του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 17, Δεκέμβριος 1998 – Ιανουάριος 1999
Είναι ήδη Δεκέμβρης και οι αντιδράσεις στον χώρο της εκπαίδευσης έχουν φουντώσει για τα καλά. Από τα 3200 γυμνάσια-λύκεια της επικράτειας τα 1200 περίπου τελούν υπό κατάληψη, ενώ δεν έχει περάσει βδομάδα από τα μέσα του Νοέμβρη που να μην έχει πραγματοποιηθεί έστω και μια διαδήλωση στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στο στόχαστρο των κινητοποιήσεων, αυτή τη φορά, βρίσκεται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του υπουργείου Παιδείας.
Μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που διαφημίστηκε, τόσο από τα ενημερωτικά φυλλάδια όσο και από τον υπουργό, ως το κλειδί που θα μας οδηγήσει στους ουρανούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσον αφορά τουλάχιστον την παιδεία. Οι μαθητές όμως έχουν κάθε δικαίωμα να φωνάζουν. Ίσως γατί με αυτήν την ολιγόμηνη εφαρμογή του νόμου κατάλαβαν ότι αυτός τους θίγει άμεσα και σε καίρια σημεία.
Όντως, το γενικότερο ανταγωνιστικό κλίμα που θα επικρατεί στο Λύκειο θα έχει σίγουρα αρνητικές επιπτώσεις επάνω στον μαθητή, κυρίως γιατί πρέπει να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μελέτη, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του νέου συστήματος. Και αυτό στην ουσία σημαίνει αφαίμαξη του ελεύθερου χρόνου που, όταν είσαι δεκαέξι χρόνων, και τυχαίνει να έχεις και άλλες ευαισθησίες πέρα από την γενική υποκειμενική ή από ή από την παράγωγο του τριωνύμου, είναι πολύτιμος. Επιπλέον, οι συνεχείς γραπτές δοκιμασίες, στις οποίες υποβάλλεται ο μαθητές, συνθέτουν μια μακροχρόνια κατάσταση μόνιμου άγχους. Ακόμη, το γεγονός ότι αφ’ ενός η ύλη -ή μήπως πρόκειται για ιλύ;- διογκώνεται, τα μαθήματα πολλαπλασιάζονται και αφ’ ετέρου ότι ο μαθητής πρέπει να διαγωνιστεί δύο φορές σε πανελλήνιο επίπεδο (Β’-Γ Λυκείου), όχι μόνο δεν πλήττουν την παραπαιδεία αλλά την καθιστούν υποχρεωτική από την πρώτη κιόλας τάξη του λυκείου. Όλα αυτά, ταυτόχρονα, μας οδηγούν στο εξής συμπέρασμα: Η μεταρρύθμιση στην παιδεία θα σημάνει το τέλος της εφηβείας για τους μαθητές.
Βεβαίως, τα κακώς κείμενα του νόμου δεν περιορίζονται μόνο στα παραπάνω. Ο αντικειμενικός σκοπός της μεταρρύθμισης, ο εκσυγχρονισμός δηλαδή της εκπαίδευσης, η προσαρμογή της στα ευρωπαϊκά δεδομένα, έρχεται να υπονομεύσει το μέλλον πολλών μαθητών, γιατί η ευρωπαϊκή εκπαίδευση, που με τόσα θέλγητρα μάς την περιγράφουν, εδώ και καιρό, δεν είναι παρά μια εκπαίδευση βασισμένη στην ψυχρή, τεχνοκρατική και απάνθρωπη αντίληψη που εδώ και καιρό κυβερνά από τις Βρυξέλλες.
Οντως, με την καθιέρωση του συστήματος των κατευθύνσεων στο Λύκειο εισάγεται και η αντίληψη μιας εκπαίδευσης των 2/3, απόλυτα ευθυγραμμισμένης με τη λογική της κοινωνίας των 2/3. Οι συνεχείς γραπτές δοκιμασίες διαγνωστικά τεστ Α’ Λυκείου, Πανελλήνιες εξετάσεις σε συνολικά 20-25 μαθήματα στην Β’-Γ Λυκείου, εργασίες κ.α.), η διόγκωση της ύλης, ο πολλαπλασιασμός των μαθημάτων και η κατάργηση του θεσμού των ανεξεταστέων ουσιαστικά αποκλείουν τους αδύνατους μαθητές από το Λύκειο. Με δεδομένες τις σημερινές δυνατότητες της ελληνικής εκπαίδευσης μπορούμε γενικότερα να συμπεράνουμε ότι: οι μη αξιόχρεοι καταναλωτές της φροντιστηριακής γνώσης, οι αδύνατοι και οι απροσάρμοστοι μαθητές δεν έχουν θέση στο Λύκειο του 2000. Συνεπώς, όλοι οι έφηβοι που θα μπουν πρόωρα στην παραγωγή, δίχως να έχουν απολυτήριο Λυκείου, έχουν απειροελάχιστες πιθανότητες να βρουν μόνιμη δουλειά με εξασφαλισμένα τα εργασιακά τους δικαιώματα. Εν ολίγοις, μπορούμε να πούμε πως, από εδώ και στο εξής, η διαδικασία περιθωριοποίησης των κατώτερων κοινωνικών τάξεων θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Και το γεγονός αυτό συμπίπτει απόλυτα με την πολιτική των Βρυξελλών. Η ευρωπαϊκή πολιτική σήμερα δίνει αποκλειστικά βάρος στη διαμόρφωση ενός εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού που θα στελεχώσει κυρίως τον τριτογενή τομέα (υπηρεσίες κ.ά.) της παραγωγής, αφού, ουσιαστικά, η βαριά βιομηχανία της Ευρώπης τείνει να μεταφέρεται στις χώρες της Ανατολικής Ασίας όπου το κόστος παραγωγής είναι ασύγκριτη μικρότερο. Επομένως «λογικό» είναι να διαμορφώνει μια εκπαίδευση δύο ταχυτήτων, που αφ’ ενός δίνει βάρος στη διαπαιδαγώγηση «ειδικευόμενων ημιμαθών», που αργότερα θα στελεχώσουν τον τριτογενή τομέα, και αφ’ ετέρου, αποκλείοντας το 1/3 των μαθητών, παρέχει στην αγορά εργασίας «μαύρους εργάτες» που θα δεχτούν να ημιαπασχοληθούνμε τις ελάχιστες απαιτήσεις οπουδήποτε.
Πέρα όμως από αυτά που άμεσα προκύπτουν από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, τίθεται και το ζήτημα του αποπροσανατολισμού της εκπαίδευσης από τον πρωταρχικό της αντικειμενικό σκοπό, που σε γενικές γραμμές είναι η ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ατόμου. Τώρα, μια παιδεία, που αντικειμενικό σκοπό έχει τη δημιουργία αξιόλογων μονάδων οι οποίες θα είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της διεθνούς αγοράς εργασίας, αυτόματα αναδεικνύει τη χρησιμοθηρική αντίληψη της γνώσης σε κινητήριο μοχλό της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εκεί οι μαθητές αποκομίζουν τη γνώση αποκλειστικά και μόνο γιατί αυτή αποτελεί προϋπόθεση για μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία που με τη σειρά της εξασφαλίζει την οικονομική ευημερία. Έτσι η διαδικασία ολοκλήρωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας παραμελείται και υποκαθίσταται από τη διαδικασία αναμόρφωσης των αυριανών στελεχών επιχειρήσεων. Σε ένα ανταγωνιστικό κλίμα, αξίες όπως η ακέραια ηθική και η αλληλεγγύη παραμερίζονται από το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», «πατείς με, πατώ σε» και άλλα τινά που έρχονται να φανερώσουν την κρίση που διέρχεται ο δυτικός πολιτισμός. Η «υγιής φιλοσοφία» του Ιώσηπου Μοισιόδακα που «αποτελεί τη βάση της νεοελληνικής εκπαίδευσης» εκσυγχρονίστηκε, μετεξελίχθηκε στην υπολογιστική φιλοσοφία του «γιάπη», που ανάγει την επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία στην πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αρα, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του κ. Αρσένη μάλλον δεν «θ’ αφήσει τα 100 λουλούδια να ανθίσουν». Αντίθετα, θα εισάγει έναν ντετερμινιστικό ανισωτι-σμό στην ελληνική εκπαίδευση, θα αλλοτριώσει τον πρωταρχικό ρόλο της γνώσης, θα εκμηδενίσει τον ελεύθερο χρόνο των εφήβων. Οι μαθητές όμως αρνήθηκαν να αποστηθίσουν την απόγνωση που απλόχερα μοιράζει η εκπαίδευση του 2000… και βγήκαν στους δρόμους! Εκεί βρήκαν αυτό που η εκπαίδευση, τουλάχιστον σ’ αυτή την κατεύθυνση στην οποία βαδίζει, αδυνατεί να τους δώσει: την κοινωνικοποίηση, την εμπειρία του να είσαι μέρος μιας συλλογικότητας, να αποτελείς το υποκείμενο ενός κινήματος, πράγμα που συμβάλλει πολύ περισσότερο στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας ενός ατόμου από το ξύπνα-σήκω-πήγαινε σχολείο, περικυκλώσου από καμιά ντουζίνα λευκούς τοίχους και βγάλε τα στραβά σου επάνω σε καμιά 200αριά σελίδες αποστειρωμένης, ομογενοποιημένης γνώσης. Αλλωστε, αυτή ακριβώς την κοινωνικοποίηση δεν μας έχει στερήσει η σημερινή, καλωδιομένη κοινωνία; Μια εκπαίδευση που έχει ως στόχο τη διαπαιδαγώγηση των «αυριανών πολιτών», σε αυτό το σημείο δεν θα έπρεπε να επικεντρώσει την προσοχή της; Πάντως, αφού η εκπαίδευση του 2000 αδυνατεί ή καλύτερα αδιαφορεί για την ύπαρξη ουσιαστικής επικοινωνίας μέσα στο σχολείο, οι μαθητές είναι αποφασισμένοι να την αναζητήσουν με τις πορείες τους μέσα στα δύσβατα αλλά όχι απροσπέλαστα μονοπάτια της ουτοπίας…
Σημειώσεις
1. Είναι άραγε αυτή η ίδια λογική στην οποία βασίζεται -σύμφωνα με τους διαφωτιστές του ΙΗ’ αιώνα- η προσδοκία ανάπλασης της ανθρώπινης κοινωνίας: Ή μήπως, τάχα, όπως ο Καντ άλλοτε διετύπωνε, αυτή η ορθολογιστική αντίληψη είναι που θα σηματοδοτήσει την έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του;
2. Η υγιής φιλοσοφία είναι μια γενικής θεωρία που ερευνά τη φύση των πραγμάτων, πάντα με σκοπό να ανακαλύψει την αληθινή ευτυχία που μπορεί ο άνθρωπος να απολαύσει πάνω στη γη. Επάνω σ’ αυτήν την φιλοσοφία υποτίθεται πως βασίζεται η ελληνική εκπαίδευση
*Μαθητής 3ης Λυκείου-Θεσσαλονίκη