του Γ. Σχίζα, από το Άρδην τ. 14-15, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1998
Το περιβάλλον προϋποθετε. «κάποιον που περιβάλλεται και συνεπώς είναι μια κατεξοχήν ανθρωποκεντρική έννοια, πον υποδηλώνει την άμεση διαπλοκή ανθρώπου και φύσης και διαστέλλετε σαφώς από την «ουδέτερη» ή ευρυτερη έννοια του χώρου… Όσον αφορά την έννοια της εθνικής ταυτότητας, στο μέτρο που δεν εδραιώνεται σε κοινά φυλετικά-βιολογικο γνωρίσματα ή, ακριβώς αντίθετα, σε μια light συμμετοχή κατάσταση (που θέλει την συλλογικότητα «Έλληνες» να είναι αντίστοιχης ισχύος με αυτήν των «Παναθηναϊκών» ή των «φιλοτελιστών»…), αυτή δηλώνει την διασύνδεση οικονομικών, βιοτικών, πολιτιστικών και άλλων χαρακτήρων, επικουρούμενων συχνότατα από ένα πνεύμα οικειότητας και μέθεξης. Για μερικούς η εθνική ταυτότητα είναι κρατικοδίαιτη και «ασύμφορη» από τη σκοπιά της παγκοσμιοποίησης, για άλλους είναι απόρροια της ανθρώπινης φύσης. «Η γήινη ταυτότητα του νέου πολίτη του κόσμου», γράφει ο Εντγκάρ Μορέν1, «περιλαμβάνει ένα σύνολο ομόκεντρων ταυτοτήτων που ξεκινούν από την οικογενειακή, τοπική, περιφερειακή, εθνική ταυτότητα». Αυτό το σχήμα των ομόκεντρων ταυτοτήτων που μπορούν να μην αλληλοαναιρούνται αλλά να συναρθρώνονται και να συμβιώνουν ειρηνικά, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον: όχι σαν σχήμα που δηλώνει πάντοτε την πραγματικότητα, αλλά σαν σχήμα που εκφράζει μια optimum κατάσταση.
Σαν κοινωνικό DNA του σύγχρονου ανθρώπου, οι ταυτότητές του μπορούν να μεταβάλλονται, να καταλύονται ή να ανασυνδυάζονται.
Το θέμα που ανακύπτει αφορά το ποιες δυνάμεις διαμορφώνουν την εξέλιξη τους και ποια είναι τα όρια αυτών των εξελίξεων.
Στην εποχή της υπερκινητικότητας και της αυξανόμενης ‘δικτύωσης των πολιτιστικών και πληροφοριακών στοιχείων, η επίδραση του περιβάλλοντος στον σχηματισμό της εθνικής ταυτότητας θεωρείται φθίνουσα, με οριακή κατάληξη την εκ-μηδένισή της. Στο τέλος του 20ού αιώνα, από πρώτη όψη φαίνεται πως οδεύουμε στην πλήρη απαξίωση των θεωριών του «περιβαλλοντικού ντετερμινισμού»2, που επηρέασαν με πολλαπλούς τρόπους την επιστημονική και πολιτική σκέψη των αρχών του αιώνα. Θεωριών που άλλοτε υπογράμμιζαν την επίδραση του κλίματος στον εθνικό χαρακτήρα (Buckle, 1872) ή άλλοτε υποστήριζαν ότι οι κοινωνίες των ανθρώπων προσαρμόζονται στο φυσικό περιβάλλον όπως οι κοινωνίες των φυτών και των ζώων (Ratrel). Στα πλαίσια αυτού του ρεύματος, η Simple (1911) υπέδειξε τον άνθρωπο ως «προϊόν της επιφάνειας της γης», ία ακόμη υποστήριξε ότι οι σχέσεις του με το περιβάλλον του «είναι περισσότερο πολυάριθμες και πολύπλοκες από τις σχέσεις των πιο ανεπτυγμένων φυτών ή ζώων». Εξάλλου, σε μια ακραία έκφραση περιβαλλοντικού ντετερμινισμού από τον Γάλλο φιλόσοφο Victor Cousin (1924), δηλωνόταν: «Δώστε μου το χάρτη μιας χώρας, την διαμόρφωση του εδάφους της, το κλίμα της, τα νερά της, τους ανέμους της και όλη τη φυσική γεωγραφία· δώστε μου τα φυσικά προϊόντα της, την χλωρίδα και την πανίδα της, και αναλαμβάνω την υποχρέωση να σας περιγράψω εκ των προτέρων τον χαρακτήρα των κατοίκων της και τον ρόλο που διαδραματίζει η χώρα αυτή στην ιστορία, όχι τυχαία, αλλά αναγκαστικά- και όχι μόνο για μια εποχή αλλά για όλες τις εποχές!».
Ο Cousin δεν μίλαγε μόνο για τον ρόλο της γεωγραφίας αλλά και γι’ αυτόν των «φυσικών πόρων», που συνιστούν ειδικά πεδία συνάντησης και όσμωσης του ανθρώπου με τη φύση. Σε παραπλήσιο μήκος κύματος, σε μια γενικότερη θεωρητική ζύμωση στα πλαίσια του μαρξιστικού ρεύματος, ο σοσιαλιστής Ότο Μπάουερ (1882-1938), αναφερόταν στον κυρίαρχο ρόλο που παίζει «η πάλη με τη φύση» όσον αφορά τον προσδιορισμό της εθνικής ετερότητας3.
Σήμερα, η σχέση περιβάλλοντος και εθνικής ταυτότητας διαπλέκεται υπό νέους όρους, που θέτουν ερωτήματα τόσο σχετικά με την επίδραση που ασκεί το περιβάλλον στον άνθρωπο όσο και σχετικά με το ποιόν των νέων «ταυτοτήτων» που συντίθεται στις νέες κοινωνικές συνθήκες.
Η εκρηκτική επιτάχυνση της ιστορίας, που επεξεργάζεται τον «θάνατο της μονιμότητας» (‘Αλβιν Τό-φλερ), ή την «απώλεια του μέλλοντος» (Εντγκάρ Μορέν), δημιουργεί ένα κοινωνικό πεδίο «άίνστάίνιο», όπου η ταχύτητα των δρώμενων επηρεάζει τις πλέον παραδοσιακές και δομικές σχέσεις.
Ο νέος κόσμος συναντιέται με όλο και περισσότερες ανατροπές και επαναστάσεις, όπως αυτή του ταξιδιού.4 Η διακρατική, μαζί με τη εγχώρια, κινητικότητα «επί σκοπώ αναψυχής» (τουρισμός) γίνεται ένα διαρκώς αυξανόμενο μέγεθος που υπερβαίνει πλέον τα 6 δισεκατομμύρια ταξίδια το χρόνο. Εξάλλου η δηλωμένη και άδηλη μετανάστευση, τα διεθνή ταξίδια για μορφωτικούς σκοπούς και η διεθνής κυκλοφορία των πολιτιστικών προϊόντων, ασκούν όλο και μεγαλύτερη επίδραση.
Ο νέος διεθνής καταμερισμός των έργων συρρικνώνει ή αντίθετα υπεραναπτύσσει κάποιους φυσικούς πόρους σε ορισμένες εθνικές περιοχές, ενισχύοντας διεθνείς και διαπεριφερειακές συσσωματώσεις και συμβάλλοντας στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτιστικών υβριδίων. Ο σύγχρονος κόσμος εξελίσσεται προς ένα καθεστώς συντριπτικής κυριαρχίας των πόλεων, όπου, παρά την «χωρική» προσέγγιση των ανθρώπων, δεσπόζει η κοινωνική και ψυχολογική αποστασιοποίησή τους, η απουσία των «κυτταρικών φαινομένων» της γειτονιάς και της συνοικίας, η ύφεση του αισθήματος της εντοπιότητας. Η «μεταπόλη» ως διάδοχο σχήμα της παραδοσιακής μητρόπολης5, μαζί με την τηλεεργασία και τις άλλες μορφές εξατομικευμένης κατανάλωσης, συναπεργάζονται ένα κοινωνικό πεδίο χαοτικών ταυτοτήτων -εκ πρώτης όψεως το πεδίο της ανύπαρκτης συλλογικής ταυτότητας.
Αυτή η ανολοκλήρωτη εξέλιξη συνιστά μια καινοτομία, που επιτρέπει την «κατάδυση» στις πιο σιωπηρές ή «αυτονόητες» προϋποθέσεις της κοινωνικής ζωής. Παράδοξο, πλην όμως αληθινό: Όπως ακριβώς στην εποχή του φαινομένου του θερμοκηπίου «ανακαλύπτεται» ο σιωπηρός και δομικός ρόλος του κλίματος στην παραγωγή και τον τρόπο ζωής, ή όπως «ανακαλύπτεται» ο εξίσου δομικός ρόλος της στοιβάδας του όζοντος στον βιοτικό περίγυρο του ανθρώπου, έτσι και στην εποχή της απειλούμενης θρυμματοποίησης των συλλογικοτήτων που συγκροτούνται στον χώρο (της συνοικίας, της πόλης, της περιφέρειας, της χώρας) μπορεί να ανακαλύπτεται η θεμελιώδης λειτουργία της συμμετοχής και του «ανήκειν» σε ένα σύνολο. Και μάλιστα όχι σε ένα οποιοδήποτε σύνολο, αλλά σε ένα σύνολο που διαπλέκεται με το χώρο και συγκεκριμένα με το περιβάλλον, σύνολο που συν-βιώνει την αίσθηση της αλληλεπίδρασης με την φύση, που δεν συγκροτείται απλώς επί τη βάσει κάποιων «κοινών πεποιθήσεων». Όταν ο Μορέν μιλάει για το έθνος που αποκαθιστά σήμερα τη θέρμη του οικογενειακού, φυλετικού κλπ. δεσμού που έχει απολεσθεί σε μια διαδικασία εξατομίκευσης, έχει υπόψη του το έλλειμμα κοινοτικού πνεύματος, που είναι προφανώς πνεύμα εν χώ-ρω.
Η παγκοσμιοποίηση σήμερα καταλύει διάφορες μικροσυλλογικότητες, προκαλεί υβριδικά μορφώματα μεταξύ διαφόρων πληθυσμών και μεταλλάσσει πολλούς εθνικούς σχηματισμούς. Φυσικά η επίδρασή της δεν είναι πάντα ομογενοποιητική και καταλυτική της εθνικής ετερότητας, δεδομένου ότι η συνάντηση κάποιων «παγκόσμιων ερεθισμάτων» με ποικίλους εθνικούς αποδέκτες καταλήγει και σε νέες συνθέσεις. Υπάρχουν αναμφισβήτητα κάποιες αλλαγές στους εθνικούς και τοπικούς χαρακτήρες που μπορούν να θεωρηθούν «ήπιες». Όμως το πρόβλημα δεν έγκειται σ’ αυτές: το πρόβλημα βρίσκεται στην αντιπαλότητα της παγκοσμιοποίησης με τις εθνικές δομές, στο ότι συχνά η νέα τάξη των πολυεθνικών εταιρειών εκβάλ-λει άναρθρες κραυγές και εναντίον των κρατών-εθνών6, διαβλέποντας σ’ αυτά στοιχεία δυσκαμψίας στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το αίτημα του γρήγορου και πάση θυσία κέρδους κηρύσσεται ασύμβατο με τις εθνικές συλλογικό-τητες, με την βιωμένη σχέση τους προς τον γεωγραφικό περίγυρο τους και τις αυθόρμητες μορφές αλληλεγγύης.
Ευελιξία…
Η συνάρθρωση της εθνικής ταυτότητας με το αντίστοιχο περιβάλλον φαίνεται πως αμβλύνεται στις ήμερες μας. Όμως αυτή η φαινομενικοτητα είναι απατηλή: και τούτο γιατί. ενώ οι διαδικασίες άμεσης επικοινωνίας των λαών (π.χ. μέσω του τουρισμού) γίνονται πρόξενες νέων διαπλοκών και συγκρίσεων, ταυτόχρονα αναδεικνύουν την σημασία της οικειότητας του ανθρώπου με συγκεκριμένα περιβάλλοντα, δηλαδή με τα δικά του, βιωμένα περιβάλλοντα. Οσο κι αν ο σύγχρονος άνθρωπος γίνεται υπερκινητικός μέσα στο χωρο δεν παύει να αναζητά έναν ιδιαίτερο χώρο, που να ενέχει το μοναδικό στοιχείο της οικειότητας. Πάνω ο αυτή τη θεμελιώδη ιδιότητα του ανθρώπινου όντος, προσκρούει σήμερα η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης που απαιτεί την μεγαλύτερη δυνατή «ευελιξία» του ανθρώπινου παράγοντα σε συνδυασμό με την μεγαλύτερη δυνατή διευκόλυνση του υπάρχοντος κεφαλαίου…