του Σ. Μπεκατώρου, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004
ο άνθρωπος που είπε ότι “το άλας της γης είναι οι άνθρωποι που σφραγίζουν την πίστη τους με το αίμα τους”, ενώ υπήρξε ένας τόσο ατόφιος άνθρωπος όπως εκείνοι οι άνθρωποι (της αυτοθυσίας και της φιλαλληλίας) των οποίων έδωσε το κύριο χαρακτηριστικό, παραμένει ακόμη ένας μεγάλος Έλληνας άγνωστος στους Έλληνες, και δεν είναι βεβαίως ο μόνος. Είναι πλήθος οι αγνοημένες και οι παρεξηγημένες εθνικές μορφές στον τόπο μας. Αν ήσαν βεβαίως γνωστές μαζί με το έργο των, ο τόπος θα βρισκόταν πολύ πιο ψηλά από εκεί κάτω όπου βρίσκεται τώρα. Γι’ αυτό και ό,τι έγινε για τον Δανιηλίδη (Προκόπι Καππαδοκίας 1889-Αθήνα 1972) μετά τον θάνατο του, έγινε από τον αντάξιο του φιλόπατρι διδάσκαλο Αντώνη Μυστακίδη-Μεσεβρινό (1908-1989) που εξέδωσε (προλεγόμενα-επιμέλεια-ση-μειώσεις) την ανέκδοτη σύντομη μελέτη του Η Κύπρος και η Αγγλική Μάσκα (Τα Τετράδια του Ρήγα: Λευκωσία, Lund, 1975) και επιμελήθηκε ένα μικρό αφιέρωμα στο περιοδικό Τομές (περίοδος Β’, αρ.6, Νοέμβριος 1976), όπου και ε-δημοσίευσε ένα σημαντικό κείμενο γι’ αυτόν με τίτλο “Ο Καλός Σπορέας”, το κείμενο του Δανιηλίδη (γραμμένο μάλλον μέσα στην Κατοχή) “Το Κήρυγμα”, δύο επιστολές του προς αυτόν, ένα βιογραφικό/βιβλιογραφικό σημείωμα και μια φωτογραφία του δασκάλου στην Κοπεγχάγη (του 1962). Το 1985, επίσης, οι εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνης ανατύπωσαν φωτογραφικά το ανολοκλήρωτο έργο του Η Νεοελληνική Κοινωνία και Οικονομία. Α’ Βιβλίο: Προϋποθέσεις α έκδοση: Σαμαρόπουλος, 1934) με έναν πολύ σύντομο πρόλογο του καθηγητή Βασ. Φίλια, που υπήρξε μαθητής του, βιογραφικό σημείωμα και μία φωτογραφία στην προμετωπίδα. Υπάρχει και ένα αρκετά καλό και ενημερωμένο λήμμα στην Πάπυρος/Λαρούς/Μηριτάνικα (τόμος 12), όπου σημειώνεται ότι το μοναδικό βιβλίο που κατόρθωσε να εκδώσει εν ζωή ο δάσκαλος “έγινε δεκτό ως κλασικό στο είδος [του] και ως η πρώτη συστηματική κοινωνιολογική ανάλυση γύρω από τις ρίζες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας”. Ο καθηγητής Φίλιας γράφει γι’ αυτό: “μέχρι την εμφάνιση [του] δεν είχε υπάρξει ανάλυση των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και πνευματικών συντεταγμένων της νεοελληνικής πραγματικότητας κάτω από μία οπτική ιστορική, διαχρονική και συγχρονική, ούτε είχε εντοπισθεί η αλ-ληλεπίδρασή τους στη βάση μιας άψογης επιστημονικής μεθοδολογικής προσέγγισης”. Το έργο αυτό, κατά τον Β. Φίλια, υπήρξε έργο μαθητείας για όλους τους ειδικούς επί του θέματος μέχρι σήμερα, μοναδικό δε επί 30 χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι το είχε στην βιβλιοθήκη του ο Σικελιανός, και ότι το 1942 του το εζήτησε ο Καζαντζάκης (βλ. Α. Σικελιανός, Γράμματα. Επιμ. Κ. Μπουρναζάκης, [2000], τομ. Β, σ.343).
Υπήρξε Έλληνας της διασποράς γι’ αυτό και η παιδεία και η νοοτροπία του χαρακτηρίζεται από τα ιδιαίτερα εκείνα γνωρίσματα που, εν πολλοίς, χαρακτηρίζουν τους απόδημους Έλληνες από τα προεπαναστατικά κιόλας χρόνια: φιλοπατρία, φιλαλληλία, κοσμοπολιτισμός, προσκόλληση στις πνευματικές αξίες που κληροδότησε στην Δύση η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα μέσω του Βυζαντίου, Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη. Ο Δανιηλίδης έγραψε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής για τους Έλληνες που άξια εκπροσώπησε: “Στις παραδόσεις μας ο Έλληνας, ο Χριστιανός και ο Ανθρωπος είναι [ ] αξεχώριστα ενωμένοι. Τα ελληνικά ιδανικά είναι πανανθρώπινα και γι’ αυτό ίσα ίσα ο ανθρωπισμός μας θα είναι το κύριο κριτήριο του Ελληνισμού μας”, (βλ. Τομές, όπ.π., σ.29). Έλαβε πλατύτατη και βαθιά μόρφωση σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (δίκαιο, φιλοσοφία, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές επιστήμες, φυσική ανθρωπολογία και παιδαγωγική). Ευτύχησε να έχει ως δασκάλους μεγάλες φυσιογνωμίες των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, μεταξύ των οποίων (στη Ζυρίχη) και τον φιλόσοφο Α-βροτέλη Ελευθερόπουλο (1873-1963), από τους αγνοημένους σπουδαίους Έλληνες της διασποράς. Έδρασε ως δημοσιογράφος και δη-μοσιολόγος, ως πολιτικός (με τον Αλ. Παπανα-στασίου), ως αντιστασιακός στην Κατοχή (συνδέθηκε με την Εθνική Αντίσταση), ως ηγέτης του φιλειρηνικού κινήματος, ως κοινωνικός αγωνιστής (συνέβαλε αποφασιστικά στην αναγνώριση από το κράτος κοινοφελούς ιδρύματος στο προσφυγικό Προκόπι Ευβοίας -έργο που ματαιώθηκε από τη Χούντα το 1967). Ως εξωακαδημάίκός διδάσκαλος έδρασε ανιδιοτελώς μέσω διαφόρων συνδέσμων, ελευθέρων λαϊκών πανεπιστημίων (κατά τον Μυστακίδη, από το 1923, πρώτος εκήρυξε την ανάγκη του θεσμού αυτού), κοινωφελών ιδρυμάτων και εργατικών ενώσεων. Το 1945, έχοντας αναλάβει για πρώτη και μοναδική φορά αποστολή από ελληνική κυβέρνηση, επέτυχε την συνεργασία, στον πνευματικό τομέα, της Ελλάδας με την Σουηδία. Αποτέλεσμα των κόπων του υπήρξε η ίδρυση λεκτοράτου νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Lund της Σουηδίας και, κατόπιν, στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης (το πρώτο υπάρχει μέχρι σήμερα, σ’ αυτό εδίδαξε και ο Α. Μυστακίδης). Ενώ υπήρξε υπέρμαχος του να αποκτήσει ο Ελληνισμός την ιστορική και πνευματική του αυτογνωσία στηριγμένος στην ιδιοπροσωπία του, υπήρξε και υπέρμαχος της στενής συνεργασίας μας με την Ευρώπη (εμίλησε για την Κοινή Αγορά). Όπως όλοι σχεδόν οι πνευματικοί άνθρωποι της διασποράς υπήρξε κοσμοπολίτης. Μόνο η διαδρομή που έκαμε στη ζωή του ταξιδεύοντας το δείχνει αυτό: Κωνσταντινούπολη (την ονόμασε “το διαιώνιο σύμβολο για την Ανάστασή μας”) – Βερολίνο – Δρέσδη – Βιέννη – Βέρνη – Ζυρίχη -Βασιλεία – θεσσαλονίκη – Αίγυπτος – Παρίσι -Κοπεγχάγη – Στοκχόλμη. Κατάληξή του ήταν η Αθήνα, που δεν πρέπει να του προσέφερε και μεγάλες χαρές, εκτός από τα ελεύθερα μαθήματα που έδωσε σε νέους μετά το 1929 (τα διέκοψε όμως η δικτατορία του Μεταξά), και μετά το 1951, οπότε και εγκαταστάθηκε μονίμως στην Ελλάδα.
Στο προλογικό σημείωμα του μοναδικού του βιβλίου, ο Δ. σημειώνει ότι κίνητρο του για να το γράψει ήταν το αίσθημα της ευθύνης και η ανάγκη να ξεκινήσει μια γενικότερη (εθνική) αυτογνωσία. Καταλήγει λέγοντας ότι η γνώση που καταθέτει σ’ αυτό, αφ’ ενός, ταυτίζεται με την αντίληψη που έχει σχηματίσει ο ίδιος και με την αλήθεια όπως εκείνος την βλέπει, και αφ’ ετέρου “στηρίζει μια πίστη, κηρύσσει τον αγώνα κι επιβάλλει τη δράση”. Και όντως αυτά είναι ιδιώματα που χαρακτηρίζουν την ζωή, την προσωπικότητα του, καθώς και το συγγραφικό του έργο: Όπως γράφει ο καθηγητής Φίλιας, ο Δ. αναζήτησε τους παράγοντες που προσδιόρισαν τον Νέο Ελληνισμό “μ’ ένα τρόπο βαθύτατα συνθετικό και χωρίς καταφυγές σε απλουστεύσεις και σχηματοποιήσεις.” Ο Μυστακίδης, επίσης, φίλος και συναγωνιστής του, έγραψε ότι το αναμορφωτικό έργο του Δ. ήταν στην ουσία παιδαγωγικό και ότι ξεκινούσε από την εθνική ανάγκη να αποκτήσει ο τόπος νέα πνευματική ηγεσία που θα εφώτιζε τον λαό για να βγει από την κακοδαιμονία που τον βασανίζει μέχρι σήμερα και που σφραγίζει όλους τους τομείς της ζωής του: κοινωνία, πολιτική, πολιτισμό, πνευματική ζωή, εκπαίδευση. Μιλώντας ο Δ. για την Ελλάδα που έβγαινε καθημαγμένη μετά τον Β’ παγκόμιο πόλεμο από όσα πλήγμα-τα εδέχθη όχι μόνο από τους εχθρούς αλλά και από τους «συμμάχους» της Βρετανούς, έγραψε: “Ένα καθεστώς γερασμένο, όλο φθορά και διαφθορά, στη διάθεση [] μιας ηθικά κατώτερης, άπιστης και άβουλης [] ψευτοηγεσίας, αρχίζει να ξεσκεπάζεται [] ως φαυλοκρατία και οχλοκρατία και να καταρρέει, αφήνοντας πίσω του [] την αναρχία και το χάος, απ’ όπου προβάλλουν [] ξεπεσμένες [] αξίες-προλήψεις, ένα είδος μάσκες για θεατρικές παραστάσεις, που δεν είναι εύκολο να συνεχίζονται, γιατί δεν τις θέλει κανένας, εξόν από τους θεατρίνους και τους επιχειρηματίες της πολιτικής σκηνής” (βλ. Τομές, όπ.π., σ.29). Η ζοφερή αυτή εικόνα δεν θυμίζει (αλίμονο) το σημερινό πολιτικό σκηνικό; Κέντρο της σκέψεώς του ήταν το ότι η έλλειψη αληθινής παιδείας υπονομεύει τον αγώνα του έθνους να λυτρωθεί από τους μηχανισμούς της υποτέλειας για να φθάσει το ιδανικό της ευνομίας και της δικαιοσύνης.
Η αποτυχία του Δ. είναι η ίδια η αποτυχία ενός λαού να πάρει στα δικά του χέρια την μοίρα του και να ξεχωρίσει πάλι ανάμεσα στα άλλα έθνη, τα λεγόμενα πολιτισμένα, σε μια εποχή μάλιστα όπου ασύδοτη πλέον η κεφαλαιοκρατία έχει επεκτείνει απίστευτα τον ζωτικό της χώρο (που μάλλον είναι χώρος και χορός του θανάτου), έχει καταργήσει τα εθνικά σύνορα, υπονομεύει τις εθνικές ιδιαιτερότητες και τα εθνικά συμφέροντα των λαών, την ίδια την υπόστασή τους, και θέτει το κέρδος πάνω από την ίδια την ζωή και τον άνθρωπο (αυτό θυμίζει, αλίμονο, κάποιους καλλιτέχνες που θέτουν την τέχνη – και μάλιστα την “τέχνη” τους – πάνω από την ζωή). Ο τόπος μας δεν εκατόρθωσε να αποκτήσει ακόμη γνήσια και πατριωτική πολιτική και πνευματική ηγεσία, και η σημερινή γενεά που κατέχει την εξουσία σε ποικίλους τομείς, στη μέγιστη πλειονότητά της, είναι αφελληνισμένη. Το έργο του Δ. (εκτός από το μοναδικό βιβλίο του εδημοσίευσε εκατοντάδες άρθρα και μελέτες) είναι ελάχιστα γνωστό έτσι όπως βρίσκεται μάλιστα, στο μέγιστο μέρος του, σκορπισμένο σε ποικίλα περιοδικά και εφημερίδες. Κατά τον Μυστακίδη δε (που ερεύνησε τα κατάλοιπά του το 1964 στην Αθήνα) υπάρχουν και κείμενα ανέκδοτα ακόμη, ίσως και ολόκληρο το Β’ βιβλίο του σημαντικότερου έργου του (σε επιστολή του, το 1962, ο Δ. γράφει ότι η συνέχεια του βιβλίου “είναι πια έτοιμη”). Πρέπει να γίνει συστηματική έρευνα ώστε να ευρεθούν και να αποθησαυριστούν τα κείμενά του με την έκδοση τους σε έναν ή και σε δύο τόμους, αλλά και να επανεκδοθεί με προσοχή και καλή φροντίδα το κύριο έργο του μαζί με την συνέχεια του, αν ευρεθεί.
Η σύντομη μελέτη του για τον πολιτικό κυνισμό των Βρετανών έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου (κάτι που χαρακτηρίζει γενικά την πολιτική όχι μόνο της Βρετανίας αλλά και των άλλων ισχυρών “πολιτισμένων” χωρών της Δύσεως), αρχίζει από το 1830 και φθάνει μέχρι την πρώτη μεγάλη όξυνση του Κυπριακού (1953-1960). Ο Δ. επισημαίνει εδώ ότι, ενώ οι Βρετανοί “έπεισαν” την κεμαλική Τουρκία να παραιτηθεί οριστικά από τα “δικαιώματα” της επί της νήσου (συνθήκη της Λωζάνης, 1923), την οποία έκαμαν αποικία τους, προσπάθησαν μετά να φανατίσουν και να ξεσηκώσουν τους Τουρκοκύπριους και να προκαλέσουν τον επεκτατισμό των Τούρκων μιλιταριστών (ό.π., σ.37 και σ.39), που άνοιξε την πληγή του Αττίλα στο αθώο σώμα της Μεγαλονήσου μας, και κατέστρεψε ζωές ανθρώπων και περιουσίες που έγιναν με μόχθο και αξιοσύνη. Φυσικά και η ευθύνη “Ελλήνων” δεν πρέπει να λησμονείται. Στον πρόλογο του (γραμμένον στο τέλος του 1960), ο διδάσκαλος τους δείχνει σχεδόν καθαρά:” οι ανιστόρητοι αρχοντοχωριάτες, οι πολιτικοί χαμαιλέοντες και οι άνανδροι, που έγιναν θύμα αυταπάτης, ή οργανωμένης απάτης κι εκβιασμού, και με τη σειρά τους, θύτες ενός ηρωικού λαού, προδότες ενός ιερού αγώνα” (όπ.π., σ.23). Μιλεί φυσικά για εκείνους που προετοίμασαν τον Αττίλα (θεληματικά ή αθέλητα). Ο Δ., τέλος, είναι από τους λίγους πνευματικούς ηγέτες που επίστεψε ότι ο Νέος Ελληνισμός έχει πολλά να διδάξει στους “πολιτισμένους” της Δύσεως, “τους χωμένους και σχεδόν χαμένους μέσα στο ηθικό χάος, όπου τους έριξε η σκαιότητα του τεχνικού τους πολιτισμού και της οικονομικής τους πολιτικής, δηλαδή του homo economicus” (βλ. Τομές, ό.π., σ.35).
Το κείμενο του που παρουσιάζει το Άρδην είναι το 5ο τμήμα του Α’ μέρους (Η Γένεση της ενότητας II (Η Ιστορική Οντότητα) του έργου του Η Νεοελληνική Κοινωνία και Οικονομία (α έκδοση 1934, σσ.126-141). Έχουν γίνε, ελάχιστες προσαρμογές (κυρίως ορθογραφικές), διότι ο Δ. έγραψε μια πολύ γλαφυρή απλή και αρμονική δημοτική με πολύ λίγες ακρότητες, ακολούθησε δε τον τύπο μονοτονικού συστήματος που έχει επικρατήσει σήμερα (μάλιστα εξηγεί την απόφασή του αυτή με εκτενές κείμενο στην αρχή του βιβλίου, όπου μελετά το ζήτημα ιστορικά και επικαλείται τον Βηλαρά και τον Σολωμό).