Αρχική » Χόντος Σέντερ (διήγημα)

Χόντος Σέντερ (διήγημα)

από Άρδην - Ρήξη

της Μ. Βεϊνόγλου, από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001

ΧΟΝΤΟΣ… Βρε, σημαία εθνική θα την κάνουμε τη σακκουλίτσα του. Κάθε καλή κυρία αλλά και κύριος, του ζητούν να υπογράψει χαρτάκι εξόδου: Σύσκεψη. Στο Υπουργείο Συγκοινωνιών… Κι επιστρέφουν φορτωμένοι αναλόγως.

–              Ελάχιστες οι διαθέσιμες “άδειες διελεύσεως” φέτος, κυρία Ασπρορουχέ-α… Υπογράφει μουρμουρίζοντας ο Διευθυντής.

Η κυρία Ασπρορουχέα το κατάλαβε πολύ καλά το υπονοούμενο κι ενστικτωδώς μαζεύει τα νύχια της σα γάτα σε πτώση.

–              Να δούμε αν θα συγκεντρωθούμε όλοι οι φορείς ετούτη τη φορά… απολογείται, ψευδόμενη με τη μεγαλύτερη φυσικότητα.

–              Συγκεντρωθήτε! συγκεντρωθήτε… αναστενάζει ο Διευθυντής που δεν τα μασάει, ξέροντας πως τίποτα δεν βοηθάει να συγκεντρώνονται στο καθήκον τους οι Τμηματάρχες του, παρά… μόνο εκείνο το… παρεμπιπτόντως. Ή οι μικροφιλοδοξίες τους. Π.χ. να καθήσουν στη δική του καρέκλα μια καλήν ημέρα κι ένα χαρμόσυνο πρωί.

–              Αμ δε…. Εκεί τώρα κάθεται αυτός! Για την ακρίβεια χρησιμοποιεί κι ένα πλακέ μαξιλαράκι. Πίσω απ’ τη ράχη της καρέκλας του, φορεαμό, με το θησαυρό γνώσεων που αποκόμισε εφ’ όρου ζωής. Το Υπηρεσιακόν Αρχείο! Κάτι Κώδικες, εκτός χρήσεως πλέον, φυσικά, όπου καμιά φορά ανοίγει και πέφτει με τα μούτρα να ψάχνει…

Μα… τι ψάχνει; αναρωτιέται κείνος ο βλάκας εισηγητίσκος, ο κύριος Ξεκαθαρίδης, προτείνοντας τον δικό του φάκελο “προς υπογραφήν”, κι όπου όλα ο άτιμος τα έχει σε απόλυτη τάξη. Φωτοτυπία εισερχομένου καρφιτσωμένη στην εισήγηση κι έπονται Κανονισμοί, Διατάγματα, Αποφάσεις κατά περίοδον, παράγραφο και άρθρο, καλά συρραμμένα όλα αυτά με τα σχετικά Σημειώματα, τις ειδικές Οδηγίες από το Γραφείο Συμβούλου του κυρίου Υπουργού. Για την ακρίβεια “εντολές”, που συρράπτουν ό,τι δεν συρράπτεται και που ό,τι συρρ;aπτεται εντέλει το ξηλώνουν. Πες το καθαρά χριστιανέ μου: “Δια-τα-γές”!

Να δοθεί το τάδε στον τάδε, να ερωτηθεί ο δείνα περί του πρακτέου, (σιγά πώς και μην…) Στείλατε έγγραφονπρος συνυπογρα-φήν παρά της Διευθύνσεως Υπουργείου Εμπορίου ως συναρμόδιας… Αλλη φάμπρικα δηλαδή από κει. Να πάμε με παρέα στον… Εισαγγελέα.

– Τι συνυπογραφή και πράσινα άλογα! Είναι μην στην έχουν φυλαγμένη. Διότι καθείς εκτίθεται όχι στο μέτρο αλλά… στην περίμετρο της δικής του υπογραφής. Διόλου σίγουρο και ποσώς παρήγορο πως θα κυνηγάνε κι άλλον μαζί σου. Ο Μεγάλος την πληρώνει. Είναι ανεύθυνος τούτος ο αχώνευτος Ξεκαθαρίδης, με μετάταξη κατέφθασε ένα πρωί από το Υπουργείο Εμπορίου, από τις Ευρεσιτεχνίες. Ο Διευθυντής αναστενάζει αντί να γελά με το αστείο που του σφύριξε ο Ούμιος ο κλητήρας. Το κυκλοφόρησαν τα σαίνια της Διεύθυνσης, ακούς;

–              Από τις Ευρεσιτεχνίες δεν ήρθε, κύριε Διευθυντά; Ε, γι αυτό, λένε, και διαθέτει πατέντα ως βλαξ!

Ο Διευθυντής απλώς μειδιά και δεν του ‘ρχεται διόλου να γελάσει. Όταν γελά κανείς με τέτοια… μάλλον είναι ο ίδιος βλαξ.

–              Εφόσον ξέρεις, βρε Ούμιο, ποιος είναι ο Ξεκαθαρίδης. Τώρα αυτά θα λέμε;

Ανηψιός του Υπουργού Πολιτισμού, εξ αδελφής μητρός. Και στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος, με πιστοποιητικά της Κεντρικής Επιτροπής!

– Τίνος είναι το αστείο; ρωτάει αδιάφορα τον πρόθυμο Ούμιο που ως έργο του έχει να τον εξομολογεί ο εκάστοτε Διευθυντής. Δεν τον πολυπάει τον κερατά, θυρωρός και κλητήρας δεν ξέρεις ποτέ τι σου σκαρώνουν. Κάτι με το συνδικαλισμό, κάτι με συγχωριανούς… Κατεστημένο στα σπλάχνα του Κατεστημένου. Και μονι-μότης πάνω απ’ όλα. Ετούτος δω ο Ούμιος, αποτελεί εγκατάσταση εντός του κτιρίου αρχαιότερος και αυτής της εγκαταστάσεως υδραυλικών. Προερχόμενος εκ της Αστυνομίας. Εάν δε κυριολεκτήσουμε μάλλον εκ… της Αεροπορίας θα ‘λεγε κανείς, όπως προσγειώθηκε πριν από τρεις δεκαετίες… αεροπορικώς.

Έτσι που τον ακούς να κομπά-ζει πως είδε ία είδε να περνούν από δω μέσα Διευθυντές… Αυτός… Ο μόνιμος, σαν ακλόνητος βράχος στις παρυφές της αυτο-κινητοθάλασσας που κατακλύζει την οδό Μαυροβουνίου Πετρό-μπεη, καθώς έρχονται και σκάνε κάτω απ’ τα Υπουργικά παράθυρα, μπροστά στο θυρωρείο, τρικυμισμένα κύματα από πλήθη δια- δηλωτών κι άλλων Ζηλωτών. Φωνάζοντας. Ζητώντας,… Έχει τριφτεί με το γίγνεσθαι. Κυνικός, (το πνεύμα τον μάρανε), έτοιμος να ξεσκονίσει την καρέκλα για λογαριασμό του νέου Διευθυντή, μόλις εσύ κριθείς “αντικαθιστώμε-νος”. Αρχαιότερος κι απ’ το πανάρχαιο γραφείο του Σαρίδη, κι απ’ την κρεμάστρα πίσω από την πόρτα. Βρε, αεί σ…!

Έτσι είναι, σε βάζουν να καθίσεις σε μια καρέκλα και γύρω γύρω σε… στολίζουν. Και σε… στριμώχνουν. Για να φέρεις εις πέρας το έργον της κοινωνικής αλλαγής που επαγγέλλεται η νέα κυβερνητική τάξις. Νέα κόλπα. Νέα τζάκια. Νέα μπαλκόνια για να δεις το νέο κόσμο, να θαυμάσεις. Εισπνέοντας καυσαέριο, ψηλά, από τη λεωφόρο βασιλίσσης Αγλαΐας. Όλα αυτά που ήταν ένα όνειρο, που ξεκίνησε απ’ την Ανωράχη… Και κόντευε να ξεχαστεί. Διευθυντής στο Υπουργείο στην πιο νευραλγική Διεύθυνση, ούτε σε ταινίες της Φίνος-Φίλμς…

Αμα, τη σήκωσε ψηλά την παντιέρα του στο Κερατσίνι, μόλις δόθηκε η ευκαιρία. Γύριζε εδώ και κει ία έβγαζε λόγους και λογύδρια. Δήθεν κατηγορώ γι’ ατασθαλίες, για το Διευθυντικό κατεστημένο, για τ’ απερχόμενο κόμμα και τα λοιπά και τα λοιπά. Κάτι οι περιφερειακές οργανώσεις, κάτι τρύπες ξάφνου στην Επετηρίδα, ένα παλιό συμπεθεριό, ε… βγάλαμε και νέους Υπουργούς στα μέρη μας. καθό προοδευτικά.

Οι επάρατοι! Αντε καλέ, ποιοι επάρατοι; φίλοι και μπατζανάκια!.. Προσμένετε στ’ ακουστικό. Υπομονή, εδώ είμαστε, σιγά σιγά θα γράψει κύκλο η ζαριά.

Ποτέ του δεν αμφέβαλε πως, για άλλη μια φορά, θ’ άλλαζε ο Μα-νωλιός και θα ‘βαζε τα ρούχα του αλλιώς. Δεν διεψεύσθη. Για παράδειγμα, τον Καλολογόπουλο εκείνο τον εξαφάνισαν εν μια νυκτί. Τι χούντες και δοσίλογους, βασιλόφρονες παρεισέφρησαν λεει εντός των κόλπων, βρε ουστ… Τράβα του μια διαγραφή και άιντε από κει που ήρθες. Εδώ μιλάμε πια για νέα-τάξη, σιγά μη θυμηθούμε τώρα τη Μικρασιατική καταστροφή! Αν μετρηθούμε τώρα πόση λάσπη πέφτει στον καθένα, ρίχνουμε πανωσήκωμα. Αμ τι…

–              Πήγε προς νερού της η κυρία Ασπρορουχέα… μάλιστα… Ο Ούμιος ανάστατος εμφανίζεται στην πόρτα και διακόπτει το υπηρεσιακό τηλεφώνημα του Διευθυντή.

–              Την ζητούν επειγόντως από το γραφείο του κυρίου Συμβούλου. Με το φάκελο Φαγόπουλου, αμέσως να κατεβεί…

Υπόθεση κι αυτή… Ο Φαγόπουλος, κάτι ως λαδέμπορος και ως διανομέας κατ’ οίκον καυσίμου ύλης, εισαγωγέας, ιδιοκτήτης αθλητικού Σωματείου “Ανω Δόξα” Παναιγιαλικού και… αλυσίδας συνεργείων καθαρισμού. Απ’ όλα! Τον τσάκωσε προχτές η Υπηρεσία Δίωξης και Διαρκούς Επαγρύπνησης την ώρα που μοίραζε πάσες μέσα στη δική του περιοχή, γιατί ας φαίνεται πως κάνει ανεμοδουλειές κι ανεμοδουρες ο Φαγόπουλος, άμα το προσέξεις έχει ένα εξαόροφο επί της Κηφισίας όλο γυαλί και υπαλληλικό προσωπικό. Κάναν ντου τα σαίνια κατόπιν καταγγελίας, δεν κουνήθηκε κανείς. Επικεφαλής της ομάδας Ερεύνης εκείνος ο Γιώργος…. Ξεπεταχτέας, άντε μην πω δηλαδή τ’ όνομα του το κανονικό…

–              Κάτω όλοι τα μολύβια… Έλεγχος της Δίωξης, Υπουργείο Λογιστικού κι Οικονομικών… Φώναξε ο Επιθεωρητής Σάί’νης.

Αυτό ήταν! Έπεσε αμέσως πανικός. Κάτι μικρές με φουστίτσες σε απίστευτα μήκη τον κοίταξαν λάγνα και συνέχισαν το τηλεφώνημα τους ανελιπώς. Έναν τύπο σκοτεινό, κάτι σαν… το θυρωρό ή σαν προπονητή αθλητικής ομάδας τον υποψιάστηκε αμέσως ότι έβγαλε απ’ το κομπιούτερ δισκέτα με απόρρητο ένοχο λογισμικό.

–              Να παραδοθεί, να καταχωρηθεί στα κατασχεθέντα στοιχεία αμέσως… Τίποτα, τσόντα έβλεπε ο καημένος, άδικα παρεξηγήθη κι ήταν και συχωριανός. Απ’ το Ανήλιαγο Αγρινίου εν ολίγοις, προφανώς από κει που σύμφωνα με το άσμα “βγαίνει ο Αυγερινός”, προπολεμικά. Μετά, βγαίνει πρόεδρος στην κοινότητα ο Σταύρος, της θειας Φρωσούλας… Χειραψίες και χαμόγελα.

–              Βρε, βρε βρε… Όλη η Ελλάδα ένα μικρό χωριό. Τα σαΐνια κουβαλούσαν στα χέρια τα κομπιούτερ στ’ αυτοκίνητα της Δίωξης.

–              Πατριωτάκι, σα να λέμε, τι γίνεται εδώ;

***

–              Ε, όχι και προς νερού της, στο Χόντο πήγε… ξεσπάθωσε ο Διευθυντής.

-Είπα και γω…

–              Όλα κι όλα, οι πλάτες – πλάτες αλλά όχι να βρω το μπελά μου εγώ… Ένας πάει προς νερού του, άλλος σε συσκέψεις, άλλος στον… εξαποδώ, τώρα να κάνεις και κατέβεις ξέρεις πού θα τους βρείς όλους… Σου γυρίζουν από δήθεν συσκέψεις, παρφουμαρισμένοι, κραγιοναρισμένοι, βρομάνε από μια ώρα δρόμο. Και κρύβουν μέσα στα συρτάρια τα ένοχα τους σακουλάκια. Κάθε λογής αηδία, τσιμπίδια, καλλυντικά, σαπούνια, εσώρουχα, και φώ τζιτζίδια… Να σου τες την άλλη μέρα στολισμένες λες κι είναι δέντρα προ των Φώτων…

–              Τώρα; Τι υπόθεση κι αυτή… ο Φαγόπουλος! Ισχυρά κίνητρα, ισχυραί γνωριμίαι. Έτσι γίνονται φίλε μου τα λεφτά. Εμείς τι γινόμαστε; Κάτι μικρές σκαμπαβίες στο κόλπο, βυζάχτρες κοινώς ή ξεδοντιάστρες, πλέουν με το σύ-θαμπο και πλευρίζουν τα σκάφη στ’ αρόδο που κουβαλούν το πετρέλαιον. Πέφτουν στο πλάι και ρουφάνε στ’ άψε σβήσε. Ονόματα πλοίων και ημερομηνίες αλλάζουν στο βιβλίο, στον τελωνοφύλακα δηλώνουν “σλοπς”.

Και τώρα τι κάνουμε;

Δεν είναι εδώ. “Ασπρορουχέα μας τέλειωσε…”, πες του… Για κάνα δίωρο από δω και τώρα… Ορύεται έξαλλος ο Διευθυντής.

Μη συγχίζεστε τόσο κύριε Διευθυντά, θα τα μπαλώσω εγώ… διαβεβαιώνει ο Θύμιος με τρόπο που θα ‘βαζε τον καθένα σε ανησυχία, ακριβώς τη στιγμή που προβάλλει στο πόρτα ο Τσιμπιδακό-πουλος.

–              Πάει δώδεκα Βαγγέλη! Ξέχασες; Έχουμε σύσκεψη Διευθυντών… Ο Τσιμπιδακόπουλος, Διευθυντής της Διεύθυνσης “παροχών και αμέσου επανείσπραξης προς αποθάρρυνση περαιτέρω ανάπτυξης ασφυκπούντων περιοχών…”

-Πού στα κομμάτια πάνε και βρίσκουν αυτούς τους τίτλους για τις Διευθύνσεις… Δε φτάνουνε τ’ ανέκδοτα με Μπόμπο δηλαδή… σκέφτεται ο Κατσαπλιακέας κοιτώντας τον ανήσυχο συνάδελφο του.

Είπε λοιπόν ο Τσιμπιδακόπουλος κατηφορίζοντας για τους πιο κάτω ορόφους, (όπου και τα Γραφεία Υπουργών), είπε να περάσει κι απ’ του Κατσαπλαακέα, που είναι στο κόμμα αυτός, μήπως και κατεβαίνοντας μονάχος του τον βρει κανένα κακό…. Κρατάει κιόλας κάτω απ’ τη μασχάλη πλήθος τους φακέλους της Διεύθυνσης του που είναι προφανές πως το περιεχόμενο τους δεν τον κάνει ευτυχή. Διέταξε λεει την επανεξέτασή τους ο κύριος Υπουργός.

– Ε ρε και ποιος ξέρει τι να’ πιάσε η τσιμπίδα… σκέφτεται όλα τα δυσάρεστα ενδεχόμενα.

Αλλά κι ο Κατσαπλιακέας, μαύρα φίδια τον έχουν ζώσει. Κάνει σημειωτόν κι αλλάζει στάσεις από το ‘να πόδι στ’ άλλο περιμένοντας το Ούμιο με τον διαβόητο φάκελο απ’ το γραφείο της τρελλοκαμπέρας. Πού ξέρει κανείς απ’ ώρα σ’ ώρα τι γίνεται στα κάτω μπαλκόνια… Κι όσο για τούτα. Γούστο θα χει να του σκάσε κανένα καψόνι η Ασπρορουχέα, όλα να τα περιμένεις απ’ αυτήν. Λες να ήταν συνεννοημένη;

Ή μήπως της σφύριξαν κάτι οι παρατρεχάμενοι και γι’ αυτο φρόντισε η λεγάμενη ν’ απουσιάζει την κατάλληλη στιγμή… Για να φαει τη μπόρα μονάχος. Είπαμε Υπόθεση Φαγόπουλος ίσον νομοθετική ρύθμιση, ο πάπυρος γράφτηκε, υπογράφηκε, ξαναϋπογράφηκε και ξαναγράφτηκε, έπαιξε το “εδώ παπάς εκεί παπάς, στα διάφορα γραφεία, μέχρι που εντέλει βαρέθηκε κι ήθελε να “βγάλει πόδια” για να τρέχει. Εφυγε επιτέλους, τρέχοντας τον πήγαν. Μάλιστα, τον πήγαν… τέσσερις. Δηλαδή που λεει ο λόγος. Πάει το Προεδρικό Διάταγμα, πάει… Τι θέλουν τώρα το λοιπόν; Γούστο έχει να ‘γίνε τίποτα απ’ την Προεδρεία.

Εμένα μη με προσμένεις Μήτσο… γιατί μπορεί και να μου το ‘κλείσε το σπίτι η αλόγα, λέγει γεμάτος κακά προαισθήματα στον εξίσου ανήσυχο Τσιμπιδακόπουλο. Κατέβα μοναχός…

*

(Τα Ελληνικά μας)

–              Ακούς… Τον επέστρεψαν! Επέστρεψαν τον πάπυρο από την Προεδρεία λόγω… ορθογραφικών λαθών!!!. Κύριε των Δυνάμεων, ρεζίλι γίναμε πανδήμως. Με καρφιτσωμένο κιόλας σημείωμα επάνω, απ’ τον πολύ-Μεγάλο, γράφει “να μην επαναληφθεί!”. Με θαυμαστικό. Το πιάσατε; Απ’ τον πολύ Μεγάλο με θαυμαστικό…

–              Ο Φαγόπουλος θα με φαει… αναστενάζει απελπισμένος ο Διευθυντής.

Η Ασπρορουχέα ακούει με ηρεμία επικυρίαρχου, σα να ‘ναι υπόθεση που δεν την αφορά, μα πλάι της η νεαρά δακτυλογράφος της Διεύθυνσης λούζεται όσα βροχόνερα η μπόρα του Καστσαπλιακέα της πετάει, κουβάδες – κουβάδες… Μετά το δικό του λούσιμο εννοείται, από τον Υπουργό. Ιδίως μετά τη διαταγή για… ανασύνταξη της εν λόγω διάταξης, σύμφωνα με καινούργιες “σκέψεις” που εμφιλοχώρησαν για το υπό ρύθμισιν θέμα στο μεταξύ… Και να σου το καινούργιο Σχέδιο με μυριάδες λάθη επί λαθών. Περί του νέου Διατάγματος ξέρει πολλά βέβαια η Ασπρορουχέα, αφού τελευταία “εξομολογεί” διαφόρους στα παρακάτω γραφεία, κι ας καμώνεται πως δεν… Ο Κατσαπλιακέας καταλαβαίνοντας πως άλλοι έχουν τον έλεγχο στη Διεύθυνση του, είναι βλοσυρός, θέλει κάπου να ξεσπάσει και το πιο ανώδυνο που βρίσκει είναι μόνο το… γλωσσικό…

–              Κανείς δεν έχει κέφια, να το ξέρετε… Να γράφει σ’ αυτή τη μυστήρια γλώσσα με τα… ιερογλυφικά, και να εκφράζεται με μύρια όσα λάθη. Από πού να το πιάσεις… Γραμματικά; Συντακτικά; Σιγά που ξέρει κανείς Ελληνικά! Τα παλιά Ελληνικά είναι μέσα στα ΚΑ-ΠΗ και προσμένουν τ’ αναπόφευκτο. Αθάνατα μεν, χάρη στα αντιβιωτι-κά. Μα πού θα πάει; Κονσέρβα με τη λήξη γραμμένη. Ο Διευθυντής έχει πάρει φόρα, τίποτα δεν τον κρατά. Ξέρει καλά πως δε φταίει η δακτυλογράφος, μα η άλλη, η αγράμματη. Του κουβάλησε κάτι χαρτιά να σου ‘ρχεται να τρελαθείς.

– Βρε ποιος δίνει, τι, σε ποιον; Ασε το ποιος παίρνει… Αυτός είμαι εγώ! Μετάθεση και καρ-παζιά.

Ο Κατσιαπλιακέας είναι έτοιμος τώρα να παρεκτραπεί. Απ’ το γραφείο, λεει, του κυρίου Συμβούλου. Εντολή! Στο πόδι τα ‘γραψες αθεόφοβη, ή… στα γόνατα κανενός; Πάει, πες πως γύρισε και τούτος ο πάπυρος απ’ την Προεδρεία. Ούτε ένα χαρτί να γράψετε δεν μπορείτε. Σ’ όλη τη Διοίκηση θα’ χουμε ρεζιλευτεί…

Και μην τολμώντας να τα βάλει με την Ασπρορουχέα, της τα λεει έμμεσα, ότι δήθεν αφορούν τη μικρή. Κραδαίνει το χαρτί με τ’ αντίγραφα Διατάγματος κάτω απ’ τη μύτη της. – Αμ δε γίνονται δεσποινίς μου δακτυλογράφοι με το ου και το ψου και με το φου-μου-τού; Κανείς δε χρειάζεται να γράψει σ’ ένα Νόμο “μουστουκούλουρου”. Με το ωμέγα να σας δω και με την περισπωμένη και με τη βαρεία και με δασεία και με την ψιλή. Εγώ ζήτησα ειδικευμένους υπαλλήλους εδώ. Και στη σακκουλίτσα ακόμα, το “Χόντος”, λάθος θα το είχατε γράψει… Κι όπως έχει ανάψει και τίποτα δεν τον κρατά, αντί να ριχτεί στο λαιμό αυτηνής της ψηλής καμήλας που τον έχει εκθέσει, ωρύεται σε βάρος της μικρής και… ο έχων ώτα ακουέτο!

–              Και διαβιβάστε τα… δέοντα στην… αυτόματη διόρθωση της γραφομηχανής.

Η δακτυλογράφος δεν άντεχε, την έπνιγε η αδικία.

–              Εγώ άλλη γλώσσα πάντως δεν ξέρω για να γράφω. Μονάχα Ελληνικά. Σαν τη γιαγιά και τη μαμά μου. Μην κοιτάτε εσείς!!! Πέταξε τη μπηχτή της γιατί είχαν κάνει κιόλας δυο τρεις φορές τον κύκλο των διαδρόμων κάτι καλαμπούρια για τα γαλλικά του με κείνο τον κοινοτικό, τον “ντελεγκέ”.

Η κυρία Ασπρορουχέα σημείωσε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση την αδυναμία του Διευθυντή να της κάνει επίθεση κατά μέτωπο, ία όσο για τούτο το βλήμα τη δακτυλογράφο, άστη να μάθει, που όποτε της έδιναν χαρτί να γρά-

ψει έπαιρνε τηλέφωνο στον Κολωνό, στην κλαδική. Κι έτσι μόλις έκλεισε η πόρτα mo_ από την ολοφυρόμενη μικρή, άδραξε την ευκαιρία.

-Κώστα…

Παραμέρισε αυτομάτως τις τσιριμόνιες με τα κύριος και τα κυρία… Είχε οπωσδήποτε περιθώρια άμα ήθελε, να του μιλάει στον ενικό. Αμα, λέμε, ήθελε, μπορούσε και καρπαζιά να του αστράψει. Μην κοιτάς που…

–              Κώστα, δε σε συμβουλεύω να δημιουργείς αφορμές για το συνδικαλισμό. Με τις δακτυλογράφους και τις καθαρίστριες δεν τα βάζουμε ποτέ.

Έτσι του είπε. Πολύ απαλά. Κι έβγαλε αζ την τσεπούλα της να παίξει το κομπολογάκι. Ο Κώστας έμεινε σκεφτικός.

–              Ούτε με τους άλλους… αναστέναξε γ. Ασπρορουχέα κι άφησε ν’ ανοίξει λίγο παραπάνω η φούστα της στο πλάι απ’ ό,τι προέβλεπε η μοδίστρα να φανεί. Σηκώθηκε να φύγει και κει που έφτανε στην πόρτα άφησε να ξε-γλυστρήσει…

–              …καθώς βλέπεις φημολογείται και αναδιάταξη στον Οργανισμό… Ο Διευθυντής πετάχτηκε.

–              Έμαθες τίποτα, αλλάζει κανείς;

Η Ασπρορουχέα κρατούσε άσσο στο μανίκι και τον πετά

–              Ενοποιούνται οιΔιευθύνσεις… έμαθα θετικό!

Με το που ανοίγει η πόρτα να σου τον αζ έξω γονατιστός ο Ούμιος να ξεσκονίζει tc παπούτσι. Η γκαμήλα τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα μα ο Κατσαπλιακέας ούτε που ε-δωσε σημασία στη σύμπτωση γιατί είχε παύε: πλέον ψυχικό κλονισμό. Όλα πια παίζον- rv και το έδαφος δεν έδειχνε καθόλου σταθερό.

–              Κατά τα λοιπά… τα καλά Ελληνικά μας μάραναν… Πήρε τη ρεβάνς της κι έστριψε την πλάτη της.

–              Τη γκαμήλα, το άλογο το πεταλωμένο άφριζε τώρα ολομόναχος ο Διευθυντής κι άρχισε να ψάχνει για τα κατάλληλα τηλέφωνα στην κόκκινη ατζέντα. Είδες πώς του την ~ε-ταξε; Κι ούτε σκέφτηκε το ξ ετραχ ηλιασμένα βόδι να του πει, να του προτείνει βρε αδελφέ, που άμα θέλει αυτή μπορειειειεί…. Εχε: που κυκλοφορεί αυτή ο λόγος της πιάνει

Χωρίς να προηγηθεί χτύπημα η πόρτα μισάνοιξε. Ήταν η Ασπρορουχέα πάλι. Δε μπήκε, έβαλε μόνο το κεφάλι της και του χαμογέλασε μ’ ένα ύφος… να το πούμε… μυστικιστικό; Νάτο, σκέφτηκε, την αδίκησε. Κι ανα-ψε μέσα του παρήγορο φως.

Η Ασπρορουχέα χαμογέλασε γλυκά σαν άγγελος της κολάσεως.

–              Πετιέμαι για Χόντο μισή ωρίτσα, είπε. Αν με ζητήσουν πες πως πήγα… Πολιτισμού κι Επιστημών!

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ