Του Χρήστου Νικολόπουλου
Η άνω της δεκαετίας διάρκεια της λεγόμενης οικονομικής κρίσης μας φέρνει στη συμπλήρωση 200 χρόνων από την επίσημη έναρξη της ελληνικής επανάστασης.
Έχοντας βάλει την οικονομική κρίση σε χρόνο που έδειχνε να προηγείται της κοινωνικής η ελληνική κατάσταση διήλθε διαφόρων επεισοδίων. Για μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν τα μνημόνια δανεισμού και η οικονομική καταστροφή που αποτελούσαν τα αίτια της κοινωνική κατάρρευσης κι όχι το αντίστροφο.
Η αλήθεια είναι πως μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν της τουρκικής εισβολής στο βόρειο έδαφος της Κύπρου (με τη μετέπειτα κατάρρευση της χούντας των συνταγματαρχών) και που ονομάστηκαν μεταπολίτευση η ελληνική κοινωνία πέρασε από διάφορες ιστορικές φάσεις. Μαζί με την αποκατάσταση της δημοκρατίας η ελληνική κοινωνία αναζήτησε τον εκσυγχρονισμό της σύμφωνα με τα τότε διεθνή πρότυπα και κυρίως μέσα από την ένταξή της στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η διαδρομή αυτή ξεκίνησε με μεγάλες πολιτικές διακηρύξεις αλλά και φιλόδοξα οράματα, στηρίχθηκε σε μεγάλα συμπλέγματα (κυρίως στο ότι το βαλκάνιο, μεσογειακό, εθνοκεντρικό και βαθιά θρησκευόμενο ταμπεραμέντο μας δεν θα μπορούσε να μας επιτρέψει ώστε να εφαρμόσουμε τις απαιτούμενες ευρωπαϊκές προσαρμογές). Κάπως έτσι εγκαταλείποντας συχνά την ιστορική μας παράδοση χάρις ενός νέου, λουστραρισμένου και πολλά υποσχόμενου συλλογικού χαρακτήρα προσπαθούσαμε όλα αυτά τα χρόνια να εκσυγχρονιστούμε και συνάμα να σταθούμε στο ύψος των νέων ιστορικών περιστάσεων.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα η κατάρρευση του ενός εκ των δύο αντικρουόμενων οικονομικών συστημάτων του Ψυχρού πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδήγησε όχι μόνο στην πλήρη επικράτηση του άλλου αλλά και στην υπερεπέκτασή του ανά την υφήλιο. Αυτή η επικράτηση υποσχόταν έναν κόσμο περισσότερο ελεύθερο και ασφαλή ως προς την πρόοδο και την ανάπτυξή του. Το πρότυπο της οικονομίας προέτασε τη βελτιστοποίηση στην ποιότητας του βίου των ανθρώπων. Στο κέντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων του ανθρώπινου βίου ετέθη η δυνατότητα κάθε ατόμου να καταναλώνει ελεύθερα (υλικά και πνευματικά αγαθά αλλά και παρεχόμενες υπηρεσίες, προϊόντα της νέας προόδου και της πολλά υποσχόμενης ανάπτυξης).
Σε μια Ελλάδα οπου επί δεκαετίες οι ελίτ προσπαθούσαν να αποτινάξουν τον επαρχιωτισμό της Ψωροκώσταινας (δια του μιμητισμού ξενόφερτων προτύπων) δεν απέμενε κάτι άλλο για τα λαϊκά στρώματα που φιλοδοξούσαν να γίνουν ανερχόμενα παρά να ακολουθήσουν το παράδειγμα των απώ τα πάνω.
Η αλήθεια είναι πως η παρακμή που σημάδεψε τα χρόνια της μεταπολίτευσης γαλούχησε γενιές εξοικειωμένες με τον καταναλωτισμό, τον παρασιτισμό αλλά και την πνευματική οκνηρία (μεταπράτες ιδεών, αλλά και μιμητές ξένων προτύπων δίχως τον προβληματισμό ως προς τη συμβατότητά τους με την εγχώρια πραγματικότητα). Ως προς τούτο θα χαρακτήριζα αυτές τις γενιές όχι μόνο ατομοκεντρικές αλλά και βαθύτατα εγωκεντρικές. Και για να μην παρεξηγηθώ: μιλώντας για εγωκεντρικά χαρακτηριστικά ως προς τη διαμόρφωση ολόκληρων γενεών περιγράφω τη διαδικασία συγκρότησης αντιλήψεων που πεισματικά αρνούνταν να δουν πέρα από το πλαισιό τους (ή για να το πω πιο απλά πέρα από τη μύτη τους). Η ελληνική κοινωνία καταναλώνοντας τα αναπτυξιακά και οικονομικά οράματα για δεκαετίες επίμονα έδειχνε να αντιστέκεται στην αναγνώριση της πραγματικότητας. Κι αυτό διότι η αναγνώριση αυτή θα απαιτούσε την υπέρβαση του ίδιου της του εαυτού.
Για έναν λαό με βαθιά παράδοση ως προς τη σχέση του με τους οικογενειακούς δεσμούς αλλά και με την ιδέα της κοινότητας (το χωριό, τη γειτονιά και διαχρονικά την ενορία) η συνειδητοποίηση μιας κατάστασης πρέπει πλέον να φέρει και μια κατάσταση συνειδητοποίησης. Κι αυτό ώστε οι εθνικές γιορτές αλλά και οι θρησκευτικοί εορτασμοί της ορθόδοξης παράδοσης να μπορέσουν να βρουν στη συμπλήρωση των 200 χρόνων και πάλι ένα σύγχρονο νόημα. Πλέον είναι περισσότερο από σαφές πως η μόνη μορφή αντίστασης που απομένει για τον ελληνισμό είναι εκείνη απέναντι στην ίδια την ιστορική του εξαφάνιση.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Σας συγχαίρω για το “πιασιάρικο” λογοπαίγνιο στον τίτλο του άρθρου σας, όμως, ενδέχεται κ. Νικολόπουλε ο ελληνισμός, που λέτε, να μην ενδιαφέρεται να προτάξει αντίσταση. Δια τον απλούστατο λόγο ότι μάλλον ΔΕΝ έχει συνειδητοποιήσει ότι το στοίχημα είναι η ιστορική του εξαφάνιση.
Εδώ “εξαφανίστηκαν” οι αρχαίοι ημών πρόγονοι της κλασσικής και ελληνιστικής και βυζαντινής περιόδου, παρ’ όλα τα μνημεία που μας άφησαν. Και αυτό το λίγο, το ελάχιστο ίχνος που είχε απομείνει, αναστήθηκε το 1821 αλλά στην πορεία …στράβωσε λόγω της κακοδαιμονίας μας.
Έτσι, και αυτό, ως άλλο ένα ιστορικό λάθος, οδηγείται νομοτελειακά προς την ημερομηνία λήξης του.
Μπορεί έτσι να είναι καλύτερα· η άνθηση -κάποτε στο απώτερο μέλλον- ενός “άλλου” ελληνισμού, ίσως καταφέρει να αποφύγει τα λάθη των προγόνων τους.