από την εφημερίδα Ρήξη φ.79
Η νεοφιλελεύθερη «μεταρρύθμιση» στον τομέα της Υγείας, προχωρά γοργά προς την συνειδητή πολιτική ανεμπόδιστης εμπορευματικής κυκλοφορίας των θεραπευτικών υπηρεσιών. Η μετατροπή των δημόσιων νοσοκομείων σε «αυτοτροφοδοτούμενες οικονομικές μονάδες» προαναγγέλλει για την πιο άγρια λεηλασία των κερδοφόρων τομέων της Υγείας, από τον ιδιωτικό τομέα.
Οι συγχωνεύσεις κλινικών, το φθηνό και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό («μπλοκάκι», κάλυψη εφημεριών ή υπερωριών μέσω εσόδων-εξόδων, κ.α), η μετατροπή του ασθενή σε πελάτη (μείωση δαπανών για την υγεία, πληρωμή διαγνωστικών εξετάσεων, επιβολή τροφείων κ.α), οι «εργολαβίες» υπηρεσιών (ιδιωτικά συνεργεία για φύλαξη-σίτιση-τεχνικές υπηρεσίες-καθαριότητα, κ.α), φανερώνουν την τελική λύση για την υγεία.
Η άρση προϋποθέσεων που αφορούν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις υγείας και η έμμεση εμπλοκή των τραπεζών στην δημόσια υγεία (πληρωμή των προμηθευτών, πιστωτικές κάρτες για νοσηλεία, κ.α), συμπληρώνουν την πλήρη εξαφάνιση του κοινωνικού αγαθού της Υγείας.
Εφιαλτικές, εμφανίζονται οι συνέπειες στον τομέα της Ψυχικής Υγείας. Τομέα, στον οποίο αντικατοπτρίζεται η επιβάρυνση των βίαιων επιπτώσεων, που επιφέρει η οικονομική κρίση. Αύξηση των αυτοκτονιών, των καταθλίψεων και άλλων αγχωδών διαταραχών, ασυλοποίηση ευάλωτων ομάδων, εγκατάλειψη ηλικιωμένων σε Κέντρα Ψυχικής Υγείας, αυξανόμενο αίσθημα ανασφάλειας και διεύρυνση παραβατικών συμπεριφορών, αποδιάρθρωση των οικογενειακών σχέσεων, επιδείνωση περιστατικών βίας και αύξηση της κατάχρησης αλκοόλ και εξαρτησιογόνων ουσιών ή προβλημάτων τζόγου, κ.α, είναι αποτελέσματα που επιτείνουν την ανάγκη κοινωνικής διαχείρισης των επιπτώσεων αυτών. Οι προτεινόμενες πολιτικές, κάθε άλλο όμως, οδηγούν στην κατεύθυνση αυτή.
Η προϊούσα πολιτική συρρίκνωσης των Οργανισμών, συμπληρώθηκε με την απόφαση του Αυγούστου για περικοπή σε ποσοστό 50%, των ήδη κατακρεουργημένων επιχορηγήσεων για το 2011. Η απόφαση αυτή αφορά στο ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ, Κέντρα Πρόληψης και στις δομές Ψυχικής Υγείας στο πλαίσιο αποασυλοποίησης Ψυχαργώ, ενώ και το 18 ΑΝΩ, το ΨΝΘ, κλπ, αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα που σχετίζονται με την δραστική μείωση των κλινών και υπηρεσιών.
Οι επιπτώσεις των μέτρων, συνοψίζονται σε τρείς παραμέτρους:
– Χρηματοδοτική ασφυξία με προοπτική εξαφάνισης οργανισμών
– Εργασιακή εφεδρεία 10% στο προσωπικό, με δεδομένο το πρόβλημα ελλείψεων προσωπικού και αδυναμία προσλήψεων
– Άναρχη και γραφειοκρατική αναδιάρθρωση-κατάργηση δομών και υπηρεσιών.
Οι επιπτώσεις, θα είναι η επιστροφή ψυχιατρικών ασθενών με σχετική κοινωνική ενσωμάτωση, σε συνθήκες ασύλου, με παράλληλη αυξημένη ζήτηση κλινών, -λόγω κρίσης – και μείωση φροντίδας και υποδομών.
Η … «επανίδρυση» της Λέρου, αποτελεί υπαρκτό ενδεχόμενο.
Οι θεραπευόμενοι στις Θεραπευτικές κοινότητες απεξάρτησης, κινδυνεύουν να μείνουν στο δρόμο, καθώς αυτές αποτελούν πλήρη θεραπευτικά κοινόβια διαμονής με αυξημένες απαιτήσεις υποδομών και προδιαγραφές λειτουργίας.
Η αύξηση των εξαρτημένων από ουσίες (περίπου 20% τα τελευταία 2 χρόνια) θα συναντά την κατάργηση δομών που προσφέρουν θεραπευτική διέξοδο, μεγαλώνοντας ένα πλήθος εξαθλιωμένων περιπλανώμενων συνανθρώπων μας, με σύνθετες ανάγκες φροντίδας.
Η χορήγηση υποκατάστατων (μεθαδόνη, βουπρενορφίνη, κ.α) από τα νοσοκομεία, με την μεταφορά του ΟΚΑΝΑ, σε συνθήκες λεηλατημένου Ε.Σ.Υ, εγκαινιάζει μια επίσημη πια πολιτική απλής συντήρησης. Η χορήγηση χωρίς προδιαγραφές και ψυχοκοινωνικό πλαίσιο, μετατρέπει το κράτος σε «διανομέα» φαρμάκων και φθηνό διαχειριστή της ανθρώπινης απόγνωσης. Παράλληλα, τα Κέντρα Πρόληψης, δεν υπάρχουν θεσμικά, στο νέο νομοσχέδιο για τα ναρκωτικά, μαρτυρώντας την συλλογιστική της Πολιτείας για την μείωση της κοινωνικής παθογένειας.
Με τα παραπάνω, το προς ψήφιση νομοσχέδιο, που κατοχυρώνει νομοθετικά το δικαίωμα του εξαρτημένου στην θεραπεία, την απαλλαγή για αδικήματα που έγιναν την περίοδο της εξάρτησης, καθώς και τη μερική αποποινικοποίηση ουσιών, δίνουν το δικαίωμα να μνημονεύεται ως περισσότερο συμβολική και επικοινωνιακή κίνηση «εκσυγχρονισμού» παρά ως μια συνειδητή πολιτική πράξη.
Ο κίνδυνος να υπάρχει ένα προωθημένο νομοσχέδιο, χωρίς ανθρώπους και υποδομές για υλοποίηση είναι άμεσος.
Η πολιτική που ακολουθείται, δεν είναι καινοφανής και νέο-μνημονιακή. Σύμφωνα, με την συνθήκη της Λισσαβόνας (2007) οι στρατηγικές για την Ψυχική Υγεία, αφορούν στην μείωση του κράτους ως βασικού φορέα παροχής υπηρεσιών, στην μεταφορά αρμοδιοτήτων στην τοπική Αυτοδιοίκηση, στην μετακύλιση του κόστους στην οικογένεια και το άτομο ( υπηρεσίες, ασφαλιστικό, ιδιωτική ασφάλιση, κλπ), στην ενίσχυση του εθελοντισμού και στην μείωση των δαπανών (υλικοί πόροι-ανθρώπινο δυναμικό), κ.α. Αλλά και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, αποφαίνεται: «Οι εξειδικευμένες υπηρεσίες καλής ποιότητας είναι δαπανηρές λόγων των μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται καθώς και του υψηλού κόστους μισθοδοσίας… είναι σαφές πως οι περισσότερες πρέπει να είναι άτυπες κοινοτικές υπηρεσίες υγείας» και επίσης «Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα προβλήματα ψυχικής υγείας μόνοι τους, με την στήριξη της οικογένειας και των φίλων. Γι’αυτό η αυτοφροντίδα πρέπει να αποτελέσει τη βάση της πυραμίδας οργάνωσης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας». Βέβαια, η αυτοφροντίδα δεν πρέπει να συγχέεται με την αυτοβοήθεια και την φροντίδα από το υποστηρικτικό περιβάλλον, ή με μια κοινωνικοποίηση της φροντίδας των πληθυσμό, από μια αυτενεργούσα κοινότητα, αλλά ως το ιδεολογικό όχημα, που θα μεταφέρει την υποβάθμιση και την υποχρηματοδότηση στις υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, με επακόλουθο την κερδοσκοπική ιδιωτική δράση.
Ο ενταφιασμός του Κράτους Πρόνοιας και Δικαίου αποτελεί, συνειδητή οικονομική επιλογή των ευρωπαϊκών ελίτ και πληγώνει σχεδόν το σύνολο των Ελλήνων πολιτών. Είναι ένα καθολικό ζήτημα αντίστασης και ως τέτοιο οι εργαζόμενοι και οι χρήστες υπηρεσιών (άτομα, οικογένειες) της Ψυχικής Υγείας, μπορούν να το αντιμετωπίσουν. Σε συμμαχία με την ευρύτερη κοινωνία και με συντονισμένη και αυτόνομη δράση στους εργασιακούς χώρους.