Προς αναζήτηση νέου προσανατολισμού για την πεζογραφία της Μεταπολίτευσης
Του Βαγγέλη Βαϊάννη
Ο διάλογος γύρω από την πεζογραφία στη Μεταπολίτευση μπορεί να έχει αρκετές θεωρητικές αφετηρίες. Συνηθίζεται ο προσανατολισμός του λογοτεχνικού πεδίου στην Ελλάδα να ανιχνεύεται μέσα από τη σχέση ατομικού-συλλογικού (Χατζηβασιλείου, 2019, Κούρτοβικ, 2020), από μεγάλες ή μικρές μεταβάσεις των κυρίαρχων εκπροσώπων του σε συγκεκριμένες ερμηνείες της εξελικτικής τροχιάς του ελληνικού κράτους ή μέσα από την ανάδειξη κάποιων όψεων κοινωνικής δυναμικής.
Όταν ο Γ. Καραμπελιάς έγραφε το βιβλίο, Από το μέγιστο στο ελάχιστο, το 1993, διείδε έγκαιρα εκείνο που υπονοώ στον ίδιο τον τίτλο: Από τη δεύτερη μεταπολιτευτική δεκαετία εγκαινιάζεται μια περίοδος στη νεοελληνική λογοτεχνία όπου το εθνικό, είτε αυτό προσλαμβάνεται στη διαχρονική του διάσταση είτε προσδιορίζεται από τις βασικές πτυχές του καθημερινού βίου, απομυθοποιείται. «Το μυθιστόρημα αλλά και γενικότερα η τέχνη της δεκαετίας του ‘80 και των αρχών του ‘90 είναι τέχνη απομυθοποίησης[…] Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των πεζογραφημάτων της δεκαετίας είναι πως κινούνται στο πλαίσιο της ‘‘διαλεκτικής του ελάχιστου’’. Απέναντι σε κάποιο μυθολογικό ή μυθοποιημένο ‘‘μέγιστο’’, η ζωή βιώνεται ως -και συχνά είναι- ‘‘χαμοζωή’’. Ένας κόσμος έχει καταστραφεί, έχει καταρρεύσει, χωρίς να βρεθεί μια απάντηση στο ίδιο το πεδίο της κατάρρευσής του…». Πρόκειται για την ίδια περίοδο που ήδη ο Κούρτοβικ, το 1988, έχει αναφέρει ως «πλήρους κυριαρχίας του εγώ».
Τα ψήγματα μιας απομυθοποίησης εντοπίζονται ή υπονοούνται από την ίδια την αλλαγή στη σχέση ατομικού-συλλογικού, το βασικό ερμηνευτικό πλαίσιο που ανέφερα προηγουμένως. Η αποθέωση του ατομικού μετά τη δεκαετία του ’80 αναπόφευκτα κουβαλάει εντός της και τις πιο αρνητικές όψεις ενός εγωτιστικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης∙ τα υποκείμενα αντιλαμβάνονται βαθμηδόν την αδυναμία τους να διαμορφώσουν τις κοινωνικές συνθήκες· και αντιστρόφως, αν τις αντιλαμβάνονται ως περιοριστικές, αυτό είτε οδηγεί σε κάποιας μορφής χειραφέτηση είτε σε μια ηθική παρακμή για την οποία έχουν πλήρη συνείδηση και δεν μπορούν να την υπερβούν.
Ήταν Το Σοφό Παιδί του Χρήστου Χωμενίδη το έργο-τομή στο οποίο φαίνονται διαυγέστερα οι πρώτες ρωγμές του κυρίαρχου μεταπολιτευτικού μοντέλου. Ο κίβδηλος ευδαιμονισμός, ο φρενήρης καταναλωτισμός και η βίαιη κοινωνική αλλαγή παρουσιάστηκαν σαν καρικατούρα, ούτε αποθεωτικά ούτε απορριπτικά, αλλά ο καθένας μπορεί να προβεί σε αξιολογική κρίση πάνω στα φαινόμενα εκείνα. Μολονότι τα έργα που προσιδιάζουν στην παρωδική μορφή λογοτεχνίας σπάνια έχουν εντός τους κάποιο «αντιπαράδειγμα», οι παραμορφωτικοί καθρέφτες μέσα από τους οποίους αναπαρίστατο η κοινωνία της Μεταπολίτευσης στο Σοφό Παιδί το 1993 προσέφερε μια νέου τύπου ανάγνωση της εποχής εκείνης μέσα από τη λογοτεχνία της απομάγευσης και του γκροτέσκου. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Χ. Βακαλόπουλος, με το κλασικό του έργο Γραμμή του ορίζοντος, στο οποίο βέβαια η αποδόμηση λαμβάνει τη μορφή μιας αναγκαίας επιστροφής σε ορισμένες πτυχές των κοινωνιών του ’60 που ξεχάστηκαν μεταπολιτευτικά.
Η έλευση της οικονομικής κρίσης -με τα διευρυμένα της πλοκάμια σε άλλους τομείς του πυρήνα της κρατικής μας ύπαρξης- συνοδεύτηκε από μια ανανοηματοδότηση του συλλογικού στην ελληνική πεζογραφία. Και πάλι φαίνεται η σημασιοδότηση αυτή να μην είναι αποκομμένη από τις παρατηρήσεις κάποιων διανοητών για τη δεκαετία του ’80, αλλά να κινείται στην ίδια αποδομητική τροχιά. Ο παρών χώρος δεν μου επιτρέπει να επιχειρηματολογήσω εκτενέστερα στο πλαίσιο αυτό. Επιθυμώ, εντούτοις, να σταθώ αλλού∙ φαίνεται πως υπάρχει ένα πνευματικό έργο τα τελευταία χρόνια που απομακρύνεται από ερμηνευτικά πλαίσια, όπως εκείνα των θεωριών της εξάρτησης, για την προσέγγιση της ελληνικής περίπτωσης. Είναι ευκρινής μια προσπάθεια να μην εκλαμβάνεται πλέον η Ελλάδα ως «εξαίρεση», κάτι σαν αποικία αναπόδραστα υποταγμένη στις διαχρονικές της αδυναμίες. Παρόμοιας υφής αλλαγή δεν θεωρώ πως εντοπίζουμε στο πεδίο της λογοτεχνίας, παρά μόνο στο επίπεδο της διανόησης.
Είναι σημαντικό να ανοίξει ο διάλογος γύρω από τον προσανατολισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όχι μόνο με φιλολογικές αναφορές, αλλά να προκύψει μια περαιτέρω συνομιλία της φιλοσοφίας, των πολιτικών και κοινωνικών επιστημών με τη λογοτεχνική παραγωγή, με σκοπό το άνοιγμα του πεδίου και την ποιοτική του εξέλιξη.
Αν πράγματι η εστίαση στις αρνητικές όψεις του νεοελληνικού βίου είναι κυρίαρχη, τότε εξίσου κυρίαρχη οφείλει να είναι η έμμεση ή αμεσότερη ύπαρξη κάποιου αντι-παραδείγματος. Και αν έχει κάποια σημασία η επιστροφή στην ιστορική μνήμη και ο επαναπροσδιορισμός των εθνικών πληγών, τότε πόση σημασία έχει η καλλιτεχνική αναπαράσταση του «αύριο»; Συχνά διερωτώμαι αν υπάρχει χώρος για τη φώτιση -μέσα από τη λογοτεχνία- των ρωγμών εκείνων που βαθαίνουν στις σύγχρονες κοινωνίες της διακινδύνευσης: η εργασιακή ανασφάλεια με την παγκόσμια ευρύτητα που λαμβάνει, τα αποτελέσματα της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης που ήδη επελαύνει, η απειλή μιας νέας υγειονομικής απορρύθμισης ή η οικολογική αποσύνθεση (απαλλαγμένη από ιδεολογικές σημαίες). Αναμφίβολα πρόκειται για ζητήματα που δεν κυριαρχούν στα βιβλία που εντοπίζω στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Πιστεύω ακράδαντα πως αρκετοί Έλληνες πεζογράφοι έχουν την καλλιτεχνική επάρκεια για την ανάδειξη των νέων κοινωνικών δυναμικών και τη φώτιση των διαιρέσεων του σύγχρονου πολύπλοκου κόσμου, χωρίς την ολίσθηση σε έναν στείρο επικαιρισμό. Αλλά ίσως βρίσκεται στον πυρήνα του λογοτεχνικού πεδίου στην Ελλάδα η τάση να κινείται μαιανδρικά προς την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του.