του Μ. Σοσσουντόφσκι, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Το σχίσμα μέσα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.
Οι διαφωνίες μέσα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε για το ζήτημα του Ιράκ προβλήθηκαν από τα Μέσα ως ένα μικρό διπλωματικό σχίσμα.
Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ πιο περίπλοκο. Τα πολεμικά σχέδια της κυβέρνησης Μπους δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τα “όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ” ή με τις φημολογούμενες σχέσεις του με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Η επικείμενη εισβολή στο Ιράκ έχει να κάνει με τον αποκλεισμό των ευρωπαϊκών, ρωσικών και κινεζικών συμφερόντων από τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας. Ενώ στα Βαλκάνια οι Η.Π.Α. “μοιράστηκαν τη λεία” με την Γαλλία και την Γερμανία, μέσα στο πλαίσιο των κοινών πολεμικών επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ και την προστασία του Ο.Η.Ε., στην περίπτωση του Ιράκ αποσκοπούν στην αποκλειστική ενίσχυση της αμερικανικής ηγεμονίας και στην αποδυνάμωση της γαλλογερμανικής και της ρωσικής επιρροής στην περιοχή.
Η σύγκρουση ανάμεσα στις “Μεγάλες Δυνάμεις” (την “Παλαιά Ευρώπη” εναντίον του αγγλοαμερικανικού στρατιωτικού άξονα) αφορά κυρίως:
Την άμυνα και το σύμπλεγμα της στρατιωτικής βιομηχανίας
Τον έλεγχο επάνω στα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου
Το διεθνές νομισματικό σύστημα: Ο πόλεμος ανάμεσα στο Ευρώ και το Δολάριο.
Η άμυνα και το σύμπλεγμα της στρατιωτικής βιομηχανίας
Κάτω από την επιφάνεια της διεθνούς διπλωματίας, έχουν συμβεί θεμελιακές αλλαγές στη δομή των στρατιωτικών συμμαχιών. Από το 1999 και μετά, η Γαλλία και η Γερμανία έχουν συνάψει πολλές στρατιωτικές συμφωνίες με τη Ρωσία.
Το ΝΑΤΟ είναι διαιρεμένο. Ενώ οι Η.Π.Α και η Βρετανία έχουν εντείνει την στρατιωτική συνεργασία τους μέσα από την σύμπηξη της στρατιωτικής βιομηχανίας αλλά και την ανάληψη κοινών στρατιωτικών επιχειρήσεων, έχουν προκύψει συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις Η.Π.Α. και σε πολλούς από τους Ευρωπαίους “εταίρους” τους. Ο αγγλοαμερικανικός άξονας συγκρούεται στον τομέα της παραγωγής όπλων με τον εξίσου δυνατό γαλλογερμανικό ανταγωνιστή, την Ευρωπαϊκή Διαστημική και Αμυντική Συνεργασία (E.A.D.S.). H δυτική αμυντική βιομηχανία έχει διαιρεθεί στα δυο, με την “British Aerospace Systems” να συμμαχεί με τις πέντε βιομηχανίες παραγωγής όπλων των Η.Π.Α. εναντίον της γαλλογερμανικής “Ευρωπαϊκής Διαστημικής και Αμυντικής Συνεργασίας”.
Ο έλεγχος επάνω στα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου
Η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας διατηρεί πάνω από το 70% των αποθεμάτων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.(…) Οι αγγλοαμερικανικοί πετρελαϊκοί κολοσσοί (BP-Amoco, Chevron-Texaco, Exxon-Mobil, Shell)- απολαμβάνοντας την υποστήριξη του στρατιωτικού άξονα- συγκρούονται με τους ευρωπαίους γίγαντες, την γαλλική Elf και την ιταλική ENI, που διατηρούν ισχυρά συμφέροντα στο Ιράκ, το Ιράν και την Κεντρική Ασία. Η Ουάσιγκτον έχει προσπαθήσει τα τελευταία χρόνια να ακυρώσει τη συμφωνία ανάμεσα στο Παρίσι και την Τεχεράνη επικαλούμενη το γεγονός ότι το Ιράν ανήκει στα “κράτη-παρίες”. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον ευρωπαϊκό πετρελαϊκό γίγαντα –που εκπροσωπεί γαλλικά, βελγικά και ιταλικά συμφέροντα–, τους Ιρανούς και Ρώσους συνεργάτες τους και τα μεγάλα αγγλοαμερικανικά πετρελαϊκά τραστ, που υποστηρίζονται από τον αγγλοαμερικανικό στρατιωτικό άξονα.
“Το Ιράκ διατηρεί το 11% των γνωστών πηγών πετρελαίου, ενώ είναι η δεύτερη χώρα σε πετρελαϊκά αποθέματα (112 δισεκατομμύρια βαρέλια). Το κόστος της εκμετάλλευσης των αποθεμάτων βρίσκεται κάτω από το μισό αυτού της εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων πηγών. Η άμεση πρόσβαση στον Περσικό κόλπο και τον Ινδικό ωκεανό διασφαλίζει την μεταφορά του πετρελαίου. Οι αγγλοαμερικανικοί εταιρικοί κολοσσοί (BP, Chevron-Texaco, Shell, Exxon) είναι σήμερα απόντες από το Ιράκ και το Ιράν, που έχουν ήδη υπογράψει πολλές συμφωνίες με γαλλικές, ρωσικές και κινεζικές πετρελαϊκές εταιρίες. Εξαιτίας των κυρώσεων του Ο.Η.Ε, οι συμφωνίες που έχει υπογράψει η Βαγδάτη δεν έχουν (επίσημα) ενεργοποιηθεί.” (Eric Waddell, Ο πόλεμος του πετρελαίου, περιοδικό Global Outlook, τεύχος 3, Χειμώνας 2003).
Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον Πόστ (15 Σεπτεμβρίου 2002): “Η –καθοδηγούμενη από τις Η.Π.Α– κατάρρευση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν θα οδηγήσει στην εισβολή των πετρελαϊκών εταιριών που ήταν αποκλεισμένες από την περιοχή του Ιράκ και στην ακύρωση των συμφωνιών ανάμεσα στη Βαγδάτη, τη Ρωσία, τη Γαλλία και άλλες χώρες, πράγμα που θα φέρει μια νέα εποχή στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου…Ρωσικές εταιρίες έχουν συμφωνήσει με τη Βαγδάτη να ερευνήσουν την έρημο του δυτικού Ιράκ για πετρέλαιο. Η γαλλική Total Fina Elf έχει διαπραγματευτεί για τα δικαιώματα των μεγάλων κοιτασμάτων “Μαχνούν”, που βρίσκονται κοντά στα σύνορα με το Ιράν και υπολογίζεται ότι περιέχουν περίπου 30 εκατομμύρια βαρέλια.”
Ο πόλεμος δεν στοχεύει μόνο στην ανάκτηση των πετρελαϊκών αποθεμάτων του Ιράκ, αλλά σκοπεύει και να ακυρώσει όλα τα συμβόλαια των ανταγωνιστικών ρωσικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Γενικότερα, αυτό που σχεδιάζεται είναι η εξαίρεση της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Κίνας από την περιοχή.
Το διεθνές νομισματικό σύστημα: Ο πόλεμος ανάμεσα στο Ευρώ και το Δολάριο
Σήμερα, βρίσκεται σε εξέλιξη ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σε δυο εχθρικά νομίσματα που έχουν παγκόσμια ισχύ: Το ευρώ και το δολάριο. Η ολοκλήρωση της νομισματικής ενοποίησης στην Ευρώπη άρχισε να απειλεί την απόλυτη ηγεμονία του δολαρίου στον πλανήτη. Η διαδικασία της “δολαριοποίησης”, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέσα των Η.Π.Α. για τον οικονομικό έλεγχο του πλανήτη, υπονομεύεται από το Ευρώ. Σήμερα, η Wall Street συγκρούεται με τα γαλλογερμανικά οικονομικά συμφέροντα. Ο πόλεμος στο Ιράκ δεν αποσκοπεί μόνο στην έλεγχο των αποθεμάτων πετρελαίου. Επιπλέον, ο έλεγχος επάνω στην κοπή νομισμάτων και στο παγκόσμιο πιστωτικό σύστημα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας.
Ο αγγλοαμερικανικός στρατιωτικός άξονας
Ο πόλεμος του ’99 στην Γιουγκοσλαβία συνέβαλε στην ενίσχυση των στρατιωτικών δεσμών ανάμεσα στο Λονδίνο και την Ουάσιγκτον. Μετά τον πόλεμο, ο υπουργός άμυνας των Η.Π.Α. Γουίλιαμ Κοέν και ο Βρετανός ομόλογός του, Τζεφ Χουν, υπέγραψαν την “Συμφωνία για την ανταλλαγή εξοπλισμού και την συνεργασία της στρατιωτικής βιομηχανίας”, που αποσκοπούσε στην “ανάπτυξη της συνεργασίας για την προώθηση των εξοπλισμών και την προστασία των τεχνολογικών μυστικών” αλλά και στην “προώθηση των κοινών επενδύσεων και των εταιρικών συγχωνεύσεων στον τομέα της στρατιωτικής βιομηχανίας”.1
Οι στόχοι της Ουάσιγκτον ήταν να ενθαρρύνουν την διαμόρφωση μιας “δι-ατλαντικής γέφυρας συνεργασίας μέσα από την οποία το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας των Η.Π.Α θα προωθούσε τις πολιτικές για την παγκοσμιοποίηση στην Ευρώπη. […]. Σκοπός μας είναι να αναπτύξουμε την στρατιωτική μας αποτελεσματικότητα μέσα από την στενότερη συνεργασία των στρατιωτικών βιομηχανιών των Η.Π.Α. και των συμμάχων.”2
Ο υπουργός άμυνας του Κλίντον, Γούλιαμ Κοέν, δήλωσε ότι: “[η συμφωνία] θα ενισχύσει την συνεργασία ανάμεσα στις στρατιωτικές μας βιομηχανίες [της Αμερικής και της Βρετανίας] έτσι ώστε να συντονίσουμε τις προσπάθειές μας για την ανταλλαγή τεχνογνωσίας, την κοινή επιχειρηματική δράση και τις συγχωνεύσεις.”3
Η συμφωνία υπογράφτηκε το 1999, λίγο μετά από την ίδρυση της “British Aerospace Systems” (BAES), η οποία αποτελεί την συγχώνευση της “British Aerospace (BAe)” με την “GEC Marconi”. Ήδη η “British Aerospace Systems” είχε τότε αναπτύξει έντονη συνεργασία με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές βιομηχανίες των Η.Π.Α., την “Lockheed Martin” και την “Boeing”.4 Ουσιαστικά, πίσω από την διαμόρφωση της “αγγλοαμερικανικής γέφυρας συνεργασίας” κρύβονται οι προσπάθειες για τον εκτοπισμό των κύριων γαλλογερμανικών ανταγωνιστών και την ενίσχυση της κυριαρχίας του αμερικανικού στρατιωτικού συμπλέγματος(σε συνεργασία με τις κύριες βιομηχανίες της Μ.Βρετανίας) στην αγορά.
Οι Η.Π.Α και η Γερμανία
Σταδιακά, το αγγλικό στρατιωτικό σύμπλεγμα συγχωνεύτηκε με το αντίστοιχο των Η.Π.Α. Από την άλλη μεριά, υπήρξε σοβαρή διάσταση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Βερολίνο. Η γαλλογερμανική συνεργασία στο επίπεδο της αεροναυτικής και της αμυντικής βιομηχανίας σκόπευε στην απ’ ευθείας υπονόμευση της αμερικανικής κυριαρχίας στην αγορά όπλων. Ουσιαστικά, αυτή η εξέλιξη αποτελεί έμμεση συνέπεια της στενής συνεργασίας ανάμεσα στις πέντε μεγαλύτερες αμερικανικές βιομηχανίες όπλων και στην βρετανική αμυντική βιομηχανία.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η κυβέρνηση της Βόννης είχε ενθαρρύνει την συγκρότηση ενός ισχυρού γερμανικού πόλου στην στρατιωτική βιομηχανία που περιλάμβανε τις εταιρίες Daimler, Siemens, Krupp. Κατά την περίοδο εκείνη, πραγματοποιήθηκαν πολλές συγχωνεύσεις, προκειμένου να δοθεί μια απάντηση στην επιθετικότητα των αμερικανικών βιομηχανιών.5
Ήδη, από το 1996, το Παρίσι και η Βόννη είχαν συγκροτήσει μια κοινή επιτροπή για τους εξοπλισμούς που θα “προσπαθούσε να πετύχει κοινές συμφωνίες για τις δυο κυβερνήσεις”.6 Αμφότερες οι κυβερνήσεις των χωρών δήλωσαν ότι “δεν θέλουν τη συμμετοχή της Βρετανίας στην επιτροπή”.
Οι προσπάθειες αυτές κατέληξαν στην ανάδυση ενός ισχυρού πόλου στις βιομηχανίες Airbus, ο οποίος ανταγωνίζεται επάξια την αμερικανική Lockheed-Martin. Οι Γερμανοί έχουν εμπλακεί και στα προγράμματα διαστημικών αποστολών προς τον Άρη, στα οποία η Deutsche Aerospace (DASA) είναι βασικός μέτοχος.
Στα τέλη του 1999, ως αντίδραση στη “συμμαχία” της British Aerospace και της Lockheed Martin, η γαλλική Aerospace-Matra συγχωνεύθηκε με την DASA της Daimler, δημιουργώντας έτσι την ισχυρότερη ευρωπαϊκή κοινοπραξία στην αμυντική βιομηχανία. Επίσης, την επόμενη χρονιά, δημιουργήθηκε η European Aeronautic Defence and Space Co. (EADS) έπειτα από την συγχώνευση της DASA, της Matra και της ισπανικής Construcciones Aeronauticas. Η European Aeronautic Defence and Space Co. (EADS) και οι αγγλοαμερικάνοι ανταγωνιστές τους συγκρούονται για τον στρατιωτικό εφοδιασμό των νέων ανατολικοευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ.
Το Ευρώ ενάντια στο Δολάριο: Η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικά νομισματικά συστήματα
Η υιοθέτηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) είχε άμεσο αντίκτυπο στις στρατηγικές και πολιτικές διαιρέσεις στους κόλπους της Δύσης. Η απόφαση του Λονδίνου να μην υιοθετήσει το ευρώ είναι απόρροια της άμεσης συσχέτισης των οικονομικών συμφερόντων της Βρετανίας μ’ αυτές των Η.Π.Α., για να μην αναφέρουμε και τις αγγλοαμερικανικές συνεργασίες στην πετρελαιοβιομηχανία (όπως με την BP-Amoco) και στην βιομηχανία όπλων (οι “μεγάλοι πέντε” και η BAES).
Αυτό που συμβαίνει είναι η αντιπαλότητα ανάμεσα σε δυο διακριτά και ανταγωνιστικά παγκόσμια νομίσματα: Το ευρώ και το δολάριο, με την βρετανική στερλίνα να διχάζεται μεταξύ του ευρώ και του δολαρίου. Με άλλα λόγια, δυο αντίπαλα νομίσματα ανταγωνίζονται για τον παγκόσμιο έλεγχο των νομισματικών αποθεμάτων και των πιστώσεων. Οι γεωπολιτικές και στρατηγικές επιπτώσεις είναι μακροπρόθεσμες διότι συνοδεύονται από αντίστοιχα σχίσματα στους τομείς της δυτικής βιομηχανίας όπλων και της αγοράς πετρελαίου.
Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, η νομισματική πολιτική, παρόλο που επίσημα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του κράτους, ελέγχεται στην ουσία από τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με έδρα την Φρανκφούρτη –αν και ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση– στην πράξη καθοδηγείται από τις ισχυρότερες ιδιωτικές ευρωπαϊκές τράπεζες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες και επιχειρήσεις. Όμοια, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Η.Π.Α. υπάγεται τυπικά στον κρατικό έλεγχο, διατηρώντας ταυτόχρονα στενές σχέσεις με το αμερικανικό θησαυροφυλάκιο. Σε διάκριση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι 12 Ομοσπονδιακές τράπεζες (από τις οποίες αυτή της Νέας Υόρκης είναι οι πιο σημαντική) ελέγχονται από τους μετόχους τους, τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες. Με άλλα λόγια, η Fed –όπως είναι γνωστή στις Η.Π.Α.–, η οποία είναι και υπεύθυνη για τη νομισματική πολιτική, ελέγχεται από τα ιδιωτικά συμφέροντα της Wall Street.
Τα νομισματικά συστήματα και οι “οικονομικές κατακτήσεις”
Στην Ανατολική Ευρώπη, την πρώην Σοβιετική Ένωση, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ασία, το ευρώ και το δολάριο ανταγωνίζονται για το ποιο θα επικρατήσει. Ουσιαστικά, ο έλεγχος των εθνικών νομισμάτων αποτελεί την βάση πάνω στην οποία οι χώρες γίνονται αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης. Ενώ το αμερικανικό δολάριο κυριαρχεί στο δυτικό ημισφαίριο, στην πρώην Σοβιετική Ένωση, την Κεντρική Ασία, την Υποσαχάρια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, βρίσκεται σε ανταγωνισμό με το ευρώ.
Στα Βαλκάνια και τη Βαλτική, οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως δεύτερο νόμισμα. Τούτο σημαίνει ότι τα γερμανικά και τα ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα ελέγχουν την κοπή χρήματος και την πίστωση των χωρών αυτών. Το εθνικό νόμισμα ενσωματώνεται έτσι στη σφαίρα επιρροής του ευρώ και είναι στα χέρια των γερμανικών και των ευρωπαϊκών οικονομικών συμφερόντων.
Γενικότερα, το ευρώ κυριαρχεί στην “γερμανική ενδοχώρα”: την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλτικά κράτη και τα Βαλκάνια, ενώ το δολάριο διατηρεί το προβάδισμα στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Στις χώρες εκείνες που διατηρούν στρατιωτικές συμφωνίες με τις Η.Π.Α., το δολάριο υποσκιάζει το ευρώ.
Η “δολαριοποίηση” των εθνικών νομισμάτων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικανικής στρατηγικής του “δρόμου του μεταξιού” (Silk Road Strategy-SRS). Η στρατηγική αυτή έχει ως κύριο στόχο της, αφ’ ενός την αποσταθεροποίηση των εθνικών νομισμάτων και αφ’ ετέρου την αντικατάστασή τους με το δολάριο και έχει επεκτείνει τη δράση της από τη μεσογειακή λεκάνη μέχρι τα δυτικά όρια της Κίνας.
Πρόκειται για έναν “αυτοκρατορικό” αγώνα ελέγχου των εθνικών νομισμάτων. Ο έλεγχος της κοπής νομισμάτων και πίστωσης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής επικυριαρχίας, που με τη σειρά της στηρίζεται από την στρατιωτικοποίηση του ευρασιατικού διαδρόμου. (…)
Διεθνείς στρατιωτικές συμμαχίες
Το σχίσμα μεταξύ των αγγλοαμερικανικών και των γαλλογερμανικών κατασκευαστών όπλων –συμπεριλαμβανομένων των σχισμάτων εντός της δυτικής στρατιωτικής συμμαχίας– φαίνεται ότι ευνόησε τη στρατιωτική συνεργασία μεταξύ της Ρωσίας από τη μια μεριά και της Γαλλίας και Γερμανίας από την άλλη.
Τα τελευταία χρόνια, τόσο η Γαλλία όσο κι η Γερμανία προχώρησαν σε διμερείς συζητήσεις με τη Ρωσία σε ό,τι αφορά τους τομείς της αμυντικής βιομηχανίας, της διαστημικής έρευνας και της στρατιωτικής συνεργασίας. Στα τέλη του 1998, το Παρίσι και η Μόσχα συμφώνησαν να αναλάβουν κοινές ασκήσεις πεζικού και διμερείς στρατιωτικές διασκέψεις. Με τη σειρά της, η Μόσχα αναζητούσε Γερμανούς και Γάλλους εταίρους για να συμμετάσχουν στην ανάπτυξη του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματός της.
Στις αρχές του 2000, ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Ρούντολφ Σάρπινγκ, επισκέφτηκε τη Μόσχα για διμερείς συζητήσεις με τον Ρώσο ομόλογό του. Υπογράφτηκε μια διμερής συμφωνία που περιλάμβανε 33 επιμέρους προγράμματα στρατιωτικής συνεργασίας, μεταξύ των οποίων και την εκπαίδευση του ρωσικού προσωπικού στη Γερμανία. Αυτή η συμφωνία έγινε εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ, χωρίς καμία έγκριση της Ουάσιγκτον.7
Η Ρωσία υπέγραψε επίσης μια συμφωνία “μακροπρόθεσμης στρατιωτικής συνεργασίας” με την Ινδία στα τέλη του 1998. Λίγους μήνες μετά, ακολούθησε μια αντίστοιχη συμφωνία ανάμεσα στη Γαλλία και την Ινδία. Η συμφωνία ανάμεσα στην Γαλλία και την Ινδία είχε άμεσο αντίκτυπο στις Ινδο-Πακιστανικές σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα, αντιτίθεται στα συμφέροντα των Η.Π.Α στην ευρύτερη περιοχή. Ενώ η Ουάσιγκτον στηρίζει με στρατιωτική βοήθεια το Πακιστάν, η Ινδία υποστηρίζεται από τη Γαλλία και τη Ρωσία. Προφανώς, τα γαλλικά και τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή είναι αντικρουόμενα.
Το νέο δόγμα εθνικής ασφάλειας της Ρωσίας
Η μεταψυχροπολεμική εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α θεωρούσε την περιοχή της Κεντρικής Ασίας και τον Καύκασο ως “στρατηγική περιοχή”. Βέβαια, η πολιτική αυτή δεν αποσκοπεί πλέον στην ανάσχεση του κομμουνιστικού κινδύνου, αλλά αποσκοπεί στο να αποτρέψει την Κίνα και τη Ρωσία από το να εξελιχθούν σε ανταγωνιστικές καπιταλιστικές δυνάμεις. Με βάση αυτή την αντίληψη, οι Η.Π.Α. αναβάθμισαν την στρατιωτική τους παρουσία κατά μήκος όλου του 40ου παράλληλου, ξεκινώντας από τη Βοσνία και το Κόσοβο και καταλήγοντας στην πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες της Γεωργίας, του Αζερμπαϊτζάν, του Τουρκμενιστάν και του Ουζμπεκιστάν. Όλες αυτές οι χώρες έχουν υπογράψει διμερείς στρατιωτικές συμφωνίες με τις Η.Π.Α.
Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία το 1999 και το μεταγενέστερο ξέσπασμα του πολέμου στην Τσετσενία τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, σηματοδότησαν μια σημαντική αλλαγή στις ρώσο-αμερικανικές σχέσεις. Ακόμα, οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε μια επαναπροσέγγιση ανάμεσα στη Μόσχα και το Πεκίνο, που επισφραγίστηκε με την υπογραφή αρκετών συμφωνιών συνεργασίας.
Η συγκεκαλυμμένη στήριξη των Η.Π.Α στις δυο βασικές αντάρτικες ομάδες των Τσετσένων αυτονομιστών (μέσω της μυστικής υπηρεσίας του Πακιστάν, της ISI) ήταν γνωστή στους ρωσικούς κυβερνητικούς και στρατιωτικούς κύκλους. Παρόλα αυτά, μέχρι το 1999, το γεγονός αυτό ποτέ δεν είχε διπλωματικές συνέπειες στις σχέσεις των δυο χωρών. Τον Νοέμβριο του 1999, ο Ρώσος υπουργός Άμυνας, Ιγκόρ Σεργκέγιεφ, κατηγόρησε επίσημα τις Η.Π.Α. για την στήριξη των Τσετσένων ανταρτών. Έπειτα από ένα συμβούλιο κεκλεισμένων των θυρών με το επιτελείο των ρωσικών ένοπλων δυνάμεων, ο Σεργκέγιεφ δήλωσε ότι:
“Τα εθνικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών απαιτούν την αναζωπύρωση των συγκρούσεων στον Καύκασο (Τσετσενία)” συμπληρώνοντας ότι: “Η πολιτική της Δύσης δημιουργεί προκλήσεις στη Ρωσία, που στοχεύουν στην αποδυνάμωση της διεθνούς της θέσης και την εξαίρεσή της από περιοχές που έχουν σημαντική γεωπολιτική αξία” 8.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Τσετσενία, το 1999, ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν διαμόρφωσε ένα νέο “δόγμα στρατηγικής ασφάλειας”, το οποίο και επικυρώθηκε νομοθετικά στις αρχές του 2000. Παρόλο που το νέο δόγμα αγνοήθηκε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, είναι σίγουρο πως μια σημαντική στροφή στις σχέσεις ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση είχε πραγματοποιηθεί. Το κείμενο που ψηφίστηκε επανεπιβεβαιώνει την αναγκαιότητα ενός ισχυρού ρωσικού κράτους, με την παράλληλη ενδυνάμωση του ρωσικού στρατού, που θα επαναφέρει τον έλεγχο στις δραστηριότητες του ξένου κεφαλαίου μέσα στη χώρα.
(…)
Στο κείμενο σημειώνεται ότι “η διεθνής τρομοκρατία έχει εξαπολύσει μια εκστρατεία για την αποσταθεροποίηση της Ρωσίας”. Ενώ δεν αναφέρεται ανοιχτά στην μυστική σχέση της CIA με ένοπλες ομάδες που δρουν στο εσωτερικό της χώρας –όπως οι Τσετσένοι αντάρτες–, αναφέρεται στην ανάγκη ανάληψης “δράσεων για την πρόληψη και την ανάσχεση των δραστηριοτήτων των μυστικών υπηρεσιών ξένων κρατών, που αποσκοπούν στην υπονόμευση της Ρωσικής Ομοσπονδίας”.
Σημειωσεις
- Reuters, 5 Φεβρουαρίου 2000
- Για περισσότερες λεπτομέρειες, δες Vago Muradian, “Το Πεντάγωνο αναζητά γέφυρες στην Ευρώπη”, Defence Daily, τεύχος 204, νούμερο. 40, Δεκ.. 01, 1999
- Όπ.π.
- Όπ.π. (Δες επίσης την ανάλυση του Michel Collon στο βιβλίο Poker Menteur, εκδόσεις EPO, Βρυξέλλες, 1998, σελ. 156)
- Δες επίσης την ανάλυση του Michel Collon στο βιβλίο Poker Menteur, εκδόσεις EPO, Βρυξέλλες, 1998, σελ. 156
- Interfax, 1 Μαρτίου 2000
- New York Times, 15 Νοεμβρίου 1999 και Steve Levine, The New York Times, 29 Νοεμβρίου 1999
- Το κείμενο υπάρχει στην ιστοσελίδα της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Επιστημόνων (FAS), http://www.fas.org/nuke/guide/russia/doctrine/gazeta012400.htm
Το παραπάνω κείμενο είναι ένα συμπληρωμένο και αναθεωρημένο απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα: Πόλεμος και παγκοσμιοποίηση
Μτφ: γ. Ρακκάς