Αρχική » Πολιτική και Τηλεόραση

Πολιτική και Τηλεόραση

από Άρδην - Ρήξη

του  Δ. Μπασαντή, από το Άρδην τ. 24, Μάρτιος-Απρίλιος 2000

Η σχέση πολιτικής και τηλεόρασης ξεκινά από την εποχή που εμφανίζεται η τηλεόραση. Πρόκειται για τη σχέση που είχε και έχει πάντα η πολιτική με τα ΜΜΕ. Μια σχέση αντιφατική. Μια σχέση αγάπης και μίσους. Μια σχέση που ξεκινά από την αδιαφορία και κορυφώνεται σε σχέση έρωτος και πάθους πριν καταλήξει στο πλήρες διαζύγιο.

Όμως έτσι ήταν πάντα οι σχέσεις της πολιτικής με τα ΜΜΕ.

Ας μην ξεχνάμε πως ο 19 αιώνας ήταν ο αιώνας της σύγκρουσης και της μάχης της πολιτικής με τον Τύπο σε μια προσπάθεια η πρώτη να ελέγξει τον δεύτερο και ο δεύτερος να κρίνει την πρώτη. Η ανάδειξη του Τύπου στη σημερινή του θέση πέρασε από “σαράντα κύματα”.

Το έπαθλο της πολυτάραχης σχέσης της πολιτικής και της τηλεόρασης υπήρξε η κοινή γνώμη. Μια κοινή γνώμη που ξεκίνησε να αναδύεται με τις πρώτες βιομηχανικές επαναστάσεις και την μακρά διαδικασία της μεγάλης δημοκρατικής επανάστασης για να φτάσει σήμερα να είναι το μέτρο όλων των ενεργειών και το έπαθλο όλων των “καθημερινών μαχών”.

Για την διαμόρφωση αυτής της κοινής γνώμης “σφάζονται” οι πολιτικοί στα τηλεοπτικά αλώνια. Μια ιστορία που πηγαίνει πίσω στον χρόνο. Ξεκινά ουσιαστικά από την πρώτη παρέμβαση της τηλεόρασης στην πολιτική η οποία έγινε στη δεκαετία του 1950 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως η πρώτη εκλογική αναμέτρηση που κρίθηκε πραγματικά από την τηλεόραση ήταν αυτή μεταξύ Κένεντι και Νίξον το 1960.

Από τότε πολύ νερό έχει τρέξει κάτω από τις γέφυρες και πολλά έχουν αλλάξει τόσο στην πολιτική όσο και στην τηλεόραση. Όμως η πρωταρχική σχέση του ανταγωνισμού μεταξύ της πολιτικής και των ΜΜΕ παραμένει αναλλοίωτη. Μια σχέση στην οποία κατά διαστήματα το ένα ή το άλλο σκέλος υπερέχει και επιβάλλει τους όρους του στο άλλο σκέλος. Όχι, φυσικά χωρίς κόστος και απώλειες. Αν όχι για ένα από τα δύο μέρη συχνά ακόμα χειρότερο για την ίδια τη δημοκρατία.

Η ελληνική περίοδος κατά την οποία η τηλεόραση πέρασε από την παιδική της περίοδο και “τις παιδικές ασθένειες της” στην εφηβεία της ήταν το 1989. Τότε ξεκινά και η περίοδος της κορύφωσης του έρωτα της με την πολιτική. Αλλά και της πολιτικής με την τηλεόραση. Η σχέση αυτή ολοκληρώθηκε το 1993. Το 1993 ήταν η περίοδος κατά την οποία ακόμα οι πολιτικές συζητήσεις και οι εμφανίσεις των πολιτικών μπορούσαν προκαλούσαν τηλεοπτική αίσθηση στο γυαλί. Σε ολόκληρη αυτή την περίοδο καθιερώνονται και τα τηλεοπτικά πολιτικά πρόσωπα της νέας περιόδου.

Οι τηλεθεάσεις της περιόδου πετύχαιναν πράγματι εντυπωσιακά νούμερα καθώς το τηλεοπτικό κοινό έμοιαζε διψασμένο να ακούσει ζωντανές συζητήσεις και να δει τους πολιτικούς να απαντούν στις ερωτήσεις από τους νέους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους. Οι τηλεθεάσεις της εποχής για τα πολιτικά πράγματα ήταν ακόμα σημαντικές (16%-20%).

Όμως όλα τα ωραία πράγματα έχουν ένα τέλος. Οι πολιτικοί σχολιαστές, αλλά και οι πολιτικοί, μέσα από μια συνεχή και σχεδόν καθημερινή επανάληψη και “τριβή” στο γυαλί της TV, χωρίς καμία ανάπαυλα και ανανέωση, έφτασαν μέχρι το 1996, έχοντας εξαντλήσει όλα τα αποθέματα του όποιου πολιτικού ενδιαφέροντος του τηλεοπτικού κοινού.

Το ταραχώδες συνέδριο του ΠΑΣΟΚ έδωσε εκ νέου ένα ενδιαφέρον στην τηλεοπτική πολιτική μας ιστορία. Ένα πολιτικό ενδιαφέρον όμως που δεν πιστοποιήθηκε όμως σε καμία περίπτωση τηλεοπτικά στην μουντή και αντι-τηλεοπτική προεκλογική περίοδο του 1996. Τότε για πρώτη φορά σε προεκλογική περίοδο είχαμε ασήμαντα έως πολύ μικρά ποσοστά τηλεθέασης στις αναρίθμητες και χωρίς φαντασία τηλεοπτικές συζητήσεις όπου ένα πλήθος ομιλούντων ακαταπαύστως δημοσιογράφων ρωτούσε πλήθος πολιτικών ερωτήσεις χωρίς πολιτικό ενδιαφέρον και λάμβανε απαντήσεις χωρίς καμία έμπνευση. Η πολιτική είχε πλέον φτάσει και πάλι στο τηλεοπτικό ναδίρ. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν και έτσι συνεχίστηκε και μετεκλογικά όπου το τηλεοπτικό τοπίο έμοιαζε πια να έχει οριστικό διαζύγιο από την πολιτική. Αυτές ήταν οι πρώτες “εκλογές του καναπέ”.

Όμως ουσιαστικά ήταν εκλογές κατά τις οποίες ο μέσος ψηφοφόρος απλώς κοιμόταν στον καναπέ. Απόδειξη πως τις εκλογές έκριναν οι χειμαζόμενες εφημερίδες! Αυτό φαίνεται από το ότι την μοναδική ενδιαφέρουσα τηλεοπτική αναμέτρηση αυτή μεταξύ του Κώστα Σημίτη και του Μιλτιάδη Έβερτ έκριναν, όχι η τηλεόραση, αλλά …οι εφημερίδες!

Σύμφωνα με έρευνα της AGB Hellas οι τηλεθεατές είχαν θεωρήσει κατά πλειοψηφία πως ο τότε αρχηγός της ΝΔ είχε κερδίσει τον αντίπαλο του. Όμως όταν την επαύριον το σύνολο του γραπτό ν Τύπου “διαπίστωνε” “τη συντριπτική νίκη του Κώστα Σήμιτη” επιβεβαιώνοντας την επικράτηση της “ερμηνείας” στη θέση της ίδιας της επικοινωνιακής εμπειρίας.

Το αποτέλεσμα των “μη πολιτικών” εξελίξεων (ή καλύτερα της επικράτησης ενός τύπου α-πολιτικής πολιτικής) στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό οδήγησε στην πλήρη απολιτικοποίηση της περιόδου που ακολουθεί. Ουσιαστικά οι εξελίξεις αυτές ήταν μια πολιτική επιλογή του κυβερνώντος κόμματος που με τον τροπο αυτό κατάφερε και “πέρασε” από την σοσιαλιστική στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Γεγονός που ήταν πολύ περισσότερο εύκολο μέσα σε μια μη πολιτική κατασταση όπου βοηθούσε την ιδεολογική σύγχυση και κάλυπτε την πλήρη μετατόπιση του κυβερνώντος κόμματος σε θέσεις πρωτόγνωρες γι’ αυτό.

Η πτώση του πολιτικού ενδιαφέροντος ήταν τέτοια που ακόμα και οι σε εθνικό δίκτυο εμφανισεις του κ. Σημίτη σε ολόκληρη αυτή την περίοδο κυμάνθηκαν από 10% μέχρι 15% ως άθροισμα σε όλα τα κανάλια όταν οι συνεντεύξεις σε ένα μόνο κανάλι του ασθενούς Ανδρέα Παπανδρέου, του πανταχόθεν αμφισβητούμενου Κώστα Μητσοτάκη και του πρωτοεμφανιζόμενου Αντώνη Σαμαρά έφταναν το 1993 μεταξύ 16% και 18% του τηλεοπτικού κοινού.

Τελευταίο εσωτερικό τηλεοπτικό πολιτικό συμβάν της περιόδου μπορεί να χαρακτηριστεί το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, το 1997, στο οποίο εκλέχθηκε ο Κώστας Καραμανλής, που την ώρα της πολιτικής αναμέτρησης των επίδοξων αρχηγών έφτασε σε διακαναλική σύνδεση ήταν το 12%.

Όπως φαίνεται και από τις δύο διακαναλικές πολιτικές εκδηλώσεις της περιόδου που περιγράψαμε είναι σαφές πως το κοινό δεν έχει πάψει να ενδιαφέρεται για την πολιτική και δεν αδιαφορεί για την πολιτική στην τηλεόραση. Όμως δείχνει σαφώς περιορισμένο (και μάλλον κουρασμένο) για μια πολιτική που γίνεται κυρίως για χάρη της τηλεόρασης και μόνο μέσα από τα πλήρως επικεντρωμένα στο αθηναϊκό κέντρο τοκ-σόου χωρίς ουσία.

Αντιθέτως, το ίδιο κοινό δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την πολιτική πληροφόρηση του μέσω της τηλεόρασης όταν υπάρχουν ή αναδεικνύονται νέες πολιτικές απόψεις και σημαντικά πολιτικά γεγονότα και ειδήσεις, μοιάζει σαν να έχει παρέλθει πλέον ανεπιστρεπτί η περίοδος του πολιτικού εντυπωσιασμού μέσω του …τηλεοπτικού συνδικαλισμού. Κι αυτό είναι κυρίως το πολύ θετικό πολιτικό μήνυμα μιας δύσκολης κατά τα άλλα τηλεοπτικής περιόδου.

Αυτό σημαίνει πως παρά τις παραπάνω εξελίξεις η πολιτική είναι πάντα παρούσα μέσα από τα καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων. Έτσι, η πολιτική όξυνση προέκυψε όλη αυτή την περίοδο στα διάφορα κοινωνικά μέτωπα. Οι ομάδες του πληθυσμού που έμεναν στο κοινωνικό περιθώριο ως αποτέλεσμα των άδηλων πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης (αγρότες, συνταξιούχοι, νέοι κ.λπ.) στράφηκαν συχνά με βίαιο τρόπο εναντίον στις πολιτικές επιλογές που τους περιθωριοποιούσαν. Οι συγκρούσεις ήταν συχνές και έντονες όλα αυτά τα χρόνια. Και βέβαια τα πλήρως και ασφυκτικά ελεγχόμενα από ένα αθηναιοκεντρικό κατεστημένο πολιτικά talk-show παρήκμασαν εντελώς και έφτασαν σε πολύ χαμηλά ποσοστά τηλεθέασης. Ήταν το τίμημα του “εκσυγχρονισμού” τους.

Οι μεγάλες εξωτερικές κρίσεις (αλβανική κρίση, πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία κ.λπ.) έστρεψαν τους πολίτες της χώρας εκ νέου στην πολιτική και στην τηλεόραση. Μόνο που το έστρεψαν πια με διαφορετικό τρόπο καθώς μόνο οι ειδήσεις της τότε περιόδου γνώρισαν ένα εκ νέου νέο πολιτικό ενδιαφέρον. Οι τηλεοπτικές πολιτικές συζητήσεις πάρ’ όλα αυτά και πάλι δεν μπόρεσαν να κερδίσουν το κοινό. Έτσι, στράφηκαν πια κατά κανόνα μακριά από την πολιτική ή στην παραπολιτική. Το αποτέλεσμα είναι να “ανθήσουν” πλήθος “μαγκαζίνα” συχνά χωρίς στόχο και ακόμα συχνότερα χωρίς κοινό. Η τηλεόραση είχε πια πάρει διαζύγιο από την πολιτική.

Αυτή τη στιγμή τρέχουμε σε μια προεκλογική περίοδο όπου λείπει πια εντελώς αυτό που χαρακτηρίζει τις εκλογές: Η πολιτική. Από αυτή την άποψη δεν μοιάζει παράξενο που αν και το κυβερνών κόμμα έχει ήδη ξεκινήσει μια πολύ μεγάλη προεκλογική καμπάνια στην τηλεόραση εδώ και πάρα πολύ καιρό δεν έχει καταφέρει να δει αυτή την εκστρατεία να αποτυπώνεται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης. Μιας κοινής γνώμης που για πρώτη φορά μοιάζει έτσι βουβή και αδιάφορη για όσα λέγοντα: ή γράφονται. Το κλίμα αυτών των εκλογών μοιάζει να είναι τοσο βουβό που ανησυχεί όλως ιδιαιτέρως ακόμα και αυτούς από την κυβέρνηση που θεωρούν ηδη το ΠΑΣΟΚ σαν νικητή. Βλέπετε όταν καλλιεργούμε την “μη πολιτική” θα πρέπει να ξέρουμε πως συχνά αυτή οδηγεί σε απροσδόκητες εξελίξεις. Και βέβαια οι μη πολιτικές περίοδοι έχουν και έξοδο. Μια έξοδο που συχνά είναι περισσότερο απρόβλεπτη από ότι μπορούν να προβλέψουν τα καθεστώτα που διαχειρίζονται την “μη πολιτική”.

Κα αυτό γιατί το “μη πολιτικό” βουβό κλίμα (όπως και το βουβό κύμα) μπορεί να οδηγήσει είτε σε μεγάλες ανατροπές (κανένα καθεστώς δεν προέβλεψε την ανατροπή του) είτε σε μια από καιρό προαναγγελθείσα καθεστωτική νίκη. Μια νίκη την οποία δεν θα μπορεί να διαχειριστούν έτσι εύκολα την επόμενη μέρα κάποιοι όταν όλα γύρω θα μοιάζουν το ίδιο αδιάφορα και ακίνητα. Και βέβαια αν παραμείνουν όλα έτσι αδιάφορα και ακίνητα θα εξακολουθήσουν να εγκυμονούνται διαρκώς απρόβλεπτες ανακατατάξεις και ανατροπές, οι οποίες θα πλήξουν κυρίως τους έχοντες και κατέχοντες την σημερινή πολιτική εξουσία.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ