του Κώστα Χατζηαντωνίου από το Άρδην τ. 4 Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1996
Η αναφορά στη “στρατηγική σημασία” µιας απροσδιορίστου εθνικού μεγέθους ανθρώπινης τραγωδίας, βασίµως προκαλεί υποψίες για κυνισμό ή για συνήθη επιστημονική διαστροφή. Σπεύδω να απολογηθώ διευκρινίζοντας πως αυτη ανάλυση θέλει απλώς να συμβάλει στο πέρασμα του εθνικού κινήματος από την κοινότυπη διαμαρτυρία, στη σχεδιασμένη. αντεπίθεση. Γιατί το καταθλιπτικό ορόσημο του 1922 εξακολουθεί να δεσμεύει το ελλαδικό πολιτικό σύστημα και εξακολουθεί να εμπνέει την επιθετική συμπεριφορά της τουρκικής ορδής -που αρνείται πεισματικά να εξελιχθεί σε έθνος- και η οποία επιδιώκει να εκκαθαρίσει έναν χώρο στον οποίο κατά βάθος αισθάνεται ξένη, συμπλεγματική.
Ἡ Μικρασιατική Καταστροφή, σημάδι απαξίωσης της Ιστορίας και κατίσχυσης της βαρβαρότητας, αποτέλεσε µια συγΚλονιστική αναστροφή της απελευθερωτικής διαδικασίας που δια της Συνθήκης των Σεβρών θα οδηγούσε σε µια δίκαιη λύση του Ανατολικού Ζητήματος. Μερικά χρόνια Νωρίτερα, η απόφαση της ΤουρΚίας και τῆς Γερμανίας για εκκαθάριση της Ανατολής από τους αυτόχθονες λαούς, έφερε αυτούς µπροστά στο σαφές δίληµµα: Ἡ να υποταχθούν και να εκπατρισθούν οικεία βουλήσει ή να πολεµήσουν. Ἡ πάλη των εθνών, μια από τις κινητήριες δυνάμεις της Ἱστορίας, συνδέθηκε µε την παγκόσμια σύγκρουση στην ευαίσθητη περιοχή όπου η Ανατολή συναντά την Δύση και προκύπτει η γεωπολιτική ανάγκη ενός εμβόλιμου επικοινωνιακού κράτους. Το μυστικό πνεύμα της Ἱστορίας όρισε σ᾿ αυτό το σταυροδρόμι να συγκροτηθεί ο ελληνισμός. Το Αιγαίο είναι ο κεντρικός πυρήνας του ελληνισμού και τούτο υπογραμμίζει τη σημασία του ελέγχου σ᾿ αυτό. Η απώλεια των ακτών του δεν πλήττει απλώς την πολιτική ή οικονομική ισχύ του έθνους, Θέτει ζήτημα νόθευσης του ίδιου του υπαρκτικού µας ιστού, τής ίδιας της φυσιογνωμίας µας, µας βαλκανοποιεί, µας περιθωριοποιεί.
Διόλου τυχαία επί χιλιετίες οι Έλληνες ζουν και δημιουργούν στα μικρασιατικά παράλια παρά τις εισβολές, τις διώξεις, τις καταστροφές που υφίστανται. Έπιστρέφουν αιώνια, σύµφωνα µε την ηρακλείτικη, σφαιροειδή αντίληψη της Ἱστορίας. Η Φύση, η Ίστορία, ο Πολιτισμός επιβάλλουν αυτή την παρουσία και θα την επιβάλουν και στο μέλλον.
Το Ανατολικό Ζήτημα, παρά την τυπική του διευθέτηση στη Λωζάννη, παραμένει ανοιχτό, σε πείσµα της κατεστηµένης διεθνούς ανηθικότητας. Αν αναλογισθούµε πώς γίκησε ο κεμαλισμός (πασιφισµός, διάλυση στρατεύματος, διεθνής απομόνωση και πολιτική ανικανότης της Ἑλλάδος, ασύλληπτη βοήθεια από τον μπολσεβικισµό κατά κύριο λόγο αλλά και από Γάλλους-Ιταλούς), θα καταδειχθεί πως η νίκη αυτή. Δεν ήταν αποτέλεσµα µιας εμφανούς ηθικής, στρατιωτικής ἡ πολιτικής ανωτερότητας. Ας λήξει πλέον ο διεθνιστικός μύθος. περί τουρκικού απελευθερωτικού. αγώγος. Εθνικοαπελευθερωτικά. Κινήματα στη Μικρασία κατά το πρώτο τέταρτο του αιώνα. ανέπτυξαν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι. Ουδείς άλλος!
Ἡ Συνθήκη της Λωζάννης νομιµοποιεί πολιτικά τη νίκη του Κεμάλ. Επτά χρόνια αργότερα η νίκη αυτή νομιµοποιείται και ηθικά. Ἡ κρυφή ελπίδα της Στρατιάς του Έβρου που οργάνωσε ο Θεόδωρος Πάγκαλος δεν αξιοποιήθηκε προς σωτηρία της Ανατολικῆς Θράκης όπως άδοξα έληξε και ο βίος της κυβέρνησης του ίδιου, το 1926.
Από τότε διανοούμενοι, επιστήµονες, πολιτικοί συναγωγίζονται σε ασκήσεις πνευματικής ή πρακτικής µειοδοσίας φθάνοντας στο σηµείο να ομιλούν για ιμπεριαλιστική επέµβαση της Ἑλλάδος ἠ ισοζυγίζοντας παρεκτροπές φυγάδων ενός ηττηµένου στρατού µεµια συγκροτημένη, κρατική πολιτική γενοκτονίας.
Οι συμφωνίες Βενιζέλου-Ατατούρκ του 1930 (πολιτική που υιοθέτησαν και διεύρυναν οι Π. Τσαλδάρης, Ι. Μεταξάς) πέραν από την ηθική δικαίωση των τουρκικών κακουργημάτων αποτέλεσαν το πολιτικό υπόδειγμα αντιµετώπισης των σχέσεων µε την Τουρκία από ολόκληρο το ελληνικό πολιτικό σύστηµα. Το σύστηµα αυτό -εκ φύσεως ἠττοπαθές αφού υπάρχει χάρη στις ήττες του 1922 και του 1974- σεμνύγεται του δόγματος της τουρκικής ακεραιότητας και αδυνατεί, όχι να εκπονήσει ελληνικό στρατηγικό σχέδιο αλλά έστω και να σκεφθεί µια τέτοια δυνατότητα.
Το γεγονός βεβαίως της καταστροφής είναι συγκλονιστικό. Για πρώτη φορά µετά απὀ χιλιετίες δεν υπάρχουν στην Ανατολή συγκροτηµένοι ελληνικοί πληθυσµοί. Το νεοελληνικό κράτος παύει να διαπνέεται από την εθνική ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας. Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στις ευρωπαϊκές επαρχίες του Γένους, το όραμα της ολοκλήρωσης καταδιώκεται, οι θρύλοι που νοηµατοδοτούσαν την κοινωνική ὑπαρξή µας περιπαίζονται, ο Κεμάλ αναγορεύεται σε µέγα προοδευτικό Ἠγέτη, τα θύματα ζητούν συγνώµη. Ἡ συνθηκολόγηση θα είναι η αρχήτης κοινωνικής κατάρρευσης και του ευτελισμού.
Ἡ τραγική κατάληξη του αγώγα 1919-1922 οδηγεί δίκαια σε ερωτηματικά για την ανάληψη αυτού του αγώνα. Μια σοβαρή όµως µελέτη των δεδοµένων µετά την άνοδο των Νεότουρκων στην εξουσία καταρρίπτει κάθε αμϕιβολία. Η Ελλάς ή θα πολεμούσε ή θα προχωρούσε σε ανταλλαγή πληθυσμών, όπως διαφάνηκε ἤδη απότο 1914 µετις γερµανοτουρκικές ωμότητες σε βάρος του Μικρασιατικού Ελληνισμού, όπως κατέδειξε ο µαρασμός του ελληνισμού της Πόλης ακόµη και τα χρόνια που ο ελλαδισμός είχε παραδοθεί στο όπιο της ελληνοτουρκικής φιλίας. Η µετά το 1922 πολιτική όμως ήταν αναπότρεπτη: Θα δεχόμασταν αυτή την πρόταση αν στο γου µας είχαµε αυτό που είχαν οι Τούρκοι. Αν δηλαδή η “πολιτικῄ φιλίας” ήταν µια τακτική αναδίπλωση προκειµένου να ανασυγκροτηθεί η κοινωνική-οικονομικῄ ζωή, να λυθεί το προσφυγικό πρόβλημα, να αναδιοργανωθούν οι ένοπλες δυνάμεις. Αν δηλαδή δεν σηµειώγετο µια στρατηγική µεταλλαγή του εθνικού προσανατολισμού και αν εξακολουθούσαµε να έχουµε πίστη στις δυνατότητες και στην αποστολή του ελληνισμού αντί να επιδιδόµαστε σε ανούσιες μικροχομμµατικές ψευδοαντιπαλότητες. Το πρόβλημα, όµως, είναι ότι οι ελλαδικοί πολιτικοί… πίστεψαν στις διακηρύξεις φιλίας, προσήλθαν στον αντιϊστορικό συμβιβασμό µε ειλικρινείς προθέσεις, σε αντίθεση µε την Άγκυρα που προσήλθε µε ιδιοτέλεια και υστεροβουλία. Έτσι, ενώ η κυβέρνηση Πάγκαλου δείχνει να θέλει να εκμεταλλευθεί το ζήτημα της Μοσούλης το 1925, µετά πέντε χρόνια η Ελλάς κωφεύει στις κουρδικές αιτήσεις βοήθειας, τρέχει στην Άγκυρα και υπογράφει πιστοποιητικά αυτοεξευτελισμού. Οι νεκροί γνωρίζουν τον πιο σκληρό θάνατο: τη λήθη, την απαξίωση της θυσίας τους. Οι ελλαδικοί πολιτικοί, το κόμμα των πολιτικών κομμάτων, ίδιοι, απὀ τον πρώτο ὡς τον τελευταίο, όχι µόνο την αποκατάσταση τῆς ιστορικής αλήθειας για το µικρασιατικό ζήτηµα δεν ετόλµησαν, αλλά αποδέχθηκαν -εμπράκτως- τον εκπεσµό της Ελλάδος σε ρόλο δορυφόρου που δεν μπορούσε ούτε τα απορρέοντα από την νέα Ανταλκίδειο ειρήνη, τη Συνθήκη της Λωζάννης, κυριαρχικά δικαιώµατα να προασπίσει.
Μήπως έφταιγε γι᾿ αυτό η «δυσπιστία». οι “εκατέρωθεν ακραίοι”, και άλλα φαιδρά τοιαύτα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι φραγκολεβαντίνοι της γραφειοκπρατίας; Η διάλυση των προνοµίων της Ίμβρου και της Τενέδου, ο αποκλεισμός απ᾿ τα αστικά και πολιτικά δικαιώµατα, ο διωγμός. του Πατριαρχείου, οἱ εκπαιδευτιχές διώξεις, ο φόρος περιουσίας και πλήθος άλλα νομοθετικά µέτρα -τα χρόνια που δεν υπήρχε Κυπριακό (το οποίο τάχα “ετάραξε” τις φιλικές σχέσεις)- αποδεικνύουν το μέγεθος τῆς απάτης που αν σηµειωνόταν κατ αναλογίαν στο ιδιωτικό δίκαιο θα έθετε το θύμα υπό δικαστικήν αντίληψην ὡς ηλίθιο!
Ἡ Ελλάδα συναίνεσε ώστε η νικηµένη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέµου, Τουρκία, να μεταβληθεί σε νικήτρια, σύρθηκε στη δορυφοροποίηση, δέσµια της ΝΑΤΟϊκής λογικής και του συνακόλουθου δόγματος Πιπινέλη στην εξωτερικῄ πολιτική. Από την πλευρά της, η Τουρκία, επιλέγοντας αντί να είναι ουδέτερη να συμμετάσχει στο ΝΑΤΟ, γνώριζε πως, ευρισκόµενη στο ίδιο στρατόπεδο µε την Ἑλλάδα, και κάθε κίνδυνο απ᾿ αυτήν αποτρέπει και την οδηγεί σε δορυφοροποίηση αφού σε απὀλυτα μεγέθη και σε γεωπολιτική σύγκριση η αξία τῆς για τη συµµαχία είναι σαφώς μεγαλύτερη απ᾿ αυτήν της Ελλάδας.
Η “ελληνοτουρκική φιλία” ήταν ένα άµεσο αποτέλεσµα της Καταστροφής. Πρόκειται για µια παλαιά πολιτική που έχει αφετηρία το φόβο για το σλαβικό όγκο που αντιμετωπίζει η Ελλάδα προς βορράν. Αντί να συνειδητοποιήσει πως το πρόβλημα αυτό λύεται µόνο µε το πάτηµα των δυο ποδιών του ελληνισμού στις δυο ακτές του Αιγαίου, η ελλαδική ηγεσία από τον περασμένο κιόλας αιώνα παρασύρθηκε στη λογική της συνθηκολόγησης µε τον θεµελιώδη εχθρό. Αναφέρομαι στις θεωρίες ελληνοτουρκισμού που κατήγγειλε ἤδη από το 1878 ο Αναστάσιος Βυζάντιος γράφοντας:
“Μετά πεντακόσια έτη έχοµεν πάλι νέα γενέθλια… Δεύτερον, όμοιον και χειρότερον τέρας, όπερ, µετά πάροδον αιώνων θα βαπτίσωμεν ελληνοτουρκικόν πολιτισµόν[…). Και το μοιχίδιον τούτον ψελλίζει τουρκικάς ιδέας δια γλώσσης ελληνικής’ προς τους Τούρκους λέγει ότι είναι Τούρκος και προς τους Έλληνας ότι είναι Έλλην: αγωνίζεται να φθείρη προαιωνίους αναμνήσεις και να άρη φραγμούς ζυμωθέντας δι᾽ αἷµατος και αποταμιεύει δια τας µελέτας των σοφών εις τα μουσεία νέους πανδέκτας και νέα φιλολογικά αριστουργήµατα, τα Χάττι Χουμαγιούν και τα Συντάγματα του Μιδαάτ…[…)”.
Σύμβολο αυτής της φιλίας, ο εγκληματίας πολέμου Τζελάλ Μπαγιάρ έρχεται στη Θράκη το 1952 για να οργανώσει άλλο ένα “φιλικό” έγκλημα, το οποίο βρίσκεται έκτοτε εν εξελίξει.
Από την πλευρά της η Τουρκία, µε τον ξεριζωμό των Ελλήγων, κατακτά στην πραγµατικότητα, για πρώτη φορά τη Μικρασία. Ἡ κατάρρευσή της διακόπτεται µετά από αιώνες, αρχίζει η οµοιογενοποίηση ενός χώρου στον οποίο ηθικά ήταν ξένη και οικονομικά ανύπαρκτη.
Κυρίως όµως γνωρίζει ότι στο εξής η εδαφική της ακεραιότητα δεν απειλείται πλέον εκ δυσµών. Ἡ δοκιμασμένη πολιτική της γενοκτονίας, προσφιλές και αποτελεσματικό µέσο τῆς τουρχικής πολιτικῆς, εξακολουθεί να είναι σε χρήση: Η Τουρχία έχει χώρο µόνο για Τούρκους. Όποιος δεν είναι Τούρκος ή εξοντώγεται ή εκτοπίζεται ή εκτουρκίζεται. Τέταρτη. λύση δεν χωρεί. Έκθαμβη η Δύση μπροστά στον εχσυγχρονιστή Κεµάλ. δικαιολογεί τις σφαγές των Κούρδων, η Τουρκία είναι απαραίτητη”. Χρήσιμο είναι να δούµε εντελώς σχηματικά τη συµπεριφορά των δυνάμεων.
Ἡ γαλλική πολιτική απὀ το 1920 είχε ήδη επιστρέψει στην εποχή του Φραγκίσκου Α΄, του τουρκολάτρη. βασιλέως. Πέρα απὀ την ενεργό βοήθεια των χρηµατιστικών κύκλων των Παρισίων που ποτέ δεν σταμάτησε, µετά την πολιτική µεταβολή της Ίης Νοεµβρίου, ολόκληρο το κρατικό πλέγμα της Γαλλίας ενισχύει τον κεμαλικό αγώνα από την Αλεξανδρέττα όπου οι Γάλλοι στρατιώτες γίνονται φορτοεκφορτωτές πολεμικού υλικού για τους Τούρκους. Το απόγειο της συνεργασίας σημειώνεται µε την παράδοση της περιοχής της Αλεξανδρέττας το 1938 στους Τούρκους. Ἡ Άγκυρα κέρδιζε χάριν της ουδετερότητάς της εδάφη, πριν καν αρχίσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ἡ Ελλάδα θα πλήρωνε βαρύ φόρο αίματος επί δέκα ολόκληρα χρόνια µη επιτυγχάνοντας την προσκύρωση. ιστορικών εθνικών εδαφών της όπως η Κύπρος και η Βόρειος Ἠπειρος. Κατέβαλε το τίµηµα όπως προέβλεπε ο Ελ. Βενιζέλος ο οποίος προειδοποιούσε για τις συνέπειες της ρήξεως µε την Ίταλία και την πρόσδεση στο άρµα της Αγγλίας µε το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934 και µε την παλινόρθωση του Γεωργίου.
Ἡ Ἰταλία διεπνέετο απὀ τις αρχές του αιώνα απὀ ανθελληνικά αισθήµατα, παρά τις άριστες σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί την εποχή των εθνικοενωτικών κινηµάτων και είχαν δεθεί µε το αίμα Ἱταλών εθελοντών στους εθνικούς αγώνες του 1897 και του 1912. Η στρατηγική επέκταση προς την Ανατολή έφερε τα δύο έθνη αντιµέτωπα και η Ρώμη υπονόµευσε όσο κανείς την μικρασιατική εκστρατεία. Με αφορμή το ζήτημα της Μοσούλης, ο Μουσολίνι είχε σκεφθεί σοβαρά την επέκταση προς την Ν.Δ. Μικρασία με εφαλτήριο τη Δωδεκάνησο, είχε έλθει δε σε επαφή µε τον Πάγκαλο. Σύντομα όµως έστρεψε την προσοχή του στην Αδριατική και κατά της Γιουγκοσλαβίας µε συνέπεια να συμβουλεύει την Αθήνα να έλθει σε συνεννόηση µε τον Κεµάλ. Από το 1934 όµως ο διεθνής, ορίζοντας σκοτεινιάζει και το Σύμφωνο της κυβερνήσεως Τσαλδάρη µε τη Γιουγκοσλαβία, Ῥουμανία, Τουρκία μοιραία οδηγεί Βουλγαρία και Αλβανία στο αναθεωρητικό στρατόπεδο. Η Ελλάδα εκλιπαρούσε την αποκατάσταση των προνοµιακών σχέσεων µε την αγγλογαλλική Αντάντ µη αντιλαμβανόμενη πόσο είχε αλλάξει το διεθνές πεδίο. Ο πειρασμός να παραβάλουµε αυτή την πρακτική µε σημερινές είναι προφανής… Μεγάλη κερδισµένη απὀ τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι βεβαίως οι ΗΠΑ, ο μεγάλος πιστωτής των γικητών. Αποφεύγοντας την εμπλοκή στις συνθήκες ειρήνης, θεµελίωνε το πλαίσιο της μεταπολεμικής της διείσδυσης και κυρίως προετοιμαζόταν για την ιµπεριαλιστική της είσοδο που επέσπευσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ὑπέρμαχος του δόγµατος ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που στην ουσία ουδέποτε καταργήθηκε, οργάνωσε δια της Τουρκίας την άμυνα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Η Σοβιετική ΄ Ένωση καλείτο να πληρώσει την πλουσιοπάροχη βοήθεια προς τον κεµαλισμό και να κατανοῄσει τα πάγια συμφέροντα της Ρωσίας έναντι του κυρίαρχου του μεγάλου επικοινωνιακού χώρου της Ανατολίας. Στην ουσία οι σοβιετοτουρκικές σχέσεις ουδέποτε δοκιµάσθηκαν, όπως ήθελε να εμφανίζει η Άγκυρα, παριστάνοτας τον αμύντορα της Δύσεως. Χωρίς εξωτερική πίεση λοιπόν, η στρατογραφειοκρατία -που γεννήθηκε απὀ το συμβιβασμό Νεότουρκων και παραδοσιακών Οσµανλήδων- μπορούσε να επιβάλει την ομογενοποίηση στο εσωτερικό. Οι Αρμένιοι είχαν εξοντωθεί. Έμειναν οι Κούρδοι να κρατούν ανυπόταχτοι τη σημαία του αγώνα των αυτόχθονων λαών της Μικράς Ασίας αλλά απελπιστικά μόνοι πλέον, αφού οι Έλληνες ἦσαν πια πρόσφυγες και το ελληνικό κράτος δεν ήθελε να δηµιουργεί “προβλήματα στην φίλη και σύμμαχο” Τουρχία. Αλλά µήπως εγκατέλειψε µόνο αυτούς το ελληνικό κράτος; Με τις ελληνοτουρκικές συμφωνίες ισοψήφισε τα 9 δισ. δρχ. που άφησαν σε ακίνητη: περιουσία οι ανταλλαγέντες µουσουλμάνοι µε τα 100 δισ. δρχ. που άφησαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι μπορούσαν να λύσουν χωρίς φόβο αντιπερισπασμού τα “εσωτερικά προβλήματά” τους, να εκκαθαρίσουν την Κωνσταντινούπολη, να ανασυγκροτηθούν µετά από ένα δεινό πόλεμο και να θέσουν εκ νέου πόδι σε όσα από τα εδάφη είχαν διωχθεί από τους βαλκανικούς λαούς. Ἡ ευκαιρία για µια συντονισμένη δράση όλων των λαών που θα έλυνε δίκαια το Ανατολικό Ζήτημα από το 1919 είχε χαθεί.
Ἡ σηµερινή ιστορική συγκυρία ανοίγει σοβαρές προοπτικές για µια δίκαιη τοποθέτηση του ανατολικού ζητήματος. Η “άνοιξη των εθνών” και η κατάρρευση του διπολικού συστήµατος, η ρευστότητα της διεθνούς τάξης, παρουσιάζει κίνδυνους αλλά και σηµάδια ευοίωνα.
Ἡ Ελληνική Επανάσταση, µια εποχή που η Ἱερά Συμμαχία καθιστούσε απελπισµένο τόλµηµα αυτή την απόφαση, είναι ένα παράδειγµα πως η Ἱστορία συχνά γράφεται απὀ την αποφασιστική στάση των λαών. Αν ξεπεράσουμε λοιπόν την αντιϊστορική λογικήτου συμβιβασμού -πράγμα που κρίνεται πρωτευόντως στην Κύπρο- και κατανοήσουμε πως τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας επιτάσσουν να βρίσκεται πάντοτε στο αντίπαλο της Τουρκίας στρατόπεδο, τότε η διαδικασία δορυφοροποίησης απὀ τους νεοσουλτάνους του Κομιτάτου της Άγκυρας µπορεί να ανακοπεί.
Ἡ διαλεκτική κυοφορεί τη νέα αντίθεση. Η ελληνική επιλογή στη διεθνή διαφοροποίηση η οποία αναπότρεπτα θα συγκροτηθεί, πρέπει να προέρχεται απὀ τις πάγιες εθνικές και γεωπολιτικές µας τάσεις. Αυτή η επιλογή δεν µπορεί βεβαίως να γίνει απὀ τη γενιά της ήττας, απ᾿ αυτούς που δίνουν χέρι στους σφαγείς. Η σπαρµένη από τα ιερά οστά των Ἑλλήνων Μικρασία, η προδοµένη Μικρασία, είναι η λυδία λίθος της εξακρίβωσης της παγκόσμιας ηθικής συνείδησης. Όσο το Έγκλημα µέγει ατιµώρητο, ο μηδενισμός θα είναι ιστορική πραγματικότητα, όλα θα επιτρέπονται, κάθε µέσο για το χτύπημα του τουρκικού ρατσισμού και του ελλαδικού ϱαγιαδισμού θα είναι νόμιμο. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να προσφέρουμε στα εκατομμύρια θύματα που οι λαοί της Ανατολής ἐκλαψαν από τότε που η τουρκική ορδή εισέβαλε στη Μικρά Ασία…