Αρχική » Η σχιζοφρένεια της ελληνικής κοινωνίας

Η σχιζοφρένεια της ελληνικής κοινωνίας

από Γιώργος Ρακκάς

του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001

Η πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού κόσμου δεν αισθάνεται άνετα, ενώ η ηγεσία της χωράς προσπαθεί, μουδιασμένη ακόμα, να αντιστρέψει την εικόνα που έδωσε η ελληνική κοινωνία τις πρώτες ημέρες έπειτα από την κατάρρευση των δίδυμων πύργων. Τα γεγονότα προκάλεσαν την επαναφορά ενός αντιαμερικανικού κλίματος μέσα στην κοινωνία. Μέσα στη δίνη των εξελίξεων, η χώρα ζει ημέρες ανάλογες μ’ εκείνες των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία, της επίσκεψης Κλίντον, της παράδοσης του Οτσαλάν. Το γεγονός αυτό έχει εξοργίσει την ηγεσία της χώρας, τις πολιτικές ελίτ, τη διανόηση που στέκεται στο πλευρό τους. Οι προσπαθειές τους να πείσουν τις κυβερνήσεις και την κοινή γνώμη της Δύσης ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που εντάσσεται ομαλά στο στρατόπεδο της, στο “σταυροφορικό μέτωπο ενάντια στη βαρβαρότητα” που έχει συγκροτήσει, έχουν αποτύχει. Βέβαια τούτο δεν σημαίνει πως οι προσπάθειες να πείσουν την ελληνική κοινωνία ή να της επιβάλουν να υιοθετήσει μια “σωφρονέστερη” στάση εγκαταλείφθηκαν.

Τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων συνεχίζουν ακάθεκτα να κατασκευάζουν εικόνες πανικού με το να επισείουν τον κίνδυνο μιας βιολογικής επίθεσης στη χώρα, παρόλο που ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχει λιγοστές πιθανότητες να συμβεί. Διάφοροι διανοούμενοι επιστρατεύουν όλη την “επιστημονική τους αντικειμενικότητα” προκειμένου να απονομιμοποιήσουν την αντιαμερικανική στάση ταυτίζοντας την με ακραίες και παραδοσιακά κατακριτέες συμπεριφορές1 . Τα lifestyle περιοδικά, με τον τσαμπουκά που χαρακτηρίζει τους καθοδηγητές της κοινής γνώμης, εκτοξεύουν λάσπη από τις στήλες τους ώστε να πείσουν το κοινό τους2. Όλοι εκείνοι που με διάφορα μέσα στήριζαν και στηρίζουν την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού στη χώρα έχουν συσπειρωθεί γύρω από την κυβέρνηση επανδρώνοντας την επικοινωνιολογική της εκστρατεία για τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης.

Εκείνη όμως έχει ήδη απαντήσει. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της VPRC που δημοσίευσαν “Τα Νέα”3, το 86.2% υποστηρίζει πως οι Η.Π.Α δεν πρέπει να απαντήσουν στρατιωτικά στα χτυπήματα, ενώ το 72,1% ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να εμπλακεί σε μια στρατιωτική επιχείρηση. Επιπλέον, σε μια παλαιότερη δημοσκόπηση της “Ελευθεροτυπίας”4, το 58% των ερωτηθέντων απαντά ότι η αμερικανική πολιτική έχει αρνητικές επιδράσεις για την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση θεωρεί αυτονόητη την αποδοχή των αμερικανικών συμφερόντων για τη χώρα και την ευρύτερη περιοχή.

Για άλλη μια φορά, όπως συνέβη και στις περιπτώσεις των Νατοϊκών Βομβαρδισμών, της παράδοσης Οτσαλάν και της επίσκεψης Κλίντον, εγείρονται ορισμένα κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα γύρω από τη στάση της κοινωνίας απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές. Υπάρχει μια αντίφαση που διαπερνά την κοινωνία τα τελευταία 5 χρόνια. Απ’ τη μια, οι αντιλήψεις που εκφράζει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έρχονται σε σύγκρουση με τις προσδοκίες της πολιτικής πρότασης του εκσυγχρονισμού, από την άλλη, η ίδια η ελληνική κοινωνία είναι που αλλεπάλληλα τον αναδεικνύει πολιτικά κυρίαρχο στη χώρα. Οσο αφορά την αντίθεση του λαού με την κυβέρνηση, αυτή δεν εντοπίζεται στο επίπεδο των απλών πολιτικών αποφάσεων και επιλογών, αντίθετα εισέρχεται βαθύτερα. 0 αντιαμερικανισμός που εκφράζει η κοινωνία, για παράδειγμα, δεν συγκρούεται μοναχά με την επιλογή της κυβέρνησης να ακολουθήσει τη μοναδική υπερδύναμη της εποχής. Συγκρούεται με τον βασικό πυρήνα της εκσυγχρονιστικής πρότασης, με την θεώρησή του και τις αποφασιστικές του απαντήσεις στα ερωτήματα της εποχής: Η κυβέρνηση δεν είναι απλά φιλοαμερικανική, έχει επιλέξει να συνταχθεί με τη νέα τάξη πραγμάτων που προσπαθούν να επιβάλουν οι Η.Π.Α στον κόσμο, έχει επιλέξει να συμμετάσχει ενεργά στο νέο παγκόσμιο σύστημα που αναδύθηκε έπειτα από την κατάρρευση του ψυχροπολεμικού κόσμου. Συνεπώς, η απάντηση στο ερώτημα “ποια θα είναι, η στάση απέναντι στις Η.Π.Α” είναι, για τον εκσυγχρονισμό- και όχι μόνο αυτόν της εκδοχής του Πα.Σο.Κ-πρωταρχική. Γι’ αυτό και η ρήξη εντοπίζεται βαθύτερα απ’ ό,τι θα ήταν στην περίπτωση της απλής διαφωνίας με μια κυβερνητικη επιλογή. Γι’ αυτό και, τα τελευταία 5 χρόνια, ο κυρίαρχος εκσυγχρονισμός έχει αποπειραθεί να μεταβάλει την αντίληψη αυτή, να μεταστρέψει μέσω των ΜΜΕ τον αντιαμερικανισμό σε φίλο-αμερικανισμό.

Μα η διάσταση ανάμεσα στον ελληνικό λαό και την κυβέρνησή του δεν απαντάται μοναχά στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις Η.Π.Α. Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η στάση που κρατά ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην Ευρώπη. Υποτίθεται πως η αποδοχή της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης της χώρας είναι καθολική. Στο πολιτικό σκηνικό, τα κόμματα που συγκεντρώνουν το 90% των εκλογικών προτιμήσεων έχουν ξεκαθαρίσει τη θετική τους στάση απέναντι στην Ευρώπη. Στην κοινωνία, οι πολίτες έχουν στην πλειοψηφία τους αποδεχθεί το ευρωπαϊκό μέλλον, κουβεντιάζουν γι’ αυτό σαν να είναι προδιαγεγραμμένο. Παρόλα αυτά οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής5 έφεραν αντίθετα αποτελέσματα: το 57% των Ελλήνων αισθάνονται λίγο ή καθόλου δεμένοι με την Ευρώπη, το 60% δεν αναγνωρίζουν την ευρωπαϊκή διάσταση της πολιτιστικής τους ταυτότητας, ενώ το 47% έχει την τάση να μην εμπιστεύεται την Ευρωπαϊκή Ένωση. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια γιγάντια σύγχυση, σε μια σχιζοφρένεια που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία. Απ’ τη μια ο Έλληνας διαδηλώνει εναντίον του NATO, απ’ την άλλη στηρίζει την πολιτική ταύτισης των συμφερόντων της χώρας με αυτά της Βόρειας Συμμαχίας. Πλημμυρίζει με οργή για την εκτέλεση του Σολωμού, αλλά συμμετέχει στην ψευδαίσθηση της ελληνοτουρκικής φιλίας. Χλευάζει την ευρωπαϊκή ταυτότητα μα παρακαλά για να μη διακοπούν τα κοινοτικά πακέτα. Αδιαφορεί για την Ευρώπη αλλά εκλιπαρεί για το Ευρώ.

Τι ωθεί την ελληνική κοινωνία να στηρίζει μια πολιτική του δεν την εκφράζει; Γιατί οι διαφωνίες της κοινωνίας δεν βρίσκουν πολιτική έκφραση; Πως καταφέρνει το Πα.Σο.Κ. να γεφυρώνει αυτές τις αντιθέσεις, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για τη μόνιμη παραμονή του στην εξουσία; Αν και πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, τα ερωτήματα αυτά έχουν αποκλειστεί από τον δημόσιο διάλογο. Μάλιστα, οι περισσότεροι οπαδοί της εκσυγχρονιστικής πρότασης όχι μόνο δεν συζητούν τα θέματα αυτά αλλά αρνούνται κιόλας αυτή την πραγματικότητα. Διότι η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας, η συμμετοχή σ’ ένα διάλογο που να έχει σαν θέμα τα ζητήματα αυτά, σημαίνει ταυτόχρονα και την αποδοχή της αποτυχίας του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος να κυριαρχήσει ιδεολογικά στην ελληνική κοινωνία. Είναι πασίδηλο, όμως, ότι πρόκειται περί αυτού.

Το Πα.Σο.Κ. έχει κυριαρχήσει πολιτικά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όμως δεν έχει καταφέρει να μπολιάσει την ελληνική κοινωνία με τις πολιτικές του αντιλήψεις. Γι’ αυτό και το εγχείρημα της οικονομικής σύγκλισης, της πολιτικής ένταξης, της πολιτιστικής και κοινωνικής ομογενοποίησης ποτέ δεν θεμελιώθηκε πάνω στη συστράτευση της ελληνικής κοινωνίας με τις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού. Άλλοι λόγοι ώθησαν την κοινωνία να αποδεχθεί αυτή την κατάσταση, να συναινέσει σ’ αυτήν την προσπάθεια. Στην πραγματικότητα, η επιρροή του εκσυγχρονισμού ποτέ δεν μπόρεσε να επεκταθεί πέρα από τους κοινοβουλευτικούς κύκλους, τα πανεπιστημιακά έδρανα, τα μέγαρα των τηλεοπτικών σταθμών και των εκδοτικών συγκροτημάτων. Δυστυχώς γι’ αυτούς, η πραγματική κοινωνική βάση του εκσυγχρονισμού υπήρξε μόνον εκεί, σε κοινωνικούς χώρους που αντικειμενικά υπάρχουν έξω από την ελληνική πραγματικότητα. Αυτοί, η “Αγία Οικογένεια” της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας η οποία ζει, εργάζεται, αναπνέει σ’ έναν εικονικό χώρο -κάπου ανάμεσα στο Κολωνάκι και τις Βρυξέλες-, στα ουράνια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που αποφεύγει με αηδία την ελληνική κοινωνία αλλά και αντικρίζει με τρόμο την πραγματικότητά της, είναι που συστρατεύονται πραγματικά στην, κατά τα άλλα, καθολική εκσυγχρονιστική προσπάθεια.

“Η χώρα μου με τρομάζει”, έγραφε ο Ριχάρδος Σωμερίτης μέσα από τις στήλες του Βήματος της 16/09. Η αντίδραση του αυτή ίσως να χαρακτηρίζει την τραγική αποτυχία του εκσυγχρονισμού. Όντας μια πολιτική πρόταση που έρχεται από τα πάνω και από έξω, ο εκσυγχρονισμός αδυνατεί να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα της κοινωνίας που εξουσιάζει. Όταν πραγματοποιείται αυτή η σύγκρουση σε συγκυρίες που τα εξουσιαστικά ΜΜΕ του εκσυγχρονισμού, παρά τον λαϊκισμό της υπόσχεσεολογίας για μια μόνιμη και σταθερή υλική ευημερία, είναι αδύναμα να παίξουν κάποιο ρόλο, αποδεικνύει· τι άλλο- πως ο βασιλιάς είναι γυμνός.

Έπειτα από την κατάρρευση του ψυχροπολεμικού κόσμου και την επικύρωση της παγκόσμιας κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών, μια νέα τάξη πραγμάτων άρχισε να διαμορφώνεται. Μέχρι σήμερα, πριν τα χτυπήματα στις Η.Π.Α ανακόψουν είτε προσωρινά είτε οριστικά αυτές τις διαδικασίες, ζούσαμε την ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης. Μέσα σε δέκα χρόνια, λίγο ή πολύ, άλλοτε άμεσα και άλλοτε υπόγεια, στρεβλά ή κανονικά, όλοι οι λαοί έδωσαν το στίγμα τους σ’ αυτή τη νέα παγκόσμια κατάσταση. Μέχρι πρότινος, οι λαοί της Δύσης είχαν επικυρώσει τις αλλαγές αυτές θεμελιώνοντας την κυριαρχία της μετά-σοσιαλιστικής αριστεράς. Η συναίνεση υπήρξε δεδομένη και δεν λύγισε ούτε με τη βαρβαρότητα των Νατοϊκών βομβαρδισμών. Πρόσφατα, μετά τα γεγονότα του Σιάτλ, εκδηλώθηκε μια ρήξη μέσα στους κόλπους του δυτικού κόσμου, που εξελίχθηκε σε αντιπαράθεση: ήταν το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση που κατέθετε συγκεκριμένες διαφωνίες παγιώνοντας έναν πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό.

Στη Μέση Ανατολή, αντίθετα, η πορεία υπήρξε αντίστροφη. Όπως ο Σ. Χάντινγκτον αναφέρει: “Αυτοί που κυρίως επωφελήθηκαν από τις αλλαγές ήταν τα Ισλαμικά κινήματα. Εν συντομία, στον Αραβικό κόσμο η δυτική δημοκρατία ισχυροποιεί αντιδυτικές πολιτικές δυνάμεις”6. Επομένως, έστω αυθόρμητα και αντιδραστικά, αυτές οι κοινωνίες απάντησαν στη νέα εποχή επιλέγοντας να αντιπαρατεθούν με το κυρίαρχο μοντέλο παγκόσμιας οργάνωσης.

Στην Ελλάδα αυτά τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα. Όντως η κοινωνική βάση κοιτά αλλού από εκεί που κατευθύνονται οι πολιτικές και κοινωνικές ελίτ. Παρόλα αυτά επιμένουν και οι δυο να αγνοούν αυτήν την κατάσταση, υποβαθμίζοντας μια συζήτηση που σαφέστατα είναι επικίνδυνη για τους υπάρχοντες κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς συσχετισμούς, αφού απειλεί να τινάξει όλο το εκσυγχρονιστικό σχέδιο στον αέρα, να αφαιρέσει την εξουσία από τις δεύτερες και να καταρρακώσει την πλαστή κατάσταση ευημερίας της πρώτης. Από την άλλη όμως, είναι τόσο έκδηλα τα αδιέξοδα της εκσυγχρονιστικής πρότασης, τόσο αδύναμες οι πολιτικές της να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της ρευστής μας εποχής ώστε, όσο περνά ο καιρός, η συζήτηση γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική.

Οι εξελίξεις τρέχουν με ιλιγγιώδη ρυθμό. Οι δυναμικές που πυροδοτήθηκαν με το χτύπημα στη Νέα Υόρκη βρίσκονται εδώ ολοζώντανες για να μας θυμίσουν ότι η επαναφορά της τάξης, η επιστροφή στην κατάσταση του θλιβερού, πλανητικού μονολόγου των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης, δε. είναι εφικτή. Οι αλλαγές έχουν δρομολογηθεί · πρόκειται να επηρεάσουν και εμάς. Αυτήν την ώρα, πραγματοποιείται η επίθεση της Δύσης στο Αφγανιστάν και καλούμαστε να πάρουμε θέση απέναντι και στις δυο πλευρές. Αυτή την εποχ’ ένας κόσμος καταρρέει, οι ισορροπίες μεταβαλλονται, ανατρέπονται, φέρνοντας μας μπροστά σ: κρίσιμες επιλογές. Σε μια συγκυρία όπου κυριαρχεί η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα, και για ~ παγκόσμια οικονομία και για την γεωπολιτική τα£” και για το παγκόσμιο πολιτικό σύστημα – για ~. παγκοσμιοποίηση γενικότερα- αλλά και για την ευρύτερή μας περιοχή, τα Βαλκάνια, είναι προφανες πως τα ερωτήματα αυτά πρέπει να απαντηθούν έτσι ώστε είτε να αποκατασταθεί αυτό το ρήγμα μέσα στην κοινωνία, είτε να ολοκληρωθεί παγιώνοντας έναν ανταγωνισμό ανάμεσα σε κάθετα συγκρουόμενες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις Για εμάς που είδαμε μέσα από το θερμό καλοκαίρι της Γένοβας να αναζωπυρώνονται οι ελπίδες μας για αντίσταση, προσδοκούμε σε τούτη τη συζήτηση, γνωρίζοντας ότι αποτελεί για τον τόπο μας τη. κύρια προϋπόθεση τόσο για τη γέννηση ενός νέου κινήματος όσο και για τη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής, έπειτα από τους κλυδωνισμούς που δέχθηκε το παγκόσμιο σύστημα στις 11/09

Σημειώσεις

1.            Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δίνουν τα άρθρο των Α. Λιάκου και Δ. Δημητράκου στο Βήμα της 16 09/01.

2.            Χαρακτηριστικό -όσο και απαράδεκτο- είναι το άρθρο του Δ.Πολιτάκη στο “Symbol” (Επενδυτής) της 6-10-01.

3.            Τα Νέα, “Όχι Πόλεμο”, 1-10-01.

4.            Ελευθεροτυπία, 21-09-01, “Στη δικαιοσύνη οι τρομοκράτες”.

5.            “Ποια εικόνα έχουν οι Ευρωπαίοι για τον εαυτό τους;”, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Σεπτέμβριος 2000.

6.            Σ. Χάντινγκτον: “Η Σύγκρουση Ανατολής – Δύσης’ σ. 47, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Γ’ Έκδοση, Σεπτέμβρης 2001.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ