του Ι. Τσέγκου, από το Άρδην τ. 101-102, Αύγουστος-Νοέμβριος 2015
Κοινόβιο τῆς κυρά Ντιντῆς! τό ἀποκαλοῦσαν οἱ ἔνοικοί του· δέν ἦταν ὅμως «κοινόβιο». Ἦταν ἕνα ἡμιτελές διαμέρισμα στοῦ Ζωγράφου μέ σιδερένιες «ἀναμονές» στήν πλάκα τῆς ὀροφῆς, ὅπου ἀναμένονταν μελλοντικά πανωσηκώματα πού θά ἔχτιζε ἡ κυρά Ντιντή μέ τά ἐνοίκια πού εἰσέπραττε. Ἐπί τοῦ παρόντος, τό ἰσόγειο διαμέρισμα ἦταν ἀμπογιάτιστο καί μέ τό πάτωμα ἀπό γυμνό τσιμέντο. Τό μεγαλύτερο μέρος τό κατελάμβανε ἡ ἐκτεταμένη οἰκογένεια τῆς κυρίας Ὄλγας πού ἀποτελοῦνταν ἀπό τρεῖς κόρες καί δύο ἀνηψιούς της, τόν Ναπολέοντα, φοιτητή τῆς Νομικῆς, καί τόν μαθητή Γιαννάκη, ἕνα γκρινιάρικο ἀσθενικό παιδί, πού τό στείλανε στήν Ἀθήνα γιά καλλίτερες σπουδές. Ἡ κυρία Ὄλγα, μιά κοντόγεμη Παραμυθιώτισα, ἦταν σύζυγος κομματικοῦ στελέχους, αὐτοεξόριστου στό παραπέτασμα, γιά τόν ὁποῖον οἱ μέν κόρες ἀναφέρονταν ὡς ὁ «ὑπουργός», ἡ δέ γυναίκα του, μέ χωριάτικη τρυφερότητα, ὡς ὁ «Μῆτσιος μ᾿».
Ἡ κυρία Ὄλγα, παρ᾿ ὅτι φρόντιζε τήν πολυμελῆ οἰκογένειά της, ἐν τούτοις δέν πολυκαμάρωνε γιά τήν συμπεριφορά τους. Οἱ τρεῖς κόρες, οἱ φοιτήτριες Νέλη καί Πόλα καί ἡ μαθήτρια Κρατούλα, εἶχαν πάρει ψηλά τόν ἀμανέ κυρίως λόγῳ τοῦ Μπαμπᾶ, τόν ὁποῖον ἐλάχιστα εἶχαν γνωρίσει μέ τίς παρανομίες καί τίς ἄλλες κομματικές ἐνασχολήσεις του. Ἀντίθετα, πρός τή Μάννα τους φέρονταν ὑποτιμητικά, ἀφοῦ αὐτή δέν συμπεριφερόταν ὡς «κυρία ὑπουργοῦ», δέν ἦταν σπουδαγμένη, δέν εἶχε ἐξαθηναΐσει τήν προφορά στήν ὁμιλία της καί, ἐπί πλέον, ἔχοντας ἀργαλειό στό διάδρομο, ὕφαινε ἐπί παραγγελία χαλάκια, πού ὅμως οἱ κόρες, ἐπειδή τό θεωροῦσαν ὑποτιμητικό, ἀρνοῦνταν νά τά παραδώσουν καί νά εἰσπράξουν τό ἀντίτιμο.
Στό «Κοινόβιο» ἔμενε καί ὁ Θανάσης, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν συγγενής, ἀλλά ἕνας συμπατριώτης τους, φοιτητής τῆς Ἰατρικῆς, ἀριστερός κι αὐτός, ὅπως καί πολλοί νεαροί τῆς ἐποχῆς, ἐπειδή ἡ αἴγλη τῆς Ἀντίστασης ἦταν ἀκόμη ζωντανή, τό Κυπριακό σέ ἔξαρση, τά σοβιετικά ἐπιτεύγματα μέ τούς Σπούτνικ καθώς καί ὁ θρίαμβος τοῦ Φιντέλ Κάστρο στήν Κούβα οἰστρηλατούσαν τήν νεολαία.
Ὁ Θανάσης γιά τούς συμφοιτητές του ἦταν αὐτό πού λέμε «τύπος». Μετρίου ἀναστήματος, σχεδόν ξερακιανός, περπατοῦσε κάπως ἀσυνήθιστα, γρήγορα ἤ ἀργά καί μ᾿ ἕνα χαμόγελο «ξερόλα», οὔτε φιλικό οὔτε εἰρωνικό. Θά ἔλεγες πώς, μ᾿ ὅλα αὐτά, ὑπογράμμιζε ὅτι ἦταν κάτι διαφορετικό ἤ ὅτι εἶχε ἔρθει στόν κόσμο μέ κάποια εἰδική ἀποστολή.
Ὑπενθύμιζε μέ κάθε εὐκαιρία ὅτι, αὐτός, ἦταν ἀριστερός, γι᾿ αὐτό ὅταν πήγαινε γιά φαγητό στό μαγέρικο τοῦ Λουκᾶ φρόντιζε νά τό δηλώνει δημοσίως στίς παρέες. «Πᾶμε τώρα γιά τή φασουλάδα μας»! Ὁπότε κάποιοι χαιρέκακοι ἔσπευδαν νά τόν πειράξουν λέγοντας ὅτι τόν εἶδαν, τἄχα, νά τρώει καί κρέας στήν ὑπόγεια ταβέρνα· ὅμως ἐκεῖνος δέν ἄλλαζε τό τροπάρι μέ τή φασουλάδα, γιατί φαίνεται τό θεωροῦσε ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ καημενολογικοῦ ἐξοπλισμοῦ τῆς προοδευτικότητάς του!
Ὁ Δημήτρης, ὁ νεοφερμένος ἔνοικος τοῦ Κοινοβίου, ὅταν ὡς φαντάρος πῆρε μετάθεση γιά τήν Ἀθήνα κι ἀναζήτησε στέγη, ἀπευθύνθηκε στόν Θανάση καί ἄλλους ὁμοϊδεάτες συμφοιτητές πού τοῦ σύστησαν τό «Κοινόβιο». Τό διαθέσιμο δωμάτιο, δίπλα σέ ἐκεῖνο τοῦ Θανάση, ἦταν μεσημβρινό καί γι᾿ αὐτό τό συμφώνησε ἀμέσως· κουβάλησε τά ὑπάρχοντά του: ἕνα πτυσσόμενο τραπέζι, ἕνα, ἐπίσης πτυσσόμενο, κρεβάτι, μιά καρέκλα, ἕνα μπρούντζινο ἀνθοδοχεῖο, μιά σόμπα ἠλεκτρική, ἕνα ραδιόφωνο, σύν ἕνα κουτί βιβλία κυρίως ἐξωσχολικά καί μιά μικρή βαλίτσα μέ τά ῥοῦχα του. Ὁ Δημήτρης αὐτοπροσδιορίζονταν πρωτίστως ὡς Θεσσαλός, μετά ὡς ἀριστερός, καί τριτευόντως ὡς φοιτητής τῆς Ἰατρικῆς, χρόνιος βέβαια…
Στό μαγέρικο, ὅπου ἔτρωγαν, κυρίως φοιτητές, ὁ εὐτραφής ἀλλ’ ἀεικίνητος ταβερνιάρης, καί σερβιτόρος ταυτόχρονα, μέ καλωσυνάτη βλοσυρότητα παρεῖχε καί παρατεταμένον βερεσέ. Τό ὑπόγειο ἦταν στοιχειώδους καθαριότητας, ἀλλά ἡ ἀτμόσφαιρα εὐφρόσυνη καί, κατά καιρούς, πανηγυρική, ὅταν κάποιος παλιός πελάτης, ὡς γιατρός ἤ ὀδοντίατρος πλέον, ἐρχόταν ἀπ᾿ τήν ἐπαρχία γιά νά ξοφλήσει τά χρέη του ἀλλά καί νά ξαναδεῖ, ἐκτός ἀπό τόν Λουκᾶ, καί τούς παλιούς θαμῶνες πού «τραβιοῦνταν», ἀκόμη, ἀπό κάποιον στριμμένο καθηγητή! Σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις ἔπεφταν καί κεράσματα καί ἀπ᾿ τόν ταβερνιάρη.
Μεταξύ Δημήτρη καί κυρίας Ὄλγας δημιουργήθηκε γρήγορα σχέση ἀμοιβαίας συμπάθειας. Ἡ κυρία Ὄλγα ἐκθείαζε τήν καθαριότητα τοῦ δωματίου του καθώς καί τό ὅτι ἀγόραζε συχνά γαρύφαλλα ἀπ᾿ τόν πλανόδιο ἀνθοπώλη· ἐκεῖνος πάλι χαίρονταν τήν ντοπιολαλιά της καί τά ζουμερά παρατσούκλια, πού πέταγε κατά καιρούς. Γι’ αὐτό συνήθιζε νά τήν τσιγγλάει μ᾿ ἐρωτήσεις γιά ἱστορίες ἀπ᾿ τό χωριό! Ἡ κυρία Ὄλγα τόν συμπαθοῦσε, ἴσως ἐπειδή ἦταν καί συνώνυμος τοῦ ἄνδρα της…
Ἔτσι, μέ τήν οἰκειότητα αὐτή, τῆς ἔκανε συχνά ἐρωτήσεις, ὅπως «γιατί, κυρία Ὄλγα, τόν Ναπολέοντα τόν λέτε ‘‘Ναπολέο’’»;
Γιατί κι αὐτός, ὅπως καί οἱ κόρες μου, πῆρε ψηλά τόν ἀμανέ καί τώρα λέει πώς γράφει βιβλίο, «μυθιστόρημα» τό λέει· δέν κοιτάει νά πάρει πρῶτα τό χαρτί ἀπ᾿ τό Πανεπιστήμιο ὁ κλαρινογαμπρός, ὅπως λέμε στά μέρη μας!
Καλά, καί τό ὄνομα «Ναπολέος»;
Στό χωριό, Ναπολέος λέγονταν κι αὐτός· ἔχουμε κι ἄλλους!
Εἶναι λόγῳ τοῦ Ζέρβα, ἀπ᾿ τόν ΕΔΕΣ;
Ὄχι, τό συνηθᾶμε στήν Ἤπειρο νά δίνουμε ξένα ὀνόματα· τώρα τελευταῖα δίνανε ἀριστερά ὀνόματα, ὅπως Λένιν, Στάλιν, Λαοκρατία καί ἄλλα τέτοια.
Δηλαδή κι ἡ δική σας ἡ Κρατούλα εἶναι Λαοκρατία;
Βέβαια…
Ἡ συζήτηση μιάν ἄλλη φορά ἦταν γιά τόν ἀργαλειό.
Ποῦ βρήκατε τόν ἀργαλειό;
Τόν ἔχω χρόνια καί τόν ἔφερα ἀπ᾿ τό χωριό· θά μποροῦσα νά βρῶ κι ἐδῶ, ἀλλά ὁ ἀργαλειός αὐτός ἔχει σχέση μέ τόν Μήτσιου μ᾿…
Δηλαδή;
Νά, ὅταν ὁ Μήτσιος ὡς παράνομος κρύβονταν σέ διάφορα σπίτια, ἐγώ σκέφτηκα, γιά σιγουριά, νά κρύβεται στό σπίτι. Ἔτσι ἔσκαψα μιά γούρνα κάτ᾿ ἀπ᾿ τόν ἀργαλειό, νά τόν χωράει ὄρθιο, καί τή σκέπαζα μέ μιά σανίδα κι ἕνα πατάκι· ἐκεῖ περνοῦσε ὅλη τή ᾿μέρα ὡς τά μεσάνυχτα καί ὕστερα ἀνέβαινε ἀπάνω ὡς τά ξημερώματα. Τώρα, ἄμα ὑφαίνω τά χαλάκια γιά διάφορες κυρίες, θυμᾶμαι τά παλιά καί καμμιά φορά μέ παίρνουν τά κλάματα!…
Ὁ Ναπολέων, ἤ «Ναπολέος», περιφέρονταν στό διαμέρισμα μ᾿ ἕνα ζευγάρι ἀρβῦλες στραβοπατημένες στίς φτέρνες, σάν παντόφλες! Ὅταν ὁ Δημήτρης τόν ρώτησε μιά φορά γιατί δέν τίς φοροῦσε κανονικά, ἐκεῖνος ἄλλαξε θέμα καί ἄρχισε νά τοῦ λέει γιά τό μυθιστόρημα πού ἔγραφε, καί στό ὁποῖο θά συμπεριελάμβανε κι ἐκεῖνον!
Ἀλλ᾿ ἐκτός ἀπό τόν ἀνηψιό, καί οἱ κόρες τῆς κυρίας Ὄλγας ἦταν ὑπέρ τῆς «προοδευτικῆς» ἀδιαφορίας γιά ὅποια στοιχειώδη τάξη καί καθαριότητα! Ἡ Νέλη, ἡλικιακά μεγαλύτερη τῶν ἄλλων φοιτητῶν τῆς Ἰατρικῆς, Δημήτρη, Θανάση καί Πόλας, τό ἔπαιζε «γιατρός», ἀλλά κυρίως παρίστανε τήν «καλλονή» παρ’ ὅτι, λόγῳ καί σωματικῆς… ὑπερδιαπλάσεως δέν θἄπρεπε· γι’ αὐτό, σπερμολογικῶς οἱ συμφοιτητές της τῆς εἶχαν προσάψει τήν ἐπωνυμία τῆς «νταρντανομπελέτσας»!
Στό μεγάλο δωμάτιο, πού χρησίμευε καί γιά σαλόνι, ὑπῆρχε ἕνα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι, σκεπασμένο μέ ἕνα κακοζαρωμένο πλαστικό τραπεζομάντηλο, ὅπου σχεδόν πάντοτε ὑπῆρχε ἕνα ἀνθοδοχεῖο τσιμεντένιο μέ ἐπικολλημένα κοχύλια, τό ὁποῖο ὅμως χρησιμοποιοῦνταν ὡς σταχτοδοχεῖο! Ὑπῆρχαν ἀκόμη ἕνα ἤ δυό ρολά χαρτιοῦ τουαλέτας πού χρησίμευαν ἄλλοτε ὡς χαρτοπετσέτες ἤ χαρτομάντηλα, ἄλλοτε δέ πρός χρῆσιν ὅποιου πήγαινε στήν κοινή τουαλέτα, ὁπότε ἔκοβε ἕνα κομμάτι καί ὅδευε πρός τά ᾿κεῖ… Μέ τήν ἀνωνυμία πού ἐξασφαλίζει ὁ χῶρος, οἱ μέν ἄρρενες, Θανάσης καί Ναπολέων, πετοῦσαν στή λεκάνη καί τ᾿ ἄχρηστα ξυραφάκια τους, οἱ δέ θήλεις, Πόλα καί Νέλη, τά χρησιμοποιημένα ἀπορροφητικά γιά τήν καταμήνια ἀδιαθεσία τους!…
Ὁ Δημήτρης στρίμωξε ἀλληλοδιαδόχως ὅλους τούς ῾ρυπαντές τῆς τουαλέτας οἱ ὁποῖοι ἀντέδρασαν μέ διάφορες δικαιολογίες, ἀλλά μέ πιό ἐντυπωσιακή τήν ἀντίδραση τῆς Πόλας. «Ἐσύ, δέν τἄχεις, ξεπεράσει ἀκόμα αὐτά τά μικροαστικά;»!
Ὁ Θανάσης ἀπ᾿ τό διπλανό δωμάτιο εἶχε συνήθως θεόκλειστα τά παντζούρια, ἐνῶ τοῦ Δημήτρη ἦταν ὁλάνοιχτα, γιά τή θέα πού ξἄνοιγε πρός τή «Βίλα Κοτοπούλη» καί κυρίως πρός τήν πλαγιά τοῦ Ὑμηττοῦ. Ὁ Δημήτρης ἄλλωστε εἶχε κι ἄλλες λόξες «μικροαστικές». Ἐκθείαζε τό γαλάζιο χρῶμα τοῦ οὐρανοῦ, κι ἀκόμα, ὅταν εἶχε Πανσέληνο, χάζευε περιμένοντας νά ξεμυτίσει τό φεγγάρι ἀπ᾿ τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ! Ἀντίθετα, τό ἐξωτερικό περβάζι, στό κλειστό παράθυρο τοῦ γείτονά του ἦταν γεμάτο κουτσουλιές, καί ὅταν ὁ Δημήτρης τόν παρώτρυνε ν᾿ ἀνοίγει καμμιά φορά τά παράθυρά του, αὐτός ἀπαντοῦσε μέ τρόπο πού ἔδειχνε ὅτι εἶχε καί ἄλλες σπουδαιότερες ὑποχρεώσεις, ἐκτός ἀπό τίς ἰδεολογικοπολιτικές!.. Τελευταία, ἦταν κι ἐρωτευμένος! Αὐτό τό πρόδιναν τά τραγούδια πού μουρμούριζε στήν κάμαρή του καί πού ἦταν ἐρωτικά μέν ἀλλά προοδευτικῶν συνήθως καλλιτεχνῶν· ἄλλαξε καί ἡ ὄψη του, κι ἔγινε πιό γλυκιά, χαμογελοῦσε κιόλας ποῦ καί ποῦ. Ὁ ἔρωτας ἁπάλυνε τίς ἰδεοληψίες. Ἀλλ᾿ αὐτό δέν κράτησε πολύ· γιατί τό ἀντικείμενο τοῦ ἔρωτος, γιά λόγους πού δέν ἔγιναν γνωστοί, διέκοψε τό εἰδύλλιο…
Τό ἀντιλήφθηκε πρῶτα ὁ Δημήτρης, ὅταν μιά βραδιά, ἐπιστρέφοντας στό σπίτι, ἄκουσε τόν Θανάση ἀπ᾿ τό διπλανό δωμάτιο νά τραγουδάει, μέ βραχνή παραπαίουσα φωνή, κάτι σάν μοιρολόϊ:
Γυιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου
καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς
ἀνθέ τῆς ἐρημιᾶς μου.
Δέν τό συνήθιζε ὁ σύνοικος νά τραγουδάει καί μάλιστα τέτοιες ὧρες… Μετά σώπασε· ἀλλά γιά λίγο, γιατί συνέχισε:
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες
μέρα Μαγιοῦ σέ χάνω
ἄνοιξη γυιέ πού ἀγάπαγες
κι ἀνέβαινες ἀπάνω…
Παρά τόν ἐκνευρισμό γιά τό ἀκατάλληλο τῆς ὥρας, ὁ Δημήτρης ἄρχισε ν᾿ ἀνησυχεῖ ὅταν σέ κάποια διακοπή τοῦ φάνηκε ὅτι ἄκουσε κάτι σάν λυγμό· γι᾿ αὐτό καί ἔσπευσε δίπλα, χτύπησε τήν πόρτα, καί χωρίς νά περιμένει ἀπάντηση τήν ἄνοιξε καί μπῆκε. Ὁ Θανάσης ἦταν καθισμένος στό κρεβάτι, μ᾿ ἕνα σταχτοδοχεῖο ξέχειλο ἀπό γόπες, ἕνα μπουκάλι κονιάκ ἕως τή μέση καί μέ μιά φάτσα ἀξιοθρήνητη καί ἀποκρουστική!
Ὁ Δημήτρης ἔκανε μερικές σκέψεις ἐνῶ ταυτόχρονα προσπαθοῦσε νά μήν ἐκδηλώσει τήν ἔμφυτη ἀπέχθεια πού τοῦ προκαλοῦσε τό θέαμα τῆς μεμψιμοιρίας, τό ὁποῖο δέν ἦταν ἀσυνήθιστο μεταξύ προοδευτικῶν σάν τόν Θανάση.
Τί ἔγινε ρέ;
Ἄχ Δημήτρη, μέ ἐγκατέλειψε, δέν θέλει νά συνεχίσουμε…
«Μέ τέτοια φάτσα δέν μοῦ κάνει ἐντύπωση πού ἡ κοπέλα ἔκοψε λάσπη», σκέφτηκε ὁ Δημήτρης ἀλλά δέν τό εἶπε… Γι᾿ αὐτό ἄλλαξε ὕφος καί θέμα· τόν ἔπιασε ἀπ᾿ τόν ὦμο, τόν ταρακούνησε μᾶλλον.
Σήκω ρέ μαλάκα, πήγαινε στό μπάνιο καί βάλε τό κεφάλι κάτω ἀπ᾿ τή βρύση· φτιάξε καί ἕναν καφέ σκέτο, γιατί εἶσαι τύφλα· ἄντε!
Καί τόν ἀκολούθησε στό μπάνιο, προσέχοντάς τον πού παραπατοῦσε. Μετά τήν ψυχρολουσία, κόπασε καί ἡ θρηνωδία ἀλλά κατά τήν ἐπιστροφή στό δωμάτιο ὁ Δημήτρης παρατήρησε ὅτι πάνω στά χέρια τοῦ ὁλοφυρόμενου ὑπῆρχαν οὐλές ἀπό καψίματα πρόσφατα! Κατάλαβε, ἄν καί δέν τό πίστευε.
Τί εἶναι αὐτά ρέ; Ποιός τἄκανε;
Ἐγώ, μέ τό τσιγάρο…
Τό ὑποψιάστηκα· γι᾿ αὐτό πάρε μιά διπλή μούντζα· δέν ντρέπεσαι ρέ;
…
Κοίτα, δέν θά ξημερωθῶ ἐδῶ μέ τίς μαλακίες σου. Σοῦ παίρνω καί τό κονιάκ καί συστήνω πικρό καφέ καί ὕπνο, καί αὔριο πήγαινε σ᾿ ἕνα φαρμακεῖο καί πάρε καμμιά ἀλοιφή γιά τά ἐγκαύματα· ἤ πήγαινε καλλίτερα στό Λαϊκό Νοσοκομεῖο… Καί καλά μυαλά!
Ἀπό τήν ἄλλη μέρα, ὅλο τό Κοινόβιο πληροφορήθηκε τά γεγονότα, καί ἀπ᾿ τόν ἴδιο τόν προδομένο ἐραστή, καί ἀργότερα κι ἀπ᾿ τόν Δημήτρη, πού ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι ἔξαλλος καί ἀηδιασμένος… Ἡ νεολαία τοῦ Κοινοβίου ἐτάχθη κατά τῆς ἀπίστου, ἐνῶ ἡ κυρία Ὄλγα ἦταν ἀμίλητη καί συνοφρυωμένη.
Ὁ Δημήτρης ἐπεδίωξε νά τά πεῖ καί κατ’ ἰδίαν μέ τήν κυρία Ὄλγα γιά τό περιστατικό.
Τί μέρος τοῦ λόγου εἶναι ἡ σκορδόπιστη πού ἐγκατέλειψε τόν δικό μας, καί τό πῆρε τόσο βαριά;
Ἕνα κολοκθοβούλωμα, εἶναι Δημήτρη μου, ἀλλά εἶναι βλέπεις, κι αὐτή, τῆς Νεολαίας!…
Μά καλά τόσο πολύ τόν πείραξε;
Ἔτσι εἶναι οἱ σημερινοί ἀγωνιστές, τόσο ἀντέχουν. Εἶναι καί συμπατριώτης μου, ἀλλά, παρ᾿ ὅλα τά γράμματα, ἀπό μυαλό εἶναι ἕνας τσομπανοφλοέρας.
Ὅμως τά ἔργα καί οἱ ἡμέρες τοῦ Θανάση, πού ἔρρεπε πρός τήν «προοδευτική» κακομοιριά, εἶχαν καί συνέχεια. Μετά ἀπό λίγο «ἀρρώστησε» ἀπό «φυματίωση», κατά διάγνωση τοῦ ἴδιου. Ἐπειδή ὡς φάνηκε ἤθελε καί νά τό κοινοποιήσει ἀποτάθηκε στή Νέλη, ἡ ὁποία ἦταν τελειόφοιτη τῆς Ἰατρικῆς, γιά νά τόν ἀκροασθεῖ λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ ἴδιος ἄκουγε ἤχους «ρεγχάζοντες» στό στῆθος του! Ἡ Νέλη τόν ἀκροάστηκε βέβαια, ἀλλά τοῦ εἶπε πώς δέν ἄκουσε κάτι ἰδιαίτερο, καί γι᾿ αὐτό καλλίτερα θά ἦταν νά πεταχτεῖ ὡς τό Νοσοκομεῖο, ὅπου θά τοῦ κάναν ἐπί πλέον ἐξετάσεις, ἀκτινογραφίες κ.ἄ. Ὁ Θανάσης τήν ἄκουγε μέ μοιρολατρική ἐγκαρτέρηση καί περιορίστηκε μόνον νά πεῖ: «Δέν βαριέσαι Νέλη, εἶναι νά μήν σέ βρεῖ»! Ὁ φωτοστέφανος τοῦ φυματικοῦ ἐπαναστάτη ταίριαζε φαίνεται καλλίτερα στήν αὐτοπροσωπογραφία πού εἶχε φιλοτεχνήσει γιά τόν ἑαυτό του.
Ὁ Δημήτρης, πού πληροφορήθηκε τά διαμειφθέντα ἀπό τή Νέλη, τόν ρώτησε ἕνα πρωΐ:
Τί ἔγινε ρέ; πῆγες στό Λαϊκό γιά ἐξετάσεις;
Δέν βαριέσαι, Δημήτρη, τί θά ποῦνε κι᾿ αὐτοί…
Ὁ ἄλλος, ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν κωμικοτραγικῶν συμβεβηκόντων τῆς βραδιᾶς τῆς γκομενικῆς ἀπόρριψης, μέ τά δακρύβρεχτα αὐτοχειροκαψίματα, δέν ἔδειξε νά ἐκπλήσσεται, οὔτε καί νά συγκινεῖται ἰδιαίτερα. Τοὖρθε ὅμως ἡ εἰκόνα τῆς ἐγκατάλειψης, τοῦ δωματίου μέ τά μονίμως θεόκλειστα παράθυρα, τά ὁποῖα ἐπανειλημμένα τοὖχε πεῖ νά τ᾿ ἀνοίγει καμμιά φορά, ἐνῶ ἀπό τήν μισάνοιχτη πόρτα διεπίστωνε ὅτι οἱ παραινέσεις του πῆγαν στό βρόντο! Ἔτσι, χωρίς νά τόν ρωτήσει μπῆκε στό σκοτεινό δωμάτιο καί ἄνοιξε τό παράθυρο καθώς καί τά παντζούρια! Αὐτό ὅμως εἶχε ἀπρόβλεπτα συνεπακόλουθα. Μιά γάτα, πού βρισκόταν ἀπ᾿ ἔξω, ὥρμησε στό δωμάτιο, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή τρία γατάκια ξεπρόβαλαν κάτω ἀπ’τό κρεβάτι τοῦ Θανάση καί μαζί μέ τήν Μάννα τους πήδηξαν στό παράθυρο καί ἐφόρμησαν πρός τά ἔξω!
Ἀμφότεροι οἱ σύνοικοι ἔμειναν ἀποσβολωμένοι!
Αὐτά ἄκουγες, κύριε, κι ἔβγαλες τή διάγνωση γιά τό χτικιό;
Ὁ Θανάσης ἔσκυψε τό κεφάλι καί δέν ἀπάντησε….
Μιά χειμωνιάτικη βραδιά, ὁ Δημήτρης ἐπιστρέφοντας στό σπίτι βρῆκε τήν κυρία Ὄλγα στόν ἀργαλειό της κάτω ἀπ’ τό καχεκτικό φῶς μιᾶς λάμπας 15 – 20 κηρίων, μέσα σ᾿ ἕνα κρύο πού περόνιαζε τά κόκκαλα. Παρ᾿ ὅτι κουρασμένος καί κρυωμένος ἀπ᾿ τό δρόμο, ἀφοῦ τήν καλησπέρισε, ἔσπευσε στό δωμάτιό του, ἔβγαλε τό παλτό του, πῆρε ἀπ’ τό τραπέζι μιά λάμπα τῶν 150 κηρίων, πού εἶχε ἀγοράσει ἀπό μέρες γιά τόν διάδρομο, πῆρε καί τήν καρέκλα του καί, βγαίνοντας στόν διάδρομο, τήν ἔστησε κάτω ἀπ᾿ τήν καχεκτική λάμπα, ἀνέβηκε στήν καρέκλα καί μέ τό μαντήλι ἔπιασε κι᾿ ἔβγαλε τόν γλόμπο καί βίδωσε τήν καινούργια λάμπα, πού φώτισε περίλαμπρα τόν διάδρομο! «Τώρα εἶναι καλλίτερα» εἶπε, καί παίρνοντας τήν καρέκλα ἐπέστρεψε στό δωμάτιό του. Σέ λίγο ἄκουσε χτυπήματα στήν πόρτα∙ ἦταν ἡ κυρία Ὄλγα πού τόν ἀγκάλιασε μέ ἀναφυλλητά!
Παιδί μ’ νά ζήσεις, νά σέ χαίρεται ἡ Μανούλα σ᾿! Τόσες φορές ἔχω πεῖ στίς γαϊδάρες τίς κόρες μου νά μ᾿ ἄλλάξουν τή λάμπα, πού κοντεύω νά στραβωθῶ, καί ἐσύ, ξένο παιδί καί χωρίς νά στό ζητήσω, μέ σκέφτηκες….
18 Ἰουνίου 2015