του Λ. Αξελού, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000
Στα μέσα του 18ου αιώνα, η μεταφορά των συγκρούσεων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στον ανατολικό μεσογειακό χώρο, έκφραση της αδιαμφισβήτητης ανόδου και εξάπλωσης του παγκόσμιου αποικιοκρατικού συστήματος σε συνδυασμό με την εσωτερική παράλυση-αποσύνθεση του οθωμανικού κοινωνικού σχηματισμού, διαμορφώνουν το πλαίσιο του γνωστού μας Ανατολικού Ζητήματος.
Η εμπορευματοποίηση της παραγωγής και η ανταγωνιστική λειτουργία του εμπορίου, ιδιαίτερα την τελευταία τριακονταετία, συνετέλεσαν αποφασιστικά στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των βαλκανικών λαών. Την περίοδο που στην Ευρώπη διαμορφώνονται και ολοκληρώνονται τα εθνικά κράτη, στον οθωμανικό χώρο πρωτοδιαμορφώνονται οι όροι ουσιαστικής συγκρότησης της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων και δημιουργούνται οι πρώτες αφετηρίες των μελλοντικών εθνικών ανταγωνισμών.
Η ανάπτυξη και συγκρότηση της εθνικής συνείδησης στους βαλκανικούς λαούς περνάει από διάφορες καμπές. Η πορεία ρήξης της τόσο με τα “βυζαντινά κατάλοιπα” του πατριαρχικού και φαναριώτικου κύκλου, όσο και με την κυρίαρχη “οθωμανική ιδεολογία” δεν υπήρξε εύκολη και ταχεία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνονται αργά αλλά σταθερά οι όροι ηγεμονίας του ελληνικού εθνικού στοιχείου. Πολλοί και σύνθετοι είναι οι λόγοι που οδηγούν στο αποτέλεσμα αυτό. Γεγονός παραμένει ότι το ελληνικό στοιχείο, σε σχέση με τα υπόλοιπα Βαλκάνια, παρουσιάζει τα εξής ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ο συνδυασμός τους με το σύνολο των υπόλοιπων στοιχείων μορφοποιήθηκε στα γνωστά μας ιστορικά αποτελέσματα.
Πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό ήταν η ύπαρξη ενός “ιστορικού βάρους”, όπως λ.χ. το βλέπουμε ανάγλυφα να αποτυπώνεται στην Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα. Η σύνδεση με το άμεσο βυζαντινό και η εκμετάλλευση-ενσωμάτωση του απώτερου αρχαϊκού παρελθόντος, έδιναν στο ελληνικό στοιχείο ένα ιδιαίτερο πολιτικό-πολιτιστικό βάρος.
Δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν η εξάπλωση του ελληνικού αστικού ή υπό διαμόρφωση αστικού πληθυσμού σε όλον τον ανατολικό μεσογειακό χώρο, πράγμα που του έδινε όχι μόνο την δυνατότητα συνολικότερης εποπτείας αλλά -παράλληλα- και την δυνατότητα ταχύτερης οργάνωσης ενός μηχανισμού διαδοχής. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μ’ έναν ορισμένο τρόπο το διάσπαρτο ελληνικό στοιχείο αποτελούσε την “αστική εστία” μέσα στον “αγροτικό περίγυρο”, διαμόρφωνε ένα εξαιρετικά ευνοϊκό πλαίσιο στην διεκδίκηση της ηγεμονίας από τον υπόλοιπο βαλκάνιο αστισμό.
Τρίτο χαρακτηριστικό ήταν το στοιχείο της γλώσσας. Όντας η επίσημη θρησκευτική και εμπορική γλώσσα, έμελλε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στα πλαίσια της πολυεθνικής, πολυγλωσσικής και πολυθρησκευτικής πραγματικότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η απουσία μιας συστηματικά οργανωμένης εσωτερικής αγοράς και συνεπακόλουθα η ελλειπτική οικονομική διασύνδεση των διαφόρων περιοχών κατέστησε σταδιακά την ελληνική γλώσσα αναγκαστικό διεθνή κώδικα της περιοχής.
Τέταρτο χαρακτηριστικό ήταν η θρησκευτική (για την ακρίβεια θρη-σκευτικοπολιτική) παρουσία και ισχύς του ορθόδοξου κλήρου. Με κεφαλή της Εκκλησίας τον οικουμενικό πατριάρχη, με άμεσο έλεγχο σε τρία πατριαρχεία και χιλιάδες ναούς, μονές, επισκοπές και μητροπόλεις, με πλήθος υπό τον άμεσο έλεγχο του σχολών στοιχειώδους και ανώτερης εκπαίδευσης και με μιαν ανεκτίμητη κινητή και ακίνητη περιουσία, ο ορθόδοξος ελληνικός και ελληνόφωνος κλήρος αποτελούσε πράγματι έναν βασικό πυλώνα της Αυτοκρατορίας.
Τέλος, έναπέμπτο σημαντικό στοιχείο ήταν n από κάθε άποψη εμφανής υπεροχή του ελληνικού και ελληνόφωνου στοιχείου στους μηχανισμούς της κρατικής διοίκησης. Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία, αποδεδειγμένο το ειδικό βάρος της φαναριώτικης ελίτ και των παραδοσιακών της διανοουμένων στα πλαίσια της κρατικής-διοικητικής μηχανής, όπως και του πατριαρχείου στα πλαίσια της παράλληλης θρησκευτικοπολιτικής εξουσίας.
Τα πέντε λοιπόν αυτά στοιχεία, έδιναν, κατά την γνώμη μου, μιαν εμφανή υπεροχή στο ελληνικό ή ευρύτερο ελληνόφωνο στοιχείο απέναντι στις άλλες βαλκανικές εθνότητες.
Και αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι ο συνδυασμός τους, μαζί με ένα σύνολο από δευτερότερα, ιδιαζόντως όμως σημαντικά στο να ολοκληρώσουν ως “κρίσιμες ψηφίδες” το ψηφιδωτό, όπως οι ποικίλες περιπτώσεις αυτόνομης και εν πολλοίς αυτοκίνητης κοινοτικής, θρησκευτικής, πολιτικής αλλά και στρατιωτικής οργάνωσης (όπως αυτή αποτυπωνόταν στα σε αδιάκοπη δράση ευρισκόμενα ένοπλα τμήματα των κλεφτών και αρματωλών), έδιναν μια σαφή υπεροχή και “σφαιρικότητα” στους Έλληνες αστούς που αποτελούσαν ένα είδος “διαβαλκανικής” αστικής τάξης, “πνευματικού ταγού”, με ισχυρή παρουσία, εξάπλωση και ερείσματα τόσο μέσα στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και έξω από αυτήν.
Πραγματικά, η πελώρια αυτή διοικητική πείρα και η αναμφίβολα αναπτυγμένη (συγκριτικά με τις υπόλοιπες βαλκανικές) λόγια και λαϊκή κουλτούρα σε συνδυασμό με την έντονη οικονομική δραστηριότητα και ό,τι αυτή συνεπάγεται, δέθηκαν με το όραμα ανασυγκρότησης της ελ-
ληνικής εθνότητας ως “φυσικού κληρονόμου” του τεράστιου “ιστορικού βάρους” της βυζαντινής και αρχαιοελληνικής παράδοσης διευκολυνόμε-να από το εξαιρετικής σημασίας συν-δετικό-προωθητικό στοιχείο της κυρίαρχης σε όλον τον χώρο ελληνικής γλώσσας.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε την εμφανή σημασία που απόκτησαν στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι διάφοροι εξωοικονομικοί (με την στενή έννοια) παράγοντες στην διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού αστισμού.
Η σταδιακή ανάπτυξη-συγκρότηση της ναυτεμπορικής αστικής τάξης διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα’ μιαν αφαίρεση των “πρωτείων” από το κατ’ εξοχήν “ενοποιητικό” στοιχείο της ιδεολογίας του σύγχρονου Βαλκάνιου. Η ορθοδοξία παύει να είναι το κατ’ εξοχήν αποφασιστικό διαχωριστικό στοιχείο ανάμεσα στα υποτελή και κυρίαρχα έθνη και την θέση της έρχεται, βαθμιαία, να καταλάβει η ιδεολογία του σύγχρονου αστισμού. Ιδεολογία της οποίας βασικός εκφραστής υπήρξε η ναυτεμπορική αστική τάξη, δηλαδή το ελληνικό και ελληνοποιημένο ή ταχέως ελληνοποιού-μενο ελληνόφωνο νοτιοσλαβικό ή αλβανικής προέλευσης στοιχείο.
Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να τονίσουμε την ιδιορρυθμία κάτω από την οποία συνετελείτο η ιδεολογική αυτή συγκρότηση. Γιατί στον βαθμό που ένα μεγάλο σε όγκο και ποιότητα κομμάτι, της ελληνικής ναυτεμπορικής αστικής τάξης, βρισκόταν έξω από τον κυρίως ελλαδικό γεωγραφικό χώρο, στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, ήταν επόμενο όχι μόνο να ‘ρθεί σε αμεσότερη επαφή με τα σύγχρονα ριζοσπαστικά επιστημονικά, ιδεολογικά, πολιτικά και φιλοσοφικά ρεύματα, αλλά και να συγκροτηθεί ταχύτερα και σφαιρικότερα από το εντός των ασφυκτικών οθωμανικών τειχών δρων τμήμα της.
Το παράδειγμα του Μοιοιόδακα, του Θεοτόκη, του Καταρτζή, του Κοραή, του Ρήγα, του Ανωνύμου και τόσων άλλων μας δείχνει πως οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης εισχώρησαν στον ελλαδικό χώρο “δια της τεθλασμένης”, φαινόμενο που, με διαφορετικές αναλογίες, επαναλήφθηκε μερικές δεκαετίες αργότερα με την “από τα έξω” εισβολή της αναρχικής και σοσιαλιστικής ιδέας.
Οι αναφορές στην “δυναμική” του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, θα ήταν ελλιπείς και μετέωρες αν δεν επισημαίναμε την “παράλληλη έκρηξη” που σημειώνεται στον χώρο των επιστημών, ιδιαίτερα των θετικών, με αποτέλεσμα πολλαπλές ανασκευές, αναθεωρήσεις και ανατροπές στον χώρο της φιλοσοφίας και των φιλοσοφικών εν γένει ιδεών.
Είναι, προφανώς, αδύνατο στα πλαίσια του κειμένου αυτού, να παρουσιαστούν -έστω και συνοπτικά- στο μέγεθος τους, οι συντελεσθείσες αλλαγές.
Γεγονός πάντως παραμένει η σταθερή θραύση-υποχώρηση των παραδοσιακών αριστοτελικοκρατούντων “στερεοτύπων” και η στροφή στο νε-ωτερικό πνεύμα που στηριζόταν στην έρευνα, το πείραμα και την κριτική αναδιάταξη της μέχρι τότε συσσωρευμένης εμπειρίας, κάτω από το φως των “εισερχομένων ανακαλύψεων”, που με διαρκή ρυθμό προστίθονταν στην επιστημονική δεξαμενή.
Αν αυτό το πνεύμα αναζήτησης ενισχυόταν από τις αντικειμενικές αλλά και υποκειμενικές συνθήκες που η αναγέννηση, η πρόοδος των θετικών επιστημών και το άνοιγμα των οριζόντων που οι ανάκαλύψεις των νέων χωρών διαμόρφωσαν στην Ευρώπη, τα πράγματα δεν ήταν εξίσου ευνοϊκά στην καθ’ ημάς Ανατολή, όπου δίπλα στην οικονομική στασιμότητα, στοιχιζόταν η κοινωνική καθυστέρηση, η βασική έλλειψη θεσμών με απότοκο την πολιτική αυθαιρεσία και η απουσία εκπαιδευτικού υποβάθρου.
Και τα πράγματα δυσκόλευε ακόμα περισσότερο το γεγονός, ότι οι περισσότεροι “θύλακες γνώσης”, ε-κυριαρχούντο από έντονα συντηρητικούς νοησιαρχούμενους κύκλους, με θεολογικό ιδεολογικό υπόβαθρο, που “αμύνονταν” και αυτοί με τον τρόπο τους στην κρατούσα κατάσταση, επιζητώντας όμως ένα, “εκτός τόπου και χρόνου”, συνεπές άλμα προς τα πίσω. Δηλαδή προς το ένδοξο αρχαιοελληνικό και βυζαντινό παρελθόν μας.
Η κυρίαρχη αυτή κατάσταση, αρχίζει σταδιακά να αμφισβητείται από λίγους φωτισμένους διανοούμενους, όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Βικέντιος Δαμοδός, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Θεόφιλος Κορυδαλέας, ο Χριστόδουλος Παμπλέκης και ο Δημήτριος Καταρτζής, για να σταθώ στους πιο χαρακτηριστικούς.
Πολύγλωσσοι, αρχαιογνώστες, με ειδικές σπουδές και γνώσεις, ερωτευμένοι με την έρευνα, την επιστήμη, αλλά και την ελευθερία, αποτελούν, χωρίς -φυσικά- να είναι οι μόνοι, τους ποντοπόρους εκείνους θαλασσοπόρους της σκέψης που έφεραν και στο “πεπτωκός Ελληνικόν Γένος” κατά τα λόγια του Ρήγα, τα φώτα των νέων ανακαλύψεων και του Διαφωτισμού.
Η αναμφίβολα θετική τροπή που αρχίζουν να παίρνουν τα πράγματα και στον βαλκανικό χώρο, θα ήταν λάθος να υπερεκτιμηθεί… εκ του αποτελέσματος, αποσιωπώντας την μακρά πορεία που διανύθηκε για δεκαετίες ολόκληρες, έως ότου η πλάστιγγα να γείρει υπέρ της νεωτερικής λογικής.
Η δεσποτεία των κρατουσών απόψεων τροφοδοτούμενη από την καθολική, σχεδόν, αμάθεια και δεισιδαιμονία, εμποδίζουν και τα πιο μικρά βήματα, όπως λ.χ. το να ασχολείται κανείς με ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας.
Αξιοπερίεργη, εκ πρώτης όψεως αμυντική, συμπεριφορά, μιας λογικής που στηριζόταν στην αδράνεια και που άμεσα αντιδρούσε γιατί ενστικτωδώς αντιλαμβανόταν ότι η συστηματική ενασχόληση με προβλήματα της καθημερινής ζωής οδηγούσε “αναπόφευκτα” στην κριτική αντιμετώπιση του παρόντος και σε μιαν εξ αντικειμένου επανατοποθέτηση της θέσης του ατόμου σε σχέση με το άμεσο περιβάλλον, την κοινωνία και την φύση.
Είναι, νομίζω, ανάγκη να επιμείνουμε στο να δοθεί η αληθινά τραγική εικόνα, συνολικής καθυστέρησης, στον τομέα της έρευνας, των επιστημών και της φιλοσοφίας.
Γιατί μόνον έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε, το γενικό κλίμα στο οποίο έδρασαν οι λίγοι εκείνοι πρωτοπόροι, τα ζητήματα που πραγματικά ετίθεντο και τα όρια που μπορούσε να φτάσει μια τέτοιου τύπου προσπάθεια.
Γι’ αυτό, όσο κι αν αναγνωρίζουμε το πραγματικό γεγονός ότι οι Νεοέλληνες διαφωτιστές δεν προσκόμισαν νέες ιδέες, μεθόδους ή ανακαλύψεις, ούτε συγκρότησαν κάποιο διακριτό και ιδιαίτερης βαρύτητας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι φιλοσοφικό ρεύμα’ όσο κι αν αναγνωρίζουμε ότι τα περισσότερα από τα έργα τους αποτελουν υπό μιαν ορισμένη έννοια μετάφραση, μεταφορά, διασκευή ή συνδυασμό ξένων και ορισμένες φορές αναφομοίωτων απόψεων, όπως, επίσης, ότι σπανίως διακρίνονται από μιαν “αυστηρή φιλοσοφική συνέπεια”, υποκύπτοντας συχνά στον “εύκολο” από μια πρώτη προσέγγιση εκλεκτικισμό’ ο-σο κι αν αναγνωρίζουμε ότι η “δάνεια αυτή λογική είχε και έχει τις συνεπειές της, στον βαθμό που οδήγησε στο σταθερό ρίζωμα αυτού που έως και σήμερα μας ταλανίζει ως μεταπρατική σκέψη και λόγος, εν τούτοις με επίγνωση των παραπάνω, γνωρίζοντας δηλαδή ότι η “καθαρή” σύγκριση με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία της εποχής είναι συντριπτική, επιμένω στην χρησιμοποίηση διαφορετικού μέτρου κρίσης και σύγκρισής τους.
Γιατί, το πρόβλημα των Ελληνα, διαφωτιστών δεν ήταν να πρωτοτυπήσουν επιστημονικά κομίζοντας δάφνες νέων ανακαλύψεων, αλλά να παρέμβουν δραστικά σε ένα χέρσο και απανθρακωμένο τοπίο, στο οποίο πρωτεύουσα θέση είχαν “εργασίες εκχερσώσεως” και δημιουργίας στοιχειώδους υποδομής.
Αυτό αποτελεί, κατά την γνώμη μου, το κεντρικό στοιχείο εκτίμησης και αποτίμησης της δράσης των Ελλήνων διαφωτιστών και ιδιαίτερα εκείνων που η δράση τους είχε και έναν ιδιαίτερο άμεσο ή έμμεσο πολιτικοϊδεολογικό χαρακτήρα.
Ματαιοπονούν λοιπόν, νομίζω, ο-σοι προσπαθούν post festum να βγάλουν με “λογικές αλχημείες”, στοιχεία πρωτότυπης και πρωτοποριακής συμβολής στην επιστημονική έρευνα αλλά και τον καθόλου φιλοσοφικό στοχασμό αντί να στραφούν στην αναζητηση της αυθεντικής και καθόριστικής σημασίας παιδευτικής και εθνο-διαφωτιστικής τους δραστηριότητας, που με πραγματικά ελάχιστα εφόδια και κάτω από κατ’ εξοχήν αντίξοες συνθήκες, κατάφερε σε μεγάλο βαθμό, να “γυρίσει τον τροχό”.
Έτσι ειδωμένη, μέσα στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, μπορεί να αποτιμηθεί η δράση αυτή και να αξιολογηθεί (πάντα -επιμένω- όχι με κριτήρια πρωτοτυπίας και πρωτοποριακότητας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά επιστημονικά κεκτημένα), ως η μόνη δυνατή να συγκροτηθεί και λειτουργήσει στις συγκεκριμένες συνθήκες της Βαλκανικής του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Βασανιστικά, λοιπόν, αργόσυρτα και αντιφατικά εκκολάφθηκε το “νεωτερικό πνεύμα”.
Η δραστικότερη παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα, η σταδιακή αναγνώριση της αξίας του πειράματος, της εν γένει λογικής της επαληθεύσεως και η υποβολή των διάφορων φαινομένων στην βάσανο της αντικειμενικής παρατήρησης και κριτικής οδηγούν στα πρώτα “ανατρεπτικά συμπεράσματα” που αποτυπώνονται στα μεγάλης σημασίας για την εποχή τους έργα του Νικηφόρου Θεοτόκη και του Ιώσηπου Μοισιόδακα.
Εξετάζοντας τα κείμενα της εποχής εκείνης και κυρίως τις αντιδράσεις που γεννούσαν, δεν θεωρώ υπερβολικό τον ισχυρισμό ότι οι ιδέες αυτές διεμβόλιζαν ουσιαστικά τις κυρίαρχες λιμνάζουσες αντιλήψεις, που στήριζαν -από ένα σημείο και πέρα-την διαιώνιση τους στον φόβο και την δεισιδαιμονία απέναντι σε κάθε τι “άγνωστο” από την μια, αλλά και στον φόβο κάθε νεωτεριστή για το τι τον περίμενε ως αντίδραση σε κάθε νέα απόπειρά του.
Χαρακτηριστική της όλης υποθέσεως είναι η περίπτωση αντιμετώπισης του Μεθόδιου Ανθρακίτη, του πρωτοπόρου αυτού διακεκριμένου διαφωτιστή που, όπως σωστά επισημαίνει ο Παναγιώτης Κονδύλης, “είχε ξεκάθαρη συνείδηση της τομής που σήμανε η μαθηματική φυσική του 17ου αι. για την φιλοσοφία στο σύνολο της”.
Έτσι, σταδιακά, εν μέσω ομαδικών ομοβροντιών των κυρίαρχων συντηρητικών κύκλων, οι πρωτοπόροι αυτοί διδάσκαλοι δημιουργούν τα ρήγματα εκείνα που ανοίγουν τον δρόμο στην μεγάλη αλλαγή’ την επανατοποθέτηση του ατόμου απέναντι στο καθόλου φυσικό του περιβάλλον.
Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Λέανδρος Βρανούσης “διαδίδεται πλέον μια ‘φυσική δημώδης εις παύσιν της δεισιδαιμονίας’ που πρεσβεύει και κηρύπει πλέον ανοικτά την αποδοχή της επαληθευτικής αξίας του πειράματος και την σταθερή και οργανική του πλέον ένταξη ως κεντρικού μεθοδολογικού εργαλείου στο οπλοστάσιο της έρευνας.
Η συνειδητοποίηση της σημασίας του πειράματος και η καθόλου στροφή από θεωρητικότερες-θεολογικο-κρατούμενες σε πρακτικότερες – επιστημονικοκρατούμενες μορφές δράσης, περνά και αυτή η ίδια ένα μακροχρόνιο “εμπειρικό στάδιο”.
Ο σημερινός αναγνώστης δυσκολεύεται, ίσως, να καταλάβει την σπουδαιότητα των παραπάνω θεωρώντας τα, ενδεχομένως, αυτονόητα.
Πράγμα που προφανώς δεν ίσχυε το 1790, όταν το ατελές και ερανισθέν από διάφορα γαλλικά και γερμανικά συγγράμματα εκλαϊκευτικό εγχειρίδιο του Ρήγα Βελεστινλή το Φυσικής Απάνθισμα, έρχεται είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά τα Στοιχεία φυσικής εκ νεωτέρων συνερανισθέντα του Νικηφόρου Θεοτόκη και δέκα χρόνια μετά την Απολογία του Ιώσηπου Μοισιόδακα, να αποτελέσει μιαν από τις πρώτες ουσιαστικές απόπειρες πρακτικής εκλαΐκευσης των αντιλήψεων που, με κοπιώδεις προσπάθειες και στηριγμένοι αποφασιστικά στα ευρωπαϊκά επιστημονικά και φιλοσοφικά επιτεύγματα, παρήγαγαν οι μεγάλοι αυτοί δάσκαλοι και διαφωτιστές σε πείσμα των πολυάριθμων πολεμίων τους.
Σε αυτή λοιπόν την παράδοση, εμπνεόμενος από τα παραπάνω παραδείγματα, βαθιά επηρεασμένος από το ρηξικέλευθο πνεύμα του δασκάλου του Ιωσήπου Μοισιόδακα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στα γράμματα η πιο ριζοσπαστική μορφή Έλληνα διανοούμενου της προεπαναστατικής περιόδου, ο Ρήγας, και εκδίδει στην Βιέννη δέκα χρόνια πριν το κλείσιμο του 18ου αιώνα, δύο βιβλία. Το Σχολείον των Ντελικάτων εραστών και το Φυσικής Απάνθισμα που ενσυνείδητα γράφτηκαν έχοντας ως πυξίδα την θεμελιακή αρχή: Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.
Με αυτή την πυξίδα οι Νεοέλληνες διαφωτιστές διένυσαν την μακρά πορεία αφύπνισης των πνευμάτων, ώσπου η έκρηξη του 1821 επιβεβαίωσε το πέρασμα των ριζοσπαστικών ιδεών από “την ποσότητα στην ποιότητα”.