του Θ. Τζιούμπα, από το Άρδην τ. 43, Ιούλιος 2003
Κάθε απόπειρα αποτίμησης του αποτελέσματος γεγονότων που απαίτησαν τεράστια συλλογική και ατομική επένδυση σε ενέργεια, προσωπική συμμετοχή και συναισθηματική εμπλοκή, αναγκαστικά ενέχει αρκετή υποκειμενικότητα και επηρεάζεται από τις προσδοκίες, τον τρόπο που γίνεται αντιληπτό το αποτέλεσμα, την χρονική απόσταση.
Την Κυριακή 22 Ιούνη στο Βελλίδειο κυρίαρχοι ήταν οι ψηλοί μέχρι θριαμβολογίας τόνοι για ένα απόλυτα ή «σχετικά απόλυτα» πετυχημένο πολιτικό γεγονός.
Το ότι αποφεύχθηκαν τα χειρότερα και η επίκληση της «επαναστατικής λογιστικής» (είχαμε τόσους – οι άλλοι πιο λίγους ) ίσως έκανε την ανακούφιση να μοιάζει με επιτυχία, και θα μπορούσε να είναι αυτή η αλήθεια αν το σύμπαν άρχιζε και τέλειωνε στις ασθενείς αλυσίδες που οριοθετούσαν το μπλοκ του Ε.Κ.Φ.
Η επόμενη μέρα ανέτρεψε τα συναισθήματα και συνακόλουθα και τους τόνους των εκτιμήσεων. Η επιστροφή στον πραγματικό κόσμο, η επαφή με τον περίγυρο, έδωσε μια διαφορετική εικόνα για το πώς οι «άλλοι» είδαν τα γεγονότα, ο σκεπτικισμός και η αμφισβήτηση διαδέχθηκαν την αίσθηση της επιτυχίας.
Όλα αυτά είναι απόλυτα ανθρώπινα και φυσικά, όμως μια πολιτική εκτίμηση πρέπει να πάρει τις χρονικές και συναισθηματικές αποστάσεις της για να μπορέσει να εκτιμήσει, όχι βέβαια ουδέτερα γιατί κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, αλλά τουλάχιστο αποδραματοποιημένα τα γεγονότα, να διακινδυνεύσει ερμηνείες και να καταδείξει τα σωστά και τα λάθη, τα δυνατά σημεία και τις ανεπάρκειες, να εντοπίσει ευθύνες και να προτείνει πολιτικές. Ο διάλογος του απολογισμού του Ιούνη που μόλις άνοιξε έχει ανάγκη από τέτοιες προσεγγίσεις.
Ο Ιούνης της Θεσσαλονίκης φιλοδόξησε να αποτελέσει ένα ποιοτικό άλμα στην συγκρότηση του ριζοσπαστικού κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης στην Ελλάδα.
Και το μέτρο της ισχύος των κινημάτων είναι η μαζικότητά τους, η πολιτική επιρροή που ασκούν στον κοινωνικό περίγυρο, η εσωτερική τους συνοχή και η διαρκής προσπάθεια για βάθεμα της πολιτικής συζήτησης, ως αναζήτηση και ως συμφωνία.
Ας είμαστε ξεκάθαροι: Αν ο Ιούνης ήταν η αμέσως επόμενη διαδικασία από το Ναύπλιο είχαμε κάθε δικαίωμα να μιλάμε για μια αναβάθμιση. ¨Όμως εκείνη η αργή διεργασία συγκρότησης μιας «πρωτοπορίας» επιταχύνθηκε από τον πόλεμο και το αντιπολεμικό κίνημα. Πια το μέτρο της μαζικότητας ήταν οι μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις, όπως και το μέτρο της κοινωνικής αποδοχής του πολιτικού μηνύματος έγινε η στάση της ελληνικής κοινωνίας (και της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, ας μην το ξεχνάμε) απέναντι στο κίνημα αυτό, μια στάση πάνδημης υποστήριξης.
Το Ε. Κ. Φ. αλλά και όλες οι άλλες συνιστώσες που έδρασαν στην Θεσσαλονίκη λειτούργησαν με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο.
Είμαστε εδώ γιατί είμαστε ο «λαός του Σηάτλ και της Γένοβας», είμαστε εδώ για να διαδηλώσουμε ενάντια στην Ε.Ε. γενικώς ( ή υπέρ μιας άλλης Ε.Ε.. γενικώς), είμαστε εδώ για αποδείξουμε την υπεροχή της δικής μας πολιτικής και οργανωτικής πρότασης έναντι των άλλων μνηστήρων.
Αποδείχθηκε ότι ο κόσμος της Θεσσαλονίκης δεν υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες (ή ακόμη περισσότερο με ανοιχτά μαγαζιά) κανέναν λαό της Γένοβας, ότι μια γενικώς αντί Ε.Ε. πολιτική που δεν αναδεικνύει συγκεκριμένα προβλήματα μέσα από τα οποία ο κόσμος βιώνει την πολιτική της Ε.Ε. δεν συγκινεί και σε πολλούς –ες, δεν του αρέσει η πολυδιάσπαση και ο ανταγωνισμός των «αντιπαγκοσμιοποιητών».
Όταν δεν διαθέτεις ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα που από μόνο του να δημιουργεί ευρεία συμμετοχή, όταν το πολιτικό μήνυμα είναι ο ίδιος ο εαυτός σου, τότε κινδυνεύεις να γίνεις αιχμάλωτος της εικόνας και άρα αυτών πού φτιάχνουν και πουλάνε την εικόνα.
Το ότι το μήνυμα εν πολλοίς χάθηκε, ότι κανείς σχεδόν δεν ασχολήθηκε με το ευρωπαϊκό σύνταγμα ή το σχέδιο Σολάνα δεν μπορεί να χρεωθεί μόνο στην αστυνομία, το μαύρο μπλοκ, τους δημοσιογράφους ή τους θεσσαλονικείς.
Θα πρέπει ο καθένας –μια να σκεφτεί το κατά πόσο τα σημεία που εμείς προβάλλαμε, η ρητορική μας, οι μέθοδοι που επιλέξαμε αναδείκνυαν ή υποβάθμιζαν τα ζητήματα αυτά.
Τελικά οι δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτών της Θεσσαλονίκης , (αριθμός αδιανόητος πριν από δύο ή τρία χρόνια για να είμαστε δίκαιοι) περιορίστηκε να είναι μια σύναξη των πολιτικά ευαισθητοποιημένων, της πρωτοπορίας, ενώ η πόλη απείχε κατεβάζοντας επί πλέον και τα ρολά.
Η αντισύνοδος θα ήταν η απάντηση του Ε.Κ.Φ. στο κενό του πολιτικού προβληματισμού που κατατρέχει το ελληνικό κίνημα. Οι αδυναμίες έγιναν φανερές από την αρχή στην επιτροπή προγράμματος, Οι θεματικοί άξονες που ορίστηκαν με την λογική των θεμάτων που έχουμε ανάγκη να συζητήσουμε σκόνταψαν μπροστά στα όρια αυτού του κινήματος να παράξει πολιτικό λόγο. Θέματα όπως η εργασία ή το περιβάλλον δεν μπόρεσαν καν να προκαλέσουν συζητήσεις γιατί δεν υπήρξε καμιά σοβαρή προετοιμασία. Η γενική εικόνα είναι αυτή μιας συμμετοχής μικρότερης του αναμενόμενου και μια ποιότητα διαλόγου που μάλλον αδικεί τις προσδοκίες.
Οι δύο κεντρικές εκδηλώσεις δεν ξέφυγαν από τον κανόνα αυτό. Η εμμονή να τηρηθούν οι ηλίθιες ισορροπίες ανάμεσα στις οργανώσεις οδήγησε στο να μην επιλέξουμε ούτε έναν έλληνα ομιλητή, λες και οι ξένοι που ήρθαν μπορούσαν να εκφράσουν πιο αμερόληπτα τα σημεία τριβής. Ή, ακόμη περισσότερο, όταν η σημαίνουσα προσωπικότητα ήταν ο Νέγκρι, όψιμος οπαδός της Αυτοκρατορίας, σε μια συζήτηση ενάντια στους πολέμους της Αυτοκρατορίας!
Τέλος οι εκδηλώσεις και οι συζητήσεις ως σύνολο δεν έδιναν σε καμία περίπτωση την εικόνα ενός συνόλου που αναζητά τρόπους να εμβαθύνει, να ανταλλάξει προβληματισμούς και να αφεθεί σε μια δημιουργική όσμωση.
Και για να πάμε στα ευτράπελα, η μυστικιστική λατρεία προς τις Μ.Κ.Ο οδήγησε στον τραγέλαφο της αντιπροσωπείας μιας «μη» κυβερνητικής οργάνωσης να αναγορεύει τον εαυτό της σε αντιπροσωπεία συζήτησης που έλαβε χώρα στο Ε.Κ.Φ. και να εισπράττει από τον εργοδότη της –το Γιωργάκη– τα εύσημα της συνεισφοράς της στους προβληματισμούς της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε.
Δεν έλειψε βέβαια από τη διαδικασία της αντισυνόδου και η τήρηση των πιο λαμπρών παραδόσεων του κινήματος , αυτών της προσπάθειας πολιτικού αποκλεισμού απόψεων με την καταξιωμένη μέθοδο της συκοφαντίας και του φραστικού τραμπουκισμού.
Τέτοια θέματα βέβαια δεν μπορούν να εξηγηθούν με όρους προσωπικής εμπάθειας ή ιδιορρυθμίας. Το ζήτημα είναι πολιτικό, αφορά την απόπειρα απονομιμοποίησης απόψεων που αντιλαμβάνονται το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης ( ή και το κίνημα γενικά) να έχει αναφορές σε ζητήματα συλλογικής ταυτότητας όπως η εθνική ταυτότητα, πού αρνούνται να στρατευτούν στον πόλεμο του «δυτικού πολιτισμού» ενάντια σε κάθε απόκλιση από το παγκόσμιο πολιτισμικό πρόταγμα του εκάστοτε προέδρου των Η.Π.Α. , όπως είδαμε στην περίπτωση της ισοπέδωσης της Σερβίας ή του Αφγανιστάν. Η έλλειψη μιας εμβάθυνσης σε τέτοια θέματα επιτρέπει σε απόψεις που κρίνουν ως κύρια αντίθεση της εποχής μας την αντίθεση με τον φονταμενταλισμό του Ισλάμ κι όχι με την επελαύνουσα υπερδύναμη, ή τον Χριστόδουλο ως τον Νο 1 εχθρό του λαού, να κρύβουν την γύμνια τους και την αδυναμία να κατατεθούν ανοιχτά πίσω από ένα κυνήγι μαγισσών. Και καθώς βέβαια αποδέκτες αυτής της επίθεσης είναι όλοι όσοι δεν εκφράζονται εν τέλει από τον κύρια Τζανετάκο ή την κοινωνική προσφορά της κυρίας Μίλερ, ξεπερνάει τα όρια, και μεταβάλλει το πρόβλημα σε πολιτικό πρόβλημα του Ε.Κ.Φ.
Αποτελεί κοινοτυπία να επαναλάβει κανείς ότι ο Ιούνης αυτός έθεσε σε δοκιμασία τις πολιτικές και οργανωτικές δυνατότητες του Ε.Κ.Φ. και κατέδειξε ένα σύνολο από αδυναμίες.
Φάνηκε ότι ο υβριδικός χαρακτήρας της δομής του (κάτι ανάμεσα σε φόρουμ και διακομματικό συντονιστικό) δεν έθεσε στη διάθεση της διοργάνωσης παρά ένα κλάσμα του διαθέσιμου στελεχικού δυναμικού των οργανώσεων, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις ανάγκες. Φάνηκαν τα προβλήματα επικοινωνίας, συντονισμού και δημοκρατίας με τους διαφορετικούς τρόπους λειτουργίας που παράγει ο υβριδικός αυτός χαρακτήρας (για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη λειτουργεί με συνελεύσεις ενώ η Αθήνα που επιμένει να υπογράφει ως εθνική εκπρόσωπος λειτουργεί ως διαπαραταξιακό συντονιστικό). Φάνηκε τέλος ότι το Ε.Κ.Φ., μη διαθέτοντας κάποια επίπεδα που θα επέτρεπαν την συμμετοχή και ένταξη, χαλαρότερη ίσως, ατόμων που θα ήθελαν να βοηθήσουν στα επιμέρους, έπρεπε να στηριχθεί στην υπέρβαση που επιχείρησε μια μικρή ομάδα ατόμων που πήρε επάνω της στην κυριολεξία τα οργανωτικά και το χαμαλίκι. Αυτό βέβαια επέτρεψε να λειτουργήσει ένας στοιχειωδώς αξιοπρεπής μηχανισμός, με κόστος αυτά τα άτομα να μην έχουν τη δυνατότητα για κανενός άλλου είδους συμμετοχή, αναπαράγοντας παραδοσιακούς καταμερισμούς χειρωνακτών – διανοούμενων και πυροδοτώντας εντάσεις.
Ήταν τελικά ο Ιούνης ένα φιάσκο;
Μια καταφατική απάντηση αδικεί ολοφάνερα την προσπάθεια που έγινε, την εμπιστοσύνη και τη συμμετοχή ενός μεγάλου αριθμού ατόμων, και την καταγραφή του ως ενός κάποιου μεγέθους πολιτικού γεγονότος.
Τελικά μια απάντηση θα εξαρτηθεί από το χρονικό διάστημα που έχουμε μπροστά μας, όταν οι προθέσεις για την συνέχεια θα κριθούν σε ένα νέο πολιτικό σκηνικό.
Οι παγίδες που φέρνει η νέα περίοδος φαίνεται να περιλαμβάνουν την ήδη φανερή τάση κεφαλαιοποίησης των ατόμων που αναζητούν μια πιο συγκροτημένη σχέση με το φόρουμ, και την τάση διαφοροποίησης και διαγκωνισμού μεταξύ μεγάλων και μικρών οργανώσεων για την στρατολόγηση τους. Αυτή η εικόνα της πολιτικής εμποροπανήγυρης συνοδεύει άλλωστε σε αυξανόμενο βαθμό τη δημόσια παρουσία του Ε.Κ.Φ.. Η προεκλογική περίοδος που ανοίγεται δεν μπορεί παρά να εντείνει τέτοια φαινόμενα «άκομψης» οικειοποίησης στο εκλογικό επίπεδο και των συνεπαγόμενων αντιδράσεων.
Εκεί τα θετικά του Ιούνη, η επιβεβαίωση της ελκυστικότητας του Ε.Κ.Φ. σε έναν κόσμο που (ξανά)ενεργοποιείται πολιτικά και απευθύνεται σ’ αυτό πιστεύοντας ότι αποτελεί μια νέα ποιότητα στο πολιτικό στερέωμα, όπως και οι κινηματικές διαδικασίες στο εσωτερικό του (όσο αυτές μπόρεσαν ή αφέθηκαν να αναπτυχθούν), θα πρέπει να αναμετρηθούν με μια πραγματικότητα ισχυρών φυγόκεντρων τάσεων.
Το φόρουμ , αν δεν θέλει να δει την εύθραυστη εμπιστοσύνη του κόσμου να εξαφανίζεται, θα πρέπει να πάψει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα οργανισμό διασωληνωμένο με το Ευρωπαϊκό του αντίστοιχο, ένα τσούρμο πού τρέχει πίσω από «σημαντικές ημερομηνίες» που ορίζουν άλλες πραγματικότητες, τελικά να γίνει περισσότερο Ελληνικό, περισσότερο κοινωνικό και περισσότερο Φόρουμ, κι αυτά τα τρία πάνε τελικά μαζί.
Αν το Ε.Κ.Φ. βγει από την διαδικασία αυτή δίχως απώλειες τέτοιες που να θέτουν σε κίνδυνο τη συνέχεια του, τότε και μόνο τότε ο Ιούνης της Θεσσαλονίκης θα έχει την αξία του ως στιγμή μιας τέτοιας πορείας. Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα θυμόμαστε απ’ αυτόν […]