του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001
Η ξέφρενη πορεία της τιμής του αργού πετρελαίου, σε συνδυασμό με την αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων και την Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για το κλίμα στη Χάγη, έφεραν ξανά στην επικαιρότητα την πολύπλοκη σχέση μεταξύ κατανάλωσης ενέργειας, οικονομικής ανάπτυξης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Μια σχέση που αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στην περίπτωση του φαινομένου του θερμοκηπίου, το οποίο. παρά την πολυδάπανη και καλοσκηνοθετημένη παραπληροφόρηση από τους κολοσσούς των ορυκτών καυσίμων, έχει αναδειχθεί πλέον σε εκλαϊκευμένο “δημοσιογραφικό” θέμα. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των έγκυρων επιστημονικών φορέων η απειλή για μια δραματική αποσταθεροποίηση του παγκόσμιου κλίματος στις αμέσως επόμενες δεκαετίες είναι δεδομένη, καθώς η επιταχυνόμενη μεταβολή της ατμοσφαιρικής σύστασης είναι μετρήσιμη και οι ενδείξεις έξαρσης των κλιματικών αλλαγών, εξαιτίας των ανθρωπογενών εκπομπών των ιχναερίων που δημιουργούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, είναι ήδη ορατές. Βέβαια, το εύρος της προδιαγραφόμενης καταστροφής είναι ακόμη αμφιλεγόμενο και ίσως εν μέρει αστήριχτο. Η βασική αιτία όμως για τη συντελούμενη ανθρωπογενή υπερθέρμανση του πλανήτη έχει για όλους σαφή ονομασία: καύση ορυκτών καυσίμων και υπερκατανάλωση ενέργειας. Ξεκάθαρος είναι επίσης και ο καταμερισμός ευθυνης των ευημερούντων κρατών της Δύσης, που ευθύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό για το φαινόμενο του θερμοκηπίου (βλ. πιν. 2).
Τα αναπτυγμένα βιομηχανικά κράτη ενδιαφέρονται, ως γνωστόν, περισσότερο για την προστασία και τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και των διαύλων ναυσιπλοΐας για τη μεταφορά του πετρελαίου και λιγότερο για την ενεργειακή τους ανεξαρτησία και την προστασία του περιβάλλοντος. Η κυριαρχία του στεγνού Οικονομισμού δεν επιτρέπει την επανεξέταση της υπάρχουσας ολέθριας για το περιβάλλον αναπτυξιακής πολιτικής, με αποτέλεσμα να θεωρούνται ήδη ανέφικτοι ακόμη και οι ισχνοί στόχοι, που διατυπώθηκαν το 1997 με το πρωτόκολλο του Κυότο, στο οποίο υπήρχε δέσμευση 38 αναπτυγμένων κρατών για συνολική μείωση κατά 5,2% των αέριων εκπομπών μέχρι το ‘ 2012, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Καμιά από τις χώρες αυτές βέβαια δεν επικύρωσε ακόμη το πρωτόκολλο του Κιότο, που τείνει πλέον να μετατραπεί σε άλλη μια άνευ ουσίας συμφωνία για το περιβάλλον. Μια θλιβερή ομολογουμένως διαπίστωση, που φάνηκε και στη Παγκόσμια Συνδιάσκεψη της Χάγης, όπου αντί να γίνει ειλικρινής διαπραγμάτευση των λεπτομερειών για την δεσμευτική εφαρμογή του πρωτοκόλλου του Κιότο, παρατηρήθηκε το πρωτοφανές φαινόμενο προώθησης των εμπορικών συναλλαγών αέριων ρύπων, μεταξύ πλούσιων βιομηχανικών χωρών, που δεν θέλουν να εκπληρώσουν τις περιβαλλοντικές τους δεσμεύσεις και “καθαρών” φτωχών κρατών, που έχουν δικαίωμα για μεγαλύτερη ρύπανση, αλλά δεν ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα λόγω υπανάπτυξης. Επρόκειτο ασφαλώς για άλλη μια “ιστορική” συνδιάσκεψη, όχι βέβαια γιατί δόθηκε προσοχή στη λήψη τελεσίδικων αποφάσεων δραστικής μείωσης των ρύπων αλλά για το παζάρι που έγινε να αναγορευτεί η πυρηνική ενέργεια σε “μηχανισμό καθαρής ανάπτυξης” και να εξαγοράζονται ρύποι με τη τεχνητή δασοκάλυψη. Μετά το νέο φιάσκο στη Χάγη, είναι σαφές ότι στη Νέα Εποχή της επέλασης της παγκόσμιας φτώχειας, καμία από τις αναπτυσσόμενες χώρες δεν πρόκειται να δώσει προτεραιότητα στην προστασία του περιβάλλοντος, πολύ περισσότερο δε όταν οι ΗΠΑ και ορισμένοι δορυφόροι της αδιαφορούν ή όταν άλλα αναπτυγμένα κράτη δεν δείχνουν διατεθειμένα να πράξουν κάτι για το περιβάλλον, που να ξεπερνά τη θεωρία ή την καλή θέληση, καθώς οι κλιματικές αλλαγές σχετίζονται άμεσα με τον “τρόπο ζωής,, των πλουσίων κρατών αλλά βεβαίως και με τα κεφάλαια, τις πρώτες ύλες και την τεχνολογία που διαθέτει κάθε χώρα.
Το παρατεταμένο πετρελαϊκό κραχ σε ολόκληρη σχεδόν την περασμένη δεκαετία, με τις τιμές του πετρελαίου καθηλωμένες στα 10 με 20 δολάρια το βαρέλι, προκάλεσε μια τέτοια ενεργειακή ευφορία που η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αυξάνονταν ετησίως κατά 1,5 με 2%, παρά την συνεχή βελτίωση των τεχνικών για εξοικονόμηση ενέργειας. Για μια ολόκληρη δεκαετία, οι οδυνηρές εμπειρίες από τις πετρελαϊκές κρίσεις του παρελθόντος ξεχάστηκαν και είναι αναμενόμενο ότι με τα ενεργοβόρα αναπτυξιακά πρότυπα της Νέας Οικονομίας, η ενεργειακή πείνα θα αυξάνεται συνεχώς, καθώς η χρήση των ορυκτών καυσίμων είναι ο καθοριστικός παράγοντας που δίνει τη δυνατότητα για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις και τα οικουμενικά “σχέδια δράσης,, για τη μείωση των βιομηχανικών ατμοσφαιρικών ρύπων, τον περιορισμό της ενεργειακής σπατάλης και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ελάχιστη πρόοδος έχει συντελεστεί. Χαρακτηριστικό στοιχείο της εγκληματικής αδράνειας είναι ότι, κατά την τελευταία 25ετία, το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παγκόσμια παραγωγή ενέργειας παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο, στο 13,8%. Η παγκόσμια παραγωγή ηλιακής και η αιολικής ενέργειας μόλις που έφτανε στο πενιχρό 0,4% (βλ. πιν. 1).
Στα κράτη – μέλη της Ε.Ε., το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έφθανε συνολικά στο αναιμικό 5,8%, ενώ αντιθέτως αυτό του πετρελαίου στο 50%, της πυρηνικής ενέργεια στο 15% και του φυσικού αερίου στο 21 %.
Παρά τις “σκληρές διαπραγματεύσεις” σε μια σειρά απο παγκόσμιες συνδιασκέψεις για το περιβάλλον στη δεκαετία του ενενήντα, δεν διαφαίνεται πουθενά η πολιτική βούληση για μια εκ βάθρων επανεξέταση της ενεργειακής πολιτικής.
Στις χώρες που αρέσκονται στη διατύπωση θεωριών ανήκουν και οι ευρωπαϊκές για τις οποίες υπολογίζεται, ότι εφόσον δεν σημειωθούν σημαντικές αλλαγές στην ενεργειακή πολιτική τους, στα επόμενα είκοσι χρόνια η ενεργειακή εξάρτηση τους θα φθάσει από το σημερινό 50% στο 70%. Η αύξηση των τιμών αργού πετρελαίου κατά 64%, από τον Οκτώβριο της περασμένης χρονιάς έως τον φετεινό Σεπτέμβριο, είχε, σε συνδυασμό με τα χαμηλά ενεργειακά αποθέματα της Ε.Ε., δυσμενείς επιπτώσεις στον πληθωρισμό και προκάλεσε ανησυχητική επιβάρυνση στον τιμάριθμο. Ούτε αυτές οι δυσάρεστες εξελίξεις στον τομέα της οικονομίας όμως δεν φαίνεται να προκάλεσαν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις στην ενεργειακή πολιτική των κυβερνώντων, ώστε να στραφούν με πολύ μεγαλύτερη προσοχή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η σκληρή πραγματικότητα στον τομέα της εξασφάλισης ενεργειακών πηγών ώθησε την Ε.Ε. να στραφεί προς τη Ρωσία, ξεπερνώντας τις όποιες αγκυλώσεις του παρελθόντος και τα εμπόδια που έθεταν για ευνόητους λόγους οι ΗΠΑ. Είναι βέβαιο ότι η στρατηγική συνεργασία Ε.Ε. και Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα θα μεταβάλει ριζικά τα γεωπολιτικά δεδομένα ολόκληρης της Ευρώπης, καθώς οι ροές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου προς τη Δυτική Ευρώπη πρόκειται να διπλασιαστούν στο άμεσο μέλλον. Το δεδομένο αυτό όμως θα επιφέρει μια απατηλή ενεργειακή ασφάλεια στις χώρες αυτές, με αποτέλεσμα να εκτονωθούν και πάλι οι πιέσεις που προκλήθηκαν πρόσφατα με την θεαματική αύξηση της τιμής του πετρελαίου για μια εναλλακτική ενεργειακή πολιτική, που θα εστιάζεται στις ήπιες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην εξοικονόμηση ενέργειας. Αλλά και η παρατηρούμενη έλλειψη κινήτρων για εξοικονόμηση ενέργειας, μετά την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικού ρεύματος, δεν αφήνει περιθώρια για αλλαγή στάσης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Απόμακρο φαίνεται και το ενδεχόμενο βαρύτερης φορολογίας ορυκτών καυσίμων (“πράσινοι φόροι,,), με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος. Βέβαια, στο πλαίσιο της προσπάθειας να εφαρμοστούν οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ε.Ε. στο Κιότο, η Επίτροπος της Ε.Ε. για θέματα ενέργειας προσπαθεί να πείσει τα κράτη-μέλη να λάβουν μέτρα, ώστε μέσα στην επόμενη δεκαετία το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ε.Ε. σχεδόν να διπλασιαστεί και να φθάσει τουλάχιστον στο 12%. Ο στόχος όμως αυτός φαντάζει σαν πράξη ματαιοπονίας από το γεγονός και μόνο ότι η Βρετανία, μια χώρα με τεράστια ενεργειακή κατανάλωση, παράγει σήμερα μόλις το 1,7% της ενέργειάς της από ανανεώσιμες πηγές, καταλαμβάνοντας την τελευταία θέση στην Ε.Ε.
Είναι σίγουρο ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν φαίνονται όλες διατεθειμένες να υιοθετήσουν τις προτροπές της Επιτρόπου. Για παράδειγμα η Γερμανία, η οποία θα έπρεπε να καλύπτει τις ενεργειακές της ανάγκες σε ποσοστό 12,5% μέχρι το 2010 από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έθεσε ως ανώτατο όριο το 10%, ποσοστό αρκετά υψηλό, σε σχέση με το σημερινό 2,3%, αλλά μη ικανοποιητικό. Υπάρχουν βέβαια και χώρες με φιλόδοξα σχέδια, όπως για παράδειγμα η Δανία, που δεσμεύτηκε μέχρι το 2030 να καλύψει το 50% των αναγκών της σε ηλεκτρικό ρεύμα αποκλειστικά από την εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας.
Η συνεχιζόμενη ενεργειακή ευφορία όμως μπορεί να διακοπεί, όχι για χάρη του περιβάλλοντος αλλά γιατί η “φθηνή” εξόρυξη πετρελαίου πλησιάζει πλέον προς το τέλος της. Ήδη, σε ορισμένα σημεία της Βόρειας Θάλασσας, το κόστος εξόρυξης πετρελαίου ξεπερνά τα 20 δολάρια το βαρέλι, όταν στη Μέση Ανατολή το κόστος κυμαίνεται από 1 έως 4 δολάρια. Είναι γνωστό ότι σήμερα το 75% του παραγόμενου αργού πετρελαίου προέρχεται μόλις από 400 μεγάλα κοιτάσματα (σε σύνολο 42.000 κοιτασμάτων), η εκμετάλλευση των οποίων διαρκεί ήδη σχεδόν 30 χρόνια. Στα περισσότερα από αυτά τα κοιτάσματα η περίοδος της μέγιστης παραγωγικής ικανότητας έχει παρέλθει και για το λόγο αυτό πολλοί ειδικοί μιλούν για την επερχόμενη πραγματική “κρίση του πετρελαίου,, πέρα από τις κερδοσκοπίες των πετρελαιοβιομηχανιών και τους εκβιασμούς των ισχυρών κρατών της Δύσης ή των πετρελαιοπαραγωγών χωρών. Ήδη, όλες οι χώρες του ΟΠΕΚ παράγουν σε καθεστώς πλήρους παραγωγικής ικανότητας, ορισμένες δε από αυτές, όπως το Ιράν και η Λιβύη θα αναγκαστούν να μειώσουν την παραγωγή τους αν δεν εκσυγχρονίσουν τις ενεργειακές εγκαταστάσεις τους, επενδύοντας για το σκοπό αυτό πολλά δισεκατομμύρια δολάρια. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι, μετά τα σκληρά παζαρέματα και τις συμφωνίες για τα πετρέλαια του Καυκάσου, η Ρωσία και οι ΗΠΑ, για διαφορετικούς ασφαλώς λόγους, δεν προωθούν την άμεση εκμετάλλευση των πετρελαίων αυτών, που φθάνουν στο 25% των παγκοσμίων αποθεμάτων.
Το δεδομένο αυτό ίσως να είναι πράγματι η τελευταία ευκαιρία να στραφεί η ανθρωπότητα προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας, αν και τα χρονικά περιθώρια για ν’ αποφευχθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι πλέον πολύ στενά. Αν δεν ληφθούν οι αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις και συνεχιστεί η σημερινή πρακτική, οι παγκόσμιες ενεργειακές ανάγκες, παρά τις όποιες πραγματικές ή τεχνητές κρίσεις, θα αυξηθούν μέχρι το 2050 κατά 50%. Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας αύξησης δεν θα είναι ασφαλώς μόνο οικολογικές, αλλά και οικονομικές, καθώς στην ίδια χρονική περίοδο αναμένεται πως θα χρειαστεί να δαπανάται το 1 με 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ, προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν οι συνέπειες από το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αυτοί που θα κληθούν να πληρώσουν βέβαια δεν είναι όσοι προκαλούν την ατμοσφαιρική ρύπανση αλλά ολόκληρη η ανθρωπότητα, καθώς οι δαπάνες αυτής της μορφής θεωρούνται “κοινωνικά κόστη,,.
Αν όντως ισχύει η άποψη ότι το κάθε οικολογικό πρόβλημα αποτελεί ασφαλή δείκτη κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, μέσα από τις οποίες αντανακλάται ο τρόπος ζωής και η ψυχοσύνθεση κάθε ανθρώπου, τότε μπορεί να ισχυριστεί κανείς, ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι το τίμημα για την ευημερία ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων στις αναπτυγμένες χώρες του “οικολογίζοντος καπιταλισμού,,. Επειδή δε στην προκειμένη περίπτωση η “αρχή της υπαιτιότητας,, προσκρούει σε ισχυρά εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα, είναι σαφές ότι οι πρώτοι που θα πληγούν από το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα είναι οι “αδύναμοι,, και οι λιγότερο υπεύθυνοι για τη δημιουργία του. Προς το παρόν πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων μοιάζει να είναι παραδομένη στον εφησυχασμό και τη μοιρολατρεία, θεωρώντας την καταστροφή της ισορροπίας του κλίματος περίπου αναπόφευκτη ή ακόμα και αναγκαίο κακό.