του Γ. Π., από το Άρδην τ. 43, Ιούλιος 2003
Τελικώς η Ευρώπη και η Ελλάδα ευθυγραμμίστηκαν στους νέους συσχετισμούς που ανέδειξε ο πόλεμος στο Ιράκ, της υποταγής, για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, στην αμερικανική αυτοκρατορία και στα κελεύσματά της.
Προσαρμογή που αφορά την πλειοψηφία των πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων. Το ΠΑΣΟΚ απέκτησε εσχάτως φιλοαμερικανό (απλώς;) γραμματέα, ο οποίος έδρεψε τις δάφνες των αντιτρομοκρατικών του επιτυχιών και της τοποθέτησής του κατά των κινητοποιήσεων στη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ. Η εικόνα του “σοσιαλιστικού” κόμματος πλέον ολοκληρώνεται: ο πρωθυπουργός υπήρξε το “εκτελεστικό όργανο” του ευρωπαϊκού aggiornamento έναντι του ηγεμόνα, στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ, και πιθανόν να ανταμειφθεί για τις καλές του υπηρεσίες με κάποιο ευρωπαϊκό οφφίτσιο. ο υπουργός Εξωτερικών και μελλοντικός αρχηγός του ΠΑΣΟΚ παραμένει Αμερικανός υπήκοος και φιλέλλην. τέλος, ο γραμματέας είναι το παιδί για όλες τις δουλειές του θείου Σαμ. Το ΠΑΣΟΚ εισέρχεται στην τελευταία φάση του μετασχηματισμού του: στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο είναι το “πατριωτικό και επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα”. στη δεύτερη, έως και το 1988-89, η σοσιαλιστική –τριτοκοσμικών αποκλίσεων και φίλη του σοβιετικού στρατοπέδου– κυβέρνηση. στην τρίτη, για δέκα χρόνια μετά την κρίση του 1989-93, διατηρεί κάποια ψήγματα από τον παλιό δυϊσμό του, “σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ”, με έσχατο θεματοφύλακα τον γραμματέα, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Σήμερα ολοκληρώνει τον μετασχηματισμό του: κόμμα και κυβέρνηση ευθυγραμμίζονται σε νεοφιλελεύθερη και φιλοαμερικανική κατεύθυνση.
Στη “Νέα Δημοκρατία”, η ενίσχυση του ατλαντικού πόλου –Μπακογιάννη, Μητσοτάκης, Κουτσίκου, Σουφλιάς κ.λπ.– και η παράλληλη προσαρμογή του Καραμανλή, προοιωνίζονται τα χειρότερα σε περίπτωση ανόδου στην εξουσία.
Όσο για την Αριστερά, είναι πολύ δύσκολο στη σημερινή συγκυρία να συνταχθούν δυνάμεις της ανοικτά με τους Αμερικανούς, ωστόσο, η καταγγελία του “στείρου αντιαμερικανισμού” που γίνεται συχνά από “διανοουμένους” και δημοσιογράφους του “ανανεωτικού” χώρου και η ταύτιση με την αμερικάνικη πολιτική σε μείζονα ζητήματα, όπως το Σχέδιο Ανάν, διατηρούν επί της ουσίας ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με τον ηγεμόνα. Ακόμα και δυνάμεις του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος συμπορεύονται με την υπερδύναμη σε στρατηγικές επιλογές όπως η υπονόμευση των εθνικών ταυτοτήτων, και ειδικά της ελληνικής ταυτότητας, έστω και αν για πολλούς αυτό γίνεται ανεπίγνωστα.
Πολλοί ανέμεναν κάποιες αντιδράσεις από την λεγόμενη εσωκομματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα εκείνη του “εθνικού χώρου”. Ωστόσο εμείς έχουμε πάψει, ιδιαίτερα από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά, να περιμένουμε κάτι τέτοιο. Στο ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει επί της ουσίας αντιπολίτευση. Η αποπομπή του Λαλιώτη, χωρίς να ανοίξει ούτε μύτη, επισφράγισε την τύχη της.
Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί, που περιγράψαμε, αντανακλούν κοινωνικές μετατοπίσεις και αλλαγές τεράστιας κλίμακας. Στις αντιπολιτευτικές κινήσεις στα εθνικά ζητήματα κυρίως, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, είχαν στρατευθεί κατ’ εξοχήν άνθρωποι της γενιάς του 1960 ή της μεταπολίτευσης, οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν τη γραμμή της υποταγής που εγκαινιάστηκε από το ΠΑΣΟΚ από την εποχή του Νταβός. Όμως τα χρόνια πέρασαν και η παρασιτική δομή της ελληνικής κοινωνίας έφτασε στο αποκορύφωμά της. Η χώρα ζει και ανασαίνει πλέον μέσα από πακέτα, μεγάλα έργα, διαπλοκή, εισαγόμενη και εγχώρια πορνεία, ανακύκλωση μαύρου χρήματος ναρκωτικών, λικνίζεται πάνω σε “μπάρες” σκυλομάγαζων, και αναστενάζει σε ριάλιτι σώου. Η εγχώρια εργατική τάξη έχει αντικατασταθεί στο μεγαλύτερο μέρος της από μετανάστες, οι αγρότες φθίνουν και ταυτόχρονα παραγγέλνουν με το κινητό στους “Αλβανούς” πόσα φρούτα να μαζέψουν. Πώς λοιπόν να υπάρξει μια οργανωμένη και συνεκτική αντίσταση η οποία να εκφραστεί και πολιτικά; Οι άνθρωποι που εξέφραζαν μια αντιπολιτευτική αντίληψη κουράστηκαν. Άλλοι εντάχθηκαν στους μηχανισμούς της εξουσίας, πολλοί αποτραβήχτηκαν σε μια καταναλωτική και λιγότεροι σε μια αξιοπρεπή ιδιώτευση, χιλιάδες εφθάρησαν σε Χρηματιστήρια και ΕΛΔΕ, στο κυνήγι της καριέρας, του πανεπιστημιακού θώκου και της δημοσιογραφικής καταξίωσης. Ο κύκλος της γενιάς του 1960 και της μεταπολίτευσης κλείνει και επομένως παραπαίουν και τα πολιτικά εγχειρήματα που στηρίζονται σε αυτούς. Την τελευταία περίοδο, σε όλες τις εκδηλώσεις των αντιπολιτευόμενων κύκλων του ΠΑΣΟΚ για τα εθνικά ζητήματα, τη γλώσσα, το Κυπριακό κ.ά., θα κυριαρχούν οι μεγαλύτερες ηλικίες, και θα απουσιάζουν οι νεώτερες γενιές.
Παράλληλα, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τη σύλληψη της 17ης Νοέμβρη και τον Πόλεμο στο Ιράκ, η ατλαντική προσαρμογή έχει διαβρώσει και αυτούς τους χώρους. Με μοχλό το ελληνοαμερικανικό λόμπι, το οποίο διατηρεί πολλαπλούς δεσμούς με τον “εθνικό χώρο” στην Ελλάδα, διοχετεύεται μια φιλοαμερικανική αντίληψη που στηρίζεται στην ακόλουθη κατασκευή: Η Τουρκία, λόγω Ισλάμ και εισβολής των Αμερικανών στο Ιράκ, έχει χάσει το ρόλο της στην αμερικανική –και παρεμπιπτόντως στην ισραηλινή– στρατηγική και γι’ αυτό είναι δυνατόν η Ελλάδα να κερδίσει την υπερατλαντική εύνοια και η υπερατλαντική στρατηγική να εξισορροπήσει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αν όχι και να γίνει ακόμα και φιλελληνική. Κατά συνέπεια, μια φιλοαμερικανική ή έστω λιγότερο αντιαμερικανική πολιτική είναι αναγκαία.
Μια τέτοια αντίληψη όμως καταλήγει σε ταύτιση με εκείνη της Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα την υποχώρηση της “εθνικής αντιπολίτευσης”, την οποία και διαπιστώνομε δια γυμνού οφθαλμού! Όμως η κυβερνητική πολιτική πατάει σε πιο στέρεες βάσεις και δεν στηρίζεται σε απάτες ή οφθαλμαπάτες. Η κυβέρνηση γνωρίζει πως η συμμαχία ΗΠΑ-Τουρκίας έχει μεγάλο στρατηγικό βάθος και υψηλή γεωπολιτική αξία που υπερβαίνει κατά πολύ εκείνη της Ελλάδας. Και όσο και αν είναι αλήθεια πως υπάρχει μια υποτίμηση του τουρκικού “οικοπέδου” –ιδιαιτέρως εξ αιτίας του Κουρδικού– σε καμία περίπτωση αυτή δεν έχει, δυστυχώς, την έκταση που φαντασιώνουν οι ευσεβείς πόθοι της “εθνικής”, πρώην αντιπολίτευσης. Γι’ αυτό και η κυβερνητική πολιτική συνεχίζει ανελλιπώς τους τεμενάδες προς την Τουρκία και εξακολουθεί να προωθεί το Σχέδιο Ανάν για την Κύπρο.
Η προσαρμογή που περιγράψαμε εκφράζει βαθύτατες τάσεις της ελληνικής κοινωνίας και αποτυπώνεται ευκρινώς και στο γενικότερο διανοητικό τοπίο της χώρας. Ένα μέρος της παλαιάς νεορθοδοξίας, της Αριστεράς και των διανοουμένων του “εθνικού” χώρου, ανακαλύπτει τις αρετές του Αμερικανισμού, και τις “εγγενείς” δημοκρατικές τάσεις των ΗΠΑ, καταγγέλλει τον “πρωτόγονο Αντιαμερικανισμό” και “ελληνοκεντρισμό” –ταυτοχρόνως– και εκθειάζει την Αυτοκρατορία ως ένα “πολυπολιτισμικό υπόδειγμα”. Από τον Στέλιο Ράμφο έως τον Διονύση Σαββόπουλο και από τον Αντώνη Λιάκο έως την Μαρία Δαμανάκη. Όσο για τον Μίκη Θεοδωράκη, καταγγέλλεται πλέον από τον Σωμερίτη και τον Πρετεντέρη για τον “πρωτόγονο αντιαμερικανισμό” του.
Η εξάντληση της παλιάς “εθνικής αντιπολίτευσης” που έδωσε τον τόνο για όλη την περίοδο 1988-2001 –ακόμα και η “εθνική” 17η Νοέμβρη κατέρρευσε άδοξα– και η “αντεθνική”, “πολυπολιτισμική” και ευρωκεντρική πολιτική και πολιτισμική παιδεία των νεώτερων γενιών της Αριστεράς, αφήνουν ένα μεγάλο και δυσαναπλήρωτο πολιτικό κενό για όσους, τόσο στις νεώτερες αλλά και στις παλαιότερες γενιές, επιθυμούν μια αυτόνομη και κοινωνικά δίκαιη πορεία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα μένει εγκλωβισμένο στον σεκταρισμό του και την έλλειψη ενός σύγχρονου εναλλακτικού οράματος, που το εμποδίζει να γίνει ελκυστικό για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η εκκλησία, που φάνηκε να αναλαμβάνει εν μέρει την εκπροσώπηση των λαϊκών περιθωριοποιημένων στρωμάτων και της νεολαίας, υποχωρεί -τουλάχιστον προς στιγμήν – στον αμερικανισμό και τον καθωσπρεπισμό. Τα ακροδεξιά ρεύματα, που στις ευρωπαϊκές χώρες διείσδυσαν στο κενό που άφησε η αμερικανοποιούμενη Αριστερά, δεν έχουν ευτυχώς, λόγω παραδόσεως, μεγάλες δυνατότητες, παρόλο που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τόσο την ορθοδοξία –Καρατζαφέρης– όσο και το σύγχρονο αρχαιολατρικό ρεύμα –Πλεύρης και οι συν αυτώ.
Και όμως τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα μετά την Ολυμπιάδα και την εξάντληση των πακέτων των μεγάλων έργων, η οικονομική κρίση θα θίξει εντονότερα τα λαϊκά και τα μεσαία στρώματα του ιδιωτικού τομέα. Η παρασιτική δομή θα δοκιμάσει ισχυρούς κλυδωνισμούς και η μαύρη εργασία των μεταναστών θα πάψει να αποτελεί την εύκολη διέξοδο. Τα αντιπαγκοσμιοποιητικά ρεύματα θα ενισχυθούν στη νεολαία και μια κουλτούρα απόρριψης του Αμερικανισμού, τέτοια που αναδείχθηκε στη διάρκεια των αντιπολεμικών κινητοποιήσεων, θα ξαναφέρει, έστω δια της τεθλασμένης, στο προσκήνιο τα ζητήματα της ταυτότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας, σε συνδυασμό με ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, οικολογικά ισορροπημένο και κοινωνικά δίκαιο. Εξ άλλου εκεί εδράζεται και η βασική αιτία της αποτυχίας της “εθνικής αντιπολίτευσης”, της προηγούμενης περιόδου: στο ότι δεν κατόρθωσε να συνδέσει το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας με μια συνολική εναλλακτική πρόταση και όταν εξαντλήθηκαν, λόγω της παρασιτικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, τα εθνικά αντανακλαστικά, δεν είχε άλλα ιδεολογικά και πολιτικά στηρίγματα που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει.
Βέβαια, με την ευκαιρία των εκλογών που προσεγγίζουν, ίσως να επιχειρηθούν κάποιες κινήσεις οι οποίες να απαντήσουν εν μέρει σε προσδοκίεςστρωμάτων που πλέον δεν βλέπουν καμία προοπτική στο ΠΑΣΟΚ και δεν ταυτίζονται με την παγκοσμιοποιητική Αριστερά. Αυτές οι κινήσεις παρόλο που δεν αποτελούν μια συνολική και στρατηγική απάντηση είναι οπωσδήποτε σημαντικές σε τακτικό επίπεδο και θα πρέπει να ενισχυθούν, έτσι ώστε την επόμενη περίοδο να διαμορφωθούν καλύτεροι όροι για μια αυθεντική εναλλακτική πρόταση.
Γ. Π.