του Γ. Μοράρη, από το Άρδην, τ. 36, Μάιος-Ιούνιος 2002
Ο Κορνάρος, αυτός ο σπουδαίος ερμηνευτής του αυλικο-ϊπποτικου ερωτικού κώδικα, μας έδωσε ένα αρχέτυπο για τον έρωτα-θρησκεία που αφορά το ζευγάρι των πιστών, σε μια ποιητική πλοκή ξετυλιγμένη τελετουργικά με βαθμίδες μύησης: τη δοκιμασία μέχρι εσχάτων. Όσο ανεβαίνουν τη μεγάλη σκάλα τόσο απομακρύνονται από την τελευταία βαθμίδα του σαρκικού έρωτα. Ο έρωτάς τους είναι άφθαρτος επειδή ακριβώς δεν πραγματοποιείται. Τότε η δοκιμασία προσλαμβάνει τις διαστάσεις του έπους: Έφιπποι αγώνες με έπαθλο το στεφάνι, κονταροκτυπήμα-τα για την αγάπη που καταλήγουν σε μια φυλακή και μια εξορία χωρίς τέλος για τον Ερωτΰκριτο και την Αρετούσα. Αυτή η ατέλειωτη ελικοειδής πορεία είναι κατά το ήμισυ κάτω από τον αστερισμό της Αφροδίτης και κατά το υπόλοιπο κάτω από τον αστερισμό του Αρη. Όμως ο ασυμβίβαστος κι ανεπιφύλακτος χαρακτήρας των αισθημάτων σφραγίζει με το ατερμάτιστο αντικείμενο του πόθου και τον ατερμάτιστο πόθο. Αν πάρουμε τον Τρι-στάνο και την Ιζόλδη, αυτό το αρχέτυπο του παράνομου πάθους, το κράτη-μα της δραματικής έντασης είναι μέχρι το τέλος και το τέλος είναι η αδύνατη λύση: ο θάνατος. Στον Ερωτόκριτο, ο έρωτας είναι συνεπής στην υποσχεση λύτρωσης και η λύση είναι δυνατή: ο γάμος που διατυπώνεται ως σημαντικός συμβολικός δεσμός.
Επίκεντρο της ποιητικής πλοκής συμβατικά και υποθετικά είναι η Αρχαια Αθήνα που έχει βασιλιά τον Ηράκλη. Όμως αυτός βρίσκεται πιο κοντά πον τύπο του χωροδεσπότη παρά του αρχαίου οικοδεσπότη. Ο χωροδεσπόης αποδίδει δικαιοσύνη στα όρια της εξουσίας του και μ’ αυτό το πνεύμα ο Ρήγας υψώνει όχι μόνο τον ιερό εγωισμό του πατέρα αφέντη αλλά και την ιδιοκτησία-ισχύ του κράτους του, γεγονός που τον καθιστά επικίνδυνο στην κατάχρηση εξουσίας. Αντίθετα, ο αρχαίος οικοδεσπότης, ενώ μπορούσε να είναι ηπιότερος ή σκληρότερος στην ιδιωτική του ζωή, γνώριζε το νόμο και τη δικαιοσύνη μέσα στην πολιτική σφαίρα κι αυτή είναι που αγνοεί η απόλυτη μοναρχία την οποία εκπροσωπεί ο Ηρακλής. Η Αρετούσα είναι η κόρη του βασιλιά και ο Ερωτόκριτος γιος του συμβούλου του. Η ενέργεια που απελευθερώνει αυτή η διαφορά θα κριθεί ως σύγκρουση ανάμεσα στη λαμπρή ευγένεια του ήθους: Ερωτόκριτος, και στη λαμπρή ευγενική καταγωγή: ο βασιλιάς Ηρακλής, ανάμεσα στην απαγόρευση και στην παράβαση της κοινωνικής ιεραρχίας. Αυτή στοχεύει να συντηρεί το status και να αποτρέπει την φυγή προς τα εμπρός του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Μέχρι να επέλθει η ανακωχή ανάμεσα στον έρωτα και τη φρόνηση.
“γιατί κι’ ο κύκλος του καιρό ανεβοκατεβαίνει και η φρονιμάδα είναι καιρός και κάθε ανάγκη γιαίνει” Με ανάλογη δεξιοτεχνία ο Κορνάρος μετατρέπει τη σύγκρουση σε στυλ ζωής ενσαρκώνοντας τις φαντασιώσεις του σ’ αυτά τα δύο πλάσματα που δε θα είχαν αξία εάν δεν τα ένωνε με την ποίηση και τον μύθο.
Πρόκειται για τον αυλικοϊπποτικό έρωτα που διαδόθηκε σε όλο τον χώρο της Δυτικής χριστιανοσύνης – τμήμα της η Βενετοκρατούμενη Κρήτη που ως γέφυρα Ανατολής-Δύσης αποτελούσε τον κυριότερο σταθμό των σταυροφόρων οι οποίοι παρέμειναν στην Κρήτη μετά την ενεργή συμμετοχή των Κρητικών σε σταυροφορίες τους. Τα διαδοχικά κύματα του αυλικο-ίπποτικού έρωτα απλώθηκαν στις τέχνες και στην κουλτούρα του Δυτικού πολιτισμού και, με γέφυρα τις μεσαιωνικές μεταφυτεύσεις, τα ιπποτικά έθιμα επηρέασαν τη μεγαλόνησο. Ο Κορνάρος γνωρίζει πως οργανώνεται ένας ιπποτικός αγώνας με τους κανόνες του και τους εφαρμόζει στον Ερωτόκριτο ως ειδικός επαγγελματίας. Ως σπουδαίος ερμηνευτής αυτού του κόσμου, στυλιζάρει τον αυλικοϊπποτικό έρωτα και τον μετατρέπει σε πολιτιστική αξία, δηλαδή σε αισθητική και ηθική θεωρία. Παρακολουθώντας τον, θα μας αποκαλυφθεί
η ιστορία της ψυχοσύνθεσης μας όταν έλυσε τους κάβους κι’ ανοίχτηκε στα ωκεάνεια ύδατα των παθών. Αφετηρία αυτού του δρόμου η Ευρώπη και ο αυλικοίπποτικός έρωτας που γεννήθηκαν μαζί τον 12° αιώνα και απ’ εκεί αντλούμε μέχρι τις μέρες μας τις αρχετυπικές εικόνες και τα σύμβολα του ερωτισμού μας. Η φιλοσοφία αυτού του στυλίστα απευθύνεται σε μια λεπτή αισθητική των αισθήσεων όπου σ’ αυτή τη σαγήνη δεν υπάρχει κανείς. Η Αρετούσα γίνεται το φως που λάμπει ο κόσμος του Ερωτόκριτου και εκείνος η άξια δάδα που απλώνει το φως στη νύχτα της Αρετούσας. Είναι το αρχέτυπο της πρώτης αγάπης, σφραγισμένης από γενναιοδωρία και δύναμη, που ωθεί το ζευγάρι να βλέπει την ποίηση εκεί που δεν την έβλεπε κανείς μέχρι τώρα, ταυτισμένη με την ποίηση του δημιουργού τους, του Β. Κορνάρου. Η ερωτική τους πειθαρχία έρχεται σε αντίθεση δραματική με τα σεξουαλικά ήθη της εποχής μας όπου οι εραστές πετάνε τον εαυτό τους απεριόριστα.
Ξεκινώντας από την αρχική ιδέα ότι ο Ερωτόκριτος είναι έργο ιπποσύνης με ιδεώδη που εισήχθησαν από τη Δυτική ποίηση, δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες της εποχής που, ενώ ήταν κατ’ εξοχήν αρσενική, καλλιεργούσε την ιπποτική γυναικολατρία και υπαγόρευε στον Μεσαίωνα μια αμφιθυμική στάση απέναντι στη γυναίκα. Ο κοινωνικός μισογυνισμός, που την υποβίβαζε σε κομπάρσο, την ανύψωνε σε θεά στο βασίλειο του έρωτα. Από τους προχριστιανικούς χρόνους έως τους μεσαιωνικούς, η σχέση των εραστών τροποποιείται και εντάσσεται στο σχήμα της φεουδαρχικής υποταγής όπου ο ένας πόλος είναι ο άντρας ιππότης και ο άλλος η γυναίκα που βρίσκεται σε υψηλή κοινωνικά θέση, έγκλειστοι κυριολεκτικά στον προθάλαμο της μύησης. 0 κώδικας γνωστός. 0 έρωτας κατέληγε, κάτω από την επίδραση του πλατωνι-σμού και του Χριστιανισμού, σε ηθική άσκηση. Φορέας αυτού του πνεύματος, ο Ερωτόκριτος κάνει τις υπηρε-σίες-ανδραγαθήματα στη μεγαλόχα-ρη δέσποινά του την Αρετούσα. Να τον απομονώσουμε στο δώμα, κάτω από το παράθυρο της. Νάτην η κοινωνική απόσταση που μετέτρεπε την Αρετούσα σε εξιδανικευμένη επινόηση του Ερωτόκριτου και του αφυπνίζει ένα φάντασμα από το παρελθόν, όταν από παιδί σύχναζε στο παλάτι της, ή ο κοινωνικός εγκλεισμός της Δέσποινας την κάνει να πιστεύει ότι ο σαγηνευτής μπήκε στη ζωή της με την υπερφυσική δύναμη ενός Δούρειου ίππου; Ξέρουμε λοιπόν εξαρχής από τη σκοπιά του status ότι αρχίζει η εκπόρθηση εκείνης της μοναδικής κληρονόμου του βασιλείου. Το status το υποδεικνύει η Νένα-Φροσύνη όταν εγκωμιάζει στην Αρετούσα το αρχοντόπουλο του Βυζαντίου. 0 γάμος των αρχόντων δεν βασίζεται στον έρωτα αλλά σε πολιτικά, κοινωνικά και στρατηγικά συμφέροντα. Ευνόητο είναι να αποσυνδέεται ο έρωτας από τον γάμο σε μια επικίνδυνη ακρότητα. Συνεχώς το κατεστημένο νόημα ορίζει την ευγένεια στον Ερωτόκριτο αριστοτελικά, ως κληρονομημένο πλούτο συνδυασμένο με εξοχότητα.
Η σχέση της Αρετούσας με το αυλικό της περιβάλλον είναι συμβατική και οδυνηρή, από την άλλη αυτός ο έρωτας δεν θέλει να αντικατασταθεί από την απειλητική προσταγή του θρόνου της, απαιτεί μια συμπεριφορά βασισμένη στην αλήθεια που είναι δύσκολο να την υπερασπισθεί. Η προσπάθειά της να απομακρυνθεί από την αυλική τυπική εικόνα που δεν της ανήκει, προκειμένου να αναζητήσει έναν ατομικό τρόπο ζωής όπως το αντιλαμβάνεται το πνεύμα της αναγέννησης, την ωθεί να αναπτύξει το αίσθημα της διαφοροποίησης, για να μη μετατραπεί απλώς σε ζωντανό οργανισμό χωρίς συνείδηση του εαυτού της.
0α μπορούσαμε να κατατάξουμε τον Κορνάρο στους όψιμους Πετραρ-χικούς ποιητές, επηρεασμένοι ίσως από μια φαινομενική εικόνα του πλατωνικού έρωτα. Ο λόγος για το απαγορευμένο χέρι της Αρετούσας που ο Ερωτόκριτος δεν αγγίζει -ούτε καν του επιτρέπει το δάχτυλο του χεριού της- στάση η οποία αποκλίνει από την Δυτική Δέσποινα του ιπποτικού έρωτα που σφράγιζε με μεγαλύτερη εγκαρδιότητα την αποδοχή του εραστή της. Κι’ όμως η στάση αυτή είναι ηθογραφική. Το πιστοποιούσε το ανάλογο έθιμο στην Κρήτη. 0 μνηστήρας, αφού είχε επισκεφθεί την οικογένεια του πεθερού του, χαιρετούσε με το δεξί του χέρι όλους, κάνοντας εξαίρεση της μνηστής του στην οποία απευθυνόταν με έναν απλό λεκτικό χαιρετισμό. Αν δεν το δούμε ως ηθογραφία και εμπλέξουμε τον πλατωνικό έρωτα, κάνουμε κατάχρηση του όρου επειδή το Κορναρικό ζευγάρι ταλαντεύεται ανάμεσα στην πλατωνική τάση για καθαρή ηθική ομορφιά και σ’ έναν εκλεπτυσμένο νεοαλεξανδρινό ερωτισμό. Υπάρχει στον Ερωτόκριτο μια ψυχοσωματική ταραχή, ένα τρικύμισμα των αισθήσεων, ανάμεσα σε εκείνον και εκείνην ο ρόλος του υπνωτιστή και του υπνωτιζόμενου εναλλάσσεται, ό,τι δηλαδή αποκλείει ο πλατωνικός έρωτας που απαγορεύει τη διαχυτικότητα των αισθημάτων και ζητά την ενατένιση και τη διαύγεια των καθαρών μορφών.
“Μοίάζ η Αρετούσα τ’ αρρώστου όπου πολλά τον κρίνει κάηλα βαρά κι όλο διψά πάντα ζητά να πίνει κι όσο του δίδουν το νερό, πλια καίγεται και βράζει και πλια πληθαίνει η δίψα του και πλια τόνε πειράζει και πλια ο καημός στα σωθηκά τόνε κεντά και ξάφτει και το ζητά για γιατρικό εκείνο τόνε βλάφτει”
Το θαύμα της ενσάρκωσης της Αρετούσας εκπορεύεται από τον Ερωτόκριτο που τη μετατρέπει σε αντικείμενο του πόθου. Της δίνει μια κατεύθυνση στις αισθήσεις όταν της απευθύνεται με τον ανεπανάληπτο στίχο.
” Για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου” Και τότε αυτή με τη σειρά της ενσαρκώνει τις φαντασιώσεις της στο πρόσωπο του.
“Κι ορέγετο τα κάλλη του, παρηγοριά τα’ εδίδα. εχαίρετο, ελαφρώνετο στην πελελή ολπίδα” 0 έρωτάς της δεν είναι μια πορεία προς το θείο όπως συμβαίνει με τη Βεατρίκη, αυτή τη μεσολαβήτρια γης και ουρανού, περιορίζεται στην ανθρώπινη σφαίρα κι όσο και αν ανοίγει ένα παράθυρο προς τα ανώτερα επίπεδα αυτά, οπωσδήποτε δεν είναι ουράνια. Δανείζομαι μια φράση του Ουγκώ που θα ταίριαζε για την Αρετούσα: “Τίποτα παραπάνω, τίποτα, παρακάτω. Είναι το σημείο που οι θεοί κατεβαίνουν και οι άνθρωποι ανεβαίνουν”! Είναι το σημείο που χωρίζει την ουράνια Βεατρίκη απ’ την ιδανική Αρετούσα.
Η γέννηση του αυλικού έρωτα και η ξαφνική εξάπλωση της Μαρίας στην
Ευρώπη δεν υπήρξαν γεγονότα μεταξύ τους μακρινά για να θεωρηθεί τυχαία η χρονική τους σύμπτωση. Και ενώ έχουμε λίγες ενδείξεις της Παρθένου στον Δυτικό κόσμο, εκεί που ‘ ήταν μια απλή αγία στο Δυτικό ημερολόγιο, μετά τον 12 αιώνα, με την εισαγωγή της λατρείας της από το Βυζάντιο, ποιητές και τροβαδούροι άρχισαν να συγχέουν την Παρθένο με την κυρία, τον πνευματικό έρωτα με τον σαρκικό, την ιερή με την ασεβή αγάπη. Η Μαρία μεταμορφώθηκε σε Notre Dame (Η Κυρία μας), μια επιβλητική αριστοκρατική μορφή. Και αν ακόμα δεχτούμε την πιθανότητα πως η παρθένος δεν ενέπνευσε την αρχική αντίληψη του έρωτα, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως βαθμιαία έδωσε στους τροβαδούρους το εξιδανικευμένο περιεχόμενο της. 0 Κορνάρος στην ποιητική του πλοκή πλάθει μια παραλλαγή τροβαδούρου να τραγουδά τα πάθη του κάτω από τα σιδερόφρακτα παραθύρια της κυράς του. Τον ονομάζει Ερωτόκριτο. Είναι αυτός που ο έρωτας τον κρίνει, τον καταδικάζει, στην αρχική βαθμίδα το ρήμα κρίνω σημαίνει κοσκινίζω, στα κρητικά σημαίνει βασανίζω. Αυτός λοιπόν ο βασανισμένος από τον έρωτα απευθύνει στην Αρετούσα νυχτερινά παρακλαυσίθυρα. Βρίσκεται ακόμα στην αρχική βαθμίδα του ικέτη και καθρεφτίζεται η απόσταση που τον χωρίζει από το ιερό του πλάσμα. Φυσικά, για τον απλό χριστιανό, η Παρθένος Μαρία ήταν το ιδανικό της γυναίκας και το αληθινό της πρόσωπο ο Κορνάρος το βρήκε στην Αρετούσα (και εδώ υπάρχει στο όνομα Αρετή ένας δυναμικός συμβολισμός. Είναι το πρόσωπο που κοσμείται από μια ηθική υπεροχή, από μια ηθική και κοινοτική ανωτερότητα). Τα ανώτερα στρώματα έβαζαν στους ώμους της γυναίκας τα φτερά για να γίνει η γυναίκα-άγγελος. Μια νεαρή Δέσποινα, παρά αγία, ενσάρκωνε τη διαφοροποιημένη λατρεία της Παρθένου που ξεγλιστρούσε συνεχώς από τον έλεγχο των εκκλησιαστικών αρχών και συγκροτούσε διφορούμενο νόημα. Να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τη σκηνή που η Αρετούσα μπαίνει στα άδυτα του Ερωτόκριτου και ανακαλύπτει την ταυτότητα του άγνωστου τραγουδιστή της. Μπορούμε να αντικαταστήσουμε την κατοικία που βρίσκεται στην τελείωση του περβολιού με παρεκκλήσι, τον απόηχο των τραγουδιών του με θυμίαμα προσευχής και πι ζωγραφιά της Αρετούσας στην κρύπτη του ντουλαπιού με λατρευτό εικόνισμα,
όλα μνημεία από νυχτερινές λιτανείες του Ερωτόκριτου έξω από το παλάτι της. Να θυμηθούμε πως, κάτω από την επίδραση του αγίου Βερνάρδου, ιδρύθηκαν στην Ευρώπη εκατοντάδες νέα αβαεία Σιστερσιανών όπου οι μοναχοί τους ήσαν αφιερωμένοι στην Παρθένο, φορούσαν λευκά ράσα και έκτιζαν μέσα στις εκκλησίες τους για τις κυρίες ειδικά παρεκκλήσια. Σ’ αυτά τα τάγματα πρωτοστατούσε μεταρρυθμιστικά το γαλλικό στοιχείο που επηρέασε καθοριστικά την Ενετοκρατία στην Κρήτη.
Ο αυλικοϊπποτικός έρωτας ζητούσε να εξισωθεί με τη λαμπρότητα που συνόδευε τις θρησκευτικές τελετές οι οποίες βρισκόντουσαν σε αντίθεση με το μεσαιωνικό ζοφερό περιβάλλον και το έκανε με τόλμη σε μια εποχή που όσο εγκόσμια γινόταν η εκκλησία τόσο οι πιστοί κρατιόντουσαν σε αλλοκοσμική μέριμνα. Ευνόητο είναι ο αυλικοϊπποτικός έρωτας που έχει ως σκοτεινό αντικείμενο την κοσμική κυρία να είναι μοιχικός, επειδή σύμφωνα με την άποψή του προσφέρεται ελεύθερα χωρίς να τον εξαναγκάζει κανένα συζυγικό χρέος. Στατιστικά, εννέα φορές στις δέκα, υπήρξε παράνομος και ενδυόταν τη μορφή της μοιχείας. Μία φορά στις δέκα, η Ελληνική εκδοχή, ο Ερωτόκριτος που βρίσκεται σε συμφωνία με το θεσμό του γάμου και σε ασυμφωνία με το κοινωνικό status. Όμως και εδώ οι αισθήσεις του Κορναρικού ζευγαριού βρίσκονται στην τροχιά των απαγορευμένων. Τρέφονται από αυτά που απαγορεύει η κοινωνική ιεραρχία.
Να σημειώσουμε εν παρόδω και μια ελάσσονα παρέκκλιση από το δυτικό μοντέλο. Η Αρετούσα ερωτεύεται προκαταβολικά έναν άγνωστον πριν ξεσκεπάσει την ταυτότητα του νυχτερινού τραγουδιστή της. Δεν έχει σαγηνευτεί ακόμα από τη σωματική του εικόνα αλλά η επιθυμία της συμπίπτει και ενεργοποιείται με το τραγούδι του. 0 Ελληνοδυτικός πολιτισμός δεν κατάλαβε ποτέ τον έρωτα από την ακοή και από την απόσταση που είναι κοινός τόπος στην Αραβική λογοτεχνία αφού το κοινωνικό της περιβάλλον είναι ο φερετζές και το χαρέμι. Το στοιχείο αυτό στην Αρετούσα είναι Αραβικό και αγνοεί τον έρωτα που συνδέεται αρχικά με την όραση -διά της όψεως ηδονή- όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νι-κομάχεια. Όταν αργότερα η Αρετούσα, στη θέα του Ερωτόκριτου, δημιουργεί έναν κόσμο εικόνων, δεν έχουμε τη γέννηση του έρωτα αλλά την αναζωπύρωσή του. Για να επανέλθουμε με ακριβολογία. Ο αυλικός έρωτας ανήκε στον χώρο της μοιχείας και ο ιπποτικός στο χώρο της εξιδανίκευσης.
Η εκκλησία, που αντιμετώπιζε τον γάμο ως ένα από τα επτά μυστήρια, καταδίκαζε τον αυλικό έρωτα ο οποίος εμφανίζεται έξω και κατά των δεσμών του γάμου. Αλλά και ο ιπποτικός ήταν για εκείνη μια αίρεση, επειδή το είδος αυτού του έρωτα αναζητούσε στη σωματική εικόνα το ιδεώδες και απεκάλυπτε την απαγορευτική σχέση ψυχής και σώματος. Η βαθιά θρησκευτικότητα του έρωτα ήταν ταυτόχρονα έξω από τη θρησκεία της οποίας τα διδάγματα απέβλεπαν στη ψυχή ως καθαρή ουσία. Ο απόηχος αυτής της διάστασης φθάνει μέχρι το θεολογικό πνεύμα του 19ου αιώνα. Η στάση της ανατολικής εκκλησίας δεν ήταν διαφοροποιημένη από τη δυτική και κατέτασσε τον Ερωτόκριτο, τη Βοσκοπούλα και την Ερωφίλη στα αιρετικά κείμενα. Η μυστηριώδης έκσταση, σωματική και πνευματική, που καταλαμβάνει το Κορναρικό ζευγάρι είναι γνωστή στους Προβηγκιανούς ποιητές και αφορά τον τρόπο που μέσω της σαγήνης χάνουν την υποκειμενικότητα τους και μετατρέπονται σε αντικείμενα φαντάσματα. Τη μετατροπή τους την οφείλουν στα λατρευτικά στοιχεία του έρωτα κι αυτά είναι που υπαγορεύουν τη θρησκευτική χροιά. Γράφει ο Οκτάβιο Παζ: “Η εικόνα της κλίμακας είναι γνωστή σε όλες τις θρησκείες, Αντιπροσωπεύει δύο ιδέες, την ιδέα της ανόδου και την ιδέα της μύησης. Όσον αφορά την πρώτη, είναι ανύψωση, αλλαγή κατάστασης. Όσον αφορά τη δεύτερη, έρχονται σε επαφή με μια ερμητική πραγματικότητα”. Η φωνή της Αρετούσας μιλά ακριβώς τη γλώσσα της μύησης όταν ακούγεται να λεει Όχι οι άνθρωποι μοναχά πόχουν ομιλιά και γνώση τρέχουν ε/ς τούτο το δέντρο τσ’ αγάπης για να τρώσι. πέτρες δέντρα και σίδερα και ζα, στην οικουμένη όλα γνωρίζουν και γροικούν τον πόθο που τα γιαίνει κι ένα με τ’ άλλο τη φιλιά κι αγάπη λογαριάζει κι όλα αγαπούν και πεθυμούν το πράμα που ταιριάζει μα όλα για μένα οφάλασι και πάσιν άνω κάτω για με ξαναγεννήθηκεν η φυσητών πραμάτω. Εδώ εισβάλλει η φυσικοι χυμοί χης. Θρησκεία του Κορνάρου είναι τα φυσικά φαινόμενα. Η ανατολή, η δύση, ο ουρανός, η γη, τα άστρα θεοποιούνται. Η φιλοσοφία της φύσης των αρχαίων Ελλήνων για την αξιοπιστία των αισθήσεων θεμελιώνεται ως ιερός όρκος ανάμεσα στον βασιλιά της Αθήνας Ηράκλη και τον ξένο βασιλιά, τον Βλαντίστρατο των βλάχων (ο Κορνάρος εννοεί τους Ρουμάνους) που έχει εισβάλει στην Αθήνα. Με τον πόλεμο να κρίνεται ανάμεσα στο πρωτοπαλίκαρο, τον Αριστο, και τον Ερωτόκριτο
“Μα τ’ άστρη μα τον ουρανό μ’ Ανατολή και Δύση και μα τη Γη που τα κορμιά θε να μας καταλύσει και μα τον ήλιο τον ζεστό, μα Φέγγος, μα σελήνη ποτέ να μη δολώσωμεν ετού-τον οπού εγίνη.” Ενώ ο Χριστιανικός μεσαίωνας τα τοποθετεί όλα στην τάξη του θεού, η αναγέννηση και το τέλος του μεσαίωνα βιώθηκε ως μια εκ νέου ανακάλυψη της φύσης και των δυνάμεών της που επικαλούνται οι δύο βασιλείς του Β. Κορνάρου: Οι δυνάμεις που αποδίδουν στη φύση είναι αυτές που οι πιστοί αναγνώριζαν στο θεό. Στην αναπαράσταση της απελευθερωμένης φύσης ανακαλύπτουν οι ήρωες του Κορνάρου το σταθερό σημείο αναφοράς τους. Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως, λίγες δεκαετίες αργότερα, μετά τον Κορνάρο, ο υλιστικός παν-θεϊσμός του Σπινόζα βάζει ένα ίσο ανάμεσα στη φύση και το θεό.
Δεν παραγνωρίζουμε πως ο ρηξικέλευθος αυτός αισθησιασμός υπηρετεί μια πλοκή που βρίσκεται σε μυθική απομάκρυνση από την πραγματικότητα, ούτε τον απλοϊκό σχεδιασμό της μυθοπλασίας που παρ’ όλα τούτα ξεπερνιέται απ’ τη ρωμαλέα ποιητική πνοή. Ούτε αγνοούμε τη χριστιανική αγωγή του Κορνάρου, όμως πολλά από τα ιδεώδη του βρίσκονται σε διαμάχη μαζί της. Το έργο του, όπως όλα τα σημαντικά έργα, δημιουργήθηκε σ’ ένα κλίμα θετικής αναφοράς προς τις θετικές αξίες. Μπορούμε να υποπτευθούμε ότι ήταν ένας τρόπος να εξευμενίσει μάλλον τη μεσαιωνική χριστιανική ηθική του καιρού του από τη δυσπιστία που προκαλούσε ο ρηξικέλευθος αισθησιασμός του. Για τούτο και διατηρεί μαζί της μια στάση αντιφατική. Γίνεται συνήγορος των αξιών που ο ίδιος υπονομεύει. Αυτό το νόημα έχει ο συμβιβασμός ανάμεσα στη φρόνηση και το ερωτικό πάθος. Η ελεύθερη επιλογή του έρωτα με τίμημα την εξορία χωρίς τέλος για τον Ερωτόκριτο και τη φυλακή χωρίς τέλος για την Αρετούσα δεν θα μπορούσε να τερματιστεί παρά με Ηράκλειους άθλους που θα έλυναν τον δεσμώτη-έρωτα και θα χάριζαν στην πλοκή μια ικανή λύση. Η ένταση και το μεγαλείο περνά μέσα από τη σεισμική δόνηση – στον Ερωτόκριτο- που είχε δεχθεί η επενδυμένη ζωή των ανθρώπων στις παραδοσιακές ιεραρχικές αξίες της εποχής τους. · ‘
Το κορυφαίο αυτό έργο της Κρητικής αναγέννησης προαναγγέλλει στους νεότερους χρόνους την ανακάλυψη της εσωτερικότητας που όμως ταυτίζεται με τη φυγή από ολόκληρο τον εξωτερικό κόσμο και το γεγονός αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ολοκληρωτική απουσία της δημόσιας σφαίρας, χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεσαίωνα. Το σύνηθες είναι να μετατοπίζεται από αυτή όλη η ενέργεια και το κεντρικό ενδιαφέρον στην οικιακή σφαίρα του παλατιού που κινείται η Δέσποινα. Αυτό προϋποθέτει ότι ο έρωτας έγινε αποκλειστικός σκοπός της ζωής, όταν η δημόσια σφαίρα μετατράπηκε σε παράρτημα του ιδιωτικού βίου, ότι το κενό του δημόσιου χώρου καλύφθηκε με ερωτικά φαντάσματα για να επενδυθεί το μοναδικό ενδιαφέρον του ιππότη που θα ήταν τραχύς αν δε διαπερνούσε την πανοπλία του ο έρωτας.
Αν όμως ερευνήσουμε από τη σκοπιά της ιδιωτικότητας την οικιακή σφαίρα του παλατιού, εκεί που κυριαρχεί ο βασικός κανόνας της αυλικής ηθικής, η οποία υπαγόρευε στην Αρετούσα να αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως μια πολύτιμη περιουσία, την οποία τόσο κυριαρχεί και ελέγχει όσο πιο τέλεια εκφράζει το σόι της προσαρμοσμένη στα πρότυπα της αυλικής εθιμοτυπίας, θα καταλάβουμε την απομόνωση της όταν απευθύνεται στον μόνο δίαυλο επικοινωνίας, τη Νένα Φροσύνη, για πάθη που η αυλή τα θεωρούσε τουλάχιστο πληβειακά. Η παραμάνα είναι ο μόνος ζωντανός καθρέφτης που έχει ανάγκη η Αρετούσα όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με τον εαυτό της, αυτή την ατομικότητα την οποία αρνείται να προσφέρει σε αγοραπωλησία. Αλήθεια, πίσω από όλα αυτά που πρέπει να ελέγχονται και να κρύβονται στην οικιακή σφαίρα, κρύβεται η ανώτερη ηθική ψυχολογία της Αναγέννησης. Η στιγμή της αποκάλυψης που θα δείξει ότι τα πρότυπα των ηθικών αξιών ρευστοποιούνται θα οδηγήσει την Αρετούσα στη φυλακή. Είναι τόσο ισχυρό το σοκ, που ο πατέρας-Ρήγας απογονεοποιείται για να κρύψει, κυριολεκτικά να θάψει στην ειρκτή, τον δεσμώτη-έρωτα. Εκεί όπου τα πάντα είναι κακά, πρέπει να είναι καλό να γνωρίζει κανείς το χείριστο, λεει ο Bradley. Στη φυλακή η Αρετούσα θα ανακαλύψει με τη Φροσύνη αυτό το συναίσθημα της συγχώνευσης όπως ήταν παιδί με την παραμανα. Παράλληλα, η φυλακή θα βάλει επανειλημμένα σε δοκιμασία τις αξίες της, την πίστη της στον Ερωτόκριτο, αυτόν τον θεμέλιο λίθο του έρωτά της. Μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης που θα κρυφτεί σαν μαύρος άγνωστος μνηστήρας, εκεί που τελειώνουν οι υπηρεσίες-ανδραγαθήματα του Ερωτόκριτου, ανατρέπεται ο ιπποτικός κώδικας που θέλει τον ιππότη να δοκιμάζεται. Αυτή που δοκιμάζεται είναι η Αρετούσα από τον απελευθερωτή της που κρύβει το πρόσωπο του. Αλλά όταν η δική μας μαζική κοινωνία ισοπέδωσε την ιδιωτική ζωή, ανακαλύψαμε πόσο πλούσιο και πολύμορφο είναι το βασίλειο του κρυμμένου, εκεί που ο Κορνάρος τίμησε τους ηρωές του και ότι αυτό το κρυμμένο ήταν πάντα το σημαντικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στην εποχή μας που έχει ξεθωριάσει ο μύθος γνωρίζουμε πως αυτή η μεγάλη ποιητική κουλτούρα είναι περασμένη, πως ο ρυθμός αυτού του δεκαπεντασύλλαβου, αργός ή γρήγορος, είναι ο ρυθμός εκείνων που πήγαιναν με τα πόδια ή με τα άλογα και είχαν καιρό να αναπολήσουν και να δώσουν θησαυρούς από ιστορίες με τις οποίες ήσαν οι ίδιοι φτιαγμένοι. Σ’ αυτό το μεγάλο ρεύμα ανήκει η ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας που έβλεπαν υπό το κράτος του πόθου να ραγίζει και να κομματιάζεται ολόκληρη η πραγματικότητα. Ακόμα και ένας αρνητικός ήρωας εκείνου του περασμένου κόσμου, ο Καραμανίτης -αυτός ο πόλεμος των πάντων εναντίον των πά-ντων- πεθαίνει με το μίσος του κι αρνείται να ζήσει έναν τρόπο ζωής που δεν είναι δικός του. Αλλά νομίζω πως η Αρετούσα εκπροσωπεί τον μύθο, τη χαμένη διάσταση της ύπαρξής μας. Το να ζει τον έρωτά της ζει αυτό που πραγματικά είναι, και σημαίνει όχι μόνο καρτερικότητα, σημαίνει οποιοδήποτε τίμημα. Επειδή όπως λεει:
Το γράμμα στην καρδιά είναι δίχως μελάνι και δεν μπορεί πλιό να λειωθεί παρά όντεν αποθάνη.
Αν είναι ρομαντικός αυτός που είναι ασυμβίβαστος, αυτός ο ασυμβίβαστος έρωτας δείχνει ότι περιέχει αλήθεια. Επειδή είναι πιο δυνατός από τον χρόνο, τον νόμο και τον θάνατο.