του Αγ. Καλογερόπουλου, από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001
Ξεκινώ νά γράφω τη ΙΗ τοϋ μηνός Νοεμβρίου, ήμερα κατά τήν όποια ή. Εκκλησία μας τιμά τήν μνήμη του Αγίου Μεγαλομαρτυρος Πλάτωνος Το ονομα δημιουργεΐ άμέσως προφανείς συνειρμους. Συνειρμούς τούς οποίους δεν παραβλέπει οϋτε ό ύμνογραφος του Κανόνος πού ψάλλεται στή μνήμη του γριψος
“…των γάρ άλιέων ζηλώσας τήν παρρησίαν
καί τήν Σκηνορράφου θεολογίαν
καί τήν Στωϊκήν φλυαρίαν λόγοις καί έργοις κατέρραξε” καί άκόμα:
“…των Ελλήνων λιπών άπασαν τήν ματαιότητα του Χρίστου μαθητών τά ψυχωφελή διδάγματα ήγάπησε λίαν Πλάτων ό θεόφρων…”
Δέν είναι λίγες οί φορές πού τα έκκλησιαστικά κείμενα αντιμετωπίζουν μέ άπαξιωτικό τροπο την “ματαιότητα τών Ελλήνων” καί, παρά τίς γνωστές σημασιολογικές περιπέτειες τοϋ ονόματος “Έλλην”, τέτοιες άπαξιωτικες άναφορες οπλίζουν με έπιχειρήματα όσους θεωρούν ότι ά γεφύρωτο χάσμα χωρίζει τόν Ελληνισμό άπό τόν Χριστιανισμό. Αλλά μιά τέτοια άφοριστική αντίληψη άρνεΐται νά δει την σύμπτωση, κάποτε, τών άντιπά-λων. Εφ’ όσον οί πολιτισμοί δέν χτίζονται συνεπείς σέ ήθικές ή άλλες διδασκαλίες, άλλά άφομοι -ώνοντας τά παλαιά ύλικά. Ό χρι -στιανός άγιος σαφώς δέν έχει ανάγκη τήν ελληνική -ή όποια άλλη – σοφία’ ό πολιτισμός όμως της έποχής στήν όποία ζει συγκροτεϊται αντλώντας καί άπό τίς δικές της πηγές.
Θά ήταν δύσκολο νά θεωρήσει κανείς τόν Χριστιανισμό, γενικά, καί τήν Ορθοδοξία, είδικώτερα, άνεξάρτητα άπό τίς μεγάλες παραδόσεις πού προηγήθηκαν, τήν εβραϊκή, τήν έλληνική καί τήν ρωμαϊκή. Ή Ανατολική Αύτοκρατορία άντλησε έπί μέρους στοιχεία καί άπό τίς τρεις αύτές παραδόσεις. Συνδέεται δέ ιδιαίτερα, λόγω της γλώσσας καί της σύνθεσης τών πληθυσμών πού τήν άποτελοΰν, μέ τήν έλληνική παράδοση. Τό αύτό είναι πιθανόν νά συμβαίνει καί μέ τήν μουσική. Οί έρευνες τών ειδικών δέχονται τήν συνέχεια χωρίς νά μπορούν νά τήν προσδιορίσουν άκριβώς’ τά κείμενα τήν επιβεβαιώνουν.
Ό Κλήμης ό Αλεξανδρεύς προβάλλει ώς μουσικό ύπόδειγμα τόν Δαβίδ, άλλά παραπέμπει στον Άριστόξενο καί στόν Τέρπανδρο γιά νά τονίσει “τό σεμνόν τοΰ ύφους της δωρίου αρμονίας”. Στούς Πατέρες της Εκκλησίας επιβιώνει μιά αντίληψη περί μουσικής τήν όποία τήν συναντάμε στούς Πυθαγόρειους καί στόν Πλάτωνα καί ή όποία συνοψίζεται στήν θεία καταγωγή της, τήν θεώρησή της ώς απήχημα μιας νοεράς τάξεως καί τήν ήθοποιό έπίδρασή της. Μπορεί κανείς νά σταθεί άκόμα στήν άντιστοίχηση τών άρχαίων τρόπων μέ τούς έκκλησιαστικούς ήχους, στήν διατήρηση τών τριών γενών (διατονικοΰ, χρωματικού καί έναρμονίου) καί σέ άλλα έπί μέρους στοιχεία πού ύποδηλώνουν ότι ή άρχαία έλληνική μουσική παράδοση, στη θεωρία καί στην πράξη, έσκεμμένως ή λεληθότως, περνά καί στήν έκκλησιαστική μουσική καί γενικότερα στή μουσική της Ανατολικής Αύτοκρατορίας. Ποιά είναι όμως ή συγκεκριμένη μορφή αύτής της δια –
δοχής καί ποιά είναι ή συμβολή άλλων άνατολικών παραδόσεων (Σύρων, Περσών κ.λπ.); Αυτά είναι ερωτήματα πού οί μουσικολογικές καί ιστορικές έρευνες πάντοτε θά φωτίζουν τόσο, ώστε νά φαίνεται άκόμη μεγαλύτερο τό μέγεθος της σκοτεινής πλευράς. Παρ’ όλο μάλιστα πού τόσο ή άρχαία όσο καί ή λεγόμενη βυζαντινή μουσική είχαν τό προνόμιο νά είναι γραπτές μουσικέ ς, χωρίς μάλιστα νά χάνουν τά βασικά χαρακτηριστικό προφορικών μουσικών παραδόσεων.
Από τόν 18ο αί. συνειδητοποιείται στόν εύρωπαϊκό χώρο ή άνάγκη ένός ιστορικού διαγραμματος της μουσικής καί τίς βασικές γραμμές μας τέ ταας γενικής ιστορίας της μουοικής άκολουθεΐ στίς άρχές τοΰ 19ου αί. καί ό ήμέτερος Χρύσανθος ό έκ Μαδύτου. Από τήν Παλαιά Διαθήκη περνά στήν έλληνική μυθολογία, τόν “Ομηρο, τήν κλασσική εποχή, τούς ρωμαϊκούς καί έλληνισηκούς χρόνους γιά νά φτάσει στό Βυζάντιο, τόν Μιχαήλ Ψελλό καί τόν Μανουήλ Βρυέννιο καί νά καταλήξει στούς νεώτερους χρόνους. Αύτή τήν γραμμή άκολουθοϋν καί όσα άλλοι -μιμούμενοι έν πολλοίς τόν Χρύσανθο – γράφουν άνάλογα σχεδιάσματα τήν εποχή εκείνη, μόνον πού σταδιακά ή Παλαιά Διαθήκη ύποχωρεΤ αισθητά ύπέρ της άρχαίας ελληνικής παραδοσης εις τρόπον ώστε ή μουσική τής ορθοδόξου έλληνικής εκκλησίας νά θεωρείται άμεσος άπόγονος της άρχαίας έλληνικής.
Παρ’ όλο πού κατά τίς πρώτες δεκαετίες τού 19ου αι. δέν έλειψαν οί θεωρητικοί συγγραφείς οί οποίοι δέν συμμερίζονταν τήν ταύτιση τής άρχαίας έλληνικής καί τής εκκλησιαστικής μουσικής ή δέν άπέρριπταν τήν εβραϊκή ή άνατολική καταγωγή τής δεύτερης (Θεόδωρος Φωκαεύς, Παναγιώτης Αγαθοκλής, Κυριάκος Φιλόξενης), έν τούτοις δέν άργησε νά έπικρατήσει ή θέση ή όποία μπορεί νά συνοψιστεί στή φράση “ή καθ’ ήμάς έκκλησιαστική μουσική, αύτή έστίν ή τών άρχαίων Ελλήνων”, καθώς θεωρείται κοινός τόπος ότι “έν τη θεοκτίστω Κιβωτώ της’Ορθοδοξου εκλησίας τού Χριστού διεσώθη καί ή Έλληνική τών ημετέρων ενδόξων προγόνων Μουσική, ώς και ή γλώσσα αύτών”. Φράσεις πού προ -έρχονται άπό τόν Πρόλογο τής Μουσικής Βιβλιοθήκης, ένός φιλόδοξου εκδοτικού έγχειρήμα -τος πού ξεκίνησε ύπό τήν αιγίδα τοϋ Πατριαρχείου άπό έγκριτους μουσικούς καί λογίους στά 1868.
Καί στό χώρο τής μουσικής άκολουθεΐται ή τρισυπόστατη σύνθεση τοϋ ελληνισμού πού καθιερώνεται στόν χώρο τής ιστορίας άπό τόν Παπαρρηγό-πουλο. Ή ένότητα άρχαίου, μεσαιωνικού καί, κατ’ έπέκτασιν ή συνέχεια τής έλληνικής μουσικής παραδόσεως, ύποστηρίζεται τόσο άπό τούς νεωτεριστές όσο καί άπό τούς ζηλωτές τών πατρώων.
Όταν ό Σπυρίδων Ζαμπέλιος εισήγαγε τόν όρο “ελληνοχριστιανικός πολιτισμός”, ονόμαζε μιά πραγματικότητα καί συνάμα έγκαινίαζε μιά προοπτική. Σαφώς δέν ήταν άγνωστη ή σύνδεση έλληνισμοϋ καί ορθοδοξίας ώς στοιχείου έθνικής ταυτότητας πριν άπό τόν Ζαμπέλιο. Από τόν Μητροφάνη Κριτόπουλο (1589-1639) ώς τόν Κωνσταντίνο Οικονόμο (1780-1857), συναντούμε συχνά τήν ιδέα ένός έλληνικού γένους πού, κληρονομώντας τήν άρχαία δόξα, πρωτοστατεί μεταξύ τών ορθοδόξων λαών. Ωστόσο, ή σύνθεση τοϋ έλλη-νοχριστιανικοϋ πολιτισμού δέν έχει μόνο ιστορική σημασία. Δέν άναφέρεται μόνο στήν μεγάλη ιστορική σύνθεση του 4ου μ.Χ. αί. καί έν συνεχεία στήν δη -μιουργική άφομοίωση τής άρχαίας έλληνικής γραμματείας άπό τόν πολιτισμό τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αύτοκρατορίας και τής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άναφέρεται στήν ανάγκη ένός άναγεννώμενου λαού νά προσδιορίσει, άφ’ ένός μέν, αύτό πού θά ήθελε νά έκτιμά ώς ιστορικό παρελθόν του, άφ’ έτέρου δέ, τόν ορίζοντα τής μελλοντικής άνόδου πού τό παρελθόν αύτό τοϋ έπιβάλλει νά πραγματοποιήσει. Αν τό δικαίωμα έ νός λαοϋ νά αύτοπροσδιορίζεται ίσχύει, ό έλληνικός λαός έκανε χρήση τοΰ δικαιώματος αύτοϋ κατά τόν 19ο αϊ. Τά βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας αύτής, παρά τίς επί μέρους άντιρρήσεις, στην πραγματικότητα ούδέποτε άμφισβητήθηκαν στίς σημαντικές δημιουργικές έκφάνσεις του έθνους άπό τήν άπελευθέρωση έως τώρα.
Ή ένότητα της ελληνικής παραδόσεως (αρχαιότητα, βυζάντιο, νεώτερος -λαϊκός κυρίως -πολιτισμός) σέ άμεσο διάλογο μέ τά σύγχρονα εύρωπα’ίκά ρεύματα υπήρξε τό χαρακτηριστικό τής νεώτερης ‘Ελλάδας, τόσο στό ιδεολογικό έπίπεδο (δοκίμιο, έπίσημη παιδεία κ.λπ.), όσο καί στήν τέχνη (μουσική, ζωγραφική, ποίηση κ.λπ.).
Εν τούτοις, όσον άφορά την μουσική, ένας τέτοιος μεγάλοι -δεατισμός -κατά τά άλλα καθ όλα θεμιτός έφ’ όσον ένα έθνος μόνο μέ μιά μεγάλη ιδέα για τόν εαυτό του μπορεί νά διεκδικήσει την θέση του στό προσκήνιο τής ιστορίας -στηρίζεται στό έξης παραδοξο: στο παρελθόν. “Αναντιρρήτως δέχεται κανεις ώς βάση του μα μουσική μαλλον ιδεατή, παρ’ όλο πού άναφέρεται στό παρελθόν. Αναντιρρήτως δέχεται κανείς ώς σπουδαίες μουσικές παραδόσεις τόσον αύτή τής άρχαίας όσο καί τής μεσαιωνικής παραδόσεως. Τόν ήχο τους, ώστόσο, δέν τόν έχει ποτέ κανείς άκούσει. Αντιρρήσεις καί άμφισβητήσεις προβάλλονται γιά τήν έν χρήσει μουσική τοσο κατά τόν 19ο όσο καί κατά τόν 20ό αιώνα.
Αλλά ό ήχος έχει φτερά καί ταξιδεύει είναι πνεύμα και πνέει όπου θέλει, δέν περιορίζεται, περνάει εύκολα τά σύνορα’ άλλά όσα τόν άγαποΰν σφοδρά τόν κλέβουν κάποτε.
“Ενας τέτοιος εραστής των ήχων, Λαμπαδάριος τής Μεγάλης τοΰ Χριστού Εκκλησίας (άριστερός ψάλτης δηλαδή στο Πατριαρχείο), συνθέτης πολλών “μαθημάτων” (άργών έκκλησιαστι-κών μελών) καί δάσκαλος τών δερβίσηδων, ήταν καί ό “Χιρζίζ Πέτρος”, ό κλέφτης Πέτρος, ό Πέτρος ό Πελοποννήσιος, ό όποιος, κρυμμένος σ ένα σεντούκι, έκλεψε τήν μελωδία τριών έκ Περσίας μουσικών καί τήν παρουσίασε γιά δίκια του. Γιά νά έκθέσει τούς ξένους μουσικούς στόν Σουλτάνο καί νά διασώσει τήν αξιοπρέπεια τών φίλων του δερβισών!
Έχω τήν έντύπωση ότι τόν Πέ τρο τόν Πελοποννήσιο δέν τόν ενδιέφερε ιδιαίτερα ή εθνική καθαρότητα τής μουσικής τοα Είχε μάλλον συνειδητοποιήσει τό άρχαιότερο “εκ μακρών γάρ χρόνων, καί άπό παλαιών νόμων έξετέθη…”. Στόν Πέτρο τόν Πελοποννήσιο, μία μερίδα τουλάχιστον τής -έντελώς- νεώτερης Ελλάδας άνακαλύπτει οιονεί τόν δικό της Μότσαρτ. Μιά ιδιοφυία, δηλαδή, ή όποία άνανεώνει καί εμπλουτίζει τήν παράδοση, παίζει στά δάχτυλα ό,τι οί άλλοι τό άντιμετωπίζουν σάν βουνό, καί χωρίς να άφίσταται τοΰ ιερού καί τής σοβαρότητος δημιουργεί, ενίοτε, χάριν τής παιδιάς. Βεβαίως, καί ή μερίδα αύτή άντιμετωπίζει τόν Πέτρο τόν Πελοποννήσιο περισσότερο ώς μύθο καί λιγότερο ώς έργο, έφ’ όσον στήν έκκλησιαστική μουσική παράδοση διασώζεται ένα πνεύμα τό όποιο θαυμάζει μέν τήν ιδιοφυία, τήν καμαρώνει όταν δέν ένοχλεΐ, άλλά τό έργο της λειαίνεται στήν καθι -ερωμένη έρμηνεία’ τό ίδιον ώς πρώ -το συνθετικό της δέν άποθεώνεται. Καλώς μέν δέν άποθεώνεται, άλλά τέτοιου είδους δημιουργικές έξάρσεις προσφέρουν στούς άνθρώπους διέξοδο άπό ανιαρές περί τοΰ παρελθόντος συζητήσεις.
Ξαναθυμάμαι τον μεγαλομάρτυρα Π΄’ατωνα καί πώς τόν άντιπαραθέτει στόν συνονόματο του φιλόσοφο ό ύμνωδός: μέ ένα αίσθημα ύπεροχής άνοίκειο σέ οποιονδήποτε σημερινό έλληνορθόδοξο.
Τουτέστιν, άν ό πολιτισμός τής Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας προσέλαβε τήν άρχαία ελληνική παράδοση, αύτή τήν προσέλαβε ώς θεραπαινίδα τοΰ δικοϋ της σωτηρίου λόγου.
Βιώνει άραγε μιά σχιζοφρένεια ό “Ελλην ψάλτης ό όποίος σήμερα ψάλλει τέτοιες άπαξιωτικές γιά τούς άρχαίους ήμών προγόνους φράσεις καί ταυτόχρονα, κι αύτός μαζί μέ τόν άρχιεπίσκοπο του, κλείνει στήν καρδία του τόν Χριστό καί την Ελλάδα, καί παράλληλα θαψάζα τούς ειδωλολάτρες μέν άλλά σοφούς, άρχαίους οί όποιοι μάλιστα έχουν εικονογραφηθεί άκόμα καί στόν πρόναο κάποιου ναού καί ή μουσική πού ψάλλει έχει τήν βεβαιότητα ότι είναι μιά γνήσια έλληνική μουσική, θυγατέρα τής άρχαίας έλληνικής; Αν ζει μιά σχιζοφρένεια ό σημερνός μας ψάλτης, πάντως ή αιτία δέν είναι τό άσχετον έλληνισμοΰ καί χριστιανισμού άλλά ή υποτίμηση ενός σωτηρίου λόγου σέ έξάρτημα μας παρερχόμενης έθνικής ιδεολογίας.
‘Ο ψάλτης ψάλλει ήχους και κατά μίαν έννοιαν άφηγεΐται έπη. Ό ψάλτης εύτυχώς δεν ψάλλει σε μουσείο και όταν λεει τα γραμματα δεν ερμηνεύει ένα μνημείο άλλα ένα εσαει παρόν.
Ό ήχος είναι κι αυτός έπος πτερόεν άκόμα κι όταν γραφεται. Γιατί αύτό που σημαίνεται ως μουσική δέν περικλείει ότι λέγεται. Δέν θα ακουσουμε τους άρχαίους άοιδους ούτε τους ψάλτες τής Άγια-Σόφιας.
Συνελόντι ειπείν, το παρελθόν καθίσταται έξ ίσου άδηλο όσο εϊ άλλου καί τό μέλλον.