του Altan Gekalp, από το Άρδην τ, 4 Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1996
Πώς µπορεί κάποιος να είναι συγχρόνως Τούρκος και μουσουλμάνος; Το ερώτηµα τίθεται ιδεολογικά, πολιτιστικά και πολιτικά από τα τέλη του Ί9ου αιώνα, στο έργο κυρίως του Ζιγιά Γκεκάλπ, ο οποίος επιχειρεί να θέσει τις αρχές του τουρκισμού. Για αυτόν τον θαυμαστή του Auguste Comte και επίγονο του Durkheim, είναι ανάγκη να διαχωριστεί η τουρκική παιδεία από τον μουσουλµανικό πολιτισμό. Σήµερα, για τους Τούρκους στρατευµένους ισλαµιστές όλων των τάσεων, όπως και για αυτούς που η κεµαλική. µη-θρησκευτική παράδοση αποτελεί καθ αυτή µια θρησκεία, η σχιζοειδής τοµή παραμένει: Τούρκοι και µουσουλµάνοι; Τούρκοι και ωστόσο µουσουλμάνοι; Ποιός τουρκικός ισλαμισµός;
Ένα σηµαντικό τµήµα του τουρκικού πληθυσμού (ανάµεσα στο ένα πέμπτο και το ένα τέταρτο, ή δέκα µε δεκαπέντε εκατομμύρια πολίτες) συμμετέχουν στην θρησκευτική μειοψηφία των επονοµαζόµενων αλεβιτών. Οι αλεβίτες γοητεύουν, προκαλούν και προξενούν µια εχθρότητα που συχνά μεταφράστηκε σε εξοστρακισµό τους από µέρους της κοινότητας των σουνιτών και κυρίως των παραδοσιακών οπαδών της ορθδοξίας. Ο όρος αναφέρεται στους πιστούς µιας θρησκευτικής πρακτικής που εντάσσεται στην παράδοση του Κορανίου, η πρώτη αρχή της οποίας είναι ο μυστικός χαρακτήρας της συµµετοχής (σίρ). Ο μυστικός χαρακτήρας της συµµετοχής είναι σήµερα σχετικός, δενεπιτρέπει, όµως, µια ακριβή και άµεση δημογραφική εκτίµηση των µελών της κοινότητας. Στην πραγµατικότητα, έχουµε στη διάθεσή µας συμπεράσματα από απογραφές του Ί9ου αιώνα. Όσον αφορά τη σύγχρονη εποχή ενδεικτικά στοιχεία δίνει η µελέτη των εκλογικών αποτελεσμάτων.
Αυτό το θεµελιακό χαρακτηριστικό, η υποχρεωτική ᾿κρυπτεία”, βρίσκεται στην απαρχή ενός παραδόξου: ενώ ο στρατευµένος ισλαµισµός τροφοδοτεί έναν χωρίς προηγούμενο ιδεολογικό και πολιτικό πυρετό, στην ίδια την Τουρκία και το εσωτερικό της διασποράς των Τούρκων μεταναστών σε άλλες χώρες, οι αλεβίτες αισθάνονται υποχρεωμένοι να επιλέξουν μεταξύ της διαιώνισης της παράδοσης της σιωπής και του αγώνα για την αναγνώριση της ταυτότητάς τους, πεπεισμένοι ότι µέσω της θρησκείας τους είναι μαχητές της νεωτερικότητας.
Ἱστορικά ορόσηµα µιας συνύπαρξης διαφορετικών αιρέσεων (του αλεβιτισμού και του µπεκτασισμού)
Οι όροι αλεβιτισµός και µπεκτασισµός αντιστοιχούν σε πραγµατικότητες που συνδέονται µεν αλλά διαφέρουν, και συνεχίζουν να αναφέρονται σε όσους θεωρούνται από τους υπέρµαχους της σουνίτικης ορθοδοξίας ως αδιάλλακτοι αἱρετικοί; τους αλεβίτες και τους μπεκτασί.
Γενετικά, ο όρος αλεβίτες (δηλ. οι πιστοί του Αλή, εξαδέλφου και γαμπρού του προφήτη Μωάμεθ, αποκλεισµένου από τη διαδοχή του Χαλιφάτου και ηγετική φυσιογνωμία του μεγάλου σχίσματος του Ισλάμ, της Σία) παραπέµπει στο µεγάλο ισλαμικό σχίσμα και δηλώνει όσους δεν αναγνωρίζουν τη διαδοχή του Μωάμεθ αλλά συνδέονται µε την κληρονομιά του έκτουαπό τους δώδεκα ιµάµηδες (οδηγούς), του Τζαφάρ Ους Σαντίκ. Η ιστορία του αλεβιτισμού της Ἀνατολίας, όπως και ο πατρογονικός μύθος του σιϊτισμού, στιγµατισµένος από την τραγωδία του Αλή, της ἱερής οικογένειάς του, καθώς και από το μαρτύριο των απογόνων του στην µάχη της Κάρµπαλα, αποτελεί µια µακρά διαδοχή αποκλεισµών, καταστολής και πογκρόµ, από τα οποία το τελευταίο. συνέβη το 1974, στο Καραµάν Μαράς, τα οποία ποινικοποιούν την ιδιαιτερότητά τους που εκλαμβάγεται ως άρνηση του ισλαμισμού
Ο κοινός νους δίνει στον όρο ᾽αλεβίτες᾽ µια ονομασία που θεωρείται σήµερα από την πλειοψηφία των αλεβιτών προσβλητική: Κόκκινα κεφάλια, Κιζιλµπάς. Αυτότο παρανόµι υποδηλώνει, χωρίς να έχουν συνείδηση σήµερα αυτοί που το χρησιμοποιούν, τις εξεγέρσεις της οθωμανικής Ανατολίας στο πλευρό της Σαφιδικής εξουσίας του Ιράν υπό τον Σάχη Ισμαήλ. Η ήττα του στη µάχη του Χαλδιράν (1514) στοίχισε στους αλεβίτες, που φορούσαν κόκκινα τουρμπάνια µε δώδεκα σειρές σε ανάμνηση των δώδεκα ιµάµηδων, την πρώτη ιστορική σφαγή τους από το οθωµανικό ξίφος.
Ο όρος µπεκτασί έρχεται από το όνοµα του θεµελιωτή Χασί Μπεκτάς Βελί (1248-1337), του οποίου η σύνδεση µε µια λόγια μυστική, παράδοση και την διανόηση, καταρχήν του παλατιού και κατόπιν των πολιτικών στην οθωμανική αυτοκρατορία, κρατά σε απόσταση τους επικριτές του. Ο µπεκτασισµός θα συνδεθεί µε την ανάπτυξη του οθωμανικού τεκτονισμού. Το τάγμα των µπεκτασί θα καταργηθεί µετά την αιματηρή καταστολή που έθεσε τέλος στο θεσµό των γεγιτσάρων, τον Ιούλιο του 1826. Δεν αποτελεί µήπως την επίσηµη θρησκεία των γενιτσάρων ο µπεκτασισµός; Θα κλείσουν όλα τα µογαστήρια (τεκέδες), όσα δημιουργήθηκαν µετά το 1767 θα αποδοθούν σε άλλα θρησκευτικά τάγµατα, τα αρχαιότερα θα χάσουν κάθε δικαίωµα και θα καταστραφούν.
Ωστόσο υπάρχει και µια θεµελιώδης διαφορά ανάµεσα στους αλεβίτες και τους µπεκτασί. Γίνεσαι αλεβίτης µόνο από καταγωγή ενώ µπορείς να χριστείς µπεκτασί. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις, µόνο η ορθή και πρέπουσα μύηση καθαγιάζει την είσοδο στην κοινότητα.
Μια θεωρία που θεοποιεί την ιστορία
Από τη σκοπιά του δόγµατος, ακόμα και µια γρήγορη εξέταση δείχνει ότι τα πάντα αντιπαραθέτουν αλεβίτες και σουνίτες. Ακόμα και αν αυτό δεν αρέσει στους ίδιους τους αλεβίτες που διεκδικούν µε πείσµα την συµµετοχή τους στο Ισλάμ, αποτελούν µια πλήρη και διακριτή θρησκευτική κοινότητα και όχι απλά ένα από τα δόγµατα που προέκυψαν από τη διδασκαλία του Μωάμεθ.
Οι πύλες που διανοίγουν στο Πραγματικό
Το δόγµα των αλεβιτών επιμένει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού. Τα καλλιγραφήµατα πάνω σε καθρέπτες, που απεικονίζουν ανθρώπινες µορφές, μεταφέρουν αυτό το μήνυμα: Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη και ο θεός εμφανίστηκε αυτοπροσώπως. Πώς, να παραιτηθείς από τη ζωή όταν υπάρχει τέτοια πρωινή χάρη τη στιγµή που ξυρίζεσαι;
Οι αλεβίτες µπεκτασί λένε: ΓιΙόλ µπιρ, σουρέκ µπιν µπιρ. Μία είναι η οδός, χίλιες και µία οι διαδρομές. Χίλιες και µία οι ανθρώπινες εµπειρίες, ατομικές, ή µέσα στην κοινότητα, προκειµένου. να πραγµατωθεί η πλήρωση του τέλειου ανθρώπου, του έρεν.
Αυτή η γνωστική αναζήτηση που αποδίδεται στον Μωάμεθ και που δικαιολογεί την υπεροχή του Αλή σε σχέση µε τον Προφήτη. Είμαι η πόλη της γνώσης και ο Αλή είναι η πύλη. Διατυπώνουν επίσης, για να τονίσουν τη θεϊκή ύση του Αλή, ένα τριαδικό δόγµα που θεμελιώνει τον ενiαίο χαρακτήρα του Θεού-Πραγματικότητα: “Αλλάχ, Μωάμεθ, Αλή”, (ουκού µπιρντίρ, µπιρί ουκτούρ), “Αλλάχ, Μωάμεθ, Αλή’, τα τρία είναι ένα, το Ένα είναι µέσα στα τρία.
Αυτό που δίνει στον αλεβιτισµό τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και την κοινοτική του δυναμική, ενοικεί στην υποχρεωτική, για κάθε νέο µέλος, επιλογή ενός συντρόφου (μουσαχίμπ) που στην πραγµατικότητα αποτελεί ορκισµένο αδελφό. Την σηµαντική αυτή στιγµή της κοινοτικής ζωής, η οποία καθαγιάζει την μύηση των νέων µελών, οργανώνει η ιεροτελεστία του μυστηρίου της ένωσης (αγίν-ι-κέμ).
Η μύηση αυτή είναι υποχρεωτική και για τις συζύγους των µυηµένων και εκτυλίσσεται µε µια πολύπλοκη Και μυστική ι8ροτελεστία, η χορογραφία της οποίας ενώνει δύο νεοφώτιστους µαζί µε τις γυναίκες τους και βρίσκεται στην απαρχή πολλών φαντασιώσεων, κατηγοριών και επιδοκιµασιών σε όλη την ιστορία του αλεβιτισμού. Την περιγράφουν ως τόπο λειτουργιών μαύρης μαγείας Και διαφθοράς, αιμομικτικών ιεροτελεστιών, τις οποίες τελούν εκείνοι που σβήνουν τα κεριά (µου σουνδούρενλερ).
Ο Γιακούπ Καντρί Καρασµάνογλου, σε ένα µυθιστόρηµα που δημοσιεύτηκε το 1921 και αποτέλεσε µεγάλο σκάνδαλο, το Νουρ μπαμπά, επιχειρεί µε την αφήγηση της έκπτωσης της ηρωίδας, µιας ενάρετης συζύγου πλούσιας οικογένειας Οθωμανών να περιγράψει τη ζωή και τις ίντριγκες µιας µπεκτασικής µονής στην Κωνσταντινούπολη, ως διαβολική αίρεση και τόπο ηθικής και σεξουαλικής ακολασίας. Η περιγραφή της τελετουργίας, αν και παρουσιάζει σχετική ακρίβεια, αποσυντίθεται στο παγιωµένο µίσος του συγγραφέα ο οποίος βίωσε αρνητικά την αποτυχηµένη µύησή του. Μύθοι, φήμες, κείµενα φέρουν συνεχώς κατηγορίες που συχνά είναι σε κάποια σηµεία ίδια µε όσα διατυπώθηκαν εναντίον των παυλικιανών (µανιχέων) στο Βυζάντιο και των βογοµίλων στα Βαλκάνια. Μια αλυσίδα συνδέει αυτούς τους ᾿τέλειους” µε τους ᾿καθαρούς᾽ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει συνέχεια µε- ταξύ τους και χωρίς να μπορούμε. ποτέ να ευθυγραµµίσουµε τις ιδιαιτερότητες δοµής και συναισθηµάτων.
0 αλεβιτισµός και ο κεµαλικός λαϊκισμός
Στην ιστορία του αλεβιτισμού, ο κεµαλικός λαϊκισμός κατέχει θέση τουλάχιστον τόσο σηµαντική όσο και ο ρόλος που έπαιξαν κάποτε ο ιδρυτής του τάγματος των Αλεβιτών Μπεκτασί Χατζή Μπεκτάς στους Κόλπους των γενιτσάρων που ονομάστηκαν τεφ-ι-μπεκτασιγιάν, ᾿άνθρωποι του µπεκτασισμού”.
Ο λόγος είναι απλός: πέρα από τον εκκοσµίκευση, η οποία προῦποθέτει τον διαχωρισμό της θρησκείας και της δηµόσιας ζωής, ο κεµαλισµός εγκαινίασε στην αρχή µια υποταγή του ισλαμισμού µέσα στην ίδια τη χώρα του Ισλάμ (ντάρ-ουλ-ισλάμ). Δεν υπάρχει πλέον. ούτε Καλίφης ούτε “νομικός σύμβουλος’ (σεῖχ ουλ ισλάμ) που υπαγορεύει τον νόµο και ρυθμίζει τη συμφωνία της πολιτικής ζωής µε το σουνιτικό δόγµα. Οι νόμοι που θεμελιώνουν τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, µέσω της κατάργησης του χαλιφάτου (1929) και µε την απαγόρευση των οργανωµένων θρησκευτικών δραστηριοτήτων σε τάγματα, αδελφότητες, μοναστήρια, μεταβάλλουν τον Ατατούρκ σε εκτελεστή άγγελο των εχθρών των αλεβιτών. Αν η απαγόρευση των µοναστικών δραστηριοτήτων προκάλεσε µια ορισμένη δυσαρέσκεια στους µπεκτασί που ζούσαν στις πόλεις, δεν συμβαίνει το ίδιο µε τους αλεβίτες στην ύπαιθρο.
Στην πραγματικότητα οι αλεβίτες, σε αντίθεση µε τους µπεκτασί -που έφτασαν ως τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και δηµιούργησαν µια πολύ σηµαντική, µονή Κοντά στη λίμνη Μίσιγκαν-δεν στρατολογούν ούτε προσηλυτίζουν γιατί λαμβάνουν υπόψη µόγο την καταγωγή. Οι συναντήσεις τοὺς είναι μυστικές, τη νύχτα πίσωαπό αδιαπέραστα εμπόδια. Ακόμη και ο αρχηγός των ιεροτελεστιών (ο ντεντέ) ᾽μεταμφιέζεται’ σε κάτοικο της περιοχής όταν επισκέπτεται, µια φορά το χρόνο, την ενορία του που συχνά είναι αποµακρυσµένη από την κατοικία του, προκειµένου να διευθύνει την ιεροτελεστία της ένωσης (αγίν-ι-κεμ).
Η ιροτελεστία αυτή ακολουθεί µια “νύχτα ανάκρισης (σόργκου αἰγίνι), όπου το δικαστήριο της κοινότητας αποδίδει δικαιοσύνη, µία φορά το χρόνο. Ο ντεντέ διευθύνει και αυτό το δικαστήριο. Με άλλα λόγια, σε συμφωνία µε την τριλογία των αλεβιτών -ελίνε, μπελίνε, ντιλίνε- να είσαι κύριος των σεξουαλικών ορµών σου (να µην διαπράξεις μοιχεία), να είσαι κύριος των χεριών σου (να µην κλέψεις), να είσαι κύριος της γλώσσας, σου (να µην προδώσεις τα μυστικά της θρησκείας σου), η θρησκεία πρέπει να ασκείται μυστικά. Πολύ, συχνά, η απουσία τζαμιού πρόδιδε την παρουσία ενός αλεβίτικου χωριού.
Άλλωστε, για λόγους που απορρέουν από τη γένεση του αλεβιτισμού στην Ανατολία, κατά κύριο λόγο σε περιοχές που οργανώνονταν κατά φυλές, οι αλεβίτικες κοινότητες είναι συχνά ενδογαμικού χαρακτήρα. Είναι συνεπώς απόλυτος ο κοινωνικός έλεγχος στη διαχείριση των κοινοτήτων που έχουν ενδογαµικές σχέσεις και δεν αφήνουν τίποτα να εµφανισθεί προς τα έξω.
Επομένως, ο κοσµικός κεµαλισµός σήμανε για τοὺς αλεβίτες την διασφάλιση της ελευθερίας τους και την εξουδετέρωση των σουνιτών. Ἐν τούτοις, δεν πρόκειται µόνο για µια πραγματική, ευκαιριακή και παράδοξη συμμαχία µιας κοινότητας, όπου η θρησκεία διαποτίζει τη ζωή του ατόµου πολύ, περισσότερο από ό,τι στον σουνιτισµό, µε τον κεµαλισµό ο οποίος εξορίζει τη θρησκεία από τη δηµόσια ζωή: η θεωρία και οι αρχές του αλεβιτισμού, το καθεστώς ισότητας που αναγνωρίζεται στη γυναίκα, η ερμηνευτική οπτική που ᾱναπτύσσει το κριτικό πνεύμα, αποτελούν παράγοντες που δηµιουργούν λεπτές ομοιότητες ανάµεσα στην κεµαλική ιδεολογία και τον αλεβιτισμό.
Ένας αποφασιστικός παράγοντας προστίθεται σε αυτές τις οµοιότητες: ο εθνικισμός. Η µουσουλµανική ταυτότητα βρίσκεται πράγματι σε σχετική αντίφαση µε την τουρκική ταυτότητα, ακόµα και αν αυτό οφείλεται στο γλωσσικό εμπόδιο ανάµεσα στα αραβικά (γλώσσα φορέας του Ισλάμ και της λατρείας του) και τα τούρκικα, γλώσσα καθομιλουμένη, γλώσσα του πολιτισμού και της εξουσίας. Για τους αλεβίτες αντιθέτως, τα τούρκικα ήταν ανέκαθεν πρωταρχικός φορέας του δόγµατος, της λειτουργίας και της θρησκευτικής παιδείας. Αλλά ο κεµαλισµός προβάλλει ακριβώς την τουρκική ταυτότητα…
Οι µπεκτασί αλεβίτες πήραν µέρος, στην κεµαλική τους ορµή, στον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Όλοι αυτοί οἱ παράγοντες κατέληξαν στην αγιοποίηση του Ατατούρκ. Πολλά κείµενα, πολλά έγγραφα τον παρουσιάζουν ως την μετεμψύχωση του Μαχντί, του κρυμµένου δωδέκατου ιµάμη.
Το πέρασμα στην πολιτική
Στο τέλος του πολέμου, το σχέδιο Μάρσαλ (1947) ανέτρεψε τις δοµές της τουρκικής κοινωνίας: κυρίως τη θέση και τον ρόλο του αγροτικού κόσμου. Η μαζική εισαγωγή του τραπεζικού κεφαλαίου στα χωριά, η µηχανοποίηση, τα χημικά λιπάσματα, οι τεχνικές καλλιέργειας και τα νέα αγροτικά προϊόντα βρίσκονται στην απαρχή µιας βαθιάς κοινωνιολογικής µεταλλαγής που μεταφράζεται σε µια χωρίς προηγούμενο αγροτική έξοδο.
Η κεµαλική εξουσία υποχωρεί το 1950: ο ελιτίστικος, γιακοβίνικος και κοσµικός ρεφορµισµός του παραχωρεί τη θέση του στη παραδοσιακή, συντηρητική, κληρική και πελατειακή, ᾿τοπικιστική” τάση που εκπροσωπείται, σε εθνικό επίπεδο, από το δημοκρατικό κόμμα.
Η µη-ελεγχόμενη αστική έκρηξη, η εντατικοποίηση των επικοινωνιών σε όλη τη χώρα, η άνοδος στην εξουσία της θρησκειοκρατίας και των οργανωμένων κοινωνικών αγώνων (συνδικαλιστικοί αγώνες, ταξικοί αγώνες) τροποποιούν βαθύτατα το πολιτικό τοπίο. Η εξωτερική µετανάστανευση αρχίζει τη δεκαετία του ᾿60 και μεταβάλλεται σε μόνιμο φαινόμενο, που θα δηµιουργήσει µια διασπορά δυόμισι εκατομμυρίων ανθρώπων. Από το 1990 περίπου, 55% του πληθυσμού ζει στις πόλεις.
Όλες αυτές οι µεταλλαγές ανατρέπουν τις αλεβίτικες δοµές που είναι στην πραγματικότητα ενδογαµικές, αγροτικές και υπάρχουν µε τη µορφή δικτύου μόνιμων ενοριών. Η κοινότητα είναι υποχρεωµένη στο εξής να επιλέξει τους τρόπους προσαρμογής σε ένα νέο περιβάλλον.
Η αλλαγή είναι τόσο απότομη που, από τη δεκαετία του ’80, οι ίδιοι οἱ αλεβίτες αναρωτιούνται αν πρόκειται για το ᾿τέλος του αλεβιτισμού” (αυτός είναι ο τίτλος διατριβών, έργων, φιερωµάτων στον τύπο). Τα διαδοχικά τουρκικά συντάγµατα από τη µία θέτουν εκτός νόµου τις κομμουνιστικές και φασιστικές κινήσεις, και από την άλλη, τον αντίποδά τους, τον ισλαμικό ακτιβισµό. Από τη δεκαετία του 60, ωστόσο, η πολιτική αναπτύσσεται κατά µήκος αυτών των δύο εκτός νόµου κατευθύνσεων: της ιδεολογικής ενεργοποίησης µέσα από τους κοινωνικούς αγώnες, για τις δυνάµεις της αριστεράς στις οποίες συμμετέχουν οι αλεβίτες, και της κατάκτησης ενός χώρου για το Ισλάμ από τους σουnίτες κληρικούς.
Επομένως, το κεµαλικό Οικοδόµηµα, το οποίο έχασε την Κοινωνική του βάση, υφίσταται κανονική επίθεση και από τα δύο µέτωπα. Για τους αλεβίτες, η επιλογή των ιδεολογικών όπλων ήταν σαφής από
την αρχή:
– Τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς μάχονται για την κοινωνική δικαιοσύνη Και την ισόητα: η παραδοσιακή αλεβίτικη αλληλεγγύη” θα βρει εδώ τα διακριτικά της στοιχεία.
-.Ἡ στράτευση συνεπάγεται ικανότητες γρήγορης ανάλυσης, ερμηνείας, συνήθειες που συνδέονται µε τη δυναμική της ομάδας, µε την παρέμβαση, κάτι που αποτελεί το σύνηθες περιβάλλον του αλεβιτισμού.
-.Το μυστικό, Ἡ οργάνωση; Αυτά αποτελούν την καθηµερινότητα του αλεβιτισμού.
-.Ο αντι-ιμπεριαλισμός; Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τον εθνικισµό των αλεβιτών µε τους ισλαµιστές για τους οποίους το Ισλάμ είναι η ενσάρκωση του έθνους (μιλλέτ): ως τον χομεϊνισμό, το Ισλάμ συχνά προβλήθηκε ως εμπόδιο ενάντια στον κοµµουνισμό.
– Τέλος, ο αλεβιτισµός αποτελεί τη θρησκεία της διαμαρτυρίας. Όλη η παιδεία του σημαδεύεται από άσµατα Και ύμνους, στα τουρκικά, αντίστασης ενάντια στην Εξουσία, τον Τύραννο, εξυμνώντας τη θεϊκή φύση του ατόμου και τον ανθρωπισμό. Η τουρκική αριστερά θα επιχειρήσει να συναντήσει τον αλεβιτισμό προκειµένου να βρει µια κοινωνική βάση, το ρίζωµα σε µια λαϊκή κουλτούρα που ο κεµαλισµός δεν µπόρεσε να δηµιουργήσει. Η ιδεολογία της αντι-ιµπεριαλιστικής και αντισοβιετικής αριστεράς θα βρει εδώ και το γόνιμο έδαφος ενός αντι-ιμπεριαλιστικού εθνικισμού, τις παραλλαγές ενός λαϊκισμού των χωρικών και των εργατών µε “τούρκικο χρώμα” ανάλογα µε την περίοδο. Πολλοί λαϊκοί αλεβίτες υµνωδοί (ασίκ οζάν) μοιράζουν το χρόνο τους ανάµεσα στις ιεροτελεστίες της Ένωσης, όπου ψάλλουν θρησκευτικούς ύμνους, Και τις µεγάλες πολιτικές διαδηλώσεις της αριστεράς, όπου ψάλλουν παραδοσιακούς εξεγερσιακούς ύμνους των αλεβιτών.
Πρόκειται για παράδοση που πηγάζει από τον λαό και εντάσσει το θρησκευτικό συναίσθηµα στην υπηρεσία των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων για την πρόοδο: η σύζευξη είχε αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα και κατέκτησε Και τις εκπατρισµένες κοινότητες της τούρκικης διασποράς.
Η κοινωνιολογική αλλαγή
Μεταξύ της αγροτικής εξόδου της δεκαετίας του ΄50, της µετανάστευσης σε άλλες χώρες και της αστικοποίησης της κοινωνίας, οι βάσεις των αλεβίτικων κοινοτήτων εξελίχθηκαν. Συναντούμε αλεβίτες σε επαγγέλματα άγνωστα για αυτούς ως τότε: το εμπόριο Και τη βιομηχανική παραγωγή, τις υπηρεσίες Κ.λπ. Ωστόσο το δηµόσιο, ο στρατός, η εκπαίδευση, η διοίκηση παραμένουν οι περιοχές της προτίµησής τους, µε την µεταβολή της κοινοτικής δυναμικής προς την κατεύθυνση δομών κλειστού επαγγέλματος, όπως στην περίπτωση των δημοτικών υπαλλήλων.
Οι αλεβίτες διανοούμενοι, εξαιτίας της αναγνώρισής τους από τους κεµαλιστές Και την αριστερά, μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα πολιτιστικό Κίνηµα, που να εκφράζει τις αντιλήψεις τους προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την ιδιαιτερότητα της θέσης τους στην τουρκική αριστερά.
Αν και ο νόμος του 1925 απαγορεύει τις µοναστικές δραστηριότητες, το τάγμα των µεβλεβί παραβίασε αυτό το νόµο και επέτυχε την αναγέννησή του πίσω από την πολιτιστική πρόσοψη και τους περιστρεφόµενους δερβίσηδες. Το ίδιο συνέβη και µε το επίκεντρο του µπεκτασισμού στο Χασιμπεκτάς. Το ετήσιο φεστιβάλ που οργανώνεται εκεί από τη δεκαετία του ’60 και µετά, µετασχηματίστηκε γρήγορα σε ενοποιητική αλεβίτικη γιορτή, προσελκύοντας προοδευτικά τους αριστερούς διανοούµενους, πολιτικούς που κυνηγούσαν τις ψήφους των αλεβιτών, µουσικούς σε αναζήτηση κοινού. Σύµφωνα µε το πολιτικό λεξιλόγιο της εποχής, επρόκειτο για την ᾿εκμετάλλευση᾽ (σαχίπ σικµάκ) των πηγών του αλεβιτισµού: όχι µόνο του διάσηµου θεµελιωτή Χασί Μπεκτάς Βελί, αλλά και των μεγάλων ονοµάτων της τουρκικής αντιστασιακής κουλτούρας, όπως ο Πίρ ὸΣουλτάν Αμπντάλ, ο Σεῖχ Μπεντρεντίν, ή ακόµα ο ανθρωπιστής Γιουνούς Εμρέ. Η τουρκική αριστερά φαίνεται να επινοεί, µε την εξύµνηση του μπεκτασισμού, μια γενεαλογία υψηλής καταγωγής, ριζωµένης στον τουρκικό πολιτισμό.
Παράλληλα, ένα περιοδικό µε τον αποκαλυπτικό τίτλο Τσέμ, (Ένωση), αναλαμβάνει, από το 1966, την υπεράσπιση και την προβολή του αλεβιτισμού. Πολλαπλασιάζονται τα έργα των αλεβιτών που ενδιαφέρονται να εξηγήσουν’ στο ευρύτερο κοινό τη θρησκεία τοὺς µε μυθιστορηματική ή άλλη µορφή. Τέλος, η διασπορά περιλαμβάνει πολλές αλεβίτικες κοινότητες που συχνά συγκροτούνται σε τοπική βάση, ανάλογα µε την προέλευσή τους, ως ο τελευταίος κρίκος της µεταναστευτικής αλυσίδας, Και αποτελούν τον κατ’ εξοχήν χώρο πολιτιστικής ανάπτυξης των αλεβιτών. Σε όλη την Ευρώπη αναφύονται ισχυρά σωματεία µε χαρακτηριστικά ονόματα: η Σύνοµοσπονδία Αλεβιτών της Γερμανίας περιλαμβάνει είκοσι σωματεία και 100 µέλη. Η δράση τους δεν επικεντρώνεται µόνο στη διαχείριση των θρησκευτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων των µεταναστών, χάρη στις αγίν-ι- τσεµ. συναυλίες, σε διεθνείς συναντήσεις διανοουμένων και ξένων ειδικών του αλεβιτισμού: στόχος της είναι να επηρεάσει την πολιτική εξουσία στην Τουρκία για να επιτύχει την αναγνώριση σαφών συνταγµατικών δικαιωμάτων όπως για παράδειγµα την εκπροσώπηση των αλεβιτών στο Υφυπουργείο Θρησκευτικών Υποθέσεων.
“0 αλεβιτισµός είναι ένας ανθρωπισμός”: σε αυτή την πρόταση που τονίστηκε πολλές φορές, µπορούμε επίσης να βρούμε τους λόγους της παράξενης επιτυχίας του αλεβιτισμού καθώς και τους κινδύγους που συνεπάγεται αυτή η επιτυχία.
Πράγματι, τα πάντα στην αλεβίτικη διδασκαλία επικεντρώνονται στην εξύμνηση µιας ηθικής της νεωτερικότητας µε την σύγχρονη και ᾿δυτική᾽ σηµασία του όρου: µια θρησκεία του πραγματικού, η θεϊκή φύση του ατόμου, οι αξίες της ανοχής και του κριτικού πνεύματος, η ισότητα των φύλων και η σημασία της Κοινωνικότητας, το πνεύμα αλληλεγγύης καὶ υπευθυνότητας, κ.λπ. Μια αλεβίτικη ηθική µε το βεµπεριανό νόηµα του όρου.
Μπορεί να µετασχηματιστεί σε πολιτικό, ιδεολογικό και θεωρητικό πρόγραµµα αυτό που βιωνόταν ως οδυνηρό μυστήριο από τη συγείδηση και την ιστορικότητα τωναλεβιτών, και που ήταν κατ᾿ αρχήν προσωπική εμπειρία του ατόµου; Το 1966, οι αλεβίτες δοκίµασαν να συγκροτήσουν ένα θρησκευτικό κόμμα, το Κόμμα της Ένωσης (Μπιρλίκ ΠαρτισΏ, που όµως απέτυχε παταγωδώς, οὐσιαστικά για λόγους που σχετίζονται µε την κοινωνιολογική εξέλιξη του εκλογικού σώματος.
Ένας από τους βαθύτερους λόγους της ύπαρξης του τωρινού αλεβίτικου κινήµατος είναι επίσης πολιτικού χαρακτήρα. Το κεµαλικό συνταγματικό πλαίσιο διαλύθηκε το 1991, µε την κατάργηση του άρθρου που απαγόρευε τις ισλαμικές δραστηριότητες, απόφαση που απλώς επιβεβαίωσε την Κοινωνιολογική εξέλιξη. Οι αλεβίτες θέλουν τώρα να διεκδικήσουν ανοιχτά τα συνταγματικά τους δικαιώµατα. Πρόκειται κατ’ αρχήν για µια επιθυµία αναγνώρισης των πολιτικών δικαιωμάτων των µειοψηφιών µε προεκτάσεις στο εσωτερικότης διασποράς: “Μπροστά στην άνοδο του φανατικού ισλαμισμού, ας οργανωθούµε, ας μετρήσουμε τις δυνάμεις µας!’. Αυτή φαίνεται να είναι η στρατηγική που υιοθετούν σήµερα οι αλεβίτες, στηριζόμενοι στο προφανές κεφάλαιο της συµπάθειας που υπάρχει για αυτούς στην Ευρώπη και στον ᾿κόσμο της αριστεράς’, τους κεµαλιστές, στην Τουρκία.
Μετάφραση
Τριανταφύλλου Νεφέλη