Του Παναγιώτη Χούπα
Στις 09/10/2020 η χώρα του Περού ξεπέρασε ένα ψυχολογικό και σε κάθε περίπτωση τρομακτικό όριο. Μεταξύ των 33.000.000 κατοίκων, οι νεκροί από κορωνοϊό υπερέβησαν τις 33.000. Με άλλα λόγια 1 στους 1.000 Περουβιανούς (ποσοστό 0,1% επί του συνόλου του πληθυσμού) έχει ήδη αποβιώσει από τον ιό και έπεται συνέχεια, εφόσον η πανδημία βρίσκεται εν εξελίξει.
Το θλιβερό αυτό ρεκόρ κατατάσσει το Περού πρώτο παγκοσμίως σε αναλογία θανάτων σε σχέση με τον πληθυσμό. Ίσως μάλιστα τα πράγματα να είναι πολύ χειρότερα: στα τέλη Αυγούστου του 2020 κρατικοί αξιωματούχοι προειδοποίησαν ότι ο αριθμός των νεκρών ενδεχομένως πλησίαζε τον διπλάσιο από εκείνον που είχε ήδη ανακοινωθεί επισήμως και επιφυλάχθηκαν να τον αναθεωρήσουν προς τα πάνω, ανά πάσα στιγμή.
Η τραγωδία αυτή, για τους γνωρίζοντες, ήταν αναμενόμενη.
Η αιτιολογία της είναι ασφαλώς πολυπαραγοντική, ωστόσο ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας που συνετέλεσαν στην εκατόμβη, είναι πολύ διδακτικά.
Πολλοί ενοχοποίησαν, δικαίως, τις συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης στις οποίες ζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Είναι απολύτως αναμενόμενη η μη τήρηση υγειονομικών κανόνων από αστέγους και πάμπτωχους, όπως και η απόκρυψη συμπτωμάτων από όσους περιμένουν ένα μεροκάματο «μαύρης εργασίας» για να συντηρηθούν έως την επόμενη μέρα. Σύμφωνα με το υπουργείο Περιβάλλοντος της χώρας, το ποσοστό των οικογενειών που δεν έχουν πρόσβαση σε μείζονες υγειονομικές υπηρεσίες παραμένει υψηλό (πάνω από 20% το 2013), ενώ το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Πληροφορικής υπολογίζει ότι 3 στους 4 εργαζόμενους δουλεύει «ανεπίσημα».
Άλλοι έσπευσαν να κατηγορήσουν τη μειωμένη «ατομική ευθύνη», το λατινοαμερικάνικο δηλαδή εκρηκτικό ταπεραμέντο που ωθεί τους ανθρώπους σε απειθαρχία προς τα μέτρα περιορισμού της νόσου, όπως σε όλη άλλωστε τη Νότιο Αμερική. Αυτό έχει βεβαίως βάση αληθείας. Τη νύχτα του Σαββάτου 22 Αυγούστου, η αστυνομία έκανε έφοδο σε νυχτερινό κλαμπ της πρωτεύουσας Λίμα, όπου νεολαίοι διασκέδαζαν σε συνθήκες συνωστισμού χωρίς καμία προφύλαξη. Στον πανικό που ακολούθησε 13 άτομα ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου προσπαθώντας να διαφύγουν από τη σύλληψη μαζί με εκατοντάδες άλλα. Την Κυριακή το πρωί ακολούθησε και δεύτερο σοκ: Από τους 13 νεκρούς οι 11 ήταν θετικοί στον ιό, ενώ από 23 συνολικά συλληφθέντες θετικοί βρέθηκαν 15!
Ωστόσο, και στο επίπεδο κεντρικού σχεδιασμού και στρατηγικής, το παιχνίδι ήταν εξαρχής χαμένο.
Θεωρητικά το Περού έμπαινε σε καθεστώς πανδημίας υπό πολύ καλύτερες οικονομικές συνθήκες από εκείνες άλλων κρατών της Λατινικής Αμερικής. Η οικονομική του ανάπτυξη στη νέα χιλιετία ήταν πολύ ταχύτερη και το χρέος του ως ποσοστό του ΑΕΠ πολύ μικρότερο. Είχε μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, πράγμα που επέτρεψε στην κυβέρνηση να εγκρίνει με συνοπτικές διαδικασίες ένα πακέτο μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αξίας ίσης με το 13% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, μέσα στην ευφορία της «ανάπτυξης», όλες οι κυβερνήσεις φαίνεται να ξεχνούν κάτι βασικό: την αυτάρκεια. Όσα χρήματα και αν διαθέσεις δεν μπορείς να προμηθευτείς κανένα αγαθό του οποίου ο παραγωγός το χρειάζεται το ίδιο απεγνωσμένα όπως κι εσύ. Σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης η διεθνής αλληλεγγύη δοκιμάζεται και η συνεργασία μεταξύ κρατών καταρρέει.
Όπως έγινε γρήγορα αντιληπτό στον υπόλοιπο κόσμο, ελάχιστα από τα κέρδη του Περού στον 21ο αιώνα είχαν επενδυθεί στην υγεία. Η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα ήταν σαφώς μικρότερη από τον μέσο όρο για τη Νότιο Αμερική, υπολειπόμενη εκείνης άλλων πιο φτωχών κρατών όπως ο Ισημερινός, η Παραγουάη και το Σουρινάμ. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, ενώ χώρες όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή και η Ουρουγουάη είχαν 18 κλίνες ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους κατά την έναρξη της πανδημίας, το Περού είχε μόνο 3.
Η χώρα βρέθηκε εξαρχής αντιμέτωπη με μεγάλες ελλείψεις.
Η πιο χαρακτηριστική αλλά και σοκαριστική ήταν η εξάντληση των αποθεμάτων οξυγόνου, με άμεσο κίνδυνο όχι μόνο για τους πάσχοντες από COVID-19, αλλά και για όλους τους χρόνιους πνευμονοπαθείς. Πρέπει αρχικά να σημειωθεί ότι ορισμένοι πληθυσμοί των κρατών της Νότιας Αμερικής που διαβιούν στον ορεινό όγκο των Άνδεων, βρίσκονται διαρκώς σε συνθήκες χαμηλού οξυγόνου εξαιτίας του υψηλού υψομέτρου. Όμως, λόγω έλλειψης ανταλλακτικών και συντήρησης στα ντόπια εργοστάσια, η εγχώρια παραγωγή οξυγόνου είχε περιοριστεί στο 20% των συνήθων αναγκών, με το υπόλοιπο να εισάγεται από το εξωτερικό. Η κυβέρνηση προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις απότομες και πολύ αυξημένες ανάγκες που επέφερε η πανδημία με αύξηση των εισαγωγών (χωρίς φυσικά αποτέλεσμα) και με εκτροπή της παραγωγής της υπόλοιπης βαριάς βιομηχανίας προς την παραγωγή οξυγόνου, με προφανές κόστος σε άλλα προϊόντα. Ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού το οξυγόνο στα δημόσια νοσοκομεία είχε τελειώσει, οι τιμές του προϊόντος είχαν εκτοξευθεί, η μαύρη αγορά οργίαζε και ουρές απελπισμένων πολιτών με αυτοσχέδιες φιάλες σχηματίζονταν έξω από τα καταστήματα πώλησης. Η κατάσταση έχει πλέον καλυτερεύσει, δεν έχει όμως εξομαλυνθεί, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το ηθικό τού Περουβιανού λαού.
Ιδιαίτερα απογοητευτική όσο και καθοριστική για τις δυσμενείς εξελίξεις ήταν και η έλλειψη αξιόπιστων τεστ κορωνοϊού, μιας βασικής παραμέτρου ελέγχου της πανδημίας. Λόγω των ανεπαρκών δαπανών για την υγεία, κατά την έναρξη της πανδημίας το Περού δεν διέθετε ούτε μοριακά τεστ, ούτε εξειδικευμένα εργαστήρια, ούτε και προσωπικό. Η κυβέρνηση προσπαθώντας να κάνει εισαγωγές μοριακών τεστ, συνάντησε (φυσικά) τις πλήρεις αρνήσεις προηγμένων κρατών με την ανάλογη τεχνογνωσία, οπότε αναγκάστηκε να στραφεί σε ευκολότερες, φθηνότερες, αλλά εντελώς αναξιόπιστες λύσεις. Εισήγαγε εκατομμύρια τεστ αντισωμάτων (κινεζικής κυρίως κατασκευής) και μάλιστα «γρήγορων» («rapid»), τα οποία όμως δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα μοριακά τεστ. Επιπλέον, η αντίληψη που καλλιεργήθηκε στον πληθυσμό ήταν εκείνη του «άσπρου-μαύρου», δηλαδή το θετικό τεστ σημαίνει οπωσδήποτε ασθένεια, το αρνητικό οπωσδήποτε απουσία ασθένειας (πρόκειται για συνήθη παγίδα στην οποία πέφτουν οι αδιάβαστοι φοιτητές της Ιατρικής). Το σκηνικό περιήλθε πολύ γρήγορα σε κατάσταση χάους, αφού άνθρωποι με τυπικά συμπτώματα (όπως τα είχαν πληροφορηθεί από τις επίσημες ανακοινώσεις) προσέρχονταν στις δομές υγείας, όπου βρίσκονταν κατ’ επανάληψη «αρνητικοί» με αποτέλεσμα να μην τυγχάνουν περίθαλψης. Σαν να μην έφθαναν αυτά, πολύ σύντομα διέρρευσε ότι πολλά από τα γρήγορα τεστ, δεν ήταν καν εγκεκριμένα από τους αρμόδιους φορείς της Κίνας, ενώ άλλα είχαν μεν εγκριθεί στην Κίνα, αλλά είχαν απορριφθεί ως ακατάλληλα από τις αντίστοιχες υπηρεσίες των ΗΠΑ! Σε κάθε περίπτωση, πολλοί γιατροί στο Περού θεωρούν τα αναξιόπιστα τεστ ως τον υπ. αρ. 1 λόγο για την αποτυχία ελέγχου της πανδημίας.
Στα παραπάνω πρέπει ασφαλώς να προστεθούν τα σκάνδαλα διαφθοράς εξαιτίας των οποίων πολλά δημόσια έργα στον τομέα της υγείας πάγωσαν, η έλλειψη ιατρονοσηλευτικού προσωπικού (με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να ξεκινήσει επειγόντως πρόγραμμα προσλήψεων), η πλήρης απροθυμία της κυβέρνησης να επιστρατεύσει τον ιδιωτικό τομέα κλπ.
Αν αυτά σας θυμίζουν κάτι, οι δηλώσεις ενός Περουβιανού πανεπιστημιακού οπωσδήποτε θα το επιβεβαιώσουν:
«Μας είπαν ότι το Περού αναπτύσσεται, ότι το Περού προοδεύει, ότι πετύχαμε σταθερότητα. Μετά ήρθε η πανδημία και αποκάλυψε, απότομα, πόσο επισφαλείς, αδύναμες και ευάλωτες είναι οι δημόσιες δομές, του τομέα υγείας συμπεριλαμβανομένου».
Πηγές:
https://www.ft.com/content/8ccdabe3-99cf-457b-b236-72bbf8ba9b1a