της D. Haas, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004
H Diana Haas είναι καθηγήτρια νεοελληνικής φιλολογίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Πάτρας. Το κείμενο αποτέλεσε ανακοίνωση στο Τρίτο Συμπόσιο Ποίησης (Πάτρα, Ιούλιος 1983), αφιερωμένο στον Καβάφη. Βασίζεται σε έρευνα για διδακτορική διατριβή με θέμα “Χριστιανοί και ειδωλολάτρες στο έργο του Καβάφη”, η οποία υπεβλήθη στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού (Σορβόνη) και έχει ήδη εκδοθεί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ
ΤΟ 1930, ο κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑΣ παρατήρησε ότι “πολύ συχνά, όπως δα συμβαίνει σε πολλούς ποιητές, την πρώτη, την πρωταρχική έμπνευση του κ. Καβάφη το βλαστάρι της έχει κανείς να το αναζητήσει στον τελευταίο στίχο των ποιημάτων του”1. Ένα κατεξοχήν παράδειγμα του φαινομένου αυτού της καβαφικής έμπνευσης είναι, πιστεύω, ο τελευταίος στίχος του ποιήματος “Στην εκκλησία”, “στον ένδοξο μας Βυζαντινισμό”, ο οποίος και αποτελείτο αντικείμενο της σημερινής μου ανακοίνωσης2.
Πρωτογραμμένο τον Αύγουστο του 1892, το ποίημα “Στην εκκλησία” δημοσιεύτηκε είκοσι χρόνια αργότερα, το 1912, αφού ξαναγράφηκε στο μεταξύ δύο φορές, το 1901 και το 1906:
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Τήν έκκλησίαν αγαπώ – τά έξαπτέρνγά τι\ς τ’ ασήμια τών σκευών, τά κηροπήγια της, τά φώτα, τές εικόνες της, τόν αμβωνά της. Έκεϊ σαν μπώ, μες σ’εκκλησία των Γραικών μέ τών θυμιαμάτων της τές εύωδίες, μέ τές λειτουργικές φωνές και συμφωνίες, τές μεγαλοπρεπείς τών ιερέων παρουσίες καί κάθε των κινήσεως τόν σοβαρό ρνθμό-λαμπρότατοι μες στων αμφίων τόν στολισμού νους μου πιαίνει σέ τιμές μεγάλες της φυλής μας, στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Αν και καμιά προγενέστερη μορφή του ποιήματος δεν σώθηκε στα χαρτιά του ποιητή, υπάρχουν αρκετά εξωτερικά τεκμήρια τα οποία, καθώς θα δείξει μία σύντομη έκθεση τους, στενά συνδέουν τον τελευταίο του στίχο με την εποχή της πρώτης του σύνθεσης.
Πράγματι, το θέμα του Βυζαντίου απασχόλησε πολύ τον Καβάφη κατά τα χρόνια, και τους μήνες, που προηγήθηκαν της σύνθεσης του “Στην εκκλησία”. Από το 1888, πιθανώς, έως τον Ιούλιο του 1892, γράφει έντεκα ποιήματα τα οποία θα κατατάξει αργότερα στο θεματικό κεφάλαιο “Βυζαντινοί Ημέραι”3. Αν και μας σώθηκε ένα μόνο από τα ποιήματα αυτά, σε μεταγενέστερη μορφή (το ανέκδοτο “Θεόφιλος Παλαιολόγος”), ωστόσο, από την έρευνα γύρω από τα θέματα των άλλων τίτλων και των ενδεχομένων τους πηγών, προκύπτει ένα τουλάχιστον πόρισμα: ότι οι δύο περίοδοι της Βυζαντινής ιστορίας που ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη επάνω στον ποιητή ήταν η εποχή της πρώτης αναστήλωσης των εικόνων, επί της Αυτοκράτειρας Ειρήνης στον 8ο αιώνα, και η εποχή των Σταυροφοριών. Και αν θυμηθούμε ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία του Παπαρρηγόπουλου (ο οποίος φαίνεται ότι αποτέλεσε την κύρια πηγή για τα ποιήματα αυτά), και αντίθετα προς την ερμηνεία των ιστορικών της Δύσης, οι δύο αυτές εποχές αντιστοιχούν στα δύο σημαντικότερα στάδια της βαθμιαίας υποταγής του Βυζαντίου στη θέληση των δυτικών δυνάμεων, τότε θα συμπεράνουμε ότι ο Καβάφης παρακινήθηκε στις “Βυζαντινές” του “Ημέρες” όχι απλώς από “[την] ελληνική παράδοσι, [τη] φιλοπατρία του, ίσως δε και [την] καταγωγή του”, όπως ο ίδιος δήλωσε στον Αθανάσιο Γ. Πολίτη γύρω στα 19304, αλλά, επίσης, από ένα λανθάνοντα ανταγωνισμό απέναντι στη Δύση γενικά, και ειδικότερα στη δυτική ιστοριογραφική παράδοση με τη δυσμενή της στάση απέναντι στην Αυτοκρατορία της Ανατολής.
Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται φανερός σε δύο πεζά κείμενα που δημοσιεύονται μερικούς μόνο μήνες πριν γραφεί το “Στην εκκλησία”, και όπου βλέπουμε πόσο καλά ο Καβάφης είχε αφομοιώσει τη διδασκαλία του Παπαρρηγόπουλου για τη διαχρονική ενότητα του ελληνικού λαού, με το συνακόλουθο τριπλό σχήμα αρχαιότητα – Βυζάντιο – νεότεροι χρόνοι. Στο άρθρο “0 Καθηγητής Βλάκη περί της Νεοελληνικής”, πρώτα, δημοσιευμένο τον Δεκέμβριο του 1891, ο Καβάφης εφαρμόζει τη διδασκαλία αυτή στον τομέα της γλώσσας. Γράφει:
«Οί ξένοι παραγνωρίζουσι τήν γλώσσάν μας μεγάλως. Τήν χωρίζουσιν, ούτως είπεν, από τήν άρχαίαν Έλληνικήν. ‘Αρνούνται ή άγνοοϋσι τήν παράδοσιν της ένότητός της. Δέν παραδέχονται τήν προφοράν μας. Είναι δήθεν εύχάριστον, διαπρεπής ξένος φιλόλογος ώς ό καθηγητής Βλάκη, άνήρ ευρωπαϊκής φήμης, νά λαμβάνη έν χερσί τήν ύπεράσπισιν της γλώσσης μας, και νά δεικνύη αυτήν εις τους ξένους ώς άληθώς έχει καί όχι ώς τήν φαντάζονται»
Και στο άρθρο “Οι Βυζαντινοί ποιηταί”, δημοσιευμένο τον Απρίλιο του 1892, βλέπουμε τον Καβάφη να εφαρμόζει την ίδια διδασκαλία στον τομέα της λογοτεχνίας, ή, πιο συγκεκριμένα, της ποίησης. Γράφει:
«Οί ποιηταί τοΰ μεσαίωνός μας δεν ησαν μεν άντάξιοι των άρχαίων μας ποιητών, ουδέ των χαριεστάτων οπαδών της Μοΰσης, ους ανέδειξε παρ’ ήμϊν ό 19ος α’ιών, άλλά δεν είναι άξιοι της περιφρονήσεως ήν τοις έδείκνυον επί τοσούτον χρόνον οί σοφοί της Εσπερίας. Ήμεϊς οί “Ελληνες δεν τους περιεφρονήσαμεν μεν ποτέ, άλλά καί δέν τους έγνωρίσαμεν. Ή ευσεβής αΰτη λήθη είναι καιρός νά διακοπή. Οί Βυζαντινοί αοιδοί μας ένδιαφέρουσι ζωηρότατα, διότι άποδεικνΰουσιν ότι ή ελληνική λύρα οϋ μόνον δέν έθραυσθη, άλλά καί ουδέποτε επαυσεν άναπέμπουσα ήχους γλυκείς. Οί Βυζαντινοί αοιδοί άποτελοϋσι τόν σύνδεσμον μεταξύ της δόξης των αρχαίων μας ποιητών καί της χάριτος καί των χρυσών ελπίδων τών συγχρόνων»®.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί εδώ η εξής παρατήρηση του Καβάφη για το Βυζάντιο που βρίσκεται σε ένα τρίτο πεζό του κείμενο, “Το Μουσείον μας”, δημοσιευμένο τον Ιούλιο του 1892:
«Ή Βυζαντινή εποχή τής Αιγύπτου ενδιαφέρει ζωηρώς τους νεωτέρους Έλληνας, οίτινες από τίνος ήρχισαν σπουδάζοντες μετά περισσοτέρου ζήλου τήν μακράν μεσαιωνικήν αυτών ίστορίαν, τήν τόσον πλουσίαν έν ένδόξοις σελίσι».
Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη στην παρατήρηση αυτή είναι, βέβαια, η χρήση του επιθέτου “ένδοξος” σε σχέση με τα βυζαντινά πράγματα, αν σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε σε απόσταση ενός μήνα από τη σύνθεση του ποιήματος που μας απασχολεί εδώ.
Πιστεύω πως η σύντομη αυτή έκθεση μάς επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ο στίχος “στον ένδοξο μας Βυζαντινισμό” αποτελεί, εν μέρει τουλάχιστον, τον καρπό των συλλογισμών του Καβάφη γύρω από το θέμα του Βυζαντίου κατά τα χρόνια 1888-1892, και, πιο συγκεκριμένα, την έκφραση της αφοσίωσής του στις θεωρίες του Παπαρρηγόπουλου. Θυμίζω ότι ένα χρόνο αργότερα θα ξεκινήσει ο εκτεταμένος διάλογος του Καβάφη με τον Γίββωνα, όπου η εξάρτηση του ποιητή από τον ιστορικό του ελληνικού έθνους, καθώς και η διαφωνία του με τη στάση της δυτικής ιστοριογραφικής παράδοσης απέναντι στο Βυζάντιο, θα γίνουν ακόμα πιο έκδηλες8.
Ωστόσο, στο στίχο που σχολιάζουμε δεν πρόκειται για “το ένδοξο μας Βυζάντιο”, αλλά, βεβαίως, για “τον ένδοξο μας Βυζαντινισμό”. Καιρός να σταματήσουμε στον όρο αυτό, ο οποίος, ως τελευταία λέξη του ποιήματος, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Και αφού, εξαιτίας των χρονικών προδιαγραφών, δεν μπορώ να προχωρήσω σε μια αναλυτική λεξικογραφική μελέτη του όρου, θα περιοριστώ στις εξής παρατηρήσεις: Στον ελληνικό χώρο, σύμφωνα με το λήμμα “Βυζαντινισμός” στη Συναγωγή νέων λέξεων του Κουμανούδη, ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1872. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα μέχρι στιγμής να ταυτίσω καμιά από τις έξι εγγραφές στο λήμμα αυτό9.
Μπορούμε, ωστόσο, να υποθέσουμε πώς, όταν χρησιμοποιήθηκε στα 1873 από τον Σπ. Βασιλειάδη, του οποίου η εχθρική διάθεση απέναντι στο Βυζάντιο είναι γνωστή, θα ήταν με μια σημασία αρνητική10. Στον αγγλικό, αλλά κυρίως στο γαλλικό χώρο, ο όρος αυτός, όταν δεν χρησιμοποιείται με την ουδέτερη έννοια του “βυζαντινού χαρακτήρα”, έχει μια σημασία σαφώς υποτιμητική, όπως φαίνεται από το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα του 1877 που παρατίθεται στο λεξικό του Littre (μεταφράζω από τα γαλλικά):
“Ο Βυζαντινισμός [le Byzantinisme] παραμένει η παγίδα των πολιτισμών που έφθασαν σε έναν ορισμένο βαθμό προόδου: στο διανοητικό επίπεδο, σημαίνει νοσηρή λεπτολογία’ στο ηθικό επίπεδο, συλλογισμένη και ραφιναρισμένη φαυλότητα· όσο για τη χλιδή, τέλος, σημαίνει διαφθορά της ίδιας της χλιδής από τα κακά ήθη, και των τεχνών από μια υπερβολική πολυτέλεια”11.
Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μας είναι η επαφή που μπορούσε να έχει ο ίδιος ο Καβάφης με τον όρο αυτό την εποχή που έγραφε το ποίημά του. Γι’ αυτό και το θεωρώ απαραίτητο να αναφέρω εδώ τρία κείμενα στα οποία απαντά ο όρος “Βυζαντινισμός”, και που ξέρουμε πως ο ποιητής τα διάβαζε ανάμεσα στον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 1892. Το πρώτο είναι η βιβλιοκρισία από τον Δημήτριο Βικέλα της Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας του Krumbacher, η οποία δημοσιεύτηκε στη Revue des deux mondes στις 15 Μαρτίου 1892, και στην οποία βασίζεται το άρθρο του Καβάφη για τους βυζαντινούς ποιητές. Μεταφράζω την αρχή της βιβλιοκρισίας από τα γαλλικά:
“Μια εικοσαριά χρόνια τώρα γίνεται, λίγο-λίγο, μια δουλειά αποκατάστασης σε ό,τι αφορά την Χριστιανική Αυτοκρατορία της Ανατολής. Είναι αλήθεια ότι οι εκφράσεις Βυζαντινισμός και Όψιμη Αυτοκρατορία [Byzantinisme και Bas Empire] δεν έχασαν τίποτε από τη μειωτική τους σημασία. Ωστόσο, αρχίζουμε να εκτιμούμε καλύτερα αυτό που ήταν ο κόσμος του Βυζαντίου, να μελετούμε περισσότερο σε βάθος την ιστορία της ελληνικής αυτοκρατορίας. Οι προκαταλήψεις μέσω των οποίων το βλέπαμε για τόσον καιρό βαθμιαία διαλύονται. […] Όχι πως τα βυζαντινά πράγματα είναι ήδη της μόδας· αλλά φαίνεται πως αυτό δεν θα αργήσει”12.
Το δεύτερο κείμενο είναι μια άλλη βιβλιοκρισία που δημοσιεύτηκε στο ίδιο ακριβώς τεύχος της Revue des deux mondes. Είναι γραμμένη από τον Eugene Miintz, και αφορά το έργο του Γερμανού ιστορικού Φερδινάνδου Γρηγοροβίου, Ιστορία της Πόλεως Αθηνών κατά τον Μεσαίωνα. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο Καβάφης τη διάβασε, και ότι πρόσεξε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την εξής περικοπή, την οποία, επίσης, μεταφράζω από τα γαλλικά:
“Είναι αλήθεια ότι στη θέση της Αθήνας ένα καινούργιο κέντρο αναβλύζει στην ανατολική Αυτοκρατορία, το οποίο, αντίθετα προς την κοινή γνώμη, διέδωσε επί πολλούς αιώνες την κλασική παιδεία σε όλες της τις εκφάνσεις, στην τέχνη καθώς και στην λογοτεχνία. Αλλά, εκπληρώνοντας τον ένδοξο αυτό ρόλο, το Βυζάντιο του απέφερε τις θεολογικές απασχολήσεις και την στενότητα της αντίληψης οι οποίες ενσαρκώνονται στη λέξη Βυζαντινισμός [Byzantinisme]”13.
Εκτός από τα δύο αυτά τεκμήρια της εξοικείωσης του Καβάφη με την υποτιμητική σημασία που είχε ο όρος “Βυζαντινισμός” στα 1892 ακόμα, υπάρχει και ένα τεκμήριο της επαφής του με μία χρήση του όρου όλως διόλου διαφορετική. Τον Ιούλιο της χρονιάς εκείνης, ένα μήνα δηλαδή πριν γράψει το “Στην εκκλησία”, ο Καβάφης έγραψε ένα ποίημα με τίτλο “Ευδοκίας Αυγούστας Επαινος”, το τελευταίο χρονολογικά, στο κεφάλαιο “Βυζαντινοί Ημέραι”. Πηγή του ποιήματος ήταν πιθανότατα το “ιστορικό αφήγημα” του Γρηγοροβίου Αθήναις, μεταφρασμένο στα ελληνικά το 1882 από τον Σπ. Λάμπρο, έργο στο οποίο ο Καβάφης θα αναφερθεί μερικά χρόνια αργότερα σε σχόλιο του στον Γίββωνα για τον Συμεών Στυλίτη14. Σας διαβάζω πρώτα, στη μετάφραση του Λάμπρου, ένα απόσπασμα από τον Πρόλογο του Γρηγοροβίου, όπου μιλάει για την έλξη που ασκεί επάνω του η περίοδος που οδηγεί από τον 4ον στον 5ον αιώνα:
«Πάρα πολύ θελκτική εινε ή Ιστορία αύτής εκείνης της εποχής, καθ’ ήν ή αρχαία ειδωλολατρία αγωνίζεται έν τή πόλει τοϋ Πλάτωνος τόν ύστατον άπονενοημένον άγώνα κατά της χριστιανικής πίστεως· καθ’ ήν οί άρχαίοι θεοί τοϋ ‘Ολύμπου άπόλλυνται ώς έν φοβέρα παγκοσμίω πυρκαϊά” καθ’ ήν οί μεγάλοι των βαρβάρων βασιλείς Άλαρϊχος, Γενσεριχος καί ‘Αττίλας ώς ‘ιππείς της άποκαλύψεως έπιχειροϋσι την πορείαν της πορθήσεως διά των χωρών τοϋ άρχαίου πολιτισμού· καθ’ ήν οί μεγάλοι Χριστιανοί θεολόγοι, οί σύμμαχοι αύτών έν τω άφανισμω τοϋ περικαλλοϋς άρχαίου κόσμου […] θεμελιοϋσι τό δογματικόν οικοδόμημα της έκκλησίας· καθ’ ήν τέλος τό άσιατι-κόν αμα καί έλληνικόν έκεϊνο ιστορικόν δημιούργημα, όπερ καλοϋμεν Βυζαντινισμόν, αρ-χεται δεικνύον την πριότην αύτοϋ όριστικήν φυσιογνωμιαν» .
Για τον Γρηγορόβιο, λοιπόν, ο “Βυζαντινισμός” αντιστοιχεί σε μια σύνθεση “ελληνοσνατολική”. Σε άλλο σημείο του αφηγήματος, όμως, ο ιστορικός θα αναπτύξει το θέμα πιο αναλυτικά, τονίζοντας το ρόλο που έπαιξε η εκκλησία στη σύνθεση αυτή:
«Κατά ταϋτα ό μεν ρωμαϊκός βίος ένεφανίζετο έν τή πολιτεία καί τοις νόμοις, άλλά ό έλληνικός έθνισμός εισεχώρει όσημέραι έπιβλητικώτερος εις την πρωτεύουσαν, μετά δέ τούτου έτάσσετο ή μεγίστη δύναμις τοϋ άνατολικοϋ ρωμαϊκού κράτους, ή έκκλησία. Αύτη ήτο ό δημώδης αγωγός τής έλληνικής φιλολογίας, της σοφιστικής ρητορείας καί τής καθόλου έκπαιδεύσεως. Ή γλώσσα αύτής ήτο ή έλληνική, επειδή αύτη ήτο ή παγκόσμιος γλώσσα τής ‘Ανατολής έφ’ όσον έξικνοϋντο τά ορια τών κατακτήσεων [τοϋ] ‘Αλεξάνδρου τοϋ Μεγάλου. ‘Από δέ τής έκκλησίας προήλθεν ή κατα-πάλαισις τοϋ ρωμαϊσμοϋ καί ή συγχώνευσις αύτοϋ εις τόν βυζαντινισμόν. Ό βυζαντινισμός έγεννήθη ώς ιδιόρρυθμος τις πολιτισμός τής πρωτευούσης τοϋ άνατολικοϋ κράτους, ήτις έπανελάμβανεν έκ νέου τό παράδειγμα τής συγκεντρωτικής δυνάμεως τής άρχαίας Ρώμης, ούχί δέ πλέον διά κατακτήσεως ενόπλου, άλλά συνενοϋσα διά πνευματικού τίνος συνδέσμου διαφόρους λαούς εις έ’ν όλον. Έν Κοινσταντινουπόλει ώς έν μεγάλη τινί χοάνη ό πολιτισμός τοϋ ελληνικού καί ρωμαϊκού ειδωλολατρικού κόσμου, ή χριστιανική θρησκεία, ό κοσμοπολίτικος μηχανισμός τοϋ καισαρισμοϋ καί τά διαιτήματα καί έθιμα τής ‘Ασίας συναπετέλουν σύνδεσμον γνωστότατον έν τή ιστορία ύπό τό όνομα τού Βυζαντινισμού. Την άρχήν δέ τής ένότητος πα-ρειχεν ή ελληνική εκκλησία»1®.
Κατά τη θετική αυτή σημασία που δίνει στον ορισμό ο Γερμανός ιστορικός, ο Βυζαντινισμός αντιστοιχεί σε μία σύνθεση ταυτόχρονα “ελληνοανατολική” και-για να χρησιμοποιήσουμε την περιβόητη σήμερα έκφραση που πλάστηκε από τον Σπ. Ζαμπέλιο στα μισά του 19ου αιώνα- “ελληνοχριστιανική”17, στη δημιουργία της οποίας η εκκλησία έπαιξε τον κύριο ρόλο. Και μολονότι ο Γρηγορόβιος εννοεί την εκκλησία προπαντός ως θεσμό, η ένωση των διαφόρων στοιχείων από τον ελληνικό κόσμο και τον ανατολικό, και από την ειδωλολατρεία και τον Χριστιανισμό, η οποία πραγματοποιήθηκε χάρη στο θεσμό αυτό, μεταφέρθηκε σε όλες τις εξωτερικές εκφράσεις της εκκλησίας που σκηνοθετούνται μέσα στο ποίημα του Καβάφη.
Κοινός παρονομαστής ανάμεσα σε όλα αυτά τα στοιχεία είναι, αναμφισβήτητα, η αισθητική -θα τολμούσα ακόμα να πω αισθησιακή- πλευρά τους. Όλο το ποίημα αποτελείται, πράγματι, από μία σκηνοθεσία θεατρική που οδηγεί στη διέγερση των αισθήσεων του θεατή: της όρασής του, από την πολυτελή διακόσμηση που περιγράφεται στην πρώτη στροφή, και από “τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες / και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό / λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό”‘ της ακοής του, από “τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες”‘ και της όσφρησής του, από “των θυμιαμάτων […] τες ευωδίες”. Αγγίζουμε εδώ, βέβαια, ένα θέμα της καβαφικής ποίησης που θα απαιτούσε μια ξεχωριστή μελέτη. 0α αρκεστώ στο να επισημάνω τώρα ότι την ίδια αυτή διέγερση των αισθήσεων, στο πλαίσιο μιας θρησκευτικής τελετής ή γιορτής, την ξαναβρίσκουμε στο ποίημα “Σαμ ελ Νεσίμ”, γραμμένο κι αυτό το 1892, που βγαίνει από τη μουσουλμανική παράδοση- στα ποιήματα “Οι Ταραντίνοι διασκεδάζουν” και “Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος”, και τα δύο του 1895. που βγαίνουν από την ειδωλολατρική παράδοση· καθώς επίσης στα μεταγενέστερα “Ποσειδωνιάται” (ανέκδοτο), του 1906, όπου γίνεται λόγος για “μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες” (στ. 5) και “Είγε ετελεύτα”, πιθανώς του 1910, όπου ένας ειδωλολάτρης του 6ου αιώνα συλλογίζεται την επανεμφάνιση του Απολλώνιου του Τυανέα, ο οποίος “θα επαναφέρει την λατρεία των θεών μας / και τες καλαίσθητες ελληνικές μας τελετές” (στ. 23-24).
Νομίζω, λοιπόν, ότι ο Καβάφης, πλάθοντας την έκφραση “ο ένδοξος μας Βυζαντινισμός”, επιδίωκε δύο σκοπούς. Πρώτα, χαρακτηρίζοντας τον “Βυζαντινισμό” ως “ένδοξο”, αντιτάχτηκε σε μια ολόκληρη ιστοριογραφική παράδοση, ευρωπαϊκή αλλά και ελληνική, η οποία χρησιμοποιούσε τον όρο αυτό για να εκφράσει την απέχθεια της απέναντι σε ό,τι σχετίζεται με το Βυζάντιο. Αλλά ταυτόχρονα, αφού ξεχώρισε μέσα στη θετική χρήση του όρου που βρήκε στον Γρη-γορόβιο το στοιχείο που το θεωρούσε ουσιαστικότερο, τον εφάρμοσε στο συγκεκριμένο πλαίσιο της βυζαντινής λειτουργίας, η οποία, χάρη στο συνθετικό της χαρακτήρα, εξασφάλισε, στο χώρο, την ένωση των ποικίλων πληθυσμών της Αυτοκρατορίας, και, στο χρόνο, τη συνέχεια του αρχαίου πολιτισμού ως τη σύγχρονη εποχή. Αξίζει να αναφερθεί εδώ το εξής προφορικό σχόλιο του Καβάφη για το Βυζάντιο, το οποίο καταγράφηκε από τον Γιώργο Παπουτσάκη, πιθανώς μετά το 1926, καθώς συνδέεται στενά με το θέμα μας:
“Είναι αψυχολόγητο το να έχουμε την απαίτησιν από ένα κράτος με τόσο μακραίωνη ιστορία να έχει μείνει ανεπηρέαστο από εξωτερικούς παράγοντας, να έχει μείνει απόλυτα αμιγές. Είναι σαν να ζητούσαμε από έναν άνθρωπο που έζησε μια ζωή, μακρά, γεμάτη δράσι κ’ εντατικά αποδοτική, να είχε μείνει μακρυά από κάθε περιπέτεια, να μην είχε κάμει ποτέ του κραιπάλη, να μην είχε ποτέ του ανακατωθεί με τα πιο απίθανα, με τα πιο ξένα προς αυτόν στοιχεία. Ίσως μάλιστα το ανακάτωμα του αυτό να υπήρξε συντελεστικόν της ζωτικότητός του” .
Μένει να σχολιαστεί μία “αφανής” εκ πρώτης όψεως λέξη στο στίχο που μας απασχολεί, η οποία όμως, καθώς επαναλαμβάνεται από τον προηγούμενο στίχο, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα:
ό νοϋς μου πηγαίνει σέ τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ενδοξό μας Βυζαντινισμό.
Σημειώνω πρώτα ότι η έκφραση του φυλετικού αισθήματος δια μέσου του πρώτου πληθυντικού προσώπου της κτητικής αντωνυμίας, κάτι που έχει ήδη επισημανθεί από άλλους μελετητές19, αποτελεί ένα άλλο σημείο συσχέτισης με τα πεζά κείμενα που αναφέρθηκαν παραπάνω: ξεχωρίζω, στο άρθρο για τον καθηγητή Βλάκη, τις αναφορές στη “γλώσσα μας”, στο “έθνος μας”, και στη “φιλολογίαν μας”· και στο άρθρο για τους Βυζαντινούς ποιητές, τις αναφορές στη “φυλή μας”, στην “ποίησίν μας”, στον “εθνικό μας βίο”, και στη “μεγαλοφυίαν του γένους μας”20. Αλλά θεωρώ ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι η χρήση αυτή του “μας” στην ποίηση του Καβάφη, σε πλαίσιο όπου ο ομιλητής ταυτίζεται αναμφισβήτητα με τον ίδιο τον ποιητή, απαντά αποκλειστικά σε ποιήματα που έχουν σχέση με το Βυζάντιο21: στο “Θεόφιλος Παλαιολόγος” (πρωτογραμμένο το 1891): “πόσον καϋμό του γένους μας, και πόση εξάντλησΓ στο “Πάρθεν” (του 1921): “πράγματα συμπαθητικά’ δικά μας, Γραικικά”22 και στο “Από υαλί χρωματιστό” (1925): “του ταλαίπωρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια”· καθώς επίσης σε δύο “σχεδιάσματα” ποιημάτων που την έκδοση τους επιμελείται η Renata Lavagnini23: στο “Ο Πατριάρχης” (που γράφηκε ανάμεσα στα 1925 και τα 1927), όπου βρίσκουμε τους στίχους “ο κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός / ο άξιος άνθρωπος που είχε η φυλή μας τότε”, και στο “Του έκτου ή του εβδόμου αιώνος” (του 1927), όπου, σχετικά με την Αλεξάνδρεια της εποχής που δηλώνεται στον τίτλο, ο Καβάφης λέει, “την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί”.
Πιστεύω πως οι στίχοι αυτοί είναι ενδεικτικοί της ιδιαίτερης συγκίνησης που χαρακτηρίζει τη στάση του Καβάφη απέναντι στα βυζαντινά πράγματα μέχρι το τέλος σχεδόν της ποιητικής του σταδιοδρομίας, και επομένως, πως μαζί με τα άλλα τεκμήρια που είδαμε ως τώρα, αναιρούν πειστικά την πολυσυζητημένη άποψη του ‘Αλκή Θρύλου, διατυπωμένη στα 1924, κατά την οποίαν ο Καβάφης θα ειρωνευόταν όταν αποκάλεσε “ένδοξο” τον “Βυζαντινισμό”24.
Οι σημειώσεις που προηγήθηκαν δεν πρέπει να θεωρηθούν παρά ως ένα πρώτο στάδιο στην ανάλυση του ποιήματος “Στην εκκλησία”. Το επόμενο στάδιο θα ήταν να δούμε το ρόλο του στίχου που μας απασχόλησε μέσα στη λειτουργία του όλου ποιήματος. Περιορίζομαι στο να κάνω δύο μόνο νύξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Πρώτα, το “μας” που επαναλαμβάνεται από τον προτελευταίο στίχο αποτελεί την έκφραση της ένωσης του ποιητή όχι, βεβαίως, με το θεό, αλλά με τη φυλή του και με το παρελθόν του. Με άλλα λόγια, η λειτουργία της εκκλησίας ταυτίζεται με τη λειτουργία του ποιήματος, οδηγώντας από την ψυχρή, πεζή, και, όπως την χαρακτήρισε ο Γ. Π. Σαββίδης , “τολμηρή” δήλωση της πρώτης στροφής – “Την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της”, κ.τ.λ – στη λυρική έξαρση του τελευταίου στίχου, και, ταυτόχρονα, από το επίπεδο του “εγώ” στο επίπεδο του ιστορικού “εμείς”. Δεύτερον, αν συσχετίζαμε, όπως μας το πρότεινε ήδη από το 1933 ο Δ. Νικολαρέίζης2 , τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος με τους τελευταίους στίχους του “Τυανεύς Γλύπτης” (γραμμένο το 1903):
αυτόν, μιά μέρα τοϋ καλοκαιριού θερμή
που ό νοϋς μου άνέβαινε στά ιδανικά,
αυτόν εδώ ονειρευόμουν τόν νέον Έρμη.
καθώς επίσης με τους τελευταίους στίχους του “Εν Πόλειτης Οσροηνής” (γραμμένο το 1916):
(…) Όμως χθες σάν φώτιζε
τό ερωτικό του πρόσωπο ή σελήνη,
ό νοϋς μας πήγε στόν πλατωνικό Χαρμίδη.
θα φθάναμε στο συμπέρασμα ότι για τον Καβάφη, το όραμα του “ένδοξου μας Βυζαντινισμού” που προκαλείται μέσα στην εκκλησία, αλλά και μέσα στο ποίημα του, αποτελεί τη νοσταλγική αναπόληση ενός αισθητικού και αισθησιακού ιδανικού.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 . Κ. θ. Δημαράς, “Μερικές πηγές της καβαφικής τέχνης”, Ο Κύκλος, χρ. Α’, τόμος Β’, αρ. 3-4,1932, σ. 80.
2 . Τούτη η ανακοίνωση έγινε στο Τρίτο Συμπόσιο Ποίησης (Πάτρα, Ιούλιος 1983), αφιερωμένο στον Καβάφη. Βασίζεται στην ερευνά μου για τη διδακτορική μου διατριβή με θέμα “Χριστιανοί και Ειδωλολάτρες στο έργο του Καβάφη”.
3. Οι τίτλοι των ποιημάτων αυτών, στη σειρά με την οποία εμφανίζονται στο θεματικό κεφάλαιο (F 82 στο Αρχείο Καβάφη): “Ευδ[οκίας] Αυγ[ού-στας] Έπ[αινος]”, “Η επί Ειρήνης α-ναστήλωσις των Εικόνων”, “Κάρ[ο-λος] ο Μέγ[ας]”, “Αι αξιώσεις του Πάπα”, “Η ανάκτησις της Κρήτης”, “Προ της Ιερουσαλήμ”, “Η άλωσις της Νικ[αίας]”, “Ο Κα[λΰς] (κα[κός]) Ιππότης”, “0 Γρα[ικός] Στρ[ατηγός]”, “0 χρεμετισμός του ίπ[που]”, και “θέλω θανείν μάλλον ή ζην” (=”Θεόφιλος Παλαιολόγος”).
4 . Αθανάσιος Γ. Πολίτης, Ο Ελληνισμός καί η νεωτέρα Αίγυπτος, τόμος Β’ (Αλεξάνδρεια, 1930), σ. 451.
5 . Κ. Π. Καβάφης, Πεζά, παρουσίαση, σχόλια Γ. Α. Παπουτσάκη (Αθήνα, Φέξης, 1963), σ. 36.
6,Ό.π., σσ. 43-44.
7-Ό.π.,σ. 159.
8. Τα σχόλια του Καβάφη στον Γίββωνα εκδίδονται στο άρθρο μου “Cavafy’s Reading notes on Gibbon’s Decline and Fall”, Folia Neohellenica, IV, 1982,σσ.25-96.
9 . Οι έξι εγγραφές: Φραγκ. Ζαμ-βάλδης 1872, Σπυρ. Ν. Βασιλειάδης 1873, Γεώργιος Αντωνόπουλος 1881, Παναγ. Α. Καββαδίας 1884, Σ. εν “Εφ.” 8 Μαίου 1895, Times εν Ακρ. 29 Μαρτίου 1898. Στέφανος Α. Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό λογίων, πλααθεισών από της αλώσεως μέχρι των καθ’ημάς χρόνων (Αθήνα, 1900), σ. 231.
ΙΟ.Βλ. Κ. θ. Δημαράς,Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα,’1983, σ. 408.
11. Littre, Dictionnaire de la tongue franpa/’se, τόμος A’ (1968). Ευχαριστώ τον Γιώργο Κεχαγιόγλου για τη βοήθεια του στην λεξικογραφική έρευνα γύρω από το “Βυζαντινισμό”.
I2. D. Bikelas, “La litterature Byzantine”, Revue des deux mondes, τόμος 110,15 Μαρτίου 1892,σ.374.
13. Eugene Muntz, “Athenes au moyen age”, Revue des deux mondes, ό.π., σ. 428.
14. “Cavafy’s Reading notes on Gibbon’s Decline and Fall”, a. 66 (επίσης στο Κ. Π. Καβάφης, Ανέκδοτα Πεζά, εισαγωγή και μετάφραση Μιχάλη Περίδη [Αθήνα, Φέξης, 1963], σ. 72).
IS. Φερδινάνδος Γρηγορόβιος, Αθήναις. Ιστορικόν διήγημα, μετάφραση Σπ. Π. Λάμπρου (Αθήνα, Εστία, 1882), σ.2.
Ιό.Ό.π., σσ. 82-83.
17. Βλ. Κ. θ. Δημαράς, “Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ως τα μισά της ζωής του (1815-1853)”, στο βιβλίο Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους {Η πρώτη μορφή: 1853], (Αθήνα, Ερμής, 1970), σσ. 23-26.
18. Καβάφης, Πεζά, σ. 48. 19 . Βλ. Γ. Α. Παπουτσάκης, στον τόμο Καβάφης, Πεζά, ο. 48′ και, πιο πρόσφατα, Γιώργος Χουλιάρας, “Λογοτεχνία και εξορία: Σημειώσεις για τον Καβάφη”, Χάρτης, 5/6, Απρίλιος 1983, ο οποίος παρατηρεί (σ. 569): “Ιδιαίτερη σημασία όμως θα είχε, αν η ‘κτητική’, θα έλεγα, διάσταση στον Καβάφη, ο προσδιορισμός δηλαδή του ‘δικού μας’ στις διάφορες μεταμορφώσεις του, προσέλκυε χωριστή έρευνα μέσα στα γενικότερα πλαίσια, στην οποία θα υπάγονταν και οι εκδοχές της φυλής μας [‘Στην εκκλησία’] ή του κράτους μας [ Από υαλί χρωματιστό’] ή ποιους βγάζει το έθνος μας [‘Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες’]”. 20. Καβάφης, Πεζά, σσ.36,42 και 50.
19 . Πρβλ. τη γενικότερη παρατήρηση του Β. Φ. Χρηστίδη, Ο Καβάφης καιτο Βυζάντιο (Αθήνα, Βιοχάρτ, 1958), σ. 9: “Μόνο στα βυζαντινά [ποιήματα] έχουμε σα κίνητρο πατριωτικές τάσεις”.
20 . Βλ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μικρά αναλυτικά στον Καβάφη (Αθήνα, Ίκαρος, 1977), σ, 13′ και το άρθρο του Ξ. Α. Κοκόλη για το “Πάρθεν” που δημοσιεύτηκε στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού Διαβάζω. Σημειώνω ότι η εύστοχη παρατήρηση του Κοκόλη για την “υποταγή του ατόμου στη συλλογική συνείδηση” που πραγματοποιείται μέσα στο ποίημα αυτό σχετίζεται στενά με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση του “Στην εκκλησία” (βλ. πάρα κάτω).
21. Ευχαριστώ την Renata Lavagnini για την άδειά της να παραθέσω εδώ στίχους από τα “σχεδιάσματα” αυτά.
22.Άλκης θρύλος, “Κ. Καβάφης” (διάλεξη που έγινε στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου στις 16 Απριλίου 1924), στον τόμο Κριτικές Μελέτες, III (Αθήνα, Σαριβαζεβάνη, 1925), σ. 185. 25 . Γ. Π. Σαββίδης, Πρόλογος στο Γ. Βρισιμιτζάκης, Το έργο του Κ. Π. Καβάφη (Αθήνα, Ίκαρος, [1975]), σ. κβ. 20 ·Δ. Νικολαρεΐζης, “Η Διαμόρφωση του καβαφικού λυρισμού”, στον τόμο Δοκίμια κριτικής (Αθήνα, Φέξης. 1962), ο. 175 (πρώτη δημοσίευση στην Νέα Εστία, αφιέρωμα στον Καβάφη, 1933).