
Του Martin McKee*
Απόδοση στα ελληνικά Παναγιώτης Χούπας
Ο σκανδαλοθηρικός Τύπος του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) έκανε πάρτι.
«ΟΧΙ! Η ΕΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΑ ΕΜΒΟΛΙΑ ΜΑΣ!» έγραφε η Daily Mail και στο ίδιο μήκος κύματος η Daily Express αναφωνούσε «ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΣΑΣ! Η ΕΓΩΙΣΤΡΙΑ ΕΕ ΘΕΛΕΙ ΤΑ ΕΜΒΟΛΙΑ ΜΑΣ!».
Στους πηχυαίους αυτούς τίτλους αντικατοπτριζόταν ο συνδυασμός θριαμβολογίας για την επιτυχία του ΗΒ στην, κατά γενική ομολογία, πολύ εντυπωσιακή ανάπτυξη ενός νέου εμβολίου (ιδιαίτερα σε σύγκριση με την πολύ αργή πρόοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης), οργής για τις αποφάσεις ορισμένων Ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών οι οποίες λίγες μέρες νωρίτερα είχαν αναστείλει τη χρήση του εμβολίου της AstraZeneca (κίνηση που έμοιαζε με επιβολή ποινής για το Brexit) και αγανάκτησης επειδή αυτοί οι ξένοι ήθελαν να κλέψουν τα εμβόλιά «ΜΑΣ». Βεβαίως, η αλήθεια είναι κάπως πιο περίπλοκη.
Για να κατανοήσουμε τι ακριβώς συνέβη, θα πρέπει να επιστρέψουμε στις αρχές του 2020, εποχή κατά την οποία ελήφθησαν μερικές πολύ κρίσιμες αποφάσεις.
Η ομάδα τής Οξφόρδης είχε έτοιμο ένα υποψήφιο εμβόλιο σε χρόνο ρεκόρ. Χρειαζόταν όμως μια βιομηχανία-συνέταιρο για να το βγάλει στην αγορά. Η αρχική επιλογή ήταν η αμερικανική εταιρία Merck, η οποία είχε πολύ μεγάλη εμπειρία ως παρασκευάστρια εμβολίων. Η βρετανική κυβέρνηση όμως, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, αφού δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι τα εμβόλια που θα παράγονταν από μια αμερικανική εταιρεία θα ήταν τελικά διαθέσιμα στο ΗΒ και επέμεινε να συναφθεί συμφωνία μεταξύ Οξφόρδης και της Αγγλο-Σουηδικής εταιρείας AstraZeneca.
Υπήρχε όμως ένα μείζον ζήτημα. Η AstraZeneca δεν είχε καμία εμπειρία στην παραγωγή εμβολίων.
Στις μελέτες ασφαλείας και αποτελεσματικότητας εμφανίστηκαν πολλά προβλήματα. Ένας από τους συμμετέχοντες παρουσίασε ανεξήγητα νευρολογικά συμπτώματα και οι μελέτες διακόπηκαν. Σαφώς, όταν σε μεγάλο αριθμό υγιών ατόμων χορηγείται ένα καινούριο σκεύασμα, υπάρχει πάντα κίνδυνος να εμφανιστούν ορισμένα μη σχετιζόμενα με τη χορήγηση συμβάντα. Οι μελέτες λοιπόν σύντομα ξανάρχισαν, αν και με κάποια καθυστέρηση στο σκέλος τους που αφορούσε τις ΗΠΑ. Τότε, 2.741 εθελοντές έλαβαν τη μισή από την προβλεπόμενη δόση. Αυτό ήταν δυσεξήγητο.
Πάντως, το κύριο πρόβλημα αφορούσε τον τρόπο δημοσιοποίησης και των δύο περιστατικών. Υπήρχαν σαφείς αποκλίσεις στην περιγραφή του νευρολογικού προβλήματος μεταξύ των δελτίων τύπου της εταιρίας, της ενημέρωσης των χρηματοδοτών και των εσωτερικών εγγράφων. Όταν ανακοινώθηκαν τα πρώτα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών, η εταιρεία εστίασε στο ποσοστό 90% της αποτελεσματικότητας στην ομάδα εθελοντών που είχαν λάβει κατά λάθος τη μειωμένη δόση. Η προφανής αυτή επιτυχία ήταν αναμφισβήτητη και ευπρόσδεκτη, σύντομα όμως δημιουργήθηκαν απορίες. Πολλές λεπτομέρειες έλειπαν και, αντίθετα με την πάγια τακτική, τα αποτελέσματα διαφορετικών μελετών είχαν αναμιχθεί. Δεν ήταν εξαρχής ξεκάθαρο το ότι η διαφορά στη δοσολογία δεν ήταν προσχεδιασμένη. Στο μεταξύ οι αναλυτές πάσχιζαν να κατανοήσουν αν το ποσοστό 90% οφειλόταν στην καθυστέρηση χορήγησης της δεύτερης δόσης σε όσους είχαν λάβει τη μικρότερη αρχική δόση, ή στο ότι σ’ αυτούς είχαν συμπεριληφθεί λιγότεροι ηλικιωμένοι. Πράγματι, καθώς έγινε γνωστό ότι δεν υπήρχε επαρκής εκπροσώπηση των μεγάλων ηλικιών σε όλα τα δεδομένα των μελετών, ανέκυψαν ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του εμβολίου σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες.
Αυτά τα επικοινωνιακά προβλήματα ήταν μόνο η αρχή. Όταν η παραγωγή ξεκίνησε, έγινε φανερό ότι η AstraZeneca δεν θα μπορούσε να παραδώσει τις ποσότητες εμβολίων που είχε υποσχεθεί.
Ως ένα σημείο και αυτή η εξέλιξη ήταν κατανοητή. Η παραγωγή εμβολίων είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και οι άλλες εταιρείες αντιμετώπιζαν επίσης προβλήματα. Η διαφορά ήταν στο πώς η συγκεκριμένη εταιρεία ανταποκρίθηκε.
Η AstraZeneca είχε υπογράψει συμβόλαια τόσο με το ΗΒ, όσο και με την ΕΕ. Είχε συμφωνήσει να παραδώσει 120 εκατομμύρια δόσεις στην ΕΕ έως το τέλος Μαρτίου του 2021. Όταν όμως ανέκυψαν τα προβλήματα παραγωγής, ενημέρωσε την ΕΕ ότι θα μπορούσε να εγγυηθεί για 30 μόνο εκατομμύρια δόσεις, τις οποίες αργότερα αύξησε σε 40 εκατομμύρια.
Ήταν λοιπόν απολύτως αναμενόμενο το ότι η ΕΕ δεν θα ήταν ευτυχής κατόπιν αυτής της εξέλιξης, από τη στιγμή μάλιστα που η ίδια εξήγαγε εκατομμύρια δόσεων σε χώρες που παρήγαγαν εμβόλια, του ΗΒ συμπεριλαμβανομένου, χωρίς να παίρνει τίποτε ως ανταπόδοση. Η επακόλουθη έλλειψη είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση των προγραμμάτων εμβολιασμού σε αρκετές χώρες-μέλη της ΕΕ, ενώ, στο μεταξύ, το ΗΒ λάμβανε εμβόλια από όλα τα εργοστάσιά του και από αυτά του Βελγίου και της Ινδίας.
Οι βασικοί λόγοι για την κατάσταση που διαμορφώθηκε είναι ασφαλώς δύσκολο να καθοριστούν. Ωστόσο, το πρόβλημα φαίνεται να έγκειται στο ότι η AstraZeneca υπέγραψε δύο συμβόλαια ασύμβατα μεταξύ τους, δεδομένων των δικών της προβλημάτων παραγωγής. Πέραν αυτού βεβαίως η αποσαφήνιση συγκεκριμένων ζητημάτων είναι πολύ δυσχερής. Ο νομικός Gareth Davies, καθηγητής στο Άμστερνταμ, έχει αναλύσει διεξοδικά το τι ακριβώς είναι γνωστό και, κυρίως, το τι δεν είναι γνωστό. (Has the UK really outperformed the EU on Covid-19 vaccinations? | EUROPP (lse.ac.uk))
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για διένεξη μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και AstraZeneca. Ωστόσο, την επίλυση της διαφοράς δυσχέρανε η σοβαρή απώλεια εμπιστοσύνης. Εν μέσω της διένεξης η εταιρεία έδινε την εντύπωση ότι δεν είχε διδαχθεί τίποτε από τα ζητήματα που είχαν προκύψει μετά την ανακοίνωση των αρχικών αποτελεσμάτων της μελέτης. Σε μία άνευ προηγουμένου εξέλιξη, το Ινστιτούτο Αλλεργικών και Λοιμωδών Νόσων των ΗΠΑ (ΣτΜ διευθυντής του είναι ο καθηγητής Anthony Fauci), ανακοίνωσε ότι σύμφωνα με τις επισημάνσεις της Επιτροπής Παρακολούθησης Δεδομένων και Ασφαλείας, υπήρχαν «αμφιβολίες σχετικά με την πληροφόρηση που παρείχε η AstraZeneca όταν δημοσιοποίησε τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης του εμβολίου της» στις ΗΠΑ. Ο Philippe Lamberts, ένας από τους ηγέτες της ομάδας των Πρασίνων στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κάλυψε πολλούς δηλώνοντας ότι «η AstraZeneca καθώς φαίνεται αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα εταιρικής κουλτούρας. Διακατέχεται από κουλτούρα αναξιοπιστίας». Ο Thierry Breton, Ευρωπαίος Επίτροπος εσωτερικής αγοράς ανέφερε ότι, ενώ βρισκόταν σε «συνεχή επαφή» με την εταιρεία, δεν ελάμβανε πάντα «ικανοποιητικές εξηγήσεις» για τις ελλείψεις εμβολίων.
Σαν να μην έφθανε αυτό, όπως σημειώθηκε στην αρχήν του παρόντος κειμένου, η διένεξη αυτή επαναπροσδιορίστηκε από ορισμένους ως διένεξη Ηνωμένου Βασιλείου – Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτός ήταν, άλλωστε, ένας υπαρκτός κίνδυνος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προτείνει την εκπόνηση σχεδίου για πιθανή απαγόρευση εξαγωγών, κάτι όμως που δεν είχε την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ωστόσο, αναπόφευκτα ίσως, σε κάτι τέτοιο προέτρεπε η βάσιμη δυσπιστία των Βρυξελλών απέναντι στο ΗΒ, το οποίο είχε αθετήσει τις υποχρεώσεις του που απέρρεαν από το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας (ΣτΜ το πρωτόκολλο αυτό, μεταξύ ΗΒ και ΕΕ, διέπει το εμπόριο της Β. Ιρλανδίας μετά το Brexit), οπότε η ΕΕ ήταν υποχρεωμένη να δράσει επιβάλλοντας κυρώσεις. Ευτυχώς, οι ψύχραιμες φωνές επικράτησαν, εγγυώμενες ίσως ότι οι αξιωματούχοι του Ηνωμένου Βασιλείου που είχαν εμπλακεί στις μετά το Brexit διαπραγματεύσεις και των οποίων η εριστική στάση ήταν πασιφανής, θα έμεναν μακριά από τις παρούσες συζητήσεις.
Είναι από παλαιά γνωστό ότι η εμπιστοσύνη αποτελεί βασική προϋπόθεση μιας επιτυχημένης εμβολιαστικής εκστρατείας. Υπό κανονικές συνθήκες αυτό σημαίνει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ όσων καλούνται να εμβολιαστούν και όσων απευθύνουν την έκκληση. Η προκειμένη περίπτωση είναι βεβαίως διαφορετική, οι αρχές όμως παραμένουν οι ίδιες. Δυστυχώς, φαίνεται ότι μεγάλη ανησυχία σχετικά με το συγκεκριμένο εμβόλιο είναι πλέον διάσπαρτη στο κοινό σε ορισμένες χώρες, ενώ υπάρχει κίνδυνος για ακόμη μεγαλύτερη ζημία, δεδομένης της ύπαρξης ομάδων και ατόμων που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν οποιαδήποτε ανησυχία για τα εμβόλια γενικότερα.
Η AstraZeneca χρειάζεται ασφαλώς να εξετάσει σοβαρά τους χειρισμούς της σε αυτή την υπόθεση και να διδαχθεί από αυτή. Η σύμπραξη Οξφόρδης – AstraZeneca ανέπτυξε ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο. Θα ήταν τραγικό αν οι προσπάθειές της αποδειχθούν μάταιες εξαιτίας δικών της πράξεων που στρέφονται εντέλει εναντίον της και οδηγούν σε απώλεια εμπιστοσύνης.
* Ο Martin McKee είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής δημόσιας υγείας στη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου. Είναι επίσης μέλος της μη κυβερνητικής Ανεξάρτητης Επιστημονικής Συμβουλευτικής Ομάδας για Καταστάσεις Έκτακτης Ανάγκης του ΗΒ και της επιτροπής ειδικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις επενδύσεις στην Υγεία.
Το πρωτότυπο άρθρο στην αγγλική γλώσσα δημοσιεύτηκε στη Βρετανική Επιθεώρηση Υγείας (British Medical Journal) στις 26/03/2021, όπου ο αναγνώστης μπορεί να βρει όλες τις πηγές του συγγραφέα: