Οι διαχρονικές προσπάθειες της Τουρκίας να αποκτήσει πρόσβαση και επιρροή στον Λευκό Οίκο.
Του Μάικλ Ρούμπιν, από την ιστοσελίδα www.washingtonexaminer.com
Μετάφραση: Νικόλας Δημητριάδης
Στο κείμενο που ακολουθεί, ο Μάικλ Ρούμπιν, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο American Enterprise Institute, παρουσιάζει τις προσπάθειες της Τουρκίας να αποκτήσει επιρροή στις Η.Π.Α. Είναι και αυτό μια υπόμνηση, πως η διαχρονική ανοχή των Η.Π.Α. προς την Τουρκία δεν βασίζεται μόνο στη γεωπολιτική σημασία της τελευταίας, αλλά και στην έντονη δραστηριότητα του τουρκικού λόμπυ. Η πολιτική σκηνή των Η.Π.Α., άλλωστε, είναι παραδοσιακά διάτρητη στην επιρροή του χρήματος. Καθώς, λοιπόν, πλησιάζουν οι αμερικανικές εκλογές, η Τουρκία αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να αποχωρήσει από την εξουσία ο «εκλεκτός» της Ντόναλντ Τραμπ. Προ του ενδεχομένου αυτού, έχει προβεί στην ανάλογη κινητοποίηση του λόμπυ της…
Δεν υπάρχει σήμερα αμφιβολία, ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας αντι-δυτικός δικτάτορας. Κατά τη 17ετή θητεία του, έχει διευκολύνει την άνοδου του Ισλαμικού Κράτους, έχει ενισχύσει με λαθραίο οπλισμό την Μπόκο Χάραμ, έχει καταδώσει Ισραηλινούς κατασκόπους στο Ιράν, έχει στραφεί πότε στη Ρωσία και πότε στην Κίνα, πανηγυρίζει υπέρ της Χαμάς, αρνείται τη γενοκτονία στο Νταρφούρ και διεξάγει εθνοκάθαρση στη Συρία.
Παρόλα αυτά, ο Ερντογάν σπανίως πληρώνει το τίμημα των πράξεών του. Ο πρόεδρος Ομπάμα, π.χ., περιέγραψε τον Τούρκο ηγέτη ως έναν από τους πιο πιστούς φίλους του και έφτασε στο σημείο να πει ότι έλαβε από αυτόν συμβουλές για το πως να μεγαλώσει τις κόρες του – παρά το γεγονός ότι επί Ερντογάν οι δολοφονίες γυναικών στην Τουρκία αυξήθηκαν κατά 1.400%, ενό ο ίδιος ο Ερντογάν έχει δηλώσει, πως το καθήκον μιας γυναίκας είναι να μεγαλώνει παιδιά και τίποτε άλλο.
Η «επίθεση γοητείας» του Ερντογάν συνεχίστηκε με τον πρόεδρο Τραμπ. Είτε πρόκειται για την έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν, είτε την αποφυγή προστίμων δισεκατομμυρίων από την τράπεζα Χάλκμπανκ, είτε τον τερματισμό της αμερικανικής συνεργασίας με τους Κούρδους μαχητές της Συρίας, απαραίτητους για την επικράτηση επί του Ισλαμικού Κράτους, ο Ερντογάν προτιμάει να παρακάμπτει τη θεσμική και διπλωματική οδό, για να κλείσει απ’ ευθείας συμφωνίες με τον Τραμπ και τον στενό κύκλο των συνεργατών του. Όσο αντι-αμερικανός κι αν είναι ο Ερντογάν, προτιμάει να μην αφήσει στην τύχη τη δημιουργία μιας προσωπικής σχέσης με τον πρόεδρο των Η.Π.Α.
Ο Μάικλ Φλιν, υπεύθυνος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, υπέδειξε άθελά του τον τρόπο στρατολόγησής του από Τούρκους παράγοντες, όταν έγραψε ένα άρθρο υπέρ της Τουρκίας, στο οποίο αναφερόταν σε ζητήματα που ως τότε αγνοούσε, ενώ το άρθρο ερχόταν σε αντίθεση με παλαιότερες δηλώσεις του. Να το πούμε πιο απλά: Δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι ο Τούρκος επιχειρηματίας Εκίμ Αλπτεκίν θα προσέγγιζε ποτέ τον Φλιν με 500.000 δολλάρια για να βάλει την υπογραφή του σε ένα ξένο κείμενο, αν ο τελευταίος δεν ανήκε στον στενό κύκλο του Τραμπ.
Ο Ερντογάν, πάντως, δεν συνηθίζει να παίρνει ρίσκα. Μοιάζει πιο πολύ στον τζογαδόρο που κάθεται στη ρουλέτα και ποντάρει ταυτόχρονα και στο κόκκινο και στο μαύρο χρώμα. Έτσι, έχει στήσει ένα δίκτυο οργανισμών –μεταξύ των οποίων τα Turkish Heritage Organization, SETA Foundation και Diyanet Center of America– οι οποίοι ουσιαστικά λειτουργούν ως πράκτορες της τουρκικής κυβέρνησης. Δεν επιχειρούν απλώς να αυξήσουν την τουρκική επιρροή στις Η.Π.Α., αλλά φέρονται να διεξάγουν και κατασκοπεία, καθώς και εκστρατείες δυσφήμισης εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν.
Την ίδια στιγμή, που ο Αλπτεκίν στρατολογούσε τον Φλιν για να αποκτήσει επιρροή στον Τραμπ, e-mail που διέρρευσαν αποδεικνύουν ότι άλλοι Τούρκοι πράκτορες υποστήριζαν την Κλίντον. Το 2016, το FBI ανέκρινε μέλη του οργανισμού Turkish American National Steering Committee, σχετικά με την πολιτική τους δραστηριότητα και τους δεσμούς τους με την τουρκική κυβέρνηση. E-mail που δημοσίευσε ο Τσακ Ρος στην Daily Caller αποδεικνύουν ότι ο Χαλίλ Ντανισμάζ (μέλος του Δ.Σ. και μετέπειτα πρόεδρος του ιδρύματος) υπερηφανευόταν στην τουρκική κυβέρνηση ότι είχε στήσει ένα δίκτυο ομάδων και παραγόντων, που υποδύονταν τους δημοσιογράφους, προκειμένου να επηρεάσουν τη διαμόρφωση πολιτικής στην Ουάσιγκτον. Επιπλέον, ο Ρος αποκάλυψε ότι ο ταμίας του ιδρύματος Μουράτ Γκιουζέλ είχε υπερηφανευθεί σε e-mail του στον γαμπρό του Ερντογάν και άλλους αξιωματούχους ότι είχε ενισχύσει πλαγίως την καμπάνια της Χίλαρυ Κλίντον με 300.000 δολλάρια. Αυτή η παραδοχή οδήγησε το FBI στην πόρτα του. Ο Μάικλ Βερτς, καθηγητής στο Center for American Progress, είχε προειδοποιήσει τον Τζον Ποντέστα, υπεύθυνο της προεκλογικής εκστρατείας της Κλίντον, για τις προσπάθειες της Τουρκίας να επηρεάσει με μαύρο χρήμα την Κλίντον.
Η ίδια τακτική ακολουθείται τώρα και με την προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν.
Ο Γκιουζέλ, έχει κάνει μεγάλες χρηματικές δωρεές, τόσο στον Μπάιντεν, όσο και σε άλλους βασικούς υποψηφίους για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Ας δούμε και μια άλλη περίπτωση: Τον Ελβίρ Κλεμπίκ, ο οποίος, μέχρι πρόσφατα, ήταν διευθύνων σύμβουλος του Turkish Heritage Organization, όπου προωθούσε άκριτα τις θέσεις του καθεστώτος Ερντογάν. Σύμφωνα με το βιογραφικό του έχει εργαστεί στο υπουργείο Ενέργειας και στην Εθνική Επιτροπή του κόμματος των Δημοκρατικών, ενώ δημοσιεύματα υποδεικύουν ότι εργαζόταν ταυτόχρονα για το Δημοκρατικό Κόμμα και το τουρκικό ίδρυμα. Ο Κλέμπικ, όχι μόνο υποστήριξε δημοσίως τον Μπάιντεν, αλλά παρουσίαζεται και ως «υπεύθυνος συνεργασίας των εθνικών κοινοτήτων» στην προεκλογική εκστρατεία. Ουσιαστικά, από έναν οργανισμό-μακρύ χέρι της τουρκικής κυβέρνησης, μεταπήδησε απ’ ευθείας στο επιτελείο του Μπάιντεν.
Έτσι, το παιχνίδι του Ερντογάν, όπως το περιέγραψε εδώ και χρόνια ο Ντανισμάζ, συνεχίζεται.
Η τουρκική κυβέρνηση προσέγγισε πρώτα με επιτυχία τον Ομπάμα – η σχέση μεταξύ των δύο ηγετών διαταράχθηκε μόλις τον πέμπτο χρόνο προεδρίας του Ομπάμα. Οι Τούρκοι παράγοντες επένδυσαν στο στρατόπεδο της Κλίντον, όταν φαινόταν ότι θα κέρδιζε τις εκλογές. Για να μην αφήσουν τίποτε στην τύχη, προσέγγισαν ταυτόχρονα και τον στενό κύκλο του Τραμπ. Σήμερα, ο Ερντογάν μπορεί να νοιώθει ασφαλής ότι έχει πρόσβαση στον Τραμπ, αλλά, καθώς δεν θέλει να χάσει την επιρροή αυτή, σε περίπτωση που ο Τραμπ χάσει τις εκλογές, ετοιμάζει τις επόμενες κινήσεις του.
Ο Ερντογάν ξέρει ότι έχει χάσει το Κογκρέσο, το Πεντάγωνο, τις υπηρεσίες πληροφοριών και μεγάλο μέρος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (ηχηρή εξαίρεση ο ειδικός επιτετραμένος για τη Συρία Τζέιμς Τζέφρυ). Έτσι, ο Τούρκος ηγέτης έχει ενεργοποιήσει μία σειρά οργανώσεων, τις οποίες ελέγχει, ώστε να αποκτήσει επιρροή στον Μπάιντεν και την προεκλογική εκστρατεία του. Μέχρι στιγμής, φαίνεται να πετυχαίνει τον στόχο του. Κάτι τέτοιο θα ήταν σίγουρα μια τραγωδία, καθώς η ατζέντα του Ερντογάν είναι εκ θεμελίων διεφθαρμένη και οι απόπειρές του να παρακάμπτει το αμερικανικό θεσμικό πλαίσιο είναι διαβρωτικές για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα, ανεξαρτήτως του ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.