του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001
Η συνάντηση ελληνισμού-χριστιανισμού υπήρξε ίσως η σημαντικότερη “συνάντηση” της ιστορίας.. Παρήγαγε τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο μας. Πάντως, καθόρισε την παγκόσμια ιστορία για πολλούς αιώνες, τα συστήματα σκέψης, τις συμπεριφορές, τον πολιτισμό, παρήγαγε ένα τύπο ή ίσως περισσότερους τύπους ανθρώπων που μέχρι σήμερα φέρνουν μέσα τους τα σημάδια αυτής της ιστορικής συνάντησης.
Συνάντηση η οποία υπήρξε αρχικώς συγκρουση μεταξύ ιουδαϊσμού και ελληνισμού, αλληλοδιείσδυση εν συνεχεία, για να οδηγήσει εν τέλει, από τον 5° αιώνα και μετά, στη διαμόρφωση ενός βυζαντινού ελληνισμού, του ορθόδοξου. Σε αυτή τη σύντομη εισαγωγή μπορούμε απλώς να επισημάνουμε τα προβλήματα που έθεσε τότε και συνεχίζει να θέτει αυτή η κοσμοϊστορική συνάντηση.
Στις μέρες μας, αυτή η συζήτηση αποκτά μια νέα ένταση. Με την ευκαιρία μάλιστα της ενίσχυσης της ορθοδοξίας ως απάντησης στην παγκοσμιοποίηση, ο δυτικοστραφής εκσυγχρονισμός τροφοδοτεί και πριμοδοτεί μια αντιπαράθεση “ελληνικού κόσμου” και ορθοδοξίας, κυρίως στο πεδίο της κοσμοθεώρησης και των ιδεολογικών προτύπων. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, ο κλασικός ελληνικός κόσμος αποτελεί τη μήτρα της Δύσης και κατά συνέπεια η προσκόλλησή μας συνιστά μια “επιστροφή” στις ελληνικές ρίζες μας, ενώ η ορθοδοξία αποτελεί μια “σκοταδιστική” εκτροπή. Η επίθεση αυτή εκτρέφει ως απάντηση και την ακραία αντίπαλη εκδοχή που θεωρεί πως η ορθόδοξη παράδοση μπορεί να απαντήσει αφ’ εαυτής στα προβλήματα του κόσμου μας, χωρίς την αρχαιοελληνική ή και άλλες, ξένες, παραδόσεις και χωρίς τις σύγχρονες κοινωνικές και επιστημοντικές εξελίξεις.
Μάλιστα, μετά την κρίση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την επίταση της κριτικής των ιουδαιοχριστιανικών καταβολών του μαρξισμού και στην Ελλάδα -βλέπε την επίδραση του Καστοριάδη στις νεώτερες, μεταπολιτευτικές γενιές των Ελλήνων-καθώς και με πιν επέκταση του ρεύματος του εκδυτικιστικού εκσυγχρονισμού, προβάλλεται η απόρριψη του ορθόδοξου ελληνισμού, ως μιας απλής υποταγής του ελληνισμού στον “εβραϊσμό”. Η αντιπαράθεση ελληνισμού-εβραϊσμού δεν περιορίζεται σε μια κριτική της παραδοσιακής αριστεράς στην κατεύθυνση της καστοριαδικής αυτονομίας, ούτε στην υπογράμμιση στοιχείων της ιουδαϊκής γραμμικής αντίληψης για την “χωρίς τέλος ανάπτυξη”, αλλά μπορεί να φθάσει μέχρι τις παρυφές ναζιστικών παγανιστικών απόψεων, διαπερνώντας έτσι οριζόντια το συνολικό ιδεολογικό και πολιτικό φάσμα. Ας επιχειρήσουμε να δούμε που επικεντρώνονται τα κυριότερα προβλήματα της αντιπαράθεσης:
Ο πολίτης, το άτομο, το πρόσωπο
Υποστηρίζεται ότι οι ιδεολογικοί άξονες ελληνισμού και χριστιανισμού βρίσκονται σε αντιπαράθεση Ο ελληνισμός (ο κλασικός) δέχεται ως υπέρτατη κοσμική αρχή την τάξη των πλανητών και του κόσμου, στην οποία εντάσσονται θεοί, άνθρωποι και φύσις, ενώ ο χριστιανισμός εισάγει την έννοια του Θεού-δημιουργού του παντός. Κατά συνέπεια, ο ελληνικός κόσμος είναι άχρονος, ενώ ο χριστιανικός κόσμος, ως συνέχεια του ιουδαϊσμού, εισάγει την Ιστορία. Ο ελληνικός κόσμος δέχεται τον αυτόνομο πολίτη, ενώ ο χριστιανικός τον υπήκοο και “δούλο” του θεού.
Αν ωστόσο διερευνήσουμε πιο προσεκτικά αυτές τις κάθετες αντιθέσεις θα δούμε ότι τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. Κατ’ αρχάς, ο κλασικός ελληνικός κόσμος έχει πεθάνει από τον 4° αιώνα π.Χ. Όταν λοιπόν μιλάμε για ελληνισμό, εννοούμε τον ελληνιστικό και ελληνορωμαϊκό κόσμο μερικών αιώνων αργότερα. Έναν κόσμο που, όπως σωστά επισημαίνει ο Απόστολος Δοξιάδης, δεν είναι ελληνικός αλλά ελληνίζει. Στο μεταξύ ο αυτόνομος πολίτης έχει εξαφανιστεί μέσα στο πρώτο “παγκόσμιο κράτος” της ιστορίας, ενώ στο θρησκευτικό πεδίο το ελληνικό δωδεκάθεο έχει μεταβληθεί στην καλύτερη περίπτωση στους δώδεκα… αποστόλους των νέων κυρίαρχων ανατολικών θεών, του Μίθρα, του Ήλιου κλπ Ήδη έχει κυριαρχήσει σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα η έννοια του θεού-δημιουργού, του ενός θεού των γνωστικών και των νέο-Πλατωνικών. Ο χριστιανισμός δεν θα συναντήσει τον αυτόνομο πολίτη της κλασικής Αθήνας, αλλά τον Αλεξανδρινό και Σύριο “Έλληνα”, υπήκοο μιας απέραντης αυτοκρατορίας. Πού υπάρχει χώρος πλέον εδώ για το ήθος του πολίτη; Γιατί βέβαια ο αρχαίος Έλληνας δεν ήταν “αυτόνομο άτομο”, αλλά αυτόνομος πολίτης. Το “αυτόνομο άτομο”, τόσο σήμερα όσο και στην ελληνιστική εποχή, είναι το άτομο που έχει απολέσει κάθε σημείο πολιτειακής ή μεταφυσικής αναφοράς. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα του ελληνι(στι)κού κόσμου, θα πρέπει να εντάξουμε τη συνάντησή του με τον χριστιανισμό. Και αυτή η συνάνντηση, μέσα από μερικούς αιώνες αντιπαραθέσεων και συγκρητισμών, μέχρι τους Καππαδόκες πατέρες και τον (ψευδο)Διονύσιο τον Αεροπαγίτη, θα οδηγήσει σε μια νέα σύνθεση όπου το “πρόσωπο”, ως σύνθεση θείας και φθαρτής ουσίας, ως σχέση του ατόμου με το συλλογικό, θα υπερβεί θετικά το ανέστιο άτομο του ελληνορωμαϊκού κόσμου, ξανασυναντώντας, έστω σε ένα μεταφυσικό πεδίο, τον αυτόνομο πολίτη του κλασικού ελληνικού κόσμου.
Το πρόσωπο και ο πολίτης είναι φιλοσοφικά πλησιέστερα μεταξύ τους παρά με το άτομο του ελληνιστικού και του σύγχρονου κόσμου, και αυτό σε απόλυτη αντίθεση με τις δοξασίες του σύγχρονου ατομικισμού, που προσφεύγει δήθεν στην αρχαία Αθήνα ως πρότυπο. Το πρότυπο του σύγχρονου νεοϋορκέζου είναι μάλλον η ελληνιστική και ρωμαϊκή Αλεξάνδρεια. Μόνο η Γαλλική ή η Ρωσική Επανάσταση θα επιχειρήσουν να μεταβάλουν και πάλι το άτομο σε πολίτη, αλλά θα σκοντάψουν στις υφάλους του κολεκτιβισμού. Για τον πολίτη της ελληνικής πόλεως, αυτή η ταυτότητα είναι πολιτικής υφής και εντάσσεται μέσα στην πραγματικότητα της πόλης-κράτους, ενώ για τον χριστιανό ρωμαίο ή βυζαντινό, που ζει σε αυτοκρατορίες, η κοινότητα γίνεται η εκκλησία του Θεού (από την εκκλησία του Δήμου), η αυτονομία μεταβιβάζεται στον Θεό και τον επίσκοπο στο πνευματικό πεδίο και στον Αυτοκράτορα στο εγκόσμιο. Διαπιστώνουμε λοιπόν τόσο μιαν αντίθεση με τις αρχές του κλασικού ελληνισμού όσο και μια αλληλοπεριχώρηση σε ένα πεδίο όμως που δεν αφορά στην πολιτειακή μορφή, αλλά στην ιδεολογική και μεταφυσική ταυτότητα.
Φύση και ιστορία
Η δεύτερη μεγάλη κατηγορία προβλημάτων σχετίζεται με την άποψη πως η επικράτηση του Χριστιανισμού εισήγαγε την ιουδαϊκή έννοια της προόδου και της ευθύγραμμης πορείας προς τα εμπρός (την Δευτέρα Παρουσία ή τον… Κομμουνιστικό Παράδεισο), την υποτίμηση της έννοιας της Φύσης και την επιβολή ενός ανθρωποκεντρικού και αντιοικολογικού μοντέλου, σε αντίθεση με την κυκλική και φυσιοκρατική αντίληψη των Ελλήνων της κλασικής εποχής.
Είναι πράγματι γεγονός πως όλες οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, αρχικά ο ιουδαϊσμός, ενοποιώντας την ανθρώπινη ιστορία σε ένα όλον που διαθέτει αρχή και τέλος και επιβάλλοντας τους ρυθμούς της πάνω στη φύση, υπέταξαν την τελευταία στη ανθρώπινη τελεολογία. Ταυτόχρονα όμως, εισάγοντας την ιστορία και τον ιστορικό χρόνο, υπερέβησαν τον μικρόκοσμο της ελληνικής-πόλης κράτους. Η ιστορία μπορεί να αποτελεί την “κατάρα”, το προπατορικό αμάρτημα του ανθρώπου, ο οποίος εξήλθε από τον άχρονο Παράδεισο του Είναι για να μπει αμετάκλητα στον κόσμο των δακρύων του Γίγνεσθαι, συνιστά όμως τη δική μας πραγματική κατάρα που μας καλεί διαρκώς να λύσουμε το μυστήριο της. Έτσι η εισαγωγή της ιστορικής αντίληψης κατέστη αναγκαία σε έναν κόσμο που έτεινε διαρκώς να διευρύνεται, να μεταλλάσσεται, για να περιλάβει όλο το ανθρώπινο γένος. Η ολοκληρωτική και γραμμική διάσταση της όντως εισήχθη με τον ανθρωποκεντρισμό του μονοθεϊσμού (για να ακολουθήσουν και οι άθεοι μονοθεϊσμοί, όπως ο μαρξισμός και ο ατομοκεντρικός φιλελευθερισμός). Και ως προς αυτό, συνιστά μια πραγματική οπισθοδρόμηση απέναντι στην αρχαία Ελλάδα ή και άλλους πολιτισμούς, όπως των Ινδιάνων που παραμένουν φυσιοκεντρικοί. Όμως και πάλι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το έδαφος από το οποίο βγήκε ο χριστιανισμός ήταν εκείνο μιας αυτοκρατορίας. Πως από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα ήδη η ελληνική φιλοσοφία έχει μεταβάλει σε επίκεντρο της τον άνθρωπο και έχει εισαγάγει τον Ένα θεό. Με τους Νεοπλατωνικούς η φύση έχει μεταβληθεί σχεδόν σε αμαρτία και εκείνο που προέχει είναι η σωτηρία του πνεύματος. Πως ήδη από το πλατωνικό Συμπόσιο παύει η απόλυτη κυριαρχία της Δίκης (της δικαιοσύνης), για να περάσουμε στην επικράτεια του Έρωτα. Του έρωτα του Θεού για τους Χριστιανούς.
Μέχρι σήμερα οι απαντήσεις που δίνονται σε αυτό το ερώτημα παραμένουν μονομερείς:
Απόρριψη της ιστορίας για να ξεφύγουμε από την κατάρα της, μια ρομαντική ή νέο-ρομα-ντική εκδοχή “επιστροφής” στον κυκλικό κόσμο των αρχαίων και του Τζιανμπατίστα Βίκο μια αντιτεχνολογική αντίληψη όπως εκείνη του Καστοριάδη στη Φαντασιακή θέσμιση της Ιστορίας, που από τον τεχνολογικό ντετερμινισμό του Μαρξ θα περάσει στον τεχνολογικό ιντετερμινισμό.
Ή, αντίστροφα, μια εμμονή στην “πρόοδο” παρά τις καταστρεπτικές της συνέπειες και το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί. Στις μέρες μας, αυτή η αντίληψη της “προόδου” παρόλο που έχει τις ρίζες της στην ιουδαϊκή (και κατ’ επέκταση τη χριστιανική) ιστορικότητα, έχει αποσυνδεθεί από τον Χριστιανισμό (εκτός βέβαια από τον προτεσταντισμό) και χρησιμοποιεί ως ιδεολογικό όχημα την εργαλειακή ορθολογικότητα και τον ίδιο τον τεχνολογικό ντετερμινισμό. Ο θεοκεντρικός κόσμος του Μεσαίωνα αντικαταστάθηκε αρχικώς από τον ανθρωποκεντρικό κόσμο του διαφωτισμού και εσχάτως από τον τεχνοκρατικό και μηχανιστικό κόσμο.
Το ερώτημα έχει τεθεί πολλές φορές, είναι δυνατόν να συγκροτήσουμε ένα κοινωνικό και ιδεολογικό πρότυπο, το οποίο να “σώσει” την ιστορία και κατά συνέπεια, ως προς αυτό, να υπερβεί τον ελληνικό κόσμο και να συναντήσει το χριστιανικό “τέλος”, ενώ ταυτόχρονα θα απορρίπτει τον αντιφυσιοκρατικό και ολοκληρωτικό μηχανοκεντρισμό και θα ξανασυναντά την κοσμική αταραξία και δικαιοσύνη του ελληνικού κόσμου; Κατά τη γνώμη μας μόνο ένας νέο-έλληνας στοχασπίς έχει “σκεφτεί” με μη μανιχάίστικούς όρους αυτό το ζήτημα. Ο Κώστας Παπαϊωάννου ο οποίος, ενώ καταδεικνύει τη μετάβαση από την ελληνική κοσμική τάξη στον ιουδαιοχριστιανικό ιστορικό κόσμο, με σελίδες καταπληκτικής ευστοχίας και ομορφιάς, αρνείται ταυτόχρονα να συνταχθεί με ένα “στρατόπεδο” και αφήνει την απάντηση να αιωρείται ως την ένταση ανάμεσα στα άκρα αυτού του ανυπέρβλητου διπόλου που αποδίδει και την πραγματική τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Η ένταξη της “προόδου” και της ιστορίας σε μια απολλώνια και φυσιοκεντρική αντίληψη του κόσμου θα παραμένει το ζητούμενο (ίσως το αενάως ανέφικτο).
Ο ορθόδοξος χριστιανισμός
Ο ορθόδοξος χριστιανισμός διαμορφώθηκε μετά από μακρόχρονη αντι-παράθεση-αλληλοδιείσδυση με την ελληνική σκέψη και κατηγορίες. Πρόκειται γα τη χριστιανική εκδοχή που βρίσκεται πλησιέστερα στην ελληνική αντίληψη: Άρνηση του παπικού ολοκληρωτισμού και του “ιουδαϊκού” προτεσταντισμού, σημασία που αποδίδεται στην τριαδικότητα, στην Παναγία (από κοινού με τον καθολικισμό),
στους Αγίους (ας μη ξεχνάμε ότι οι Απόστολοι τελικώς κατέληξαν να είναι δώδεκα), απόρριψη της λογικής του Καθαρτηρίου και διάκριση μεταξύ θεϊκής ουσίας και θεϊκών ενεργά.. Επί πλέον η Ορθόδοξη εκκλησία 6α κρατήσει, ακόμα και μέσα στο αυτοκρατορικό βυζαντινό κράτος, κάτι από το δημοκρατικό και αντιολοκληρωτικό πνεύμα του αρχαίου ελληνισμού Αυτό μαρτυρεί η μετάφραση του Ευαγγελίου σε άλλες γλώσσες, η αυτονόμηση των εκκλησιών, οι ατελείωτες δογματικές διαμάχες και αιρέσεις, η αδυναμία να συγκροτηθεί ένα ιεραρχικό σύστημα αντίστοιχο με το Παπικό. Ως προς αυτό, η Ρώμη θα κληρονομήσει τη ρωμαϊκή συγκεντρική παράδοση, ενώ η Ορθοδοξία κατ από την ελληνική και ελληνιστικη αναρχία” . Και αν πάμε ακόμα πάρα πέρα, η ορθοδοξία θα αποδειχθεί η λιγότερο προσαρμοσμένη στο ωφελιμιστικό πνεύμα της “προόδου” τω. νεώτερων χρόνων, πράγμα που εξηγεί εν πολλοίς την “καθυστέρηση’ του ορθοδόξου κόσμου έναντι του άλλου άκρου, του καπιταλιστικού κοσμου, του οποίου η ιδεολογία είναι η πλέον προσαρμοσμένη στο πνεύμα του προτεσταντισμού (όπως όλο γνωρίζουμε από τον Μαξ Βέμπερ κα. μετά), αλλά και του ιουδαϊσμού (η “μεταρρύθμιση” στόχευε εν πολλοίς στη. επιστροφή στον αρχέγονο ιουδαιο-χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό της Παλαιάς Διαθήκης, εξ ου και η έντονη προσκόλληση των προτεσταντών στη Βίβλο).
Αυτή η “καθυστέρηση” της ορθοδοξίας έναντι του πνεύματος της νοησιαρχίας και της αποδοτικότητας καταδεικνύει ασφαλέστατα τον ισχυρότατο επηρεασμό της από το πνεύμα του ελληνικού και ελληνιστικού κοσμου, όπου η γνώση και η επιστήμη δεν μπαίνουν στην υπηρεσία της τεχνολογίας και όπου η “θέαση” του κοσμου παραμένει το υψηλότερο αγαθό. Θα λέγαμε κάτι το αντίστοιχο με την “ησυχία” των Πατέρων και του Γρηγόριου Παλαμά.
Όλα αυτά βεβαίως δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ο χριστιανικός κόσμος και ο ορθόδοξος, διαμορφωμένος σε μια εποχή όπου ο πολίτης έχει υποχωρήσει έναντι του υπηκόου, αποτελεί μία απάντηση στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας. “Τα του Καισαρος τω Καίσαρι και τα του θεού τω θεώ”. Μέσα σε ένα σύμπαν “παγκο-σμιοποιημένο”, η αρετή δραπετεύει από την πολιτεία για να μεταφερθεί στην εκκλησία και τη σχέση με το θεό. Σώζει όμως τον αρχαίο πολίτη μέσα από το πρόσωπο.
Αναζητώντας μια σύγχρονη σύνθεση
Το ερώτημα που θέτει η εποχή μας είναι το εάν το “πρόσωπο”, που ούτως ή άλλως σήμερα απειλείται με εξαφάνιση, θα ξεφύγει και πάλι από την μεταφυσική-θρησκευτική” του διάσταση και θα εισέλθει εκ νέου στην πολιτική και κοινωνική κονίστρα ως πρότυπο του βίου και της κοινωνικής οργάνωσης.
Όλα τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα της εποχής μας και κατ’ εξοχήν ο μαρξισμός κάτι τέτοιο διεκδίκησαν. Απέτυχαν όμως διότι αντί να απορρίψουν τον τεχνοκρατικό ανθρωποκεντρισμό της πιο “ιουδαϊκής” εκδοχής του χριστιανισμού, τον προτεσταντισμό, αντίθετα τον οδήγησαν στις ακρότατες συνέπειές του, της μεταβολής του ανθρώπου σε Deus in terris.
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης του αφιερώματος που ακολουθεί, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ούτε τις πραγματικές διαφορές του χριστιανισμού με τον κλασικό ελληνισμό, όπως τις επισημαίνει τόσο εύστοχα ο επίσκοπος Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, ούτε βέβαια, αντιστρόφως, το γεγονός ότι ο χριστιανισμός, και ιδιαίτερα ο ορθόδοξος, διαμορφώθηκε μέσα στον ελληνικό κόσμο, μπόρεσε να γίνει οικουμενικός απορρίπτοντας την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα και ενδυόμενος τον ελληνικό οικουμενισμό. Και προφανώς δεν μπορούμε να επιστρέψουμε πίσω, είτε προς τον κόσμο της αρχαιότητας είτε την εκκλησιαστική ενορία του πρώτου χριστιανικού κόσμου ή και του Βυζαντίου. Ούτε βεβαίως μπορούμε να αρνηθούμε πως η σύγχρονη ταυτότητα έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από την ελληνορθόδοξη συνιστώσα. Διότι η ορθοδοξία, άσχετα και πέρα από οποιεσδήποτε αντιρρήσεις, αποτέλεσε για 15 αιώνες τουλάχιστον την υποστασιακή έκφραση του ελληνισμού. Παραλλήλως δε, όπως υποδεικνύουν ο Σαράντος Καργάκος και ο Μιχάλης Μερακλής, ο ελληνισμός σφράγισε την ορθοδοξία. Μια συζήτηση η οποία αγνοεί αυτά τα δεδομένα, με βάση αμφίβολα αξιολογικά κριτήρια, στερείται νοήματος. Επιπλέον μας οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα αν θεωρήσουμε τον σημερινό κόσμο μας αποκλειστικά χριστιανικό ή ελληνικό ή και τα δύο μαζί. Από τον 19° αιώνα και στο εξής, και ακόμα περισσότερο στον αρχόμενο 21° αιώνα, ζούμε στον κόσμο της εργαλειακής μηχανοκρατίας.
Η συζήτηση αποκτά νόημα στον βαθμό που διακρίνουμε ως προς τι οι δύο μεγάλες πηγές της παράδοσής μας, ο αρχαίος ελληνικός κόσμος και η ορθοδοξία, μπορούν να χρησιμεύσουν όχι μόνον ως στοιχεία παιδείας και μελέτης αλλά και ως υπόβαθρο μιας νέας σύνθεσης. Μιας σύνθεσης όπου, έχοντας κατανοήσει την ανθρώπινη ιδιαιτερότητα έναντι της φύσεως και την εκστατική φύση της ανθρώπινης υπόστασης, αποδεχόμαστε την πραγματικότητα του ιστορικού χρόνου και του έρωτα, όπως εισήχθη από την χριστιανική αντίληψη. Εκ παραλλήλου απορρίπτουμε τον ιουδαιοχριστιανικό ανθρωποκεντρισμό και το σύγχρονο εργαλειακό παροξυσμό του, που οδηγεί στην καταστροφή της φύσης και του κόσμου, “επιστρέφοντας” στον πολίτη του κλασικού ελληνικού κόσμου, εμπλουτισμένο με την μεταφυσική διάσταση του προσώπου. Τέλος, υπερβαίνοντας την χρησιμοθηρική και δυναμοκεντρική αντίληψη της γνώσης και της επιστήμης, ανατρέχοντας στην αρχαιοελληνική και βυζαντινή οπτική της μη εργαλειακής επιστήμης, ίσως υπάρχει και πάλι η δυνατότητα να ξαναθέσουμε τον κόσμο μας, που πλέον έχει εκτοξευθεί σε μια αυτόνομη τεχνοκρατική τροχιά, κάτω από τον έλεγχο μιας κοινωνίας προσώπων και πολιτών.
Κωνσταντίνος Καβάφης «Εν τω Μηνί Αθύρ»
Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ». Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Aθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω «Aυτό[ν]… Aλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω — σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα», και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Aθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.