Η μοιρα μου χτυπά την πόρτα. Ξανά και ξανά. Όλο και πιο δυνατά. Και κάποτε πια θα διαβεί αυτή την πόρτα. Αν το θέλει ο Αλλάχ, αυτή θα είναι η τελευταία μου νύχτα. Δεν έχω πολλά να σας πω. Μόνο λίγα λόγια. Ακούστε τα. Ακούστε τα κι εσείς, εσείς που κάθεστε στα υπουργεία αυτού του κόσμου και με τα γραφόμενά σας αποφασίζετε για τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων. Εσείς, εσείς που με κάθε μορφή βίας προσπαθείτε να κάνετε δικά σας αυτά που ποτέ δεν πρόκειται να γίνουν δικά σας. Εσείς, εσείς που αποφασίζετε ότι ενεργείτε στο όνομα της ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας.
Πιστεύετε ότι είμαστε τρομοκράτες, άνθρωποι που δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να παρασύρουν στο θάνατο άλλους γυναίκες, άντρες και παιδιά. Πιστεύετε ότι είμαστε νέοι άντρες τόσο φανατικοί, που τινάζουμε στον αέρα τον εαυτό μας και τους όμοιούς μας στ’ όνομα της θρησκείας μας με μερικά κιλά ΤΝΤ, είτε μέσα σ’ ένα λεωφορείο, είτε σ’ ένα αεροπλάνο, είστε σ’ ένα εστιατόριο, είτε στο δρόμο. Και πιστεύετε ότι το θέαμα των κατακρεουργημένων κορμιών, της ποτισμένης με αίμα ασφάλτου και των μανάδων και των παιδιών που κλαίνε μας χαροποιεί. Κι ότι ίσως το ίδιο και ακόμα περισσότερο μας χαροποιεί να βυθίζουμε στον φόβο και στον τρόμο ένα ολόκληρο έθνος. Απατάσθε, γιατί ο φανατισμός κι ο τρόμος έχουν τις ρίζες τους στη δική σας επιδίωξη να επιβληθείτε στον κόσμο. Αδιάκοπα στέλνετε τις μπουλντόζες της δημοκρατίας και τους υποσχόμενους ελευθερία οδοστρωτήρες να συντρίψουν τα πάντα στο πέρασμά τους σε μερικές περιοχές μάλιστα σπέρνετε την καταστροφή και τον θάνατο με χειροβομβίδες και θανατηφόρες ρουκέτες. Αδιάκοπα, μαίνεστε, καταστρέφετε όλα όσα για μας είναι ιερά, όλα όσα έχουν δημιουργήσει οι προπαππούδες μας, οι πατεράδες μας κι εμείς, όλα όσα εμείς ονομάζουμε πολιτισμό και θρησκεία _τα επιτεύγματα της ιστορίας που κουβαλάμε μέσα μας, όπως μια μητέρα κουβαλάει το παιδί της, μέχρι που μια μέρα αντικρίζει το φως του κόσμου· ενός κόσμου που δεν θα μπορούσε να είναι πιο φρικαλέος, αφού έχει καπηλευτεί τη γη κάτω από τα πόδια των ακόμη αγέννητων παιδιών του. Και όλα στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας και της ελευθερίας. Δεν πρόκειται όμως για τη δική μας, αλλά για τη δική σας ελευθερία.
Θρηνούμε για τους νεκρούς στα εστιατόρια, στις ντίσκο, στα λεωφορεία και για εκείνους που έχασαν τη ζωή τους στους δρόμους. Όμως ποιος από εσάς θρηνεί για τους δικούς μας νεκρούς; Λησμονήθηκαν; Η ζωή τους έχει τόσο μικρότερη αξία από των δικών σας; Αυτό είναι το πνεύμα των δημοκρατιών σας, των συνταγμάτων σας, των νόμων σας, των δικαστηρίων σας; Κανένας δε δίνει σημασία σ’ αυτές τις θλιμμένες ψυχές. Δεν τους δείχνετε καμία αλληλεγγύη. Το δίκαιο βρίσκεται πάντα στο πλευρό αυτών που ούτως ή άλλως το έχουν ήδη, αυτών που πιστεύουν ότι είναι ισχυροί.
Δεν θέλουμε την γεμάτη υποκρισία συμπόνια σας, ούτε τη γεμάτη αυταρέσκεια αλληλεγγύη σας. Αυτό που θέλουμε είναι να μας παραχωρήσετε το δικαίωμά μας χωρίς “μα και μου”. Το δικαίωμά μας στη γη και στο έδαφός μας, το δικαίωμά μας στον δικό μας πολιτισμό και στη δική μας θρησκεία. Το δικαίωμά μας να ζούμε μια ζωή όπως εσείς. Μια ζωή με ειρήνη, μια ζωή μέσα στα δικά μας σύνορα και με τα προβλήματα που θα έχουμε δημιουργήσει εμείς. Και γι’ αυτήν θα πολεμήσουμε, όποιο κι αν είναι το κόστος.
*Πρόκειται για τα τελευταία λόγια ενός Παλαιστίνιου καμικάζι. Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το βιβλίο του Ραΐντ Σαμπάχ, Ο Θάνατος είναι δώρο – Η ιστορία ενός επίδοξου παλαιστίνιου αυτόχειρα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα