του Β. Φτωχόπουλου, από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001
Ενας από τους βασικούς λόγους που κατά καιρούς γράφω στο Αρδην είναι γιατί πιστεύω πως το περιοδικό αυτό προσπαθεί ν’ αρθρώσει ένα λόγο για να μπορέσουμε όλοι οι Ελληνες να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έθνους και του λαού μας. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, ιδιαιτέρως τώρα που ολόκληρος ο Ελληνισμός περνάει μια βαθύτατη κρίση ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού. Εάν πράγματι δεν θέλουμε να κλειστούμε στο καβούκι μας και ταυτοχρόνως να ανοίξουμε τις φτερούγες μας και την καρδιά μας προς τον κόσμο και τις ιδέες που παράγει, τότε πρωτίστως πρέπει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τα ιδιαίτερα στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν σαν έθνος και λαό. Ενα και αυτό τα στοιχεία είναι και ο πολιτισμός μας, σ’ όλες του τις εκφάνσεις. Ο λαϊκός μας πολιτισμός πολύ έχει σνομπαριστεί και πολύ έχει υποτιμηθεί τον τελευταίο καιρό, ακόμη και από τους ανθρώπους που συμμετέχουν και διαβάζουν το Αρδην. Οταν λέμε λαϊκό πολιτισμό δεν εννοούμε προφανώς μόνο τον Καραγκιόζη, τον Θεόφιλο ή το δημοτικό μας τραγούδι. Λαϊκοί δημιουργοί από μια άποψη ήσαν και ο Καβάφης και ο Χατζηκυριάκος Γκίκας και ο Χατζιδάκις. Σήμερα, στον χώρο της μουσικής, ο μεγάλος μας ΛΑΪΚΟΣ βάρδος είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, όσο εξωπραγματικό και αν ακούγεται αυτό. Γι’ αυτό το θέμα θα μιλήσουμε μια άλλη φορά. Τώρα, ας μας επιτρέψετε να μιλήσουμε για κάποιον άλλο λαϊκό δημιουργό, τον Στυλιανό Καζαντζίδη, τον άνθρωπο που τόσο πολύ αγάπησε ο ελληνισμός και παρ’ όλη αυτή την αγάπη, ο θάνατος του δεν κατόρθωσε να είναι πρώτη είδηση στα ΜΜΕ της Ελλάδας και της Κύπρου. Κανονικά, το Αρδην, ως εκφραστής ενός συγχρόνου ελληνικού λόγου, έπρεπε να είχε κάνει ένα, έστω μικρό, αφιέρωμα στον Καζαντζίδη. Αυτή θα ήταν μια πραγματική ΡΗΞΗ με τον κυρίαρχο λόγο των σύγχρονων δυτικών ή ανατολικοστραμμένων Ελλήνων διανοουμένων. Δεν πειράζει. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Προς το παρόν, από την μακρινή Κύπρο, δύο σημειώματα φόρος τιμής στον Στυλιανό Καζαντζίδη.
Β. Φ.
“Όταν τραγουδάμε, κάνουμε μια απόπειρα να βγάλουμε από τα σωθικά μας την ψυχή μας, να εξωτερικεύσουμε δηλαδή τις δικές μας μικρές μουσικές εκπνοές ελευθερίας”.
Κάπως έτσι μου απάντησε πριν αρκετά χρό νια ο Διονύσης Σαββόπουλος όταν συζη ούσαμε για την σχέση του λαού μας με το τραγούδι. Αυτά τα λόγια τα θυμάμαι πολύ καλά και τα φέρνω στο νου μου τακτικά, μιας και τότε με βοήθησαν παρά πολύ να ερμηνεύσω παιδικές και νεανικές μας συμπεριφορές όπως ήταν το σφύριγμα τραγουδιών, το τραγούδι μόνος στο μπάνιο ή στα χωράφια και προπαντός την μεγάλη χαρά, σχεδόν παράνομη, που μας έδινε το τραγούδι όταν, σε κάποιο σπίτι, σε κάποια αυλή ή περιβόλι, μαζευόμαστε όλοι οι φίλοι και αρχίζαμε την ιεροτελεστία της “τρουσυθκιάς”. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα στη Γιαλούσα. Δεν περνούσε ούτε μια μέρα που να μην τραγουδούσε η παρέα. Πότε κάτω στον ελαιώνα του σχολείου, πότε καθισμένοι στο σιμιντίρι του σχολείου, πάνω ακριβώς από ένα τεράστιο βράχο, με το κάμπο του χωριού και την θάλασσα στον οπτικό μας ορίζοντα. Τα τραγούδια της εποχής εκείνης ήταν η ενηλικίωσή μας, η απόπειρά μας ν’ ανοίξουμε τα δικά μας φτερά και να πετάξουμε ως τον Λιμιώνα και από εκεί να διασχίσουμε την θάλασσα και να φτάσουμε στις ρίζες μας στην Μικρά Ασία. Τραγουδούσαμε τότε με μεγάλη συγκίνηση. Κάθε νότα που έβγαινε από το στόμα μας έμοιαζε με φτερό, μια μικρή εκπνοή ελευθερίας, που σιγά σιγά γινόταν άνεμος και μας παρέσερνε σε πελάγη μεγάλης συγκίνησης και ωριμότητας. Αυτά έκανε η παρέα μου μετά το σχολείο. Τραγουδούσε προσπαθώντας, ασυνείδητα φυσικά, να πετάξει ψηλά στους ουρανούς, εκεί που ο άνθρωπος προσπαθεί να φτάσει τον θεό. Ίσως γι’ αυτό κιόλας ακούγαμε με προσοχή τον κύριο Αντρούτσο, τον ψάλτη της Αγίας Μαρίνας. Νιώθαμε ένα υπέρτατο δέος έναντι του κυρίου Αντρούτσου. Η φωνή του, το ύφος του μαζί με την κερόφωτη ατμόσφαιρα της εκκλησίας μας έκανε να νιώθουμε μια περίεργη συγκίνηση. Μια συγκίνηση που δύσκολα περιγράφεται. 0 κύριος Αντρούτσος για μας τα πιτσιρίκια δεν ήταν απλώς ένας ψάλτης, ήταν ένα ελεύθερος Έλληνας, ένας άλλος Αντρούτσος, ένας Αθανάσιος Διάκος, ένας Καραϊσκάκης που επικοινωνούσε με αγγέλους, και πράγματα θεϊκά και μεταφυσικά.
Μόλις άκουσα την είδηση για τον θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη, θυμήθηκα το χωριό μου και τα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου, θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, τον κύριο Αντρούτσο, τον αέρα ελευθερίας εκείνης της περιόδου, το κάλεσμα του κυρίου Καζαντζίδη από τα μεγάφωνα για να πάμε στον κινηματογράφο, το σκλαβωμένο μου χωριό και προπαντός την σημερινή σκλαβωμένη φωνή ολόκληρου του έθνους.
Ο κ. Στυλιανός Καζαντζίδης ήταν “Φωνή”, κάλεσμα Ελευθερίας. Μην παρασυρθείτε με “φωνάρες”, “Στελλάρες”, Μάνες, ξενιτιές, μεταναστεύσεις, έρωτες, αγάπες, μπαμπεσιές, λαϊκές ψυχές και διάφορα άλλα τέτοια που θα ανασύρουν οι δημοσιογράφοι για να πουλήσουν τα ΜΜΕ. 0 Στέλιος Καζαντζίδης ήταν φωνή ελευθερίας, ίσως γΓ αυτό αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον ελληνικό λαό. Απ’ τα σωθικά του δεν έβγαιναν νότες αλλά εκπνοές ελευθερίας ακριβώς όπως αυτές που όλοι κατά καιρούς προσπαθούμε να βγάλουμε, μόνο που ο Καζαντζίδης τις έβγαλε για πάρτη μας, πότε για μας τους πονεμένους, πότε για τους αδικημένους, πότε για τους φτωχούς, πότε για όλους τους Έλληνες. Για όλους μας. Τραγουδούσε αυτός, και τραγουδούσαμε όλοι.
Ήταν η συλλογική φωνή του έθνους, μάλιστα σε μια περίοδο όπου πάνω από το έθνος ενέπνεαν εναλλασσόμενοι άνεμοι ελευθερίας και σκλαβιάς. Τραγουδούσε αυτός και όλοι οι Έλληνες ένιωθαν ωσάν να είχαν άγγελο φύλακα, έναν άγγελο μεσάζοντα ανάμεσα στους ανθρώπους και τον θεό. ΓΓ αυτό και είναι λάθος να πιστεύουμε ότι τα τραγούδια του Καζαντζίδη ήταν κλαψιάρικα, καψούρικα και απαισιόδοξα. Κάθε άλλο. 0 πόνος της φωνής του Καζαντζίδη δεν είναι πόνος, είναι φτερούγισμα ελευθερίας που ανακουφίζει τον πόνο, που απελευθερώνει την δική μας φωνή και την ενώνει με τους υπόλοιπους Έλληνες για να φωνάξουμε, έστω και μέσα από τον πόνο μας, εναντίον του πόνου και της αδικίας. Τέτοια είναι η φωνή του Καζαντζίδη. ΓΓ αυτό και στην Κύπρο και στην Ελλάδα η φωνή του ήταν από τα επίσημα κανάλια απαγορευμένη. Ειδικά στην Κύπρο έπρεπε να έρθει η ελεύθερη ραδιοφωνία για να ακούσουμε την φωνή του ξανά. Το μονοπωλιακό ΡΙΚ έβαζε Καζαντζίδη μόνο σε μουσική Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, τα υπόλοιπα τραγούδια του, πάντα κατά το ΡΙΚ, ήταν υποκοσμικά, λαϊκούρες και κλάψες. Τίποτα δεν είχαν καταλάβει και όχι μόνον αυτοί αλλά και πολλοί άλλοι “μεγάλοι διανοούμενοι” στην ίδια την Ελλάδα. Ο Καζαντζίδης όμως υπάρχει και θα υπάρχει όσο οι Έλληνες, είτε ως άτομα είτε ως παρέα είτε ως συλλογική οντότητα, θα επιθυμούν να εκπνέουν ήχους ελευθερίας. Θα υπάρχει για να μας υπενθυμίζει ότι κάποτε τραγουδούσαμε παρέα, κάποτε κλαίγαμε μαζί, κάποτε χαιρόμασταν μαζί, κάποτε προσπαθούσαμε πάλι μαζί να ζήσουμε πιο ελεύθεροι. Κάποτε ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ. Τώρα βγάζουμε κραυγές, μουγκρητά ή πνιγόμαστε στην σιωπή μας. Ο Στέλιος Καζαντζίδης επιμένει να τραγουδά για όλους μας. Ακόμα και για μας τους Κύπριους.
Απ’ των Ελλήνων τις καρδιές βγαίνει φωνή σαν λάβα φωνάζουν για την Κύπρο μας που την κρατάνε σκλάβα Η Κύπρος είναι Ελληνική κι όλη η Ελλάδα την πονά θέλουν δεν θέλουν γρήγορα θα μας την δώσουνε ξανά.1 1. Στίχοι Κ. Βίρβου.
Βάσος Φτωχόπουλος