατών ενώ, αντίθετα, το Σύνταγμα αποτελεί νομική θεμελίωση μιας νέας Κρατικής Οντότητας. Μέχρι σήμερα, η Ένωση ήταν συνεργασία μεταξύ των Κρατών της, έχοντας βέβαια κάποιες δεδομένες –υπερεθνικές – πολιτικές που αποτελούσαν τον λεγόμενο «Κοινοτικό πυλώνα», όπως π.χ. η Νομισματική πολιτική, η εξωτερική πολιτική και η πολιτική άμυνας.
Στο Άρθρο 1 η νέα συνθήκη αναφέρει ότι « το Σύνταγμα εγκαθιδρύει την Ε.Ε. την οποία τα Κράτη μέλη εξουσιοδοτούν για να πραγματώσει τους κοινούς στόχους». Ποιοι είναι οι στόχοι αυτοί; Αυτό προσδιορίζεται στο Άρθρο Ι 3 που περιλαμβάνει μια μεγάλη γκάμα όπως: την κοινή αγορά, τον ανταγωνισμό, την ασφάλεια και την ειρήνη με άρση των εσωτερικών συνόρων, την οικονομική ανάπτυξη, την βιώσιμη ανάπτυξη, την πλήρη απασχόληση, την κοινωνική δικαιοσύνη κλπ.
• Τα Άρθρα 6 και 7 αναφέρουν ότι: «Η Ένωση θα έχει νομική οντότητα και η οντότητα αυτή θα έχει προτεραιότητα έναντι των Εθνικών Συνταγμάτων…». Αυτό δεν είχε ποτέ συμβεί στο παρελθόν της Ε.Ε., παρά μόνο με παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στα 1960, όταν ετέθη το ζήτημα της προτεραιότητας του νομοθετικού πλαισίου της Ένωσης στον χώρο της οικονομίας, όταν υπάρξει αντιπαράθεση με έθνος-κράτος. Μη οικονομικά πεδία, όπως π.χ. η εξωτερική πολιτική, η πολιτική άμυνας και ασφάλειας, διέπονταν από διακυβερνητικούς κανόνες που βασίζονταν σε συνθήκες που τις διαπραγματεύονταν ισότιμα Κράτη μεταξύ τους. Με τη Συνταγματική Συνθήκη καταργείται η επικυριαρχία των Κρατών μελών με τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε όλα τα πεδία – από αυτό της οικονομικής πολιτικής μέχρι την εξωτερική πολιτική και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα!
• Σ’ αυτή την εξέλιξη, προστίθεται η μεταφορά της νομοθετικής εξουσίας από τους βουλευτές που εκλέγονται από τον λαό στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Υπουργών. Το νέο Σύνταγμα καταργεί την ομοφωνία που απαιτούνταν, π.χ. για τη διεύρυνση, και υιοθετεί τη διπλή πλειοψηφία των Κρατών και του πληθυσμού θέτοντας ως ικανό αριθμό για τη λήψη απόφασης το 55% των Κρατών ήτοι 15 Κράτη, στο βαθμό που αυτά περιλαμβάνουν το 65% του συνολικού πληθυσμού της Ε.Ε. Είναι προφανές πως, με βάση το κριτήριο αυτό, τα μεγάλα κράτη θα προωθούν τα δικά τους συμφέροντα στην νέα Ε.Ε. νομοθετώντας ερήμην των μικρότερων. Έτσι, για παράδειγμα, κατά τις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα και η Κύπρος –εάν ίσχυε το Σύνταγμα αυτό- δεν θα είχαν καν τη δυνατότητα άσκησης veto στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας εφ’ όσον αυτή αποφασιζόταν από τα μεγάλα κράτη της Ένωσης.
Επιπλέον, το 1/3 των κρατών μελών θα έχαναν ακόμα και την εκπροσώπησή τους με Επίτροπο πέντε χρόνια μετά την ισχύ του Ευρω-συντάγματος. Οπότε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, πολλά κράτη δεν θα εκπροσωπούνται καν στην Ε.Ε. και απλά θα αποδέχονται τους νόμους που αυτή θα ψηφίζει ερήμην τους !
• Το νέο Σύνταγμα προέβλεπε ότι το Συμβούλιο των Πρωθυπουργών θα μπορεί να εκλέγει ένα μόνιμο πρόεδρο για πάνω από 5 χρόνια ο οποίος θα προεδρεύει στις συναντήσεις του Συμβουλίου καταργώντας έτσι το σύστημα της εναλλασσόμενης 6μηνης προεδρίας κάθε κράτους μέλους. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα είναι ο ανώτατος εκπρόσωπος του νέου κράτους και θα εκπροσωπεί την ένωση σ’ όλον τον κόσμο.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων και Ασφάλειας της Ένωσης θα προέδρευε του Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών και θα διηύθυνε τις Διπλωματικές Υπηρεσίες ενώ θα εκτελούσε χρέη αντι-προέδρου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Είναι προφανές πως […] αυτό θα στερούσε σε Κράτη την εκπροσώπησή τους σε διεθνές επίπεδο μέσω της Ένωσης. Παράλληλα, για την Ελλάδα, μια ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική που θα εστιάζεται στην αναβάθμιση π.χ. των σχέσεων με την Τουρκία ή στον περαιτέρω διαμελισμό των Βαλκανίων θα αποτελούσε θέσφατο που θα έπρεπε να την αντιπροσωπεύει στο διεθνές περιβάλλον!
• Στο Άρθρο IV 444 προβλέπεται ότι «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Πρωθυπουργών, δρώντας ομόφωνα, μπορεί να εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο Υπουργών να παίρνει τις όποιες αποφάσεις με ενισχυμένη πλειοψηφία ακόμα και σε πεδία που απαιτείται σήμερα ομοφωνία…». Με βάση αυτή την ρύθμιση, το όποιο veto είχε δικαίωμα να προβάλει το Κράτος απλά θα περιλαμβάνεται στις αποφάσεις ως παράρτημα χωρίς την ανάγκη νέων συμφωνιών και συνθηκών. Ο δημιουργός του Συντάγματος Giscard d’Estaing θεώρησε αυτό το σημείο ως την καινοτομία του νέου Συντάγματος !!
Για την προώθηση επίσης της ευελιξίας στη λειτουργία της Ε.Ε. η νέα συνθήκη, στο Αρθρο Ι 18, προβλέπει «την δυνατότητα επέκτασης των δικαιοδοσιών του Συμβουλίου Υπουργών σε πεδία όπως αυτά του εγκλήματος, της κοινωνικής πολιτικής, του πολιτισμού, των θεμελιωδών δικαιωμάτων κλπ».
• Το Σύνταγμα προβλέπει μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας. Το Άρθρο Ι.40 αναφέρει χαρακτηριστικά: « πριν την ανάληψη οποιασδήποτε διεθνούς δράσης, το κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να συμβουλευτεί τα υπόλοιπα στην Ε.Ε. ή το Συμβούλιο». Αυτό σημαίνει πολύ απλά κατάργηση της ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής καθώς τα Κράτη θα πρέπει « ενεργά να υποστηρίζουν την εξωτερική πολιτική της Ένωσης σε πνεύμα συνεργασίας και νομιμότητας και θα πρέπει να συνηγορούν στις πολιτικές που αυτή προωθεί στον τομέα αυτό».
Η ενισχυμένη συνεργασία, που προβλεπόταν στη Συνθήκη της Νίκαιας για υποομάδες Κρατών της Ένωσης που θέλουν να προωθήσουν τη μεταξύ τους σύγκλιση, θα τίθονταν σε ισχύ στον στρατιωτικό τομέα, στο πλαίσιο των «δομικών συνεργασιών» που προβλέπει το Ευρωσύνταγμα και θα επιτρέπονταν η πιο στενή και ουσιαστική συνεργασία των Κρατών Μελών του ΝΑΤΟ κάτω από την υποστήριξη του Υπουργού των Εξωτερικών της Ένωσης. Επιπλέον, το Σύνταγμα δεν απαιτεί η στρατιωτική δράση της Ένωσης να είναι σε σύμπνοια με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που θα αποτελούσε το ελάχιστο θεμέλιο μιας προοδευτικής πολιτικής στον τομέα αυτό.
• Το δεύτερο μέρος του Συντάγματος αναφέρεται στον «Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» το οποίο έγινε δεκτό σαν πολιτικό κείμενο στην Νίκαια το 2001. Το μέρος αυτό δίνει τη δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αποφασίζει για τα Δικαιώματά μας σε όλα τα πεδία που καλύπτονται από την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία.
Το μεγάλο θέμα εδώ είναι πως η Ε.Ε. θα διασφαλίσει τα δικαιώματα αυτά, δεδομένης της μεγάλης απόκλισης και της μη συναίνεσης –έως τώρα – των Κρατών μελών σε σημαντικά πεδία, όπως για παράδειγμα: τα σκληρά ναρκωτικά, τις δίκες χωρίς ενόρκους, τις αμβλώσεις, την ευθανασία κλπ. Πώς είναι δυνατόν η Ένωση να προσδιορίσει κοινά στάνταρντ που να διέπουν όλα τα κράτη μέλη σ’ αυτά τα ευαίσθητα σημεία;
Ο χάρτης επίσης δεν έχει κατοχυρώσει το δικαίωμα των εργαζομένων να δρουν συλλογικά . Το Άρθρο ΙΙ 88 αναφέρει ότι « οι εργαζόμενοι έχουν αυτά τα δικαιώματα σε συνάφεια με τους εθνικούς νόμους και πρακτικές». Την ίδια στιγμή, στο Άρθρο ΙΙ-112, τα ανθρώπινα δικαιώματα οριοθετούνται στα ενδιαφέροντα και στις προτεραιότητες της Ένωσης και άρα κάποιες κρίσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου μπορούν να απειλήσουν π.χ. τα δικαιώματα των εργαζομένων όπως αυτά κατοχυρώνονται στο εθνικό επίπεδο. Η ένταξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καθιστά αυτό παρόν και κριτή σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας.
Το Ευρωσύνταγμα λοιπόν επέκτεινε τη δυνατότητα της Ε.Ε. να θεσμοθετεί πάνω από τους εθνικούς νόμους σε 40 νέα πεδία πολιτικής, επιπρόσθετα με τις 35 περιοχές που αποφασίστηκαν το 2003 στη Νίκαια και τα 19 πεδία που αποφασίστηκαν το 1998 στο Άμστερνταμ. Το Εθνικό veto θα καταργούνταν στις περισσότερες περιπτώσεις. Τα νέα πεδία πολιτικής -η δικαιοδοσία των οποίων μεταφέρεται στην Ε.Ε.- περιλαμβάνουν τη δικαστική συνεργασία για την αντιμετώπιση του εγλήματος, την εναρμόνιση των πολιτικών δημόσιας τάξης (Europol) και απονομής δικαιοσύνης (Ευρω-δικαστήριο), τις πολιτικές για την ενέργεια, τον πολιτισμό, τις υπηρεσίες, τα διαρθρωτικά ταμεία κλπ. Επιπλέον, με το Άρθρο Ι-12, τα Κράτη Μέλη ωθούνται στο συντονισμό πολιτικών για την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση με ρυθμίσεις που καθορίζονται από το 3ο Μέρος του Συντάγματος. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για ρυθμίσεις στα οικονομικά θέματα των χωρών που υπερβαίνουν τις σημερινές και επεκτείνονται σε πεδία όπως η εναρμόνιση της φορολογικής πολιτικής, οι εθνικές δαπάνες, οι πολιτικές συντάξεων, η βιομηχανική πολιτική κλπ.
Αυτό όμως που θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι πρόκειται για ένα σύνταγμα με έντονα ιδεολογικά στοιχεία. Είναι γνωστό πως το Σύνταγμα της κάθε χώρας θέτει απλά τους κανόνες και το πλαίσιο πάνω στο οποίο χαράσσονται πολιτικές. Οι ιδεολογικές κατευθύνσεις είναι παράγωγο των αντιπαραθέσεων των κοινωνικών συμφερόντων όπως αυτές αντανακλώνται στην αντιπαράθεση Δεξιάς –Αριστεράς, Σοσιαλισμού-φιλελευθερισμού κ.α. Το Ευρωσύνταγμα όμως είναι διαφορετικό. Προωθεί το οικονομικό σύστημα του νεοφιλελευθερισμού το οποίο επιβάλλει σε 450 εκατ. πολίτες. Θέτει στον πυρήνα του τους κλασικούς όρους του laissez-faire, τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την ελεύθερη μετακίνηση προϊόντων και υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργαζομένων στη βάση ακριβώς των κατευθύνσεων του ΠΟΕ, της ΠΤ και του ΔΝΤ. Επιπλέον, αναδεικνύει ως κεντρική τη Μονεταριστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η οποία έχει ως στρατηγική της τον περιορισμό της προσφοράς χρήματος με τον προσδιορισμό των επιτοκίων και όχι την οικονομική ανάπτυξη ή την επίτευξη στόχων όπως αυτού της πλήρους απασχόλησης ή της κοινωνικής συνοχής.
Ενθαρρύνει απόλυτα τις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων υπηρεσιών και απαιτεί ανάλογες ρυθμίσεις σε χώρες εκτός της Ε.Ε. στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Εμπορίου. Εισάγει τον όρο της «κοινωνικής αγοράς» ο οποίος έχει εισαχθεί από το Γερμανικό Σύνταγμα για να συγκαλύψει την προσπάθεια επέκτασης του ανταγωνισμού σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνικής μας ζωής.
Η καταψήφιση του Ευρωσυντάγματος και η ουσιαστική αχρήστευσή του δεν είναι απαραίτητο ότι θα οδηγήσει σε απόλυτα εθνικές πολιτικές παρ’ ότι θα επιτείνει την επανεθνικοποίηση ως τάση σε όλη την Ευρώπη. Η Διακήρυξη του Laaken θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ένα εναλλακτικό πλαίσιο συνεργασίας των Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σαφώς μια πιο δημοκρατική βάση συνεργασίας των Κρατών μελών αφού προέβλεπε τη μεταφορά ισχύος πίσω στα Κράτη Μέλη και στις περιφερειακές συσσωματώσεις. Είναι το σημείο που ο Giscard απέφυγε να ενσωματώσει στο Σύνταγμά του παρά τις πολιτικές πιέσεις που είχε δεχθεί.
Είναι επίσης προφανές πως η καταψήφιση του Συντάγματος θα έχει άμεσες επιπτώσεις στο ευρώ. Η ύπαρξη 12 Κρατών με διαφορετικούς προϋπολογισμούς και διαφορετικές φορολογικές πολιτικές δεν μπορεί να αποτελέσει τη μακροπρόθεσμη βάση διατήρησης του κοινού νομίσματος το οποίο θα βασιζόταν μόνο σε ένα κεντρικό κράτος. Ήδη η λειτουργία του ευρώ δημιούργησε συνθήκες υψηλής ανεργίας ακόμα και στις χώρες που το εισήγαγαν –Γαλλία και Γερμανία– αφού χάθηκε η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα των εθνικών οικονομιών στη διεθνή οικονομία. Για τη χώρα μας αποτελεί –μέσω του μηχανισμού τον σταθερών επιτοκίων – τη βασικότερη αιτία για την καθήλωση σε τόσο χαμηλά επίπεδα της ανταγωνιστικότητας, στρέφοντας την οικονομική ελίτ στον χρηματιστικό τομέα και στην κατανάλωση.[…]
Οι Ευρωπαίοι πολίτες, με δημοκρατικό τρόπο, αποφάνθηκαν για την καταψήφιση του Ευρωσυντάγματος. Είναι τώρα θέμα των πολιτικών αρχηγών, αν θα σεβαστούν τη λαϊκή ετυμηγορία ή αν την αψηφήσουν όπως συνέβη με το Δανικό ΟΧΙ στη Συνθήκη του Μάαστριχτ στα 1992, ή με το Ιρλανδικό ΟΧΙ στη Συνθήκη της Νίκαιας το 2001, πλήττοντας έτσι βάναυσα κάθε έννοια δημοκρατίας προς όφελος των δικών τους σχεδίων .
Τα εθνικά Κοινοβούλια και η ψήφος των πολιτών θα πρέπει να βρουν τη χαμένη δυναμική τους, τα κράτη θα πρέπει να οδηγηθούν σε συνθέσεις σεβόμενα την ιστορική και πολιτισμική τους ταυτότητα, η πολιτική θα πρέπει να ηγηθεί της οικονομίας προς όφελος των αναγκών των ανθρώπων. Το στοίχημα του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοοργάνωσης των πολιτών, έξω και πέρα από την κυριαρχία της οικονομίας και των τεχνοκρατικών ελίτ, παραμένει όσο ποτέ επίκαιρο.