Πάμε Μάη ’68;
Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από την Ρήξη φ. 142
Στα πενήντα χρόνια από τον Μάη του ’68 αφιερώνεται το ετήσιο Open Day της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, μετατρέποντας την «επαναστατική» ζώνη της λεωφόρου Συγγρού σε πολιτισμικό υπερνεωτερικό Γούντστοκ!
Η Στέγη ανοίγει για 6η χρονιά τις πόρτες της, «σε ένα event με ανατρεπτική διάθεση», διαβάζουμε στην ιστοσελίδα και ο νους μας σχηματίζει την εικόνα μιας θεαματικής ανατρεπτικής Ντίσνεϋλαντ. Με μεγάλη ποικιλία, από γαλλικό Μάη και Γκυ Ντεμπόρ, μέχρι άριες από πρότυπη κινεζική επαναστατική όπερα και τραγούδια αμερικανικής διαμαρτυρίας.
Είναι εντέλει η ιδεολογική ενσωμάτωση του συλλογικού πλανητικού Μάη που συγκλόνισε τον κόσμο; Μέσα από μια διεργασία που οδηγεί στην πολυπολιτιστική παραγωγή super foods συμβάντων, με δήθεν αντικομφορμιστική και «ευαίσθητη» παγκοσμιοποίηση μέσω της τέχνης και της καινοτομίας της «ανατροπής»; Ή είναι η φυσιολογική απελευθέρωση και κατάληξη του εγγενούς ναρκισσισμού και της αποθέωσης του ατομισμού που ενυπήρχαν στην πολιτισμική χλωρίδα του κινήματος; Εντέλει, οι γιάπηδες δεν ήταν οι χίπις που ξεστράτισαν, αλλά τα προϊόντα μιας προδιαγεγραμμένης πορείας;
Νομίζω συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα. Για το πρώτο έχουν γραφτεί πολλά. Το εμπόρευμα και το θέαμα χωνεύει στο τεράστιο στομάχι του οτιδήποτε θα μπορούσε να του κάτσει στο στομάχι!
Το πνεύμα του ατομικισμού και το Γούντστοκ: ο αντικατοπτρισμός της μαζικής κοινωνίας!
Ήδη από τη δεκαετία του ΄70, ο αιρετικός Αμερικανός στοχαστής Λουίς Μάμφορντ, αμφισβητώντας τον μύθο της τεχνολογίας και τη μαζική κουλτούρα, έθετε ουσιαστικούς προβληματισμούς για τον «ελευθεριακό» χαρακτήρα των εκδηλώσεων αντικουλτούρας του ΄60.
Το πολύπλευρο αυτό κίνημα αποτέλεσε πραγματικά τομή στην ιστορία, αλλά είναι εκείνη η πλευρά της νεανικής μαζικής αντικουλτούρας που γεννά τις περισσότερες στρεβλώσεις. Γιατί, ενώ στην εποχή της οδήγησε στη χειραφέτηση από τον αυταρχισμό κάθε μορφής, κουβαλούσε ήδη στον πυρήνα του γενετικού υλικού του το ναρκισσιστικό υποκείμενο, τον ατομικισμό που επιτάχυνε τη θεαματική και εμπορευματική κυριαρχία του καπιταλισμού. Ιδιαίτερα, η ενσωμάτωση ενός νόου λίμιτς πνεύματος στην κυρίαρχη κουλτούρα, πολλαπλασιάζει τις επιρροές εκείνου του Μάη και ντύνει το μηδενιστικό σημερινό σύστημα με «αντισυμβατικά» ρούχα. Η διαβρωτική ενσωμάτωση βρήκε πρόσφορο έδαφος.
Ο Μάμφορντ ανήκει στη γενιά των αμφισβητιών που συνειδητοποίησαν τις αντιφάσεις της σύγχρονης κουλτούρας του καπιταλισμού και προσπάθησαν να βρουν μια απελευθερωτική διέξοδο, μακριά από κολλήματα και εύκολες παραδοχές μοναδικής αλήθειας. Αποδομεί έννοιες, συμπεριφορές και πολιτικές οι οποίες, ενώ αρχικά αποδομούσαν τη μαζική κουλτούρα και τον εμπορευματικό καταναγκασμό, στην πορεία οικοδομούν την κυριαρχία της καπιταλιστικής θεαματικής κοινωνίας.
Στο βιβλίο του «Ο μύθος της μηχανής / Β΄ μέρος – το πεντάγωνο της Ισχύος», μας λέει:
«Μαζική κινητοποίηση της νεολαίας. Παρά την καλώς θεμελιωμένη ανικανοποίηση της νεώτερης γενιάς με τη ζωή που προσφέρει η τεράστια αφθονία της μεγατεχνικής κοινωνίας, ο τρόπος εξέγερσής τους δείχνει πάρα πολύ συχνά ότι το Σύστημα Ισχύος τους έχει ακόμα υπό τον έλεγχό του : και αυτοί εκλαμβάνουν εσφαλμένα τη νωθρότητα για απραξία και την ανευθυνότητα για απελευθέρωση. Το λεγόμενο φεστιβάλ Γούντστοκ δεν ήταν αυθόρμητη έκφραση της χαρούμενης νεολαίας, αλλά ένα αυστηρά χρηματικώς κερδοφόρο εγχείρημα, πονηρά υπολογισμένο για να εκμεταλλευτεί την εξέγερση, την τυφλή λατρεία και τις ψευδαισθήσεις τους. Η επιτυχία του Φεστιβάλ βασίστηκε στην οιονεί τροπισμική έλξη που ασκούν οι τραγουδιστές και τα γκρουπ με τα «μεγάλα ονόματα», είδωλα που λαμβάνουν κολοσσιαία ποσά στις προσωπικές τους εμφανίσεις και από την πώληση δίσκων και κινηματογραφικών ταινιών.
Με τη μαζική κινητοποίηση ιδιωτικών αυτοκινήτων και λεωφορείων, την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τη ρύπανση του περιβάλλοντος σε μεγάλη κλίμακα, το Φεστιβάλ του Γούντστοκ αντικατόπτριζε και μάλιστα μεγέθυνε τα χειρότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συστήματος το οποίο πολλοί νέοι εξεγερμένοι δηλώνουν ότι απορρίπτουν και θέλουν να καταστρέψουν.
Το μόνο θετικό επίτευγμα αυτής της μαζικής κινητοποίησης ήταν, φαινομενικά, η θερμή αίσθηση ακαριαίας φιλίας που παρήγαγε η στενή σωματική επαφή εκατό χιλιάδων σωμάτων που επέπλεαν στην αχλύ και τη ζάλη του χόρτου. Η σημερινή μας μαζόφρονη, υπερπειθαρχημένη, αποπροσωποποιημένη κουλτούρα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από μια τέτοια αντίδραση – εξίσου μ’ αυτήν πειθαρχημένη, εξίσου αποπροσωποποιημένη, εξίσου υπό εξωτερικό έλεγχο. Τι είναι αυτό, αν όχι το Αρνητικό Σύμπλεγμα Ισχύος, που είναι συνδεδεμένο με αόρατα ηλεκτρόδια με το ίδιο κέντρο χρήματος-απόλαυσης;»