του Δημήτρης Πασχαλίδη, από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004
Το βιβλιο του Τ.Χ., Αντάρτες και Καπετάνιοι, είναι αποτέλεσμα πολύχρονης ερευνητικής δουλειάς, καρπός της οποίας ήταν αρχικά η διδακτορική του διατριβή, που υποστήριξε το 1998 στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠ0 με θέμα: Ένοπλες ομάδες αντίστασης στη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης – Συμβολή στην ιστορία της ελληνικής εθνικής αντίστασης.
Με βάση τη διδακτορική του διατριβή, το κείμενο της οποίας αναθεωρήθηκε και διορθώθηκε, και με εμπλουτισμένες αναφορές στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, στα κρατικά αρχεία Ελλάδας, Βουλγαρίας, ΗΠΑ, Γερμανίας και Βρετανίας, στα ιδιωτικά αρχεία και στις προφορικές μαρτυρίες που πήρε από αντάρτες και καπετάνιους της βουλγαρικής κατοχικής περιόδου 1942-1944, εξέδωσε το καλοκαίρι του 2003 το βιβλίο που παρουσιάζουμε.
Με αυτό έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό στην ιστοριογραφία της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, μιας περιοχής ελάχιστα γνωστής πριν από λίγα χρόνια στην επιστήμη της Νεώτερης Ιστορίας μας και επιδεικτικά σχεδόν παραμελημένης από την επιστημονική κοινότητα ως αντικείμενο έρευνας, αν και δεν υπολείπεται των άλλων περιοχών σε ιστορικά γεγονότα και σε εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες. Παράλληλα, η εργασία αυτή επιδιώκει, στο πλαίσιο μιας βαλκανικής επιστημονικής άμιλλας, να απαντήσει σε ορισμένα από τα ζητήματα που θέτει η πλούσια -και συχνά σοβινιστική- βουλγαρική βιβλιογραφία, όπως, για παράδειγμα, το ζήτημα της έννοιας του όρου “κατοχή”.
Κάποιοι Βούλγαροι ιστορικοί επιχειρούν να επιβάλουν τον όρο “παρουσία” και να αποδείξουν ότι η Βουλγαρία, στην πραγματικότητα, δεν κατέλαβε αλλά “απελευθέρωσε” τις περιοχές αυτές, που “αποσπάστηκαν βίαια” από τον βουλγαρικό εθνικό κορμό, και τις ενσωμάτωσε, δικαιωματικά, στην επικράτεια της. Ωστόσο, ο Τ. Χ. αποδεικνύει στην εισαγωγή του με τεκμηριωμένα επιχειρήματα ότι η Ελλάδα νομιμοποιείται τυπικά και ουσιαστικά να κάνει χρήση του όρου “κατοχή”, επισημαίνοντας πως πρόκειται για εθνικό έδαφος που προσαρτήθηκε παράνομα από μη εμπόλεμο ξένο κράτος.
Την παράνομη είσοδο του βουλγαρικού στρατού με την ανοχή της Γερμανίας, στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, και τη βίαιη αντικατάσταση των ελληνικών αρχών από τις βουλγαρικές ακολούθησε η έξοδος χιλιάδων Ελλήνων προς τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, πέρα από τον Στρυμόνα. Εκεί, έστω και τυπικά, υφίστατο ελληνική επικράτεια υπό την κατοχική κυβέρνηση του Γ. Τσολάκογλου. Διανοούμενοι, διοικητικοί υπάλληλοι, αστυνομικοί, στρατιωτικοί, ιερείς, έμποροι και επιχειρηματίες εξορίστηκαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη βουλγαροκρατούμενη περιοχή.
Τελικά, απέμειναν οι απλοί κάτοικοι των πόλεων, κυρίως τεχνίτες, εργάτες και ιδιαίτερα καπνεργάτες (οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν μυηθεί από τις προηγούμενες δεκαετίες ήδη στο αριστερό κίνημα) και οι χιλιάδες αγρότες και καπνοπαραγωγοί των χωριών, ντόπιοι και πρόσφυγες. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι αποτέλεσαν και το ένοπλο υποκείμενο της Εθνικής Αντίστασης ενάντια στη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η Εθνική Αντίσταση ενάντια στη βουλγαρική κατοχή μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους: η πρώτη περίοδος αρχίζει λίγο μετά την είσοδο των βουλγαρικών στρατευμάτων στην Ανατολική” Μακεδονία και τη Θράκη και φτάνει μέχρι την άνοιξη του 1942. Τότε έχουμε την ολοκληρωτική σχεδόν καταστολή των ανταρτικών ομάδων και των τοπικών κομμουνιστικών οργανώσεων που είχαν πάρει μέρος στις ένοπλες επιθέσεις κατά βουλγαρικών στόχων στη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή της, στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου του 1941.
Για την περίοδο αυτή, ο Τ.Χ., σε συνεργασία με τον υπογράφοντα, εξέδωσαν το Δεκέμβριο του 2003 το βιβλίο Τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1041), Εξέγερση ή προβοκάτσια; Εποπτεία-επιμέλεια: Χρίστος Π. Φαράκλας, έκδοση ΔΕΚΠΟΤΑ Δήμου Δράμας. Σ’ αυτό περιγράφεται η δράση των ανταρτών κατά το πρώτο έτος της βουλγαρικής κατοχής και το τραγικό αποτέλεσμα της δραμινής εξέγερσης με τα δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα (2.140) περίπου θύματα των βουλγαρικών αντιποίνων στους νομούς Δράμας, Σερρών και Καβάλας, τα οποία -ύστερα από πολύχρονη έρευνα- εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν ονομαστικά και αριθμητικά κατά οικισμό.
Η δεύτερη περίοδος της Εθνικής Αντίστασης κατά της βουλγαρικής κατοχής είναι το θέμα που ερευνά και περιγράφει ο Τ.Χ. στο βιβλίο του Αντάρτες και Καπετάνιοι. Ξεκινά από το 1942, όταν κάποιες ένοπλες ομάδες κατορθώνουν να επιβιώσουν στην περιοχή και μετά την καταστολή της δραμινής εξέγερσης το 1941. Αυτοί οι πυρήνες θα αποτελέσουν, από το 1943, τη βάση για τη συγκρότηση δύο παράλληλων και ανταγωνιστικών ένοπλων ομάδων: του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), με κομμουνιστική ηγεσία, και των εθνικιστών ανταρτών του τοπικού ηγέτη Αντώνη Φωστηρίδη (Αντών-τσαούς), με την επωνυμία ΕΑΟ (Εθνικαί Ανταρτικοί Ομάδες), που συγκροτούνται κυρίως από Ποντίους και τουρκόφωνους Μπαφραλήδες, με κύριο χαρακτηριστικό τον έντονο αντικομ-μουνισμό.
Το τέλος της δεύτερης περιόδου της Εθνικής Αντίστασης ενάντια στη βουλγαρική κατοχή τυπικά τοποθετείται στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944, όταν ο βουλγαρικός στρατός, μετά την πολιτειακή αλλαγή της 9ης Σεπτεμβρίου 1944 στη Βουλγαρία, επιτρέπει την είσοδο μονάδων του ΕΛΑΣ στις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.
Ο συγγραφέας, μέσα από τα εννέα κεφάλαια του βιβλίου του, με υποδειγματική τεκμηρίωση και αντικειμενικότητα και με μια απέριττη γραφή που αφήνει τα γεγονότα να “μιλήσουν” μόνα τους, παρουσιάζει τα εξής θέματα: “Το ένοπλο υποκείμενο”, “Οι ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις και ο βρετανικός παράγοντας”, “Οι πολιτικές εξελίξεις του 1943”, “0 ΕΛΑΣ το1943”, “Οι εθνικιστικές ανταρτικές ομάδες το 1943”, “Από τη σύγκρουση στο διαχωρισμό”, “Η συγκρότηση και δράση των ΕΑΟ, Φεβρουάριος-Αύγουστος 1944”, “0 ΕΛΑΣ, Φεβρουάριος-Αύγουστος 1944”, “Τα γεγονότα μέχρι την απελευθέρωση”.
Στα παραπάνω κεφάλαια, ο Τ.Χ. εκθέτει με επιστημονική συνέπεια όχι μόνο την πορεία της αντίστασης στη βουλγαρική κατοχή αλλά και τις παράλληλες ενδοελληνικές συγκρούσεις. Αυτές προέκυψαν κυρίως από την ηγεμονική συμπεριφορά του ΕΛΑΣ, ο οποίος δεν ανεχόταν την ανάπτυξη ανεξάρτητων από αυτόν ανταρτικών ομάδων, και τη βίαιη και σθεναρή αντίδραση των εθνικιστών ανταρτών απέναντι στην παραπάνω συμπεριφορά, με την αμέριστη συμπαράσταση και ενεργό ανάμειξη, από το Φεβρουάριο του 1944, του συνδέσμου της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, ταγματάρχη Μύλερ (Mickletwait).
Με χαμηλούς τόνους, χωρίς τις υπερβολές και τις εθνικιστικές ή κομμουνιστικές εξάρσεις κάποιων ερασιτεχνών ιστοριογράφων που ασχολήθηκαν μέχρι τώρα με το ίδιο θέμα, ο Τ.Χ. καταγράφει τα γεγονότα και περιγράφει τα ιστορικά πρόσωπα και το ρόλο τους με κριτική ματιά και με τεκμηρίωση που βασίζεται στις πλούσιες γραπτές και προφορικές πηγές του.
Εξάλλου, εκτός από την εξιστόρηση των γεγονότων που αφορούν την αντιστασιακή δράση, η μεγάλη προσφορά της μελέτης του Τ.Χ. έγκειται στο ότι αναζήτησε και επισήμανε τους συγκεκριμένους παράγοντες που αποσαφηνίζουν τις κοινωνικές και πολιτισμικές και τελικά τις πολιτικές αντιθέσεις που εκφράστηκαν κατά την κατοχική περίοδο στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με εμφύλιες συγκρούσεις.
Τη φροντισμένη -πλην κάποιων τυπογραφικών αβλεψιών-έκδοση πλαισιώνει, εκτός από την πλούσια βιβλιογραφία, χρήσιμο συμπληρωματικό υλικό. Οι Πίνακες που δημοσιεύονται στις σελίδες 239-245 μας δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης που εξοπλίστηκαν από τις βουλγαρικές αρχές, για την επιρροή του ΚΚΕ στη βουλγαροκρατούμενη περιοχή, ιδιαίτερα σε καπνεργατικές πόλεις και χωριά, σύμφωνα με τα στατιστικά αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα στις 26 Ιανουαρίου 1936 (πριν δηλαδή από τη δικτατορία του Μεταξά και τον πόλεμο του 1940) και, τέλος, για την εκλογική τάση των τμημάτων του νομού Δράμας με κατά πλειοψηφία πρόσφυγες από τον Πόντο, σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα της παραπάνω εκλογικής αναμέτρησης.
Στο Παράρτημα δημοσιεύονται χάρτες της περιοχής και σχετικό αρχειακό και φωτογραφικό υλικό. Τέλος, ιδιαίτερα χρηστικά είναι και τα ευρετήρια ονομάτων για τους αξιωματικούς και αντάρτες του ΕΛΑΣ, τους οπλαρχηγούς και αντάρτες των ΕΑΟ, τους Βρετανούς, Αμερικανούς και τα μέλη της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής, τους αξιωματικούς και τα μέλη των οργανώσεων ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις) και Ε-ΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) κ.ά.
Πιστεύουμε ότι \ο Αντάρτες και Καπετάνιοι είναι μια μελέτη που. εκτός των άλλων, συμβάλλει και στην απαλλαγή από διάφορες μυθοπλασίες, καθόσον ο, Κύπριος την καταγωγή, Τ.Χ., ξένος με τον χώρο, κατόρθωσε να προσεγγίσει το θέμα από απόσταση ασφάλειας και, ως επιστήμονας ιστορικός με διεισδυτική ματιά, να μας χαρίσει ένα βιβλίο που θα αποτελέσει πηγή έγκυρων πληροφοριών για κάθε ενδιαφερόμενο και χρήσιμο εργαλείο δουλειάς και αναφοράς για τους μελλοντικούς ερευνητές.
Δημήτρης Πασχαλίδης
Εκπαιδευτικός-Ιστοριογράφος Δράμα, 26-2-2004