Δημήτρης Μάρτος
Αθηναϊσμός: Ιδεολογική, πολιτική και γεωγραφική μορφοποίηση της δυτικής κυριαρχίας στους κόσμους του ελληνισμού
Εκδόσεις Γόρδιος, Αθήνα 2015
του Γιώργου Ρακκά, από το Άρδην τ. 104, Μάρτιος-Μάιος 2016
Τι είναι ο αθηναϊσμός; Το βιβλίο του Δημήτρη Μάρτου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γόρδιος, συμβάλλει καθοριστικά στο να διαλευκάνουμε μια μείζονα παθογένεια που κληροδότησε η δυτική αποικιοκρατία στο ελεύθερο ελληνικό κράτος: Τον χωροταξικό του υδροκεφαλισμό, ο οποίος σήμερα έχει ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο, συγκεντρώνοντας περίπου το 50% του πληθυσμού της χώρας και το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικοκοινωνικής της δραστηριότητας στο… 3% του εδάφους της.
Είναι μια συζήτηση που την οφείλουμε πρώτα απ’ όλα στο μέλλον αυτής της χώρας και αυτού του λαού, καθώς η υπερανάπτυξη της Αθήνας αποτελεί τον πιο καθοριστικό παράγοντα που καθιστά μη βιώσιμη την ελληνική πολιτεία, κοινωνία και οικονομία: Από τη σκοπιά των ανθρώπινων συστημάτων, δεν υπάρχει κανένας οργανισμός ο οποίος να επιβίωσε μεσοπρόθεσμα συντηρώντας τέτοιον βαθμό υπερσυγκέντρωσης στο εσωτερικό του – η έκταση και η ένταση του οποίου θυμίζει τις βαρυτικές διαδικασίες που συγκροτούν τις… μαύρες τρύπες στο σύμπαν.
Αυτό αντιπροσωπεύει και η Αθήνα ως προς το νεοελληνικό κράτος, από την πρώτη στιγμή που επιλέχθηκε να γίνει η πρωτεύουσά του. Ο Μάρτος αναλύει με διεξοδικό τρόπο πως αυτή η επιλογή δεν ήταν αθώα, ούτε εξέφραζε την ελεύθερη βούληση των Ελλήνων της άρτι απελευθερωμένης μικρής επικράτειας: Είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμα και αυτά τα «κόμματα της προστασίας», μαζί με σύσσωμο τον Τύπο της εποχής, αλλά και την κοινή γνώμη, επιθυμούσαν να τοποθετηθεί ένα διοικητικό κέντρο περί τον Ισθμό της Κορίνθου. Προσωρινώς, μάλιστα, καθώς πίστευαν ότι πολύ σύντομα θα ξεκινήσει ένας νέος κύκλων αγώνων, ο οποίος θα ολοκληρώσει το εθνικοαπελευθερωτικό εγχείρημα με την πολιτική αποκατάσταση του ελληνισμού στα όρια της επικράτειας του ύστερου βυζαντινού κράτους, που καταλύθηκε σταδιακά από τους Τούρκους, και με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Εκείνοι που θα επιβάλουν την επιλογή της Αθήνας θα είναι οι Βαυαροί, στο πλαίσιο ενός κολοσσιαίου προγράμματος διαμόρφωσης όχι μόνον της χωροταξίας και των θεσμών του νέου κράτους, αλλά, βαθύτερα, της ιδεολογίας του. Αυτοί θα επιβάλουν μια νέα εθνική αφήγηση χρησιμοποιώντας ως κύριο υλικό της τον γερμανικό νεοκλασικισμό.
Αυτή η «από τα πάνω και από τα έξω», ολοκληρωτικά κατασκευασμένη, εθνική αφήγηση, θα συγκρουστεί μετωπικά με την πλατιά λαϊκή αντίληψη που διαμορφώθηκε μέσα στο κίνημα της παιδευτικής και υλικής αναγέννησης του ελληνισμού, το οποίο κορυφώνεται κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο Μάρτος διακρίνει δύο εθνολογικά υλικά – όπως τα ονομάζει.
Το κατασκευασμένο έθνος της αποικίας
Το πρώτο είναι της βαυαροκρατίας, που προκρίνει την κεντρικότητα της Αθήνας: στηρίζεται σ’ έναν φιλελληνισμό, που «ιδεατοποιεί» την εικόνα της αρχαίας Ελλάδας –η κλασική αρχαιότητα ως φετιχισμός του Γερμανικού Ελληνισμού (Deutche Hellinismus) –για να την αντιπαραβάλει με τις πραγματικότητες του υπόδουλου ελληνισμού: Τάχα νήπιος, βυθισμένος στο σκότος της Ανατολής, βουτηγμένος στις προλήψεις και την αμάθεια, ιδανικός –υποτίθεται– για να εκπαιδευτεί στις αρετές του ορθού λόγου από την «πατρίδα της ψυχρής λογικής» (sic!). Αποκτώντας σχεδόν ιεραποστολικές διαστάσεις, η αντίληψη που επιβάλλει η βαυαροκρατία πραγματοποιεί μια γιγαντιαία αντιστροφή:
Θα απαλλοτριώσει την ελληνική αρχαιότητα από τους ιστορικούς της εκφραστές, τους Έλληνες, που τη φέρουν μέσα στην ταυτότητά τους μετασχηματισμένη και διαμεσολαβημένη από τους αιώνες της μεσαιωνικής εξέλιξης (Βυζάντιο), καθώς και από την οθωμανοκρατία, για να την εγκιβωτίσει στον ουρανό των καθαρών εννοιών. Θα τη μεταλλάξει αποφασιστικά σε μια διεστραμμένη εκδοχή όπου κυριαρχεί ο εργαλειακός λόγος και το ψυχρό κάλλος, για να την επιστρέψει στον ελληνισμό ως θεωρία που συστηματοποιεί τις αποικιακές αντιλήψεις περί του πολιτισμικά κατώτερου γηγενή αγρίου, και του Γερμανού επιπολιτιστή.
Οι Βαυαροί θα επιλέξουν την Αθήνα –τι πιο ταιριαστό για κεντρικό σύμβολο αυτού του νέου, μικρού κρατιδίου–, πρότυπο ευρωπαϊκού νεοκλασικιστικού επιπολιτισμού λόγω της Ακρόπολης, ως χωροταξική έκφραση αυτής της νέας κατασκευασμένης εθνικής αφήγησης. Και θα μεταμορφώσουν μια αγροτική πόλη 10.000-12.000 ανθρώπων (αρχές 19ου αιώνα) σε πρωτεύουσα-κέντρο του νέου βασιλείου.
Το έθνος ως ιστορικό υποκείμενο της ελληνικής αναγέννησης: μια εναλλακτική, μη δυτική νεωτερικότητα;
Το πρόγραμμα της βαυαροκρατίας εκβιάζει την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη του ελληνικού χώρου: οι πραγματικότητες που θα ξεπηδήσουν μέσα από την πνευματική και υλική αναγέννηση του νεώτερου ελληνισμού θα είναι ριζικά διαφορετικές, τείνοντας να διαμορφώσουν ένα εναλλακτικό εθνοσύστημα [ή «εθνολογικό υλικό», όπως το αποκαλεί ο Μάρτος]. Η ελληνική «επανάσταση της μανιφακτούρας», δηλαδή η θεαματική επέκταση της βιοτεχνικής παραγωγής, του εμπορίου και της ελληνικής μαστορικής, που θα συμβεί κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, συγκροτεί τις δραστηριότητες του ελληνισμού σ’ ένα πολυκεντρικό δίκτυο, το οποίο διαχέεται στην οθωμανική επικράτεια, πηγαία και αυθόρμητα, δημιουργώντας, αρχικά, τις προϋποθέσεις για την εθναφύπνιση όλων των υπόδουλων λαών της περιοχής. Ο ορθόδοξος Βαλκάνιος κατακτητής έμπορος θα είναι Έλληνας ή θα ελληνίζει και, αν υπάρχει ένα πολιτικό σχέδιο που συνδέεται οργανικά με τις πραγματικότητές του, αυτό θα είναι της Βαλκανικής Κοινοπολιτείας του Ρήγα Φεραίου.
Ο Ρήγας θα οραματιστεί την υποκατάσταση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκσυγχρονίζοντας την παράδοση της βυζαντινής κοινοπολιτείας, μπολιάζοντάς την με ιδέες δημοκρατικού ομοσπονδισμού: η μέριμνά του να οργανώσει εναλλακτικά τον βαλκανικό χώρο δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός διακριτού νεωτερικού κοσμοσυστήματος – μη δυτικού, και μη αποικιακού.
Η αντίθεση μεταξύ των δύο «αφηγήσεων», τις οποίες αναλύει ο Μάρτος δεν είναι μόνον πνευματική/πολιτιστική: είναι υλική και γεωπολιτική, καθώς μια τέτοια εξέλιξη στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα όλων των Μεγάλων Δυνάμεων. Και ιδίως της Αγγλίας, όπου ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα βλέπει στην ισχυροποίηση του ελληνικού εμπορίου έναν εν δυνάμει ανταγωνιστή που θα ανταγωνιστεί την αυτοκρατορία στην πρόθεσή της να επιβάλει μονοπώλιο. Και θα ενσαρκωθεί καθ’ όλη την διάρκεια της βαυαροκρατίας ως πραγματική σύγκρουση, καθώς με αιχμή το ζήτημα της τύχης των παλαιών πολεμιστών, τις εκκλησιαστικές/εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που εισηγούνται, όπως και της σκληρής φορολογίας που επιβάλλουν, θα ξεσπάσουν εκατοντάδες εξεγέρσεις σε όλο τον ελεύθερο ελλαδικό χώρο –μέχρι την επανάσταση του 1843.
Η επιλογή, επομένως, της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους –ενός κράτους το οποίο μάλλον «ελληνίζει» παρά είναι ελληνικό, εξυπηρετεί ακριβώς αυτό το σχέδιο: Mιας φτωχής πλην τίμιας Ελλάδας προορισμένης να λειτουργήσει στον διεθνή καταμερισμό ως μια μικρή χώρα-μουσείο της κλασικής αρχαιότητας, με τον τρόπο μάλιστα που την αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι οι Δυτικοί!
Οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες αυτής της επιλογής θα είναι τεράστιες: Στην πραγματικότητα, θα θεμελιώσουν τον πολιτικό βίο του νεότευκτου κράτους πάνω σε μια παρασιτική κοινωνική και οικονομική βάση. Η Αθήνα θα διογκωθεί τεχνητά ως διοικητικό-πολιτικό κέντρο και το σύστημα κοινωνικής εξουσίας που θα εγκαθιδρυθεί θα περιλαμβάνει κατ’ εξοχήν ραντιέρηδες (οικοπεδούχους της πρωτεύουσας), μεταπράτες, πολιτικούς διαμεσολαβητές και πελάτες του αποικιακού συστήματος διακυβέρνησης. Η πρωτεύουσα-πρότυπο θα θεσπιστεί εξαρχής ως παράσιτο, πάνω και έξω από τις πραγματικότητες του νέου ελληνισμού. Η επέκταση της Αθήνας θα πραγματοποιηθεί εις βάρος των υπόλοιπων αστικών κέντρων του ελεύθερου κρατιδίου (με πολύ κλασικό παράδειγμα τη Σύρο) και θα λειτουργήσει έκτοτε ως μηχανή παρασιτισμού.
Εξ ου και η άρρηκτη σχέση που διατηρεί το σύστημα-Αθήνα με τη χρεοκρατία, τη χρησιμοποίηση του δανεισμού ως μέσου κατίσχυσης των ξένων δυνάμεων πάνω στη χώρα. Δεν είναι μόνο ότι η… πτώχευση του ελληνικού κράτους θα επισυμβεί… πριν την κήρυξη της ανεξαρτησίας του (1827). Είναι και ότι, όπως μας λέει ο Μάρτος, οι ανάγκες χρηματοδότησης του εκτεταμένου προγράμματος συγκρότησης του κράτους των Αθηνών και ανάπλασης της πρωτεύουσας, υπό τα σχέδια των Σάουμπερτ και Κλεάνθη, θα καλυφθούν διά του εκτεταμένου, επαχθούς δανεισμού, ο οποίος θα οδηγήσει και σε μια νέα χρεοκοπία, στις αρχές της δεκαετίας του 1840. Έκτοτε, κάθε φορά που το ελληνικό κράτος κηρύσσει πτώχευση –και δεν είναι λίγες οι φορές που θα το πράξει αυτό μέσα σε διάστημα εκατόν ογδόντα χρόνων– η στρεβλή επέκταση της Αθήνας θα αποτελεί έναν από τους κατ’ εξοχήν παράγοντες της χρεοκοπίας. Μήπως αυτό δεν θα συμβεί κατά τη δεκαετία του 2000, με την ψευδομεγάλη ιδέα της Ολυμπιάδας και τον περαιτέρω γιγαντισμό της Αθήνας, που θα τελεσιδικήσει για την εξ ολοκλήρου παρασιτική πραγματικότητα της ύστερης Αθήνας;
Η ανάλυση του Μάρτου είναι βαθιά, ουσιαστικά πρόκειται για μια γενεαλογία του αθηναϊκού υδροκεφαλισμού, ενώ την ίδια στιγμή αποκαλύπτει τις άρρηκτες σχέσεις του με κεντρικά διαχρονικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει ο ελληνισμός καθ’ όλη τη διάρκεια του ελεύθερού του βίου: Τόσο την ενσωμάτωσή του στα δίκτυα της αποικιοκρατίας, όσο και τον εσωτερικό παρασιτισμό/μεταπρατισμό της ελληνικής κοινωνίας – συνθήκες που οι Έλληνες θα προσπαθήσουν να αποτινάξουν μέσα στους δύο τελευταίους αιώνες, δίχως αυτές οι προσπάθειες να ευοδωθούν ποτέ.
Ταυτόχρονα με τον αθηναϊσμό, επίσης, ο Μάρτος αποκαλύπτει σε όλη τους την έκταση την πραγματική-ιστορική καταγωγή όλων των εθνομηδενιστικών μυθευμάτων τα οποία σήμερα κυριαρχούν σε πανεπιστήμια, σχολεία και υπουργεία, υπαγορεύοντας τη σύγχρονη, κυρίαρχη αφήγηση, που εξέφρασαν κράτος και άρχουσες τάξεις κατά την ύστερη μεταπολίτευση. Έτσι, ο Μάρτος, μέσα από την πολυετή, επίπονη έρευνά του, μας βοηθάει να κατανοήσουμε με πλήθως παραπομπών σε ιστορικές πηγές και πορίσματα –και όχι «στον αέρα», όπως αρέσκεται ο Λιάκος και οι συν αυτώ– ότι, στην πραγματικότητα, η θεωρία περί «κρατικής κατασκευής της εθνικής αφήγησης» είχε την εντελώς αντίστροφη λειτουργία από αυτήν την οποία ισχυρίζεται ο εθνομηδενισμός.
Όντως, το νεότευκτο ελληνικό κράτος κατασκεύασε μια εθνική αφήγηση, που ήταν ριζικά διαφορετική από την ταυτοτική πραγματικότητα του υπόδουλου λαού, καθώς και ριζικά συγκρουόμενη με την ίδια την ιστορική πραγματικότητα. Μόνο που αυτή δεν ήταν εθνική, αλλά αποικιακή – ήταν η αντίληψη της ολοκληρωτικής ιστορικής ασυνέχειας του ελληνισμού, την οποία επέβαλαν οι ξένοι «επιπολιτιστές» μας, εξυπηρετώντας δικές τους γεωπολιτικές, υλικές, και πνευματικές ανάγκες! Αν, δηλαδή, κατασκευάστηκε κάτι από το ελληνικό κρατίδιο του 1832, αυτό ήταν η αντίληψη της ριζικής αποξένωσης του ελληνικού λαού από την ίδια του την ιστορία, συνεπικουρούμενη από σύνδρομα καχεξίας και κατωτερότητας απέναντι στη Δύση. Την καταγωγική μήτρα, δηλαδή, όλων των ψευδοθεωριών που ενάμιση αιώνα μετά θα προβάλουν ο Λιάκος, η Μαρία Ρεπούση και η Χριστίνα Κουλούρη ως καινοφανείς. Ας αφήσουν, επομένως, τον Γκέλνερ, τον Άντερσον και τους άλλους Δυτικούς θεωρητικούς της εθνικής ταυτότητας ως κατασκευής στην άκρη, διότι, αν έχουν κάποια εφαρμογή στην ελληνική ιστορία του 19ου αιώνα, αυτή όχι μόνον αμφισβητεί τους ισχυρισμούς τους, αλλά και αποκαλύπτει την καταγωγική τους μήτρα: Το ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι «his master’s voice» και διακινούν επί της ουσίας αποικιακά στερεότυπα κατασκευασμένα προ 150ετίας.
Μιλώντας με ριζικό τρόπο για τον παρασιτισμό και τον αθηναϊκό υδροκεφαλισμό, αποκαλύπτοντας την ιστορική πορεία της «γερμανικής ανωτερότητας» και της άνισης σχέσης που αυτή κατασκεύασε στον τόπο μας, καθώς και… αποδομώντας τους αποδομητές, η σκέψη του Δημήτρη Μάρτου σαφέστατα ανοίγει νέους ορίζοντες, συμβάλλοντας έτσι καίρια και αποφασιστικά στη συγκρότηση μιας νέας αντίληψης, αυτής του 21ου αιώνα: Μια αυθεντικά ελληνική και ριζικά αντιαποικιακή θεωρία, που θα μας επιτρέψει να τοποθετήσουμε τα υπαρξιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνισμός στις πραγματικές ιστορικές τους διαστάσεις.
Αυτή είναι η κύρια πλευρά του νέου του βιβλίου και εκεί θα πρέπει να σταθούμε περισσότερο. Και όχι σε μια τάση, δευτερεύουσα, που ενυπάρχει στο έργο του, να αναδείξει τον αθηναϊσμό σε πασπαρτού ερμηνεία, ικανή να διαλευκάνει δύο και πλέον αιώνες καημού της ρωμιοσύνης. Μια τάση, αναπόφευκτη ίσως, για έναν στοχαστή που πρωτοπορεί στον κλάδο της ιστορικής-κοινωνικής χωροταξίας, έξω μάλιστα από το πανεπιστήμιο, ενώ τριγύρω του πληθαίνει μια βαβέλ ψευδοεπιστημοσύνης γραφειοκρατών, που «μουρμουρίζουν σπασμένες σκέψεις σε ξένες γλώσσες».
Εντούτοις, ακόμα και αυτή η τάση παρακινεί σε συζήτηση. Και είναι ευκαιρία ίσως να θίξουμε ορισμένα από τα ζητήματα που προκύπτουν από ορισμένες θέσεις-συμπεράσματα του Δημήτρη Μάρτου.
Πρώτον: Η ερμηνεία της νεώτερης ελληνικής αναγέννησης ως εξ ολοκλήρου ελληνοβαλκανικής –με τον ελληνισμό να αποτελεί όχι μόνον ενεργό ιστορικό υποκείμενο, αλλά και να λειτουργεί ως εκσυγχρονιστική ιδεολογία για τα ανώτερα στρώματα των υπόδουλων Σλάβων, τρανή απόδειξη η ελληνοφιλία και η ελληνομάθεια τους. Ωστόσο, πολύ σύντομα θα αρχίσουν να επανέρχονται εκ νέου τάσεις εθνικών διαχωρισμών, οι οποίοι είναι υπαρκτοί και ανιχνεύονται ήδη από την εποχή του ύστερου Βυζαντίου. Οι δυνάμεις της αποικιοκρατίας δεν θα επινοήσουν, αλλά θα τροφοδοτήσουν και θα ενισχύσουν αυτές τις τάσεις, ώστε να αποδυναμώσουν μια κοινή βαλκανική προοπτική, που εκ των πραγμάτων θα έθετε σοβαρά προσκόμματα στην περιφερειακή τους ηγεμονία. Η επιτυχία της στρατηγικής τους, εξ άλλου, κρίθηκε στο ότι βασίστηκε ακριβώς σε υπαρκτές πραγματικότητες, τις οποίες κατέστησε κυρίαρχες, ως συνήθως συμβαίνει.
Η διάκριση που θα πρέπει να γίνει είναι λεπτή: Η βαλκανική διάσταση της νεοελληνικής αναγέννησης δεν θα πρέπει ούτε να υποτιμάται, ούτε να υπερτονίζεται. Και το ίδιο ισχύει για την επίδραση της αποικιοκρατίας πάνω στην εθνική αφύπνιση των λαών της βαλκανικής: Όντως, από τη μια πλευρά, η εθνοκρατική πολιτική συγκρότηση υπήρξε θεμελιωδώς ασύμβατη με την πολυεθνική πραγματικότητα των Βαλκανίων. Και ως προς αυτό, η σύλληψη του Ρήγα Φεραίου για μια εναλλακτική, νεωτερική πολιτική συγκρότηση, που εκσυγχρόνιζε την παράδοση της βυζαντινής κοινοπολιτείας, μπολιάζοντάς τη με τη λογική του δημοκρατικού ομοσπονδισμού, υπήρξε απολύτως συμβατή με τις ιδιαίτερες βαλκανικές πραγματικότητες.
Εντούτοις, το «Σχέδιο της Χάρτας» δεν θα ευοδωθεί. Ακόμα και ο ίδιος ο Ρήγας, όταν θα προσπαθήσει να υλοποιήσει το επαναστατικό του σχέδιο, θα στραφεί προς τους Σουλιώτες και τους Μανιάτες –διότι, προφανώς, η δυνατότητα μιας παμβαλκανικής επανάστασης υπήρξε εξαιρετικά ατροφική. Και το ίδιο θα συμβεί με το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας, για μια παμβαλκανική επανάσταση εναντίον της Πύλης, το 1821: Η ιδέα αποδεικνύεται πρόωρη, ενώ η υλοποίηση μορφών βαλκανικής συνεργασίας θα έλθει… έναν αιώνα αργότερα, αφότου προηγηθεί ένα αρχικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με αντικείμενο το Μακεδονικό, και θα είναι εξαιρετικά βραχύβια, όπως θα φανεί με το ξέσπασμα του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου.
Δεύτερον: Η σχέση του αθηναϊσμού με τη Μεγάλη Ιδέα. H μαγνητική-αλλοτριωτική έλξη του αθηναϊσμού υπήρξε άραγε τόσο μεγάλη ώστε κατάφερε να απορροφήσει σχεδόν αυτόματα τον Κωλέττη, που επαναδιατύπωσε το αίτημα της ελληνικής επανάστασης για την αποκατάσταση του ελληνισμού στα όρια της ύστερης βυζαντινής αυτοκρατορίας με όρους στρατηγικής ενός ανεξάρτητου πλέον κράτους; Που αλλοτρίωσε τον Βενιζέλο αφ’ ης στιγμής εγκατέλειψε την Κρήτη για την πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους; Η ιστορική πραγματικότητα μάλλον υπήρξε πιο πολύπλοκη απ’ όσο μπορεί να την αποτυπώσει το δίπολο αθηναϊσμός/πολυκεντρικότητα, έτσι όπως τίθεται από τον Δημήτρη Μάρτο.
Ο αθηναϊσμός υπήρξε μια τάση, που διαποτίζει τις άρχουσες τάξεις της χώρας –ενίοτε κυρίαρχη. Δεν ήταν όμως ανεξάρτητη από τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, δηλαδή από την εσωτερική διαπάλη που χαρακτήρισε την ελληνική κοινωνία πάνω στα κεντρικά ζητήματα που την απασχόλησαν και που είχε άλλοτε πολιτισμική και άλλοτε κοινωνική χροιά. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επανάσταση του 1843 έθεσε το πλαίσιο αμφισβήτησης της βαυαροκρατίας, της νεοκλασικιστικής εθνικής αφήγησης και του αθηναϊσμού, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας από τον Κωλέττη. Το αν αυτή, πολύ γρήγορα, διατυπώθηκε με όρους στρατηγικής, που θα έπρεπε να υλοποιήσει το κράτος των Αθηνών, είναι κάτι λίγο ως πολύ αναπόφευκτο: Ποιο κράτος θα αναλάβει να εφαρμόσει το αίτημα διεύρυνσης της ελληνικής επικράτειας στα όρια της δραστηριότητας του ελληνισμού, αν όχι το συγκεκριμένο ελληνικό κράτος, έτσι όπως υπήρχε; Υπήρχε άλλη δυνατότητα; Θα μπορούσε να υλοποιηθεί τότε οργανώνοντας τη μεταφορά της πρωτεύουσας;
Με τον ίδιον τρόπο, ήταν η Κρητική Επανάσταση και ο Ελευθέριος Βενιζέλος που λειτούργησαν ως δύναμη ανανέωσης ενός αποτελματωμένου από την ήττα του 1897 πνευματικού και πολιτικού κόσμου. Μια δύναμη που ήρθε «απ’ έξω», όντως εκφράζοντας τις δυνατότητες ενός καταπιεσμένου πολυκεντρισμού. Και συγκρούστηκε με το αθηναϊκό κατεστημένο γύρω από το όραμα αστικού εκσυγχρονισμού/εθνικής αποκατάστασης που διατύπωσε. Μάλιστα, δεν δίστασε να εγκαταλείψει την Αθήνα κατά τον εθνικό διχασμό και να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, ανταποκρινόμενος στο αίτημα του κινήματος Εθνικής Άμυνας. Με την άνοδο στη Θεσσαλονίκη, η αντίθεση με τον αθηναϊσμό προσλαμβάνει και χωροταξική διάσταση – παράδοξο που ο Δημήτρης Μάρτος δεν το υπογραμμίζει, χρεώνοντας στον Ελευθέριο Βενιζέλο διολίσθηση στον αθηναϊσμό, από τη στιγμή που εγκαταλείπει την Κρήτη.
Κοινώς: Η ύπαρξη, η επίδραση και η κυριαρχία του αθηναϊσμού στους κόλπους των αρχουσών τάξεων είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί για να θεωρήσουμε πως ολάκερη η πολιτική ιστορία δύο αιώνων του ελληνικού κράτους είναι «μια νύχτα του αθηναϊσμού όπου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες».
Υπήρξαν πολλές συγκυρίες, όπου η κινητοποίηση των μαζών προς την κατεύθυνση της συνέχειας του επαναστατικού προτάγματος που διατύπωσε το 1821, έθετε ντε φάκτο σε αμφισβήτηση, ή ακόμα και σε κίνδυνο, την κεντρικότητα της Αθήνας, όλα τα ντόπια συμφέροντα που ήταν δεμένα με αυτή, καθώς και εκείνα των Μεγάλων Δυνάμεων. Και είναι λάθος να παραγνωρίζουμε αυτές τις στιγμές κρίνοντάς τες εκ των υστέρων για την αποτυχία τους.
Τέλος, υπάρχει επίσης ένας άδικος, κατά την άποψη του γράφοντος, τρόπος, με τον οποίον αντιμετωπίζεται ο Σεφέρης στο πλαίσιο του σχήματος περί αθηναϊσμού. Ο Σεφέρης στηλιτεύεται από τον συγγραφέα του Αθηναϊσμού ότι «ιδεατοποίησε» τη Μεγάλη Ιδέα, καλώντας, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, να τη μεταστρέψουμε από αίτημα εδαφικής αποκατάστασης, σε αίτημα πνευματικής εμβάθυνσης. Και ότι επεξεργάστηκε αυτή την «ιδεατοποίηση» με τους όρους μιας νέας αθηναϊκής ιδεολογίας. Να ήταν άραγε αθηναϊστής ο Σεφέρης, που έγραψε με τόσο πάθος για τον ελληνισμό της Κύπρου –καταγγέλοντας μάλιστα τις αθηναϊκές ελίτ για τις πράξεις και τις παραλήψεις τους; Ή μήπως ένας αθηναϊστής μπορούσε να εκφράσει τόσο ανάγλυφα και χαρακτηριστικά τον εκφυλισμό και τον ξεπεσμό των εξόριστων στο Κάιρο πολιτικών ελίτ της αθήνας; Και πώς συμβαδίζει με τον Αθηναϊσμό η αποκατάσταση του Θεόφιλου, τα έργα του οποίου αναδεικνύουν μια αμιγώς αντιαθηναϊκή θεματολογία; Ή μήπως αρκεί το γεγονός ότι ο Σεφέρης κριτικάρει έναν ορισμένο επαρχιωτισμό της περιφέρειας για την απόρριψη του Θεόφιλου;
Εν τέλει, η ανάγνωση του Αθηναϊσμού κατέληξε προσκομίζοντας στον γράφοντα μια βεβαιότητα και μια αναρώτηση: Βεβαιότητα, ότι η ανάλυση του Δημήτρη Μάρτου για τη σχέση βαυαροκρατίας, αποικιοκρατίας, κοινωνικού-οικονομικού παρασιτισμού, κεντρικότητας της Αθήνας και αθηναϊκής έξης των ελληνικών αρχουσών τάξεων (ιδιαίτερα της κύριας, μεταπρατικής τους συνιστώσας) είναι καίρια και αποφασιστική. Συμβάλλει τα μάλα τόσο στην επαναδιατύπωση της εθνικής μας αυτογνωσίας με όρους του 21ου αιώνα, φωτίζοντας ταυτόχρονα τον δρόμο για να αντιμετωπίσουμε, διαχρονικά, θεμελιώδη προβλήματα του ελληνισμού, που πλέον τον απειλούν με εξαφάνιση ή θανάσιμη συρρίκνωση, ίσως και στον αιώνα που διανύουμε.
Και αναρώτηση, διότι είναι κρίμα μια πολύ καίρια, ουσιαστική, ριζική ως προς τις διαπιστώσεις και τα προτάγματα που φέρει μέσα της η ανάλυση, να κινδυνεύει να θεωρηθεί πως αναδεικνύει τον αθηναϊσμό ως το αποκλειστικό κλειδί ερμηνείας του καημού της Ρωμιοσύνης, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Πρωταρχική παράμετρος, ναι, καθότι ο ρόλος της είναι καίριος. Αλλά, δυστυχώς, όχι η μόνη.