του Χρήστου Πέτρου, από το Άρδην τ. 104, Μάρτιος-Μάιος 2016
Τα παιδιά των ΜΚΟ είναι σαν Κινέζοι. Αυξάνονται και πληθύνονται και κατακυριεύουν τη γη. Και αυτό δεν συμβαίνει επειδή έτσι πρόσταξε ο Κύριος. Νομίζω κιόλας πως δεν πιστεύουν σ’ αυτόν και «απεχθάνονται να τον υπηρετούν». Αυξάνονται και πληθύνονται επειδή έτσι θέλει η εξουσία. Νομίζω σ’ αυτήν πιστεύουν και αυτήν υπηρετούν.
Τα πολιτικά κόμματα, όσο αποσύρεται η παλιά γενιά, δεν καταφέρνουν να γράψουν νέα μέλη, χάνουν τη δυνατότητα επιβολής τους και, εν τέλει, βλέπουν να χάνεται η ικανότητά τους να χειραγωγούν. Η κάθε λογής εξουσία, όμως, που διαβάζει τους καιρούς καλά και ξέρει πώς να τους προσαρμόζει στα μέτρα της, ακριβώς για να παραμείνει εξουσία, βλέπει στις ΜΚΟ τον νέο δούρειο ίππο της, που χωρά μέσα του ένα πλήθος νέων ανθρώπων, στρατιές πτυχιούχων, που κατά κύριο λόγο η πολεμική στάση τους απέναντι σε ό,τι κατατρώει την ανθρωπιά μας και μας κάνει χειρότερους σταματά εκεί που αρχίζουν οι ατομικές τους φιλοδοξίες, σταματά εκεί που πληρώνονται.
Οι ΜΚΟ εμφανίζονται ως η νέα μεταβλητή που θα αλλάξει τον κόσμο μας. Θα τον κάνει καλύτερο, επειδή κομίζει την πρόοδο. Αυτός ο αέρας του καινούργιου συνοδεύει τα παιδιά των ΜΚΟ. Και αυτό τα κάνει να μοιάζουν γοητευτικά. Αυτή η άνεσή τους, τα φιλοσοφικά κλισέ που χρησιμοποιούν στην ομιλία τους, το εναλλακτικό ντύσιμό τους, η ήρεμη φωνή τους, που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις έντασης, η γνώση τους για πράγματα που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος και άλλα πολλά σε πείθουν πως χρειάζεσαι κι εσύ κάτι τέτοιο στη ζωή σου. Σαν τις κινέζικες ηλεκτρικές συσκευές που δίνουν λύση σε προβλήματα της καθημερινότητάς μας, όμως ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγούν και να μας βάλουν φωτιά!
Ευγενικά τα παιδιά των ΜΚΟ. Οι απόστολοι του πολιτικαλικορεκτισμού. Δεκτικοί τάχα σε κάθε καλόγουστο πολιτισμικό φαινόμενο. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι αυτό που τους αρέσει περισσότερο, που τα κάνει να νιώθουν σαν στο σπίτι τους, είναι η θολούρα. Οτιδήποτε μάλλον ασαφές, χωρίς έρμα και ταυτότητα. Το σινεμά που βλέπουν και εκθειάζουν είναι κάτι σαν σινεμά. Λάνθιμος, ας πούμε, «Κυνόδοντας», ή Λαρς Φον Τρίερ και «Δόγμα του ’95». Ψαγμένα πράματα. Κάτι θέλει να πει ο ποιητής, μα δεν το λέει, επειδή το υπονοεί! Ο καθένας καταλαβαίνει ό,τι θέλει και μετά σου λέει πως, «η μαγεία του σκηνοθέτη κρύβεται στην πολυσημία». Η μουσική που προτιμούν ακούγεται κι αυτή θολή μέσα απ’ τα αυτιά τους. Δεν ξέρεις αν πρέπει να χαρείς, να λυπηθείς, να νευριάσεις ή, τέλος πάντων, να νιώσεις κάτι ακούγοντάς την. Από τον Μάνου Τσάο, τη Μόνικα (ωραία η Μόνικα) και τον Μαραβέγια μέχρι τα ρεμπέτικα που χάνουν την ομορφιά της ταυτότητάς τους και μετατρέπονται απλώς σε ελληνόφωνη έθνικ μουσική, δήθεν παγκόσμια, αλλά τελικά παγκοσμιοποιημένη.
Τα παιδιά των ΜΚΟ δεν προέρχονται από ένα συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, όπως συνέβαινε για παράδειγμα εν πολλοίς με το παλιό πολιτικό προσωπικό. Είναι σινάφι διαταξικό. Παιδιά εθνικοφρόνων ή εθνοαποδομητών, αριστερών, δεξιών και κεντρώων, παιδιά πλουσίων, φτωχών και μεσαίων στρωμάτων, έχουν κοινές πλέον προσδοκίες και κοινούς πολιτικοκοινωνικούς προσανατολισμούς, μιας και κατέβηκαν απ’ το βαγόνι της όποιας συλλογικότητας και κινούνται πλέον ατομικά. Και το γεγονός αυτό είναι μια άλλη ανατροπή της ανθρωπολογίας όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα. Λέει ο Μαρξ ότι η ταξική θέση του καθενός καθορίζεται από τη σχέση που έχει με τα μέσα παραγωγής. Λέει ο Βέμπερ ότι η ταξική θέση του καθενός καθορίζεται πλέον από την αγοραστική ικανότητά του. Λέει η σημερινή πραγματικότητα ότι η ταξική θέση του καθενός ή ο βαθμός συνείδησης της όποιας ταυτότητάς του μπορεί να είναι αυτός που είναι και να καθορίζεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αλλά δεν έχει καμία σημασία, μιας και αυτό που νοιάζει τους ανθρώπους είναι καθαρά ατομικό, απαλλαγμένο από ταξικές, εθνικές ή οποιεσδήποτε άλλες συλλογικές έγνοιες. Και το σινάφι των ΜΚΟ δεν δημιουργεί μια συνείδηση συλλογικότητας, επειδή πολύ απλά κανείς δεν εκχωρεί το εγώ του για κάτι ευρύτερο, ασχέτως αν συνταυτίζεται με αυτό.
Γιατί τόση καούρα με τα παιδιά των ΜΚΟ; Επειδή, σιγανά και ταπεινά, μας παίρνουν την ταυτότητα και μας κλείνουν το σπίτι. Επειδή, σε κάποιες εκλάμψεις διαύγειας, μπορεί να νιώσει κανείς τη μηχανή της αφομοίωσης της κυρίαρχης κουλτούρας τους να μας καταπίνει. Πιάνει κανείς τον εαυτό του να υιοθετεί συνήθειες και συμπεριφορές που τον κάνουν, λιγότερο ή περισσότερο, παιδί των ΜΚΟ. Βάδισμα ατομικό, αποκομμένο από κάθε ρίζα, την οποίαν, όποτε επικαλούμαστε, το κάνουμε εργαλειακά και φολκλορικά. Ο απονευρωμένος πολιτικός κυρίαρχος λόγος τους ακούγεται απ’ τα στόματά μας, ενώ το σώμα θέλει άλλα από την ψυχή μας και υιοθετεί τον ευνουχιστικό καθωσπρεπισμό τους. Παντού, μέσα και γύρω μας, διάχυτη η επιδερμική σχέση με τα πράγματα και τις καταστάσεις. Και από το πουθενά σκάνε σαν εκρήξεις τα πιστοποιητικά της επουσιώδους ύπαρξής μας. Κάτι ταχυπαλμίες στο άκουσμα της «Συννεφιασμένης Κυριακής», ο Διαμαντίδης και κάτι σκιρτήματα στην ανταλλαγή βλεμμάτων με κάποιο κορίτσι, που ίσως να δουλεύει και σε ΜΚΟ.
Χρήστος Πέτρου
από την εφημερίδα Ένωσις