Αρχική » Το Πεκίνο, το Αφγανιστάν και η αποχώρηση των ΗΠΑ

Το Πεκίνο, το Αφγανιστάν και η αποχώρηση των ΗΠΑ

από Άρδην - Ρήξη

Προλογισμός/Μετάφραση: Γιώργος Κουτσαντώνης από το respublica.gr

Παρά το γεγονός ότι το Αφγανιστάν βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα με τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, η γεωγραφική θέση και το υπέδαφός του, πλούσιο σε υδρογονάνθρακες, πολύτιμα μέταλλα και σπάνιες γαίες, τού προσδίδουν τεράστια γεωπολιτική και οικονομική αξία. Κι όμως, οι κολοσσιαίες προσπάθειες, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, τα τελευταία είκοσι χρόνια, απέτυχαν να δημιουργήσουν έναν κρατικό μηχανισμό ικανό να λειτουργεί αυτόνομα χωρίς την οικονομική συνεισφορά της διεθνούς κοινότητας. Σήμερα το Αφγανιστάν δε διαθέτει μια νόμιμα οργανωμένη οικονομία, ικανή να εγγυηθεί την επιβίωση του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, ο υποτυπώδης κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την άμεση εξάρτησή του από ένα σύστημα διαφθοράς/παρανομίας που είναι ενδημικό και βαθιά ριζωμένο σε αυτή τη χώρα. Μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, η Κίνα, όπως είναι λογικό και αναμενόμενο, θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από το κενό επιρροής και εξουσίας που δημιουργείται. Σύμφωνα με τον Claudio Bertolotti[1], οι βασικοί στόχοι των Κινέζων είναι τέσσερις. Ο πρώτος είναι να αναζητηθεί μια περιοχή ισχυρής επιρροής, χωρίς ωστόσο άμεση στρατιωτική παρουσία που το Πεκίνο δεν μπορεί και δεν θέλει να υποστηρίξει. Η Κίνα, σε ανταγωνισμό με την Ινδία, επιθυμεί μια εδαφική συνέχεια που, από το Πακιστάν στο Αφγανιστάν, θα επιτρέψει τη δημιουργία μιας εμπορικής γέφυρας με το Ιράν και τη Ρωσία. Ο δεύτερος στόχος είναι η εξασφάλιση ενός ευρύτερου περιθωρίου ελιγμών για την προστασία των μεγάλων συμφερόντων που συνδέονται με τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού, ο οποίος – μέσα από το Πακιστάν – μπορεί να εγγυηθεί μια θαλάσσια διέξοδο προς το Νότο. Ο τρίτος στόχος συνδέεται στενά με την εσωτερική ασφάλεια της Κίνας και συγκεκριμένα με τη βίαιη αντίθεση ορισμένων τζιχαντιστικών ομάδων μεταξύ της κοινότητας των Ουιγούρων της Σιντζιάνγκ και την επακόλουθη κατασταλτική πολιτική της κινεζικής κυβέρνησης (στην πραγματικότητα κάποιοι μιλούν για γενοκτονία σε εξέλιξη των Ουιγούρων από το κινεζικό καθεστώς). Το Πεκίνο φοβάται ότι το Αφγανιστάν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως υλικοτεχνική βάση για αυτονομιστές και τζιχαντιστές Ουιγούρους, με την υποστήριξη των ίδιων των Ταλιμπάν. Τέλος, ο τέταρτος στρατηγικός στόχος της Κίνας είναι καθαρά οικονομικής φύσης. Πράγματι το Πεκίνο κατέχει τα περισσότερα από τα δικαιώματα εξόρυξης από το Αφγανικό υπέδαφος, που είναι πλούσιο σε υδρογονάνθρακες – μάλιστα η εταιρεία που εξήγαγε το πετρέλαιο στη χώρα είναι κινέζικη. Επίσης, το Αφγανιστάν είναι ίσως το πλουσιότερο ανοιχτό ορυχείο στον κόσμο, με πολύτιμα ορυκτά και σπάνιες γαίες, στρατηγικής σημασίας για την κινεζική οικονομία – και τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» – που αν κατάφερνε να τα εκμεταλλευτεί θα είχε άμεση πρόσβαση σε πλούτο με δυνητική αξία σχεδόν 3ων τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, παρά το άκρως ελκυστικό λογάρι για την Κίνα, το Αφγανιστάν ανέκαθεν αποτελούσε ακανθώδη περίπτωση, καθώς είναι μια εξόχως ασταθής και γεωπολιτικά απρόβλεπτη περιοχή, που ενώ κρύβει τεράστιο δυνητικό πλούτο, μπορεί να αποδειχτεί «τοξική» και για μια τρίτη – μετά την ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ – μεγάλη δύναμη, όπως η Κίνα.

– / –

Η αποχώρηση της Ουάσινγκτον από το αφγανικό τέλμα φαίνεται να ανοίγει πρωτοφανείς ευκαιρίες επέκτασης της κινεζικής επιρροής στην περιοχή. Σύμφωνα με πολλούς, το κενό που άφησε η Ουάσινγκτον προσφέρεται ώστε να καλυφθεί με ευκολία από την Κίνα. Από άυλη και επικοινωνιακή σκοπιά, είναι αλήθεια ότι το Πεκίνο θα ωφεληθεί από την αμερικανική υποχώρηση, ωστόσο στο υλικό επίπεδο, οι κινέζικες προοπτικές και ευκαιρίες ενδέχεται να μην είναι και τόσο προφανείς.

Άυλα οφέλη από την αμερικανική υποχώρηση

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν αποτελεί σοβαρό πλήγμα στην ικανότητα της Ουάσινγκτον να «κερδίζει καρδιές και μυαλά». Η θέση ότι η οικοδόμηση κράτους (state-building) και ο εκδημοκρατισμός δεν ήταν τμήμα της αμερικανικής ατζέντας, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των σχεδόν είκοσι ετών που έχουν περάσει μεταξύ αφηγήσεων, συνομιλιών, διαπραγματεύσεων, συνόδων κορυφής, για την προοπτική ενός μέλλοντος ανάπτυξης και δημοκρατίας της έβδομης φτωχότερης χώρας στον κόσμο.

Για το Πεκίνο αυτή η αμερικανική ήττα, στο επίπεδο της ρητορικής και του αφηγήματος, έχει ανεκτίμητη αξία. Υποστηρικτής ήδη από το 1949 των «εθνικών τρόπων» εκδημοκρατισμού – οι οποίοι συχνά, αλλά όχι πάντα, έχουν ελάχιστα δημοκρατικό χαρακτήρα – η Κίνα καταφέρνει να αναζωπυρώσει το γνωστό μήνυμα της αντίθεσής της στο οικουμενικό όραμα της αμερικανικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Βέβαια θα ήταν σφάλμα να νομίσουμε ότι στόχος αυτού του κινεζικού λεκτικού πολέμου είναι καθαρά η Δύση, διότι το Πεκίνο αυτό που έχει κατά νου, είναι κυρίως ο κόσμος των αναπτυσσόμενων χωρών, όπου και θέλει να αυξήσει την επιρροή του. Στη συνάντηση, στα τέλη Ιουλίου, με τον αναπληρωτή επικεφαλής των Ταλιμπάν, Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, ο Κινέζος Υπουργός Εξωτερικός και Κρατικός Σύμβουλος, Γουάνγκ Γι, υπογράμμισε «την αποτυχία της πολιτικής των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, η οποία ολοκληρώθηκε με τη βιαστική υποχώρησή τους» και επιτέθηκε στις «εξωτερικές παρεμβάσεις» που παρεμπόδισαν την ανάπτυξη της χώρας.

Υλικά οφέλη από την αμερικανική υποχώρηση

Όσον αφορά τα υλικά οφέλη, το έδαφος γίνεται πολύ πιο τραχύ για την Κίνα. Από οικονομική σκοπιά, αν και οι Ταλιμπάν έσπευσαν να δηλώσουν ότι οι κινεζικές επενδύσεις θα είναι ευπρόσδεκτες κατά την ανοικοδόμηση της χώρας, το Πεκίνο έκανε, ευθύς εξαρχής, σαφές ότι οι επενδύσεις σε υποδομές σε αυτή τη χώρα ενέχουν σοβαρές συνέπειες που θα πρέπει να σταθμιστούν προσεκτικά. Σε αυτό ακριβώς το συμπέρασμα καταλήγει και ο Mei Xinyu, οικονομολόγος στο κινεζικό Υπουργείο Εμπορίου, ο οποίος υπογραμμίζει ότι: «Η Κίνα μπορεί βραχυπρόθεσμα να προμηθεύσει την αφγανική αγορά με καθημερινά καταναλωτικά αγαθά, αλλά τα επενδυτικά έργα, πάγιου κεφαλαίου, πολύ μεγάλης κλίμακας, θα πρέπει να προχωρήσουν αργά». Δεν έχει ασφαλώς ξεχαστεί το τραγικό συμβάν του Ιουνίου του 2004, όταν 11 Κινέζοι εργάτες εκτελέστηκαν από ένοπλους πολιτοφύλακες που σκόπευαν να μποϊκοτάρουν την κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου, κοντά στο Κουντούζ, που χρηματοδοτήθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα, και ήταν σε φάση κατασκευής από μια κινεζική εταιρεία. Ομοίως, τον Ιούλιο του 2021 στο βορειοδυτικό Πακιστάν – περίπου 100 χιλιόμετρα από τα σύνορα με το Αφγανιστάν – σε μια επίθεση από την πακιστανική πλευρά των Ταλιμπάν, σκοτώθηκαν άλλοι 9 Κινέζοι πολίτες που συμμετείχαν στην κατασκευή ενός φράγματος, έργο υπό την αιγίδα του επίσης της Παγκόσμιας Τράπεζας. Συνεπώς, οι αξιωματούχοι της Κίνας ανέστειλαν το υδροηλεκτρικό έργο και ακύρωσαν ορισμένες συναντήσεις στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας μιας Ζώνης και ενός Δρόμου (Belt and Road Initiative). Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η Κίνα παύει να έχει φιλοδοξίες στο Αφγανιστάν – όπως αποδεικνύεται από το μεγάλο έργο κατασκευής της εθνικής οδού κατά μήκος του διαδρόμου Wakhan – αλλά ότι μια πιο άμεση οικονομική συμμετοχή στο Αφγανιστάν θα συνεπαγόταν μεγαλύτερη παρουσία κινεζικού προσωπικού που θα ήταν εκτεθειμένο σε πολυάριθμους κινδύνους.

Και είναι ακριβώς αυτή η τοπική και περιφερειακή ασφάλεια που απασχολεί την Κίνα. Γι ‘αυτό ο Γουάνγκ Γι μίλησε για «ανεύθυνη αμερικανική υποχώρηση» από την πρώην Ισλαμική Δημοκρατία. Όπως σημειώνει ο Andrew Small – αναλυτής και ειδικός στις σχέσεις Κίνας/Πακιστάν και Αφγανιστάν – το Πεκίνο «διαβάζει» πάντα την κατάσταση στη χώρα των Παστούν μέσα από το πρίσμα της «απειλής» και σπάνια μέσω της «ευκαιρίας». Στην πραγματικότητα, από τα δυτικά, η υποστήριξη και τα χρήματα θα έρχονταν προς το Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν (MITO), όπου θα συναντιόνταν οι αυτονομιστικές τρομοκρατικές ομάδες της κινεζικής Σιντζιάνγκ. Για να εξασφαλίσει την απομόνωση της μειονότητας των ένοπλων Ουιγούρων, το Πεκίνο έχει δείξει τη διάθεσή του να συνεργαστεί με τους Ταλιμπάν, οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν εγγυηθεί ότι δεν θα παράσχουν βοήθεια σε εχθρικές δυνάμεις προς την Κίνα. Ο χρόνος θα δείξει βέβαια την αλήθεια αυτής της δέσμευσης η οποία και θα καθορίσει την αξιοπιστία της ηγεσίας των Ταλιμπάν απέναντι στη Κίνα. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, τα λόγια του Liu Zongyi (Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών της Σαγκάης) είναι ξεκάθαρα και προειδοποιούν: «Η Κίνα δεν πρέπει να σπεύσει να επενδύσει στο Αφγανιστάν». Σύμφωνα με τον Liu, στην πραγματικότητα, η τρομοκρατική απειλή – του ΜΙΤΟ και όχι μόνο – σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για το ιδεολογικό και πολιτικό μέλλον του Αφγανιστάν καλεί το Πεκίνο να δείξει μεγάλη σύνεση.

Γενικότερα, πράγματι, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η Κίνα δεν έχει πειστεί ότι οι Ταλιμπάν είναι εκείνοι οι φορείς εξουσίας που θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας. Οι Ταλιμπάν είναι στην πραγματικότητα ένας ετερογενής οργανισμός στον οποίο συνυπάρχουν παρατάξεις που ελέγχουν διάφορα τμήματα του αφγανικού εδάφους που δεν είναι δεδομένο ότι θα καταφέρουν να συνυπάρξουν στο νέο Εμιράτο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Κινέζοι διατηρούν μια παράλληλη διπλωματία με πολλούς άλλους επιδραστικούς παίκτες στο έδαφος του Αφγανιστάν, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν ένα σχέδιο Β’ σε περίπτωση που οι Ταλιμπάν δεν αντέξουν στην εξουσία.

Το πιο σημαντικό όλων είναι ότι το Αφγανιστάν δεν έπαψε να αποτελεί σταυροδρόμι για ποικίλα παγκόσμια παράνομα και τρομοκρατικά δίκτυα. Μια πρόσφατη έκθεση των Ηνωμένων Εθνών επιβεβαιώνει τον ισχυρό δεσμό που διατηρείται, παρά τα είκοσι χρόνια αμερικανικής και διεθνούς παρουσίας επί τόπου, μεταξύ των «Κορανικών φοιτητών» και της Αλ Κάιντα. Η έκθεση αναφέρει ότι: «Ένα σημαντικό μέρος της ηγεσίας της Αλ Κάιντα βρίσκεται στην παραμεθόρια περιοχή μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν και ότι οι ιδεολογικοί, οικογενειακοί και οικονομικοί δεσμοί εξακολουθούν να συνδέουν αυτές τις δύο ομάδες». Το Ισλαμικό Κράτος διατηρεί επίσης ένα πλοκάμι του στο εσωτερικό του αφγανικού εδάφους παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται να έχει την ίδια αρμονική συνύπαρξη με την ομάδα του Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ. Το Πεκίνο, από την άλλη, δεν έχει την πολυτέλεια να δημιουργήσει ένα ασφαλές καταφύγιο στο Αφγανιστάν, για τους χιλιάδες τρομοκράτες στη σφαίρα επιρροής του, επειδή σε εκείνο το σημείο οποιαδήποτε διπλωματική, πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και/ή παραστρατιωτική εμπλοκή δεν θα άξιζε καθόλου τον κόπο. Η Κίνα, στην πραγματικότητα, έχει θέσει ένα πολύ χαμηλό όριο διεθνούς δέσμευσης το οποίο, αν χρειαστεί, θα της επιτρέψει να απεμπλακεί γρήγορα από εταιρικές και διμερείς σχέσεις. Υπό αυτή την έννοια, η Κίνα γνωρίζει τις αντιξοότητες που παρουσιάζει το αφγανικό «νεκροταφείο αυτοκρατοριών» για τους ξένους και θα προσέξει ιδιαίτερα ώστε να αποφύγει κάθε περιττή ανάμειξη.

Οι παραπάνω παράγοντες υποδηλώνουν ότι η Κίνα θα είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική όταν θα ζυγίζει το κόστος και τα οφέλη μιας μεγαλύτερης πολιτικής και οικονομικής διείσδυσης στο νέο/παλιό Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν. Για να μην αναφέρουμε μια επέκταση της σφαίρας επιρροής πέρα από την οροσειρά Hindu Kush, η οποία θα απαιτούσε, όχι απλά μεγάλη δαπάνη χρημάτων, αλλά και υποστήριξη, συντονισμό, καθοδήγηση και ασφαλώς επιτόπια παρουσία.

(Lorenzo Termine – Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης – Κέντρο Γεωπολιτικών Σπουδών. Πηγή: https://www.geopolitica.info/cina-afghanistan/)


[1] Ο Claudio Bertolotti είναι συγγραφέας, διευθυντής και επικεφαλής έρευνας στην ιταλο-ελβετική εταιρεία στρατηγικής έρευνας και ανάλυσης START InSight καθως και εκτελεστικός διευθυντής στο Παρατηρητήριο Ριζοσπαστικοποίησης και Αντιτρομοκρατίας (ReaCT).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ