Αρχική » Γ. Τσαρούχης: Όσα δεν λέγονται με τα έργα

Γ. Τσαρούχης: Όσα δεν λέγονται με τα έργα

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000

Από μικρό παιδί ήθελα να γίνω ένας καλός ζωγράφος, σαν αυτούς που θαύμαζα είτε σε αναπαραγωγές είτε στο πρωτότυπο. Νομίζω πως αυτό είναι μάλλον ακατόρθωτο. Εντούτοις παρά τη γνώση των αδυναμιών μου, έκανα αυστηρή κριτική στους πολύ μεγάλους χωρίζοντάς τους σε ζωγράφους φυσικούς και μη φυσικούς. Το 1920 είδα μιαν αναπαραγωγή του Turner. Για μένα αυτό ήταν η φυσική ζωγραφική που νόμιζα ότι μπορώ να κάνω πολύ εύκολα. Την ίδια χρονιά, πηγαίνοντας με την οικογένειά μου στο Δαφνί για να λειτουργήσουμε την εκκλησία, δέχθηκα κυριολεκτικά μια πληγή βλέποντας τα ψηφιδωτά. Κατάλαβα πως υπάρχει ία ένας άλλος κόσμος της ζωγραφικής. Μια ζωγραφική παραπάνω από φυσική που όσο και αν σχετιζόταν με αυτό που ονόμαζα φυσική ζωγραφική, ήταν εντούτοις διαφορετική. Αυτή η εμπειρία με βασάνισε σε όλη μου την ζωή. Έκανα ένα αντίγραφο με νερομπογιά, σε μικρές διαστάσεις, που έμεινε ημιτελές και τα αποτέλειωσα το 1931, όταν ήμουν μαθητής του Κόντογλου. Πολύ πριν απ’ εκείνη την εποχή είχα καταλάβει πως δεν υπήρχαν μόνο δύο ζωγραφικές αλλά και δύο κόσμοι. Υπήρχαν δύο μουσικές, δύο τρόποι να ντύνονται οι άνθρωποι, δύο τρόποι να χορεύουν και να τραγουδούν, δύο τρόποι να φέρονται. Υπήρχε η Δύση και η Ανατολή. Η αστική τάξη είχε φέρει αυτό που ονομάζουμε “ευρωπαϊκό πολιτισμό” και ο φτωχός κόσμος, ο λαός, διατηρούσε, όσο μπορούσε, τις παλιές του συνήθειες. Πόσο ωραία πράγματα με περιτριγυρίζανε, φερμένα από τη Γαλλία, από τη μυθώδη πόλη που λεγότανε Παρίσι! Αλλά και πόσα μυστηριώδη πράγματα μ’ αγγίζανε από το λαό, που είχε κρατήσει τα παλιά! Κάθε τόσο συγκλονιζόμουν από την ομορφιά του λαού, σαν από μια σουβλιά ή νυγμό… Εξαθλιωμένοι και περιφρονημένοι οι άνθρωποι του λαού είχαν μια αριστοκρατικότητα που δεν μπορούσες να συναντήσεις στον χυδαίο αστικό κόσμο, αλλά ούτε σε αυτούς που απομιμούνταν ευρωπαϊκούς καλούς τρόπους για να ξεχωρίσουν και από τους ασιοσς και από το λαό. Η πληγη που μου δώσε το Δαφνί ανανεώθηκε οταν γνώρισα τα εργα του Κοντογλου. Συγκεκριμένα την εικονογράφηση των παραμυθιών του Μέγα και τα ταξίδια του. Αυτός ο άλλος κόσμος παρουσιαζόταν δριμύτερος. Ενα μεγάλο μέρος της δραστηριοτητάς μου το κατανάλωσα για να γνωρίσω αυτούς τους δύο κόσμους, για να μην αδικήσω κανέναν και για να μην κάνω ανεπανόρθωτα λάθη. Το παιδικό μου όνειρο να γίνω καλός ζωγράφος αναγκαστικά μετετράπη σ’ ένα ιδανικό διαφορετικό, που συνίστατο στο να μάθω πού βρίσκομαι και πού πατώ. Έπρεπε να γκρεμίσω τους επαρχιώτικους πανηγυρισμούς των επιπόλαιων που εθαύμαζαν την Δύση και να γνωρίσω την αληθινή ιστορία των σχέσεών μας μ’ αυτήν. Από την άλλη μεριά, έπρεπε να φυλάγομαι καλά από τον επαρχιώτικο βαλκανικό φανατισμό, τον διψασμένο για συνθήματα εύκολα, εύκολες παρηγοριές για την σύγχυσή του και για το αίσθημα κατωτερότητας που τον καταπλάκωνε. Ηθελα όσο το δυνατόν να προετοιμάσω ένα έδαφος κάπως γερό, όπου οι ενθουσιασμοί μου να μη μαραίνονται πριν βλαστήσουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν “έκανα έργο”, όπως άλλοι. Δοκιμές και πειράματα μονο. Αυτά κρατάνε από το 1931 που έγινα μαθητής του Κοντογλου ως περίπου το 1968, χρονολογία από την οποία αρχίζει μια δεκαετία αναζητήσεων που δεν ξέρω αν θα συνεχισθούν. Η επιστροφή μου στον κλασικισμό -μ’ αρέσουν οι ετικέτες γιατί απλοποιούν τα ζητήματα – συνδυάζει ένα παλιό μου πόθο, παιδικό σχεδόν, με τη συνήθεια του πολεμιστή και του αντιπολιτευόμενου. Πολλά οφείλω στον Κώστα Παρθένη, που η αυστηρή -σαν σουηδική γυμναστική- διδασκαλία του μου επέτρεψε να πλησιάσω με άνεση τη λεγόμενη κλασική τέχνη. Τι περίεργο ! Οι περισσότεροι συμμαθητές μου και καμιά φορά και ο ίδιος ο Παρθένης, νόμιζαν πως διδάσκεται κάτι το πολύ επαναστατικό. Αντίθετα για μένα, η διδασκαλία του Παρθένη με βοήθησε να καταλάβω την τέχνη της Αναγεννήσεως. Από το 1968 μπορώ να πω ότι συστηματοποίησα αυτό που είχε αρχίσει δειλά το 1940, με τα δυο ημιτελή γυμνά μου.

Δεν είναι αλήθεια ότι ήθελα να κάνω ελληνική ζωγραφική. Απλούστατα ήθελα να παίρνω στα σοβαρά τα αισθήματά μου και τις επιθυμίες μου, όποιες ία αν ήταν αυτές. Η συνάντησή μου με τον Ματίς έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωγραφική μου. Για μια στιγμή νόμισα πως αυτοί οι δύο κόσμοι θα μπορούσαν να ενωθούν. Υπάρχει όμως και μια άλλη συνάντηση με τη “Μέδουσα” του Πειραιώς στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Αυτή η “Μέδουσα”, με το γιγάντιο κεφάλι, ταπεινό έργο ενός μάστορα, υπήρξε για μένα μια Διοτίμα που έβαλε στη θέση τους πολλά πράγματα. Αυτό το ακαδημαϊκό έργο στάθηκε κριτής ανάμεσα στους δύο κόσμους. Και μου ‘δωσε να καταλάβω πως η τέχνη που μας ορίζει ακόμα είναι η αρχαία ελληνική, ή , για να ‘μαστέ ακριβέστεροι, η ελληνιστική. Η ανατολική τέχνη, κατά μέγα μέρος, όπως άλλωστε και η δυτική, είναι προσαρμογές και ερμηνείες σ’ αυτή τη μεγάλη παράδοση. Και αναγκαστικά εμείς οι νέοι Έλληνες πρέπει να δώσουμε την ερμηνεία μας και να προσαρμοστούμε, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μας. Βέβαια, υπάρχουν χίλια άλλα πράγματα που αντιστέκονται στη σεβάσμια αυτή παράδοση. Αλλά αν η φοβία του ακαδημαϊσμού δεν είναι χωρίς βάση, καταντάει στο τέλος να είναι μεγαλύτερος κίνδυνος από τον χειρότερο ακαδημαϊσμό. Οι καλοί ζωγράφοι είναι κάτι το σπάνιο ανά τους αιώνες. Καμιά φορά παρουσιάζονται  σαν σμάρι και ύστερα εξαφανίζονται ομαδικώς και για πολλές εκατονταετίες. Δεν έχει κανείς παρά να φυλλομετρήσει ένα λεξικό, σημειώνοντας τις χρονολογίες τους, για να καταλάβει πως δεν έχω πολύ άδικο.

Κάποτε ο Stravinsky ρώτησε μια γνωστή μου, πριν δει τα έργα μου, τι είδους ζωγραφική κάνω. Αυτή του είπε:

-Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Ζωγραφίζει όπως όλος ο κόσμος.

-Λυπηρό, απήντησε ο Stravinsky. Μιμείται ό,τι είναι της μόδας δηλαδή; Και φαίνεται τόσο έξυπνος…

-Όχι, του αποκρίθηκε η γνωστή μου. Κάνει το ανάποδο. Ζωγραφίζει εκ του φυσικού όπως όλος ο κόσμος.

-Θέλετε να πείτε ότι δε ζωγραφίζει πια κανένας διόρθωσε ο Stravinsky. Πρέπει να δω το ταχύτερο τα έργα του. Μ ενδιαφέρει πολύ ό,τι δεν κάνει όλος ο κόσμος.

Αλλά τι θα πει ζωγραφική εκ του φυσικού; Ο καθένας τη βλεπει διαφορετικά. Η πείρα μου εχει διδάξει πως αν κανείς αντιγράψει πιστά τα χρώματα ενός μοντέλου που τον ενδιαφέρει, σεβόμενος τους πανάρχαιους νόμους της ζωγραφικής, που από την εποχή της αρχαίας Αιγύπτου ως σήμερα ουσιαστικά δεν άλλαξαν, είναι δυνατόν να μην κάνει κάτι που ενδιαφέρει βαθύτατα τον άνθρωπο; Αυτούς τους πανάρχαιους νόμους της ζωγραφικής μερικοί τους ξέρουν εκ γενετής, όπως το χελιδόνι ξέρει να χτίζει τη φωλιά του χωρίς να έχει πάει σε αρχιτεκτονική σχολή. Είναι η βάση αυτό, αλλά πόση δουλειά πρέπει να κάνει κανείς, τι μεροκάματα, για να μπορεί να ονομάζεται ζωγράφος χωρίς να ντρέπεται ή να φοβάται… Υπάρχουν κι αυτοί που δεν ξέρουν τους πανάρχαιους νόμους της ζωγραφικής. Που συχνά ευδοκιμούν και “κάνουν έργο”. Δεν θα τους κρίνω, αλλά είναι άλλο πράγμα. Για τον εαυτό μου δεν ξέρω τι να πω. Έχω τόση συνείδηση όση χρειάζεται για να δουλεύω. Είμαι πολύ κοντά σ’ αυτό που κάνω για να μπορέσω να το κρίνω. Σε στιγμές ευφορίας νομίζω πως ξέρω να χτίζω σαν το χελιδόνι. Και ευχαριστώ τον Θεό. Αλλά περισσότερες είναι οι στιγμές που δεν ξέρω ούτε σκέπτομαι τίποτε.

Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, πέντε κείμενα, εκδόσεις Αγρα, 2000, σελ. 23-28

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ