Αρχική » Ευρωσύνταγμα με νέο όνομα;

Ευρωσύνταγμα με νέο όνομα;

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 68, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2008

ΤΗΛΕΠΛΑΓΚΤΑΙ ΠΛΑΝΑΙ (tileplagktoiplanai.blogspot.com)

Ευρωσύνταγμα και απορριπτικά δημοψηφίσματα

Πριν δύο χρόνια η Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη συνάντησε την καθολική αντίσταση των λαών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ενώ τότε, με επικεφαλής τους Γάλλους και τους Ολλανδούς, την απέρριψαν πανηγυρικά, η ευρωολιγαρχία ανασυντάχθηκε και, με κεντρικό διαχειριστή τον γαλλο-γερμανο-αγγλικό άξονα, την επανέφερε από το παράθυρο, φορώντας της νέο «ρούχο», αυτό της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης. Αυτή, απεκδυόμενη κάποια πολιτικά σύμβολα, όπως Σημαία και Εθνικός Ύμνος, καθώς και κάθε αναφορά σε λέξεις όπως Σύνταγμα, υπουργός Εξωτερικών της Ένωσης κ.λπ., λόγω των προκαλούμενων αρνητικών συνειρμών, διατήρησε ανέπαφα τόσο τη βασική εννοιολογική δομή, όσο και το κύριο περιεχόμενο του απορριφθέντος προηγούμενου συνταγματικού κειμένου, προσδίδοντας του τώρα, με την Άτυπη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (18-19/10/2007), την τελική νομική του μορφή.

Το 2005, ο απονομιμοποιητικός λόγος των ευρωπαϊκών λαών, με το ηχηρό και ξεκάθαρο «όχι» στο γαλλικό και ολλανδικό δημοψήφισμα, μεταξύ των άλλων αποτύπωνε τη ριζοσπαστική κινητοποίηση των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων, των ανέργων, των υποαπασχολούμενων και των χαμηλόμισθων εργαζομένων, που έπεφταν θύματα της νεοφιλελεύθερης οικουμενίκευσης, την οποία εξυπηρετεί συστημικά και συστηματικά η ίδια η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η θεσμική της διαμόρφωση, η πλανητική και εσωτερική πολιτική της. Πολιτική που στο εσωτερικό είναι αυτή της μαζικής ανεργίας, των επιδεινούμενων όρων εργασίας, της ληστρικής αρπαγής των λαϊκών εισοδημάτων (και μέσω της νομισματικής ενοποίησης- ευρώ), της μεθοδευμένης κρίσης και αποδόμησης των τομέων του συνταξιοδοτικού, της παιδείας και της υγείας, και γενικά των αποκαλούμενων κοινωνικών υπηρεσιών. Γι’ αυτό και στις τοπικές γεωγραφικές περιοχές ευμάρειας της Γαλλίας και της Ολλανδίας το «Ναι» είχε τη συντριπτική πλειοψηφία, ενώ το ακριβώς αντίθετο γινόταν για το «Όχι» στις περιοχές που διαβιούν τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Στη διαδικασία αυτή, η μεταρρυθμιστική και σοσιαλδημοκρατική Αριστερά τροφοδότησε και τα δύο πολιτικά στρατόπεδα (κάτι γνώριμο, εξάλλου, από την περίοδο των νατοϊκών βομβαρδισμών κατά της Σερβίας). Το ένα της τμήμα, με άξονα την πλειοψηφία των σοσιαλιστών και τμήμα των οικολόγων-πρά-σινων (Κον Μπεντίτ), αλλά και ορισμένους πρώην της «επαναστατικής Αριστεράς» (Τόνι Νέγκρι), ήταν υποστηρικτές του «Ναι», ενώ το άλλο της τμήμα (ATTAC, Ε.Κ.Φ. κ.ά.), χωρίς να αντιστρατεύεται την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά μόνο τη νεοφιλελελεύθερη εκδοχή της, ενίσχυσε το πολιτικό μέτωπο της απόρριψης. Αυτή η «επιμαχία» δυνάμεων του «Όχι» ήταν σπονδυλωμένη από τις σοσιαλδημοκρατικές και τις ριζοσπαστικές αντικαπιταλιστικές πτέρυγες της Αριστεράς χρειάστηκε όμως και η συνδρομή της δημαγωγικής, λαϊκιστικής-εθνικιστικής Δεξιάς, ώστε ο απορριπτικός συσχετισμός να καταστεί πλειοψηφικός.

Μεταμορφισμός σε «Μεταρρυθμιστική Συνθήκη»

Το νέο πακέτο της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης συνιστά κατά 9/10 μια πλήρη επένδυση και ένα νομικό ολοκλήρωμα που ενσωματώνει όλους σχεδόν τους τομείς του ευρωσυνταγματικού σχεδίου που αφορούν στην επαναρρύθμιση της θεσμικής λειτουργίας της Ε.Ε. Το μέγιστο μέρος των άρθρων της νέας «συνθήκης» είναι ακόμα και σε φραστικό επίπεδο ταυτόσημο με τα αντίστοιχα άρθρα του Ευρωσυντάγματος, ή έχουν γίνει ελάχιστες προσθέσεις και μεταβολές σε θέματα όπως: κριτήρια εισόδου νέων μελών, εθνικά κοινοβούλια, εγγύς εξωτερικό της Ένωσης (π.χ. Τουρκία), τρόπος επικύρωσης και έναρξη λειτουργίας κ.ά.

Για την ευρωπαϊκή ολιγαρχία απαιτήθηκε μια περίοδος αναδίπλωσης και προετοιμασίας του τρόπου καμουφλαρισμένης επαναδιατύπωσης του «ακυρωμένου» Ευρωσυντάγματος, ώστε να διασωθούν στη «νέα συνθήκη» όλες οι βασικές και καθοριστικές αρχές του, ως αντανάκλαση της ζωτικής αναγκαιότητάς της για ισχυρότερη και κατοχυρωμένη επέμβαση στις εσωτερικές διαδικασίες των κρατών-μελών της Ε.Ε., καθώς και για επαυξημένη ευελιξία στον τρόπο λήψης των αποφάσεων στους κυρίαρχους τομείς της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, και όχι μόνον.

Κι έτσι, ύστερα από μια ολόκληρη πενταετία συγκρούσεων και διαπραγματεύσεων, με φάσεις που ενίοτε χαρακτηρίζονταν από θεσμική κρίση και απειλούσαν με αποδιάρθρωση το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το ξημέρωμα της Παρασκευής 19 Οκτωβρίου η Διακυβερνητική Διάσκεψη 27 αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων αποφάσισε στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας την αποδοχή του σχεδίου κειμένου για τη «Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Ε.Ε.» μέσα σε ένα δούναι και λαβείν όπου, εκτός της άφωνης Ελλάδας, σχεδόν όλοι οι άλλοι κάτι πήραν. Μια «συνθήκη» αντιδραστικότερη και από αυτήν ακόμα την προηγούμενη Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, όχι μόνο σε επίπεδο περιεχομένου αλλά και σε επίπεδο διαδικασιών. Διότι όχι μόνο αγνοήθηκε (ως μη τελεσίδικη) η καταψηφιστική ετυμηγορία των λαών στα προηγούμενα δημοψηφίσματα για το Ευρωσύνταγμα και επανήλθε στη συνέχεια κάτω από καινούργια προσχηματική ονομασία, αλλά επίσης διότι προκρίθηκε η ολοκληρωτική και προστακτική διαδικασία (που αποτυπώνει τον βαθμό εκφασισμού των ευρωπαϊκών θεσμών) του να εξασφαλιστεί η απαραίτητη συναινετική ομοφωνία με συνοπτικές διαδικασίες μέσω των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. και των Κοινοβουλίων των κρατών-μελών, καθώς η επιζητούμενη λαϊκή συγκατάθεση είναι ανύπαρκτη. Η συμφωνία υπογράφτηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας στις 13 Δεκεμβρίου, και τους επόμενους μήνες, με την κοινοβουλευτική επικύρωση του συνόλου των κρατών-μελών, πρόκειται να μπει σε υλοποίηση το 2009. Ευθυγράμμιση της ελληνικής ολιγαρχίας

Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είναι ανοιχτά θασιώτες της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης, όπως και πριν, του Ευρωσυντάγματος, και λειτουργούν ως εγχώριοι προπαγανδιστές του ταξικού ψυχολογικού πολέμου της ευρωολιγαρχίας ότι, χωρίς τη νέα Συνθήκη, η ευρωπαϊκή ενότητα και προοπτική κινδυνεύουν. Στα πλαίσια αυτά, όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής (19-10-2007), η Ελλάδα θα είναι από τις πρώτες χώρες που θα την επικυρώσουν.

Στη διαπραγματευτική διαδικασία και στο συνεχές αλισβερίσι η Ελλάδα ουδέποτε διεκδίκησε κάτι ούτε στήριξε διεκδίκηση άλλου κράτους-μέλους, καθώς αποφάσισε να μη γίνει ενοχλητική, αφού επέλεξε και εδώ, όπως πράττει και σε άλλους τομείς της εθνικής εξωτερικής πολιτικής, την αφασική στρατηγική της αλαλίας. Έτσι, η Ελλάδα τέθηκε στην πρωτοπορία των σιωπηρών «ευρωπροθύμων», καθώς είναι από τις πρώτες χώρες που επικύρωσαν το Σύνταγμα της Ε.Ε. πριν, και που από τις πρώτες πάλι συγκατατίθεται στη νέα Συνθήκη, δίχως κανένα αντάλλαγμα. Αυτό δεν είναι περίεργο, αφού όλες οι μερίδες της τοπικής μεταπρατικής οικονομικής, πολιτικής και πνευματικής ολιγαρχίας, σε αγαστή αλληλενέργεια, έκαναν το παν ώστε να εμποδιστεί η αποτύπωση της λαϊκής βούλησης σε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις και καμπές που αφορούν το μέλλον του τόπου (ένταξη στην ΕΟΚ, συνθήκες Μάαστριχ και Άμστερνταμ, ένταξη στην ΟΝΕ, Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, Μεταρρυθμιστική Συνθήκη τώρα).

Αυτό, κάτω από μια πραγματικότητα όπου οι αρνητικές συνέπειες για τον ελληνικό λαό της ένταξης στην ΕΟΚ/Ε.Ε./ΟΝΕ ήταν σημαντικότατες, εφόσον έχουμε την πλήρη αποσύνθεση της οικονομικής δομής της χώρας, την καταστροφική εγκατάσταση του παρασιτικού καταναλωτισμού από τη μια πλευρά (μέσω των εξωτερικών μεταβιβάσεων χρηματοδοτικών πόρων και του δανεισμού), και την αναπαραγωγή της φτώχειας από την άλλη (σύμφωνα με στοιχεία της Γ.Γ. ΕΣΥΕ, το 21% των Ελλήνων ζει κάτω από το επίσημο όριο φτώχειας), τη βαθμιαία εξαφάνιση της ελληνικής εργασιακής χειρωνακτικής δύναμης και την επιβολή του εσωτερικού μεταναστευτικού εποικισμού, τον υπερδιπλασιασμό της ανεργίας, τη δραματική εκτίναξη του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο καθώς και του εξωτερικού χρέους, τη μακροπρόθεσμη εμπλοκή και καθήλωση της τοπικής παραγωγικής-τεχνικής βάσης. Έτσι, αποκαλύπτεται πως για την, εξουσιαζόμενη από μια εξωνημένη εγχώρια ολιγαρχία, ημιπεριφερειακή και καταχρεωμένη στους δυτικούς δανειστές Ελλάδα, δεν υφίσταται δυνατότητα αυτοδύναμης εθνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά αυτή χαράζεται σε γενικές γραμμές από τους μηχανισμούς του υπερεθνικού κεφαλαίου, τόσο στο επίπεδο του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου, όσο και στο επίπεδο του ευρωατλαντικού κέντρου της νεοταξικής στρατηγικής.

Περιεχόμενο Συνθήκης

Σε γενικό επίπεδο αναφοράς, με τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη επιφέρονται ορισμένες καθοριστικές μεταβολές:

1-        Εγκαθιδρύεται και προσδίδεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια νέα διακριτή υπέρ-κρατική νομική προσωπικότητα.

2-        Ακυρώνεται η διάκριση ανάμεσα στην «υπερεθνική» ευρωπαϊκή δικαιϊκή σφαίρα (στην οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία για νομοθετικές πρωτοβουλίες και εκτελεστική δράση) και στις ειδικότερες σφαίρες της εξωτερικής πολιτικής, των εσωτερικών θεμάτων και της Δικαιοσύνης, όπου ως τώρα τα κράτη-μέλη είχαν νομική κυριαρχία. Τώρα όλοι οι τομείς πολιτικής υπάγονται εντός της υπερεθνικής νομοθετικής ισχύος της Ε.Ε.

3-        Οι πολίτες των κρατών-μελών γίνονται εξαναγκαστικά πολίτες του νέου μεγακράτους της Ένωσης, υποχρεούμενοι σε νομική συμμόρφωση και ευπείθεια. Στη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένο άρθρο για την πρωτοκαθεδρία των νόμων της Ε.Ε. έναντι αυτών των κρατών-μελών (όπως στο Ευρωσύνταγμα), όμως κάτι τέτοιο συνεχίζει να ισχύει, αφού, όπως τον περασμένο Ιούνιο ανέφερε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: «Η Σύνοδος υπενθυμίζει ότι, σε συμφωνία με τον νόμο για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οι συνθήκες και οι νόμοι οι οποίοι υιοθετούνται από την Ένωση πάνω στη βάση των συνθηκών, έχουν προτεραιότητα έναντι των νόμων των εθνικών κρατών».

4-        Η Συνθήκη κατοχυρώνει στην Ε. Ε. μια τελεσίδικη, διαρκή νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική στοχοπροσήλωση. Διασφαλίζει την ελευθερία των επιχειρήσεων και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Με βάση αυτό, θα ενθαρρύνεται στο έπακρο η εκποίηση στο ιδιωτικό και υπερεθνικό κεφάλαιο βασικών κρατικών τομέων και υπηρεσιών όπως οι δημόσιες υποδομές, μεταφορές, ταχυδρομεία, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες κ.λπ., ενώ μια τυχόν επιδίωξη κρατικής ή κοινωνικοποιημένης σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, μέσα στα πλαίσια του ευρωπαϊκού δικαιϊκού συστήματος, θεωρείται αντισυνταγματική.

Σε ειδικότερο επίπεδο αλλαγών παρατηρούνται τα εξής:

1- θεσμοθετούνται δύο θέσεις κεντρικής σημασίας. Θεσπίζεται θέση προέδρου της Ε.Ε. με θητεία 2,5 χρόνων (ανανέωση μία φορά) και καταργείται η κυκλική εξάμηνη προεδρία από κάθε κράτος-μέλος. 0 πρόεδρος προετοιμάζει τις Συνόδους Κορυφής και είναι ο εκπρόσωπος της Ένωσης στις μεγάλες διεθνείς συσκέψεις και επαφές. Η άλλη θέση είναι αυτή του Ύπατου Εκπρόσωπου για την Εξωτερική Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, που θα είναι, επίσης, και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δηλαδή, θα είναι ο υπουργός Εξωτερικών της Ένωσης, αλλά (λόγω διαφωνίας της Αγγλίας) δεν θα αποκαλείται έτσι. 0α προεδρεύει των Συμβουλίων Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων και θα είναι εκπρόσωπος της Ένωσης στις διεθνείς συναντήσεις που γίνονται σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών. Η εξωτερική πολιτική των 27 θα υπάγεται εντονότερα στις κατευθυντήριες πολιτικές της Ε.Ε. Τυχόν διαφωνίες κυβερνήσεων και εθνικών κοινοβουλίων ελάχιστα θα λαμβάνονται υπόψη, αφού ο υπουργός Εξωτερικών της Ε.Ε. θα κινείται βάσει της γενικής γραμμής και των δεσμευτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, με σκοπό την προώθηση της ιμπεριαλιστικής ευρωατλαντικής νεοταξικής στρατηγικής.

2- Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της ισχύος εμφανίζεται ως μεταβίβαση μεγαλύτερης δύναμης στην Ε.Ε., καθώς αφαιρούνται εξουσίες από τα κράτη· μέλη και τα κοινοβούλια, αλλά και ως μεταφορά δύναμης από τα πληθυσμιακά ασθενέστερα στα ισχυρότερα κράτη, αφού το μέγεθος του πληθυσμού καθορίζει στο εξής την αντιπροσώπευση.

3-        Αίρεται η αρχή της ομοφωνίας και αφαιρείται η δυνατότητα μιας χώρας να αποτρέψει αποφάσεις καθοριστικά αρνητικές γι’ αυτή με βέτο. Το βέτο καταργείται σε περισσότερα από 60 πεδία πολιτικής και δίνει τη θέση του σε πλειοψηφικές διαδικασίες (η ομοφωνία διατηρείται σε θέματα εξωτερικής πολιτικής). Μέχρι το 2014 θα εξακολουθήσει να ισχύει το παρόν σύστημα ψηφοφοριών και μετά θα απαιτείται το 55% των κρατών-μελών και το 65% του πληθυσμού των κρατών-μελών για να ληφθεί απόφαση. (Οι Πολωνοί κέρδισαν τη συμπερίληψη στη Συνθήκη του λεγόμενου «συμβιβασμού των Ιωαννίνων» του 1994, που προβλέπει δικαίωμα μιας μικρής ομάδας χωρών να αναστέλλει «για εύλογο χρόνο» την υλοποίηση απόφασης που πάρθηκε από την Ε.Ε.).

4-        Τερματίζεται η μόνιμη εκπροσώπηση ενός κράτους-μέλους στην Ε.Ε. Από το 2014 μειώνεται ο αριθμός των επιτρόπων στα 2/3 του αριθμού των κρατών-μελών. Η μείωση θα ισχύει εκ περιτροπής για όλες τις χώρες.

5-        θεσμοθετείται και περνάει στις αρμοδιότητες της Κοινότητας και ο αποκαλούμενος τρίτος πυλώνας, αυτός της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων, που μέχρι τώρα είχε χαρακτήρα διακυβερνητικής και εθνικής δικαιοδοσίας. Μέχρι τώρα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα καταδίκης κράτους-μέλους αν αυτό αρνιόταν να εφαρμόσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Με τη Συνθήκη, θα μπορεί να το κάνει, 5 χρόνια μετά την οριστική της επικύρωση.

6- Η νέα Συνθήκη παρέχει με τρόπο προκλητικό την άδεια να εκχωρούνται τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών από την Ευρώπη στις ΗΠΑ, στα πλαίσια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Τούτο έρχεται ως συνέχεια των Συνθηκών Σένγκεν και Προυμ, του προγράμματος της Χάγης, του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κ.λπ., όπου πια οι μηχανισμοί καταστολής διαθέτουν πλήρεις βάσεις δεδομένων, με προσωπικά στοιχεία που διαβιβάζονται εντός της Ε.Ε. και προς τρίτους (ΗΠΑ). Αυτή τη ρύθμιση αποφάσισαν σχεδόν στα κρυφά οι υπουργοί Εξωτερικών και την πέρασαν από την επικυρωτική διαδικασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό, με τη σειρά του, την ενέκρινε με ψευδο-τροποποιήσεις, που αφήνουν ακάλυπτη την ανάγκη διασφάλισης του απορρήτου. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πόση, σε τελική ανάλυση, σημασία έχει το χρόνιο ρεφορμιστικό αίτημα για θεσμική αναβάθμιση της Ευρωβουλής. (Πάντως, με τη Συνθήκη αυξάνονται τυπικά κάποιες αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου, λόγω επέκτασης της λήψης αποφάσεων με συναπόφαση και σε άλλους τομείς).

7- Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη ορίζει πως η ευθύνη στη θέσπιση κανόνων για τη νομισματική πολιτική (ευρωζώνη), την κοινή εμπορική πολιτική και την τελωνειακή ένωση ανήκει αποκλειστικά στην Ε.Ε. Ορίζει επίσης τις από κοινού αρμοδιότητες μεταξύ της Ε.Ε. και των χωρών-μελών στους τομείς της εσωτερικής αγοράς, της κοινής αγροτικής πολιτικής, των μεταφορών, των διευρωπαϊκών δικτύων, του περιβάλλοντος, της ασφάλειας κ.λπ.

8- Στη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη ενσωματώνεται το αντεργατικό και αντικοινωνικό πνεύμα της «στρατηγικής της Λισαβόνας» και καταγράφονται οι πολιτικές της Ε.Ε. για τη στοχευμένη και πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, την προώθηση της λεγόμενης flexicurity (ευελιξίας και ασφάλειας), ενώ αναφέρεται και στην Οδηγία Μπολκενστάιν, με την οποία, και με το πρόσχημα ότι εξυπηρετείται η παροχή υπηρεσιών και η απασχόληση, υπονομεύονται οι συλλογικές συμβάσεις.

Με τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη αρχίζει επίσης ένας εσωτερικός αγώνας δρόμου για την ανάδειξη, στις καίριες θέσεις, των «εκλεκτών» της ευρωατλαντικής πολιτικής. Σύμφωνα με αποκαλύψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας (Ελευθεροτυπία – Κύρα Αδάμ, 20-10-2007), η Αγγλία φαίνεται πως προωθεί με αξιώσεις για τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου τον Πολωνό πρώην πρόεδρο Κβασνιέφσκι ή τον Βέλγο πρωθυπουργό Γκι Φέρχοφτσαφ. Η πρώτη επιλογή φέρνει στην πρώτη γραμμή έναν εκπρόσωπο του φιλοατλαντικού, ανατολικοευρωπαϊκού «μπλοκ των προθύμων». Επίσης, ως υπουργός Εξωτερικών της Ε.Ε. προετοιμάζεται ο Σουηδός υπουργός Εξωτερικών Καρλ Μπλιτ, που είχε αναμειχθεί στη γιουγκοσλαβική σύγκρουση ως απεσταλμένος της Ε.Ε., ενώ πριν λίγο καιρό διοργάνωσε, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, «ειδική διάσκεψη για το Κυπριακό», χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας και της Κύπρου (απέναντι στην οποία στέκεται με αντιπαλότητα).

Ο φόβος των δημοψηφισμάτων

Η ευρω-ολιγαρχία επιδιώκει με τρόπο συστηματικό να εμποδίσει την ενημέρωση των λαών για το πραγματικό περιεχόμενο και τον χαρακτήρα της Συνθήκης και να αποφύγει οπωσδήποτε τις δημοψηφισματικές διαδικασίες. Και φαίνεται πως δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα στο να επιτύχει τον σκοπό της, αφού, με εξαίρεση την Ιρλανδία, που υποχρεώνεται συνταγματικά, ουδεμία άλλη χώρα δεν φαίνεται να προχωρά σε δημοψήφισμα.

Την ίδια στιγμή, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών στις πέντε μεγαλύτερες χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία, Βρετανία, Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία) ζητά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ως τρόπου αποδοχής ή απόρριψης της Μεταρρυθμιστικής Σύνθήκης. Έτσι, για παράδειγμα, πρόσφατη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Harris για τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς (σε δείγμα 5.604 ατόμων) αποκαλύπτει πως το 76% των Γερμανών, το 75% των Βρετανών, το 72% των Ιταλών, το 65% των Ισπανών και το 63% των Γάλλων θέλουν δημοψήφισμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ