Αρχική » Αμερικανικές εκλογές: Τα όρια της διχαστικής ατζέντας

Αμερικανικές εκλογές: Τα όρια της διχαστικής ατζέντας

από Γιώργος Ρακκάς
Από τον

Του Γιώργου Ρακκά από το slpress.gr

Ενώ με αυτές τις αμερικανικές εκλογές ο διχασμός στις ΗΠΑ δείχνει να έχει αγγίξει το “σημείο βρασμού”, οι λόγοι για τους οποίους οι εκλογές μεταβλήθηκαν σε τόσο μεγάλο ντέρμπι και για τις δυο παρατάξεις, έγκειται στο γεγονός ότι καμία εκ των δυο, ούτε ο Τραμπ, ούτε ο Μπάιντεν, δεν κατάφερε να αποδείξει ότι είναι σε θέση να υπερβεί τον διχασμό αυτόν.

Η προμετωπίδα, όμως, της Αμερικανικής Δημοκρατίας αναγράφει E pluribus unum (από την πολλαπλότητα, στην ενότητα), και αν κάτι κατέδειξε το οριακό αποτέλεσμα των εκλογών, η προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο, καθώς και οι προειδοποιήσεις για έναν νέο κύκλο βίας από τους antifa και τους οπαδούς του QAnon, είναι ότι το μεγάλο ζητούμενο την επαύριο των εκλογών είναι η ανάδυση ενοποιητικών ιδεολογιών που θα αποκαταστήσουν τα βαθύτερα ρήγματα της αμερικανικής κοινωνίας.

Κάτι που, μεταξύ άλλων, ευνόησε τον Μπάιντεν σε σχέση με τον Τραμπ είναι ότι υπάρχουν και μερίδες της αμερικάνικης κοινωνίας που έχουν εξαντληθεί από την υπερβολική πόλωση και τον ταυτοτικό πόλεμο. Το φαινόμενο το είχε επισημάνει ήδη από τον Μάιο του ’20 ο πολιτικός ψυχολόγος Τζόναθαν Χάιντ, σε μια συνέντευξη που έδωσε στο The Atlantic:

«Αρκετές δημοσκοπήσεις, ήδη από τον Απρίλιο δείχνουν ότι η πανδημία είχε και ένα ενοποιητικό αποτέλεσμα […] Μπορεί τα συναισθήματα του εκλογικού σώματος για τον Ντόναλντ Τραμπ να ήταν εντελώς πολωμένα, σε άλλα ερωτήματα όμως ο διχασμός δεν είναι τόσο έντονος όσο το φανταζόταν κανείς: Το 90% των Αμερικανών πιστεύει ότι “εν τέλει ζούμε όλοι μαζί”, ενώ το 2018 το ποσοστό στην ίδια ερώτηση ήταν 63%. Ομοίως, το μερίδιο των Αμερικανών που περιγράφουν τη χώρα τους ως ενωμένη αυξήθηκε από το 4% στο 32%, ενώ το ποσοστό εκείνων που πιστεύουν ότι είναι υπερβολικά διχασμένη έπεσε από το 62% στο 22%».

Ο Χάιντ, πιστεύει η αμερικανική πολιτική βιώνει κάτι αντίστοιχο με τον 3ο νόμο της κίνησης του Νεύτωνα (δράση και αντίδραση): Έπειτα από μια φάση παρατεταμένης πόλωσης, ακολουθεί μια σκοτεινή περίοδος απόλυτης απελπισίας, και μετά αρχίζει σιγά σιγά η ανάκαμψη.

Τραμπ: Το “σύνδρομο Πολάκη”

Για να κατανοήσουμε πως συμπεριφέρονται οι σημερινοί πολιτισμικοί πόλεμοι, λέει ο Τζόναθαν Χάιντ, πρέπει να μελετήσουμε πως έληξαν οι σφοδροί θρησκευτικοί πόλεμοι στην Ευρώπη: «Δεν έληξαν γιατί οι άνθρωποι είχαν ξαφνικά κάποια επιφοίτηση. Απλώς, κάποτε, εξαντλήθηκαν από αυτούς και κατάλαβαν ότι δεν οδηγούν πουθενά». Σαν τον Δικαιόπολι στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη, που κηρύσσει μόνος του την λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου.

Έτσι, έβλεπε κανείς διάφορα παράδοξα να συμβαίνουν κατά την προεκλογική περίοδο. Όπως η τοποθέτηση του Ρίτσαρντ Σπένσερ, ηγετικής φιγούρας της ‘εναλλακτικής δεξιάς’ (μάλιστα αυτός επινόησε τον όρο), και πρωταγωνιστή της κινηματικής έκφρασης που στήριξε τον Τραμπ το 2016. Ο Σπένσερ, λοιπόν, δήλωσε ότι αυτήν την φορά θα επιλέξει τον… Μπάιντεν, καθώς εκείνος είναι σε θέση να αντιμετωπίσει καλύτερα το Black Lives Matter και τους Αντίφα, σε αντίθεση με τον Τραμπ που θέλει αυτά τα φαινόμενα να ενισχύονται ώστε να πέφτει περισσότερο λάδι στη φωτιά και να παραμένει η εκλογική του βάση τσιμενταρισμένη.

Εν τέλει, εκείνο που δεν έλαβε υπόψη του ο Τραμπ ήταν το “σύνδρομο Πολάκη”: Το να οξύνεις διαρκώς την πόλωση, πέρα από κάθε όριο, είναι κάτι που αρέσει μόνο τους πολύ στρατευμένους στην υπόθεσή σου. Ενώ, την ίδια στιγμή, σου στερεί την δυνατότητα να διεισδύσεις στην γκρίζα πολιτική ζώνη που υφίσταται ανάμεσα σε σένα και τον αντίπαλό σου.

Υπάρχει ένα όριο, δηλαδή, στην πολιτική υπεραξία που μπορεί να αντλήσει κανείς από το μίσος, έπειτα από το οποίο προκαλούνται τα αντίστροφα αποτελέσματα. Έτσι, στα ακροατήρια εκείνα –Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων– που λένε “φτάνει πια” εν γένει στην πολιτική υστερία, είτε είναι των Αντίφα, είτε είναι του trump nation, ο ήπιος Μπάιντεν φάνηκε πιο ελκυστικός από τον εξτρεμιστή Τραμπ.

Ο Τραμπ, επιπλέον, έκανε σμπαράλια όλη τη συνταγματική παράδοση του αμερικανικού πατριωτισμού, κυβερνώντας την χώρα με την οικογένεια και τους ημετέρους, λες και είναι Διοικητικό Συμβούλιο του ομίλου επιχειρήσεών του. Κάτι που στα μάτια πολλών Αμερικανών φάνηκε ως εκφυλισμός, “τριτοκοσμιοποίηση της αμερικανικής πολιτικής”, και άρα ως διάψευση του συνθήματος Make America Great Again.

Ο φονταμενταλισμός της πολιτικής ορθότητας

Ιλάν Ομάρ (Μινεσότα), Αλεξάντρια-Οκάζιο Κορτές (Νέα Υόρκη), Ρασίντα Τλάιμπ (Μίσιγκαν) και Αγιάνα Πρίσλεϊ (Μασσαχουσέτη). Αυτοπαρουσιάζονται σαν η αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος, και κατά τα φαινόμενα κερδίζουν όλες την επανεκλογή τους. Συγκέντρωσαν τα τελευταία χρόνια τα φώτα της παναμερικανικής δημοσιότητας, εξαιτίας των σφοδρών συγκρούσεων τους με τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και της πύρινης ρητορικής τους όχι μόνον υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της φυλετικής ισότητας, όπως θα όφειλαν εξ άλλου στο πλαίσιο μιας Αμερικής που σπαράσσεται από τις ανισότητες αυτού του τύπου.

Μέχρι εδώ καλά, ωστόσο, οι ίδιες ταυτίζουν τα αιτήματα αυτά με την τοξική αποσχιστικότητα των “πολιτικών της ταυτότητας” και τον ακραίο μηδενισμό των ακτιβιστών που κατεδάφιζαν τα αγάλματα των “πατέρων του έθνους”. Η συνταγή τους ήταν να αντιτάξουν στην πόλωση του Τραμπ περαιτέρω πόλωση! Ηλιθιωδώς, βέβαια, γιατί με αυτόν τον τρόπο οι “αγίες της πολιτικής ορθότητας” κατέληγαν να κουβαλούν μπόλικο νερό προς τον μύλο του ίδιου του τραμπισμού.

Δίχασαν αναίτια την ίδια την παραδοσιακή λαϊκή βάση του Δημοκρατικού Κόμματος ως προς το χρώμα του δέρματος, το φύλο, και όλες τις υπόλοιπες μόδες του πολιτιστικού υπερφιλελευθερισμού. Η παρουσία τους έπαιξε εν τέλει ανασταλτικό ρόλο στις εσωτερικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος όπου τρόμαξαν την κεντρώα και την δεξιά πτέρυγά του, ωθώντας την να γυρίσει την πλάτη του στον Μπέρνι Σάντερς και να επιλέξει εν τέλει τον Τζο Μπάιντεν, ως τον μεγάλο ισορροπιστή.

Ο Σάντερς ήταν ο μόνος πολιτικός πρώτης γραμμής των Δημοκρατικών, ο οποίος διατηρούσε ζωντανή την σύνδεση του κόμματος με την παράδοση του Νιού Ντηλ, ενός πατριωτικού δημοκρατικού πλουραλισμού που γύρευε να ενώσει και όχι να χωρίσει το αμερικάνικο έθνος. Ήταν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το μεγάλο δημοσκοπικό φόβητρο του Τραμπ, στην περίπτωση βέβαια που αποσπούσε το χρίσμα των Δημοκρατικών.

Αμερικανικές εκλογές και “Τετράδα”

Η εμπρηστική πολιτική της “Τετράδος” (The Squad τις αποκαλούν συχνά τα αμερικανικά Μέσα) απομακρύνει το Δημοκρατικό Κόμμα από μια λαϊκότητα ρουσβελτιανού τύπου, που θα μπορούσε να ανακόψει την επιρροή του Τραμπ στις “ζώνες σκουριάς”. Και αντί αυτής φέρνει το κόμμα κοντά στους antifa, και τον μηδενιστικό ακτιβισμό των χορτασμένων, που αντανακλαστικά σπρώχνει ακόμα περισσότερο κόσμο από τις λευκές λαϊκές τάξεις προς τον Τραμπ.

Το που μπορεί να οδηγηθεί ένα κόμμα σοσιαλδημοκρατικής ή εν πάσει περιπτώσει κεντρώας κοινωνικής παράδοσης εάν αφεθεί στα χέρια αυτής της ιδεολογίας, το έδειξαν οι Εργατικοί του Τζέρεμι Κόρμπιν στις τελευταίες βρετανικές εκλογές: Στην εκμηδένιση της λαϊκής βάσης του κόμματος. Άραγε, η διαφαινόμενη οριακή εκλογή του Τζο Μπάιντεν θα εξαναγκάσει τον ίδιο και το επιτελείο του να λάβουν επί τέλους αυτό το μήνυμα;

Αντί επιλόγου, μια μικρή “λεπτομέρεια” για αυτήν την δικαιωματιστική υπεραριστερά, που αφορά ειδικά στην Ιλάν Ομάρ και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εμάς, εδώ στην Ελλάδα: Από την πολλή “αντισυστημικότητα” εμφανίζεται σε μια περίεργη σχέση με την νεοοθωμανική Τουρκία του Ερντογάν. Θα είναι, έτσι, το μόνο μέλος των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο που καταψήφισε πρόταση για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, καθώς και την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία για την εισβολή της στην Συρία, εναντίον των Κούρδων – μάλιστα δις!

Είχε σπεύσει, επίσης, να συναντήσει τον ίδιο τον Ερντογάν, όταν αυτός είχε επισκεφθεί τη Νέα Υόρκη για να παραστεί στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Περίεργο; Όχι και τόσο αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ιλάν Ομάρ πρεσβεύει την διεύρυνση της πολυπολιτισμικότητας, διεκδικώντας να εκπροσωπήσει τους μουσουλμάνους της Αμερικής, επικαλούμενη συχνά το Ισλάμ. Έχει και η Αμερική, βλέπετε, την “ισλαμοαριστερά” της…

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ