του Θ. Ματθαίου, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004
Κανοντας κάνεις σήμερα μια ενδοσκόπηση στο ελληνικό τραγούδι, εύλογα θα παρατηρούσε ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια κάμψη και έλλειψη δημιουργικότητας. Έτσι συναντούμε, όλο και πιο συχνά, αναμασήματα πάνω στα ίδια μοτίβα και επανεκτελέσεις-λίφτινγκ παλιών τραγουδιών με καινούργιους ήχους. Ολοένα αυξάνονται τα σχήματα και οι κομπανίες που ασχολούνται με τον τομέα της διασκέδασης των μαγαζιών της νύχτας που απλά συντηρούν το “παλιό καλό ελληνικό τραγούδι”. Αναζητώντας όμως κανείς κάτι καινούργιο, που απλά να έχει να πει κάτι διαφορετικό δε θα μπορούσε να μη σταθεί στη περίπτωση του Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Παρακολουθώντας προσεκτικά το μέχρι σήμερα έργο του βλέπει κανείς τη συνθετική του σκέψη πάνω στο πώς παντρεύει το σύγχρονο με το παραδοσιακό στοιχείο. Έτσι λοιπόν συνδυάζει τον σύγχρονο τεχνητό ήχο (ηλεκτρισμό, ηλεκτρονική μουσική) με άλλα φυσικά όργανα και μάλιστα αρκετά παραδοσιακά (π.χ. λαούτο, μπουζούκι, λύρα, γκαιντα, νέι κ.ά). Επίσης συναντούμε πολύ συχνά ρυθμούς και μέτρα ελληνικών παραδοσιακών χορών (π.χ. καλαματιανός, καρσιλαμάς, ρούμπα κ.ά.). Επιπλέον, η στιχουργική του διαθέτει φόρμες και αναστροφικές επαναλήψεις που χρησιμοποιούνταν στο ρεμπέτικο τραγούδι, όπως επίσης διαθέτει την περιγραφική απλοϊκότητα των συναισθημάτων που βρίσκουμε στο δημοτικό τραγούδι. Ο λόγος του είναι αρκετά εμπλουτισμένος με λέξεις τοπικών διαλέκτων που δε χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα στην κοινή καθομιλουμένη γλώσσα, προσδίδοντας ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα σε συνδυασμό με τη θεματολογία των κειμένων του. Ένα χαρακτηριστικό ακόμα που πρέπει να επισημάνουμε, είναι η σύνθεση πάνω σε ελληνικούς λαϊκούς δρόμους ή η χρήση μεμονωμένων στοιχείων τους (π.χ. σαμπάχ, χιτζαζ) σε συνδυασμό με άλλα ξένα μουσικά στοιχεία προς τις κλίμακες αυτές, δίνοντας έτσι την αίσθηση του απρόβλεπτου και του μη ορθόδοξα αρμονικού. Βέβαια δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι η όλη αυτή συνθετική διαδικασία οφείλεται και στους μουσικούς οι οποίοι τον συντροφεύουν εδώ και μερικά χρόνια. Είναι άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικούς μουσικούς χώρους όπως την παραδοσιακή, τη jazz, την ethnic jazz, το blues, τη rock και τη ψυχεδέλεια, γι’ αυτό και οι τελευταίες τους δουλειές έχουν έναν τόσο αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα που εμπεριέχει μοτίβα και παιξίματα από αυτούς τους ετερόκλητους χώρους.
Η συνθετική του σκέψη φαίνεται επίσης στο γεγονός ότι, αναφορικά με την κουλτούρα του, παρόλο που είναι τοπικός, είναι συγχρόνως και παγκόσμιος, συνομιλώντας με άλλες κουλτούρες που βρίσκονται πέρα από τον δικό μας γεωγραφικό και πολιτισμικό χώρο. Έτσι θα παίξει με μουσικούς από το Τουρκμενιστάν (στο δίσκο “τα Λάφυρα”), με αρμένικες ενορχηστρώσεις (στο δίσκο “Βραχνός Προφήτης”), θα μελοποιήσει την ποίηση του Πορτογάλου Πεσόα, χρησιμοποιώντας μουσικά δείγματα του πορτογαλικού παραδοσιακού τραγουδιού (φάδος) και παίζοντας με Λατίνους μουσικούς. Επίσης θα ταξιδέψει τους ακροατές του στην Αραβία μέσω των ηχογραφημένων ραδιοφωνικών βραχέων (στον δίσκο “Αγρύπνια”) και θα τους μυήσει στις παραδόσεις των Ρουμπαγιάτ της Μεσοποταμίας (στοω δίσκο “Αγία Νοσταλγία”). Αποδεικνύει έτσι έμπρακτα τον πολιτιστικό πλούτο που παράγει η συνομιλία των πολιτισμών.
Εστιάζοντας στη θεματολογία με την οποία καταπιάνεται, διακρίνουμε πρώτα από όλα ότι τα τραγούδια του ως επί το πλείστον είναι άχρονα και απρόσωπα. Η ανθρώπινη ύπαρξη παρουσιάζεται μέσα σε μια ολότητα. Αυτή η ολότητα είναι η ενότητα της φύσης, του σύμπαντος και όλων των όντων άψυχων και έμψυχων που όλα με τη σειρά τους αποκτούν έναν βαρύνοντα λόγο ύπαρξης. Η σκέψη του διέπεται από έναν οικοκεντρισμό όπου το μέγεθος της ανθρώπινης ύπαρξης και πράξης είναι μάταιες διότι είναι πολύ μικρές για να συλλάβουν με τη λογική το νόημα της ενότητας αυτής και να την καθυποτάξουν στα μέτρα τους. Η στιχουργική του είναι εξύμνηση και ποίηση της Φύσης. Είναι η εξύψωση του ελάχιστου και του ταπεινού σε μέγιστο και βαρυσήμαντο. Είναι εικόνες, μυρωδιές και μύθοι, τα οποία συναντά κανείς στο χώρο της ελληνικής υπαίθρου ακόμη και σήμερα, σε έναν κόσμο ο οποίος είναι αδιάστατα ανθρωποκεντρικός, κατακερματισμένος και μερικός μέσα στη σύγχρονη ζωή των μεγάλων μητροπόλεων. Έτσι λοιπόν, ακόμα και ο θάνατος, που είναι από τα βασικά του θέματα, συμβαδίζει με τη ζωή ως κάτι το πολύ φυσιολογικό σε βαθμό ασήμαντου.
Η αρκετά μεγάλη απήχηση που έχει το έργο του, ιδιαίτερα στην νεολαία, κάτι που φαίνεται στην αμεσότητα της επικοινωνίας που παράγεται στις ζωντανές εμφανίσεις του με το κοινό, αποδεικνύει ότι καλύπτει αυτό το συναισθηματικό κενό που αφήνει ο κατακερματισμένος και εξατομικευμένος κόσμος των αστικών κέντρων, λυτρώνοντας έστω για λίγο τη μοναξιά και τη μελαγχολία που κάποιοι άλλοι προσπαθούν απλά να ξεχάσουν στα κέντρα διασκέδασης. Άλλωστε αυτός είναι νομίζω και ο πραγματικός ρόλος της Τέχνης, η συμφιλίωση του εαυτού με τον κόσμο και όχι η περαιτέρω αποξένωση απ’ αυτόν.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ