Αρχική » Ανάμεσα σε ένα αβέβαιο μέλλον και ένα πνιγμένο στο ψέμα πρόσφατο παρελθόν

Ανάμεσα σε ένα αβέβαιο μέλλον και ένα πνιγμένο στο ψέμα πρόσφατο παρελθόν

από Άρδην - Ρήξη

του Β. Ρασσιά, από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001

“Ουκ εστίν αδικούντα.. και ψευδόμενον δύναμιν βεβαίαν κτήσασθαι… τώ χρόνοι δε φωράτε και περί αυτά καταρρεί” (Δημοσθένης, “Ολυνθιακός Β”,10)

Η φιλαλήθεια ήταν ένα κατ’ εξοχήν απαιτούμενο στην Εθνική (δηλ. προχριστιανική) Ελληνική βιοφιλοσοφία, τόσο για την ηθική όσο και για την λογική της διάσταση. Είναι γνωστό άλλωστε ότι αποδεικνύεται πολύ σκληρή για τον κάθε ψεύτη η ώρα που “τελειώνουν τα ψέματα”. Γι’ αυτό, ο κάθε συγκροτημένος και λογικός άνθρωπος, πόσο μάλλον το κάθε Έθνος, φροντίζει επιμελώς να οικοδομήσει την ατομική (ή εθνική του, αντιστοίχως) υπόσταση, αποκλειστικώς πάνω στnv ειλικρίνεια, την διαύγεια και την αλήθεια.

Αγνοώντας λες, αυτή την βασική αρχή, το Νεοελληνικό Κράτος κατέφυγε, με την ίδρυσή του, στο χονδροειδές ψέμα για να διατυπώσει μία σταθερή εθνοψυχολογική ταυτότητα για τους υπηκόους του, ωσάν να εστερείτο παντελώς μίας τέτοιας, την ώρα μάλιστα που οικειοθελώς αυτό είχε λάβει το όνομα “Ελληνικό”. Και συνέβη η γνωστή τερατογένεση με πρώτους σπασμούς της την γελοιότητα του “Έλλην είναι όποιος είναι Ορθόδοξος Χριστιανός” (…). Ενώ κατά τα πρώτα έτη ελευθερίας των νεο-Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό, εκυριαρχούσε λίγο-πολύ η ελληνοκεντρική αντίληψη, την οποία είχε διατυπώσει ο Αδαμάντιος Κοραής, μία αντίληψη που κατεδίκαζε απερίφραστα το οπισθοδρομικό Βυζάντιο και επέμενε ότι η Νέα Ελλάδα έπρεπε να στραφεί σαφώς και ολοκληρωτικώς προς τον Αρχαιοελληνικό Κόσμο εάν ήθελε να μεγαλουργήσει, πολύ συντόμως, αμέσως μετά τους Βαυαρούς, επεκράτησε πλήρως, υπό τις διαταγές της δικτατορευούσης Εκκλησίας, η ακριβώς αντίθετη αντίληψη.

Η αρχή της ιδεολογικής εκτροπής έγινε με την συντονισμένη έξαρση των λεγομένων “Βυζαντινών Μελετών” ταυτοχρόνως στη Νεοελλάδα και την θεοκρατική, τσαρική Ρωσία (Granovslcy, Vasilievsky κ.λ.π.). Ο πρώτος Νεοέλλην διανοούμενος που ασχολήθηκε σοβαρά με το λεγόμενο Βυζάντιο, υπήρξε ο λευκαδίτης Σπυρίδων Ζαμπέλιος το 1857 (“Βυζαντινοί Μελέται”), ο ίδιος άνθρωπος δηλαδή, που πέντε έτη πιο πριν, εν έτει 1852, είχε Ε- ΦΕΥΡΕΙ τον οξύμωρο όρο “Ελλη-νοχριστιανισμός”, όρο κατεξοχήν υπεύθυνο για τον “μεγαλοϊδεατικό” νανισμό της Νεοελληνικής πολιτισμικής (και όχι μόνον…) υποθέσεως και, στη συνέχεια, ακολούθησαν στο μονοπάτι του “βυζαντινισμού” οι Κ. Παπαρρη-γόπουλος, Π. Καλλιγάς και άπειροι άλλοι.

Με την εφεύρεση του “Ελληνοχρισπανισμού”, το τρελοκομείο και ψευτοκομείο άνοιξαν τις πύλες και επλημμύρισε η Νεοελλάδα από παραλογισμό και ψέματα. Η κουτοπόνηρη και διαστρεβλωτική μυθολογία περί. “Κρυφού Σχολειού” (όπου το “Ψαλτήρι” και το “Οκτωήχο’’ ανεβαπτίσθησαν σε… Παιδεία και μάλιστα… Ελληνική) έγινε, μαγικα τώ τρόπω, ιστορικό γεγονός, άξιο μάλιστα αναμεταδόσεως στις επόμενες γενεές. Μία λογοτεχνική ρομαντική αφήγηση του Γάλλου φιλέλληνος Pouqueville μετετράπη επίσης σε ιστορικέ γεγονός, και η απολύτως εχθρική προς την Επανάσταση του 21 και τουρκόδουλη Εκκλησία σε ευλογήσασα τον αγώνα και υψώσασα τα λάβαρά του. Έκτοτε, δεκαετίες επί δεκαετιών, η Νεοελλάδα και η Ρωμιοσύνη που την εξουσιάζει έμαθαν να ζουν με το ψέμα, να κτίζουν εφησυχασμένα πάνω στον αέρα και, φυσικά, να μισούν θανασίμως κάθε τι που απειλεί ή μοιάζει να απειλεί αυτή την μοναρχία του Ψεύδους. Επιμελώς και εναγωνίως, ακόμη και στους προσφάτους καιρούς της νεο-ορθοδόξου “χιλιοστής επιθέσεως”, εσκέπαζαν με κάθε τρόπο την ιστορική αλήθεια και την ασυμβατότητα Ελληνισμού και Χριστιανισμού και καλώς ε-κρατούσε ο χορός, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν κάποιοι γενναίοι άνθρωποι εβγήκαν και εφώναξαν, όσο πιο δυνατά ήταν εφικτό κάτι τέτοιο, ότι όχι απλώς ο Χριστιανισμός δεν εχει ουδεμία σχέση με τον πραγματικό Ελληνισμό, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί θανάσιμο εχθρό του τελευταίου και αποκλείει κα την απλή μόνον ύπαρξή του. Το ψέμα, περί ειρηνικής τάχα προσχωρήσεως του Ελληνικού Έθνους στην Ιουδαϊκή σχισματική αίρεση του Χριστιανισμού, έγινε θρύψαλλα και το σύστημα αποβλακώσεως και εξουσιασμού αυτής της χώρας έμεινε αμήχανο μέσα στην συνειδητοποίηση ότι δεν ήταν πολύ ευφυές να ελπίζει σε εσαεί αντοχή του ψέματος σε μία δύσκολη εποχή, όπως ο νυν καιρός της υπερταχύνσεως και απελευθερώσεως των πληροφοριών.

Είναι δεδομένη λοιπόν μία απέραντη αγωνία των κρατούντων μπροστά στη διαπίστωση ότι έχει οριστικώς ξεπερασθεί η εποχή που προσπαθούσαν να κρατήσουν ακίνητα τα πάντα για να κρατήσουν εν ζωή κάτι που έχει προ πολλού πεθάνει. Είναι γνωστό στον προσεκτικό παρατηρητή της κοινωνικής, και όχι μόνον, Ιστορίας, ότι η εξέλιξη των κοινωνιών συμβαίνει μέσα από την εκτίναξη, επάνω από τα εκάστοτε μέσα μεγέθη τους, διαφόρων προσωπικοτήτων ή κοινωνικών δυνάμεων, που, με την, εντός ολίγου, επικράτηση ή κοινή αποδοχή των θέσεών τους, τραβούν προς τα επάνω ολόκληρη την κοινωνία μέσα στην οποία δρουν. Από συστάσεως του Νεοελληνικού Κράτους, αυτό που βλέπει ο αντικειμενικός και αποστασιοποιηθείς παρατηρητής είναι ότι η συγκεκριμένη κοινωνία την οποία αυτό διαμορφώνει (και επίσης διαμορφώνεται με τη σειρά του από αυτή) εξοντώνει συστηματικώς όλες τις δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν και την ελάχιστη ακόμη πιθανότητα να παρασυρθεί προς τα άνω αυτή η κοινωνία, προς έναν στοιχειώδη εξανθρωπισμό της. Η νεοελληνική κοινωνία υπήρξε μέχρι σήμερα μία κοινωνία που αυτοκαταδικάζεται στο να επιστρέφει διαρκώς στο μηδέν, ασχέτως αν κινείται επάνω σε ημίονο ή τρέχει μέσα σε BMW με αναμμένους τους προβολείς “ενάντια στον μπροστινό”, ασκεί το άθλημα του… clubbing και διαθέτει επί συνόλου 10 εκατομμυρίων ανθρώπων 5,5 εκατομμύρια “κινητά”.

Αυτή η “μοντέρνα” γελοία νυν κοινωνία των υποκριτών, των απατεώνων, των αμοραλιστών, των χαμερπών και εκπορνευθέντων σε όλα τα επίπεδα της προσωπικής και συλλογικής ζωής, είναι ωστόσο που, με νύχια και δόντια, υπερασπίζεται, όπως και η κάθε προγονική της από ιδρύσεως του Νεοελληνικού Κράτους, την ίδια ακινησία και πνευματική κλειστότητα. Υπερασπίζεται το έκτρωμα του Βυζαντινισμού, ό,τι χειρότερο παρήγαγε δηλαδή η περιβόητη σκοτεινή περίοδος που όλοι γνωρίζουμε ως Μεσαίωνα. Υπερασπίζεται την ιδιαίτερη πλευρά εκείνης της εποχής, η οποία, παρά το ότι μοιράσθηκε με την “δυτική” εκδοχή της την ίδια βαρβαρότητα, και αθλιότητα, δεν κατόρθωσε ποτέ της να αναδείξει τουλάχιστον την πολεμική αρετή της ιπποσύνης (το 1040, χρειάζεται η βοήθεια των Βίκινγκς του Harald Haardrade για να σωθεί η Αθήνα), περιοριζόμενη απλώς, κατά την “κορύφωση” μάλιστα της “ποιότητος” της, στην παθολογική επιδίωξη των εκατοντάδων χιλιάδων μοναχών της να δουν το… “Άκτιστο Φως” (…). Υπερασπίζεται εν τέλει, αυτό που “στοίχειωσε” και εχρησιμοποίησε το Βυζάντιο, αλλά και το οδήγησε στον αφανισμό του, υπερασπίζεται, εν τέλει, αυτό που επέζησε προκλητικώς του πολύ αδόξου θανάτου του δουλικού του: την Ορθοδοξία, την πιο απόλυτη και δύσκαμπτη δηλαδή αίρεση της ιουδαϊκής σχισματικής αιρέσεως που αποκαλείται Χριστιανισμός.

Είναι τραγικό, αλλά αιώνες πλέον μετά την περίφημη “Ελληνική Νομαρχία” (1806), τα λόγια του ανωνύμου συγγραφέως της παραμένουν επίκαιρα, περισσότερο ίσως παρά ποτέ: “δύο είναι τα αίτια, ω ακριβοί μου Έλληνες, οπού μέχρι σήμερον μας φυλλάτουσιν δεδεμένους εις τας αλύσους της τυραννίας: είναι το αμαθές ιερατείον και η απουσία των αρίστων συμπολιτών”. Η ακινησία αυτή της νεοελληνικής κοινωνίας, θαυμαστή αφού εδώ και 2 αιώνες μπορεί και αναδεικνύει επίκαιρη μία φράση που αγωνιά εν έτει 1806 για αλλαγή, φθάνει ωστόσο στο τέλος της, υπό το φάσμα της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως που δεν αφήνει ούτε τα ελάχιστα περιθώρια για διαιώνιση της ακινησίας και απάτης. Οι Ρωμιοί καλούνται λοιπόν να βγουν από τον λήθαργο και αυτισμό στον οποίο τους έχει καταδικάσει η γνωστή τυραννική πνευματική Αρχή και να αντιμετωπίσουν την αμείλικτη πραγματικότητα που απειλεί να τους εξαφανίσει σαν κονιορτό κάτω από άγριο άνεμο.

Για όσους έχουμε την απαιτούμενη διαύγεια πνεύματος, είναι πασιφανές ότι δεν θα μπορεί για πολύ ακόμη να ακροβατεί ο Νεοέλληνας με το ένα πόδι στη λέμβο της Βυζαντινορθοδοξίας και με το άλλο σε εκείνη της Ελληνικής Εθνικής Παραδόσεως και πολύ σύντομα θα κληθεί να επιλέξει με ποιόν θα πάει και ποιόν θα αφήσει. Οα κληθεί να διαλέξει ανάμεσα στον ανατολίτη Ρωμιό και τον ευρωπαίο (με την αρχαία έννοια) Έλληνα. Με όποιο κόστος συναισθήματος και όποιο πολιτισμικό σοκ απαιτηθεί. Διαφορετικώς θα σβήσει μαζί με αυτό που τώρα εκπροσωπεί. Όχι βεβαίως μαζί τον Εθνικό Ελληνισμό, που ούτως ή άλλως έγινε αθάνατος μέσα από τις πυρές των χριστιανών και θα είναι διαθέσιμος στους αιώνες των αιώνων σε όσους αυτοβούλως στρέφονται προς αυτόν, αλλά μαζί με την μίζερη, ζηλόφθονα, εσωστρεφή και “ησυχαστική” Ρωμιοσύνη, η οποία μπορεί να επιζεί μόνον μέσα από ψέματα, ταυτολογίες και σαθρά ιδεολογήματα.

Υπάρχουν βεβαίως και οι υστερικές κραυγές κατά της λεγομένης “Παγκοσμιοποιήσεως”, οι οποίες τελευταίως χρησιμοποιούνται, έως βαθμού υπερβολής μάλιστα, ως αντίδοτο μάλλον στην διαπίστωση ότι τα ψέματα έχουν τελειώσει. Υστερικές και υποκριτικές κραυγές. Γιατί απαιτεί μεγάλο θράσος να ομιλούν κατά της νυν επιχειρούμενης εσχάτης “Παγκοσμιοποιήσεως”, εκείνοι που προ πολλού προεκάλεσαν την πραγματική Παγκοσμιοποίηση, με την επί αιώνες πλήρη καταστροφή της Εθνοσφαίρας του πλανήτη, την εξαφάνιση των Εθνικών θρησκειών, βιο-ηθικών συστημάτων και Παραδόσεων, στο όνομα του ραβίνου Τζεσουά ή του προφήτη Μωχάμεντ.

Κατανοώντας την σαφή απελπισία της Ρωμιοσύνης, αλλά, όπως μας διδάσκουν οι μεγάλοι Στωικοί μας φιλόσοφοι, ελάχιστα λυπούμενοι για την λογική κατάληξη του απατεωνίστικου δρόμου που η ίδια επέλεξε εδώ και 2 περίπου αιώνες, εμείς οι λιγοστοί εμμένοντες και επιμένοντες Έλληνες τής απλώνουμε χείρα, υπό όρους βεβαίως, βοηθείας. Οι όροι αυτοί είναι οι ελάχιστοι δυνατοί για μία στοιχειώδη μεταξύ μας συζήτηση: η αναγνώριση δηλαδή του δικαιώματος υπάρξεως των κατά τα πάτρια Ελλήνων και ο πλήρης και ανενδοίαστος σεβασμός της μνήμης των πραγματικών προγόνων μας, των αβάπτιστών και α-προσκύνητων προγόνων μας. Οταν αυτό γίνει, είμαστε πρόθυμο: να βοηθήσουμε τους Ρωμιούς να μη σβήσουν αδόξως μέσα στις νέες κοινωνίες που, θέλουμε δεν θέλουμε, έρχονται με βήμα υπερταχύ.

Ως Έλληνες εξ Ελλήνων, εμείς έχουμε το ανάστημα, έχουμε επίσης τις θέσεις και τις συνταγές. Μόνο που δεν είμαστε ιεραπόστολοι και μισούμε την αντίληψη ότι πρέπει να τρέχεις συνεχώς και πιεστικώς προς τους άλλους για να σε ακούσουν. Είμαστε αυτό που είμαστε και αινούμε στους άλλους την αποκλειστική ευθύνη για το αν θα πεισθούν ή όχι από την βάση των προτεινομένων μας. Ομοίως έπρατταν άλλωστε και οι Εθνικοί θεοι μας. Η θεά Αθηνά, απευθυνομενη στον Αχιλλέα απλώς λεει έρχομαι από τον Ολυμπο, ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ άκουσέ με..”

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ