Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη που κυκλοφορεί (φ. 171)
Πέρα από την καθαυτό κινηματογραφική της αξία, η ταινία της Γιέλενας Πόποβιτς Ο άνθρωπος του Θεού δημιούργησε ένα κινηματογραφικό φαινόμενο αφ’ ενός για τη συζήτηση μεταξύ κριτικής και κοινού, ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στα κοινωνικά δίκτυα — ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά, παρά τις υπερβολές τους, αλλιώς θα μας έτρωγε το σκοτάδι της πληρωμένης ενημέρωσης. Αφ´ ετέρου, είχαμε χρόνια και χρόνια να δούμε μια ταινία να παίζεται με τέτοια επιτυχία, μάλιστα σε θερινή περίοδο, σε αίθουσες σε όλη τη χώρα. Σύμφωνα με ανακοίνωση του διανομέα («Feelgood»), «το πρώτο τετραήμερο προβολής της στους κινηματογράφους (Πέμπτη-Κυριακή) έκανε άνοιγμα 62.305 εισιτήρια σε117 αίθουσες, το καλύτερο άνοιγμα ταινίας από τον Μάρτιο του 2020». Μια κριτική, λοιπόν, που σέβεται το ρόλο της, πρέπει να δει αυτό το φαινόμενο, που μπορεί να είναι πολλά πράγματα μαζί, πέρα από την αξία του έργου ως σινεμά.
Όχι, η Πόποβιτς, αμερικανοσερβίδα σκηνοθέτις μόνιμα πλέον εγκατεστημένη στην Ελλάδα, δεν είναι ο Ταρκόφσκι, ούτε με την ταινία της επιδιώκει να γίνει. Άλλωστε, αν όλη η γη ήταν βουνά σαν τον Ταΰγετο και δεν υπήρχανε καμπίσιοι τόποι, δεν θά ’χαμε ψωμί να φάμε. Η υπερβολή (στη σύγκριση που επιχείρησαν μερικοί) φυτρώνει εκεί που έχει χαθεί η ψυχραιμία και το μέτρο. Τί είναι —και τί θέλει να είναι— η ταινία; Είναι μια λαϊκή ταινία, με τους κώδικες του λαϊκού σινεμά, σαν τις ταινίες που καταναλώνει το κοινό κατά χιλιάδες, χωρίς η κριτική να μπαίνει στη λογική του θαψίματος. Γιατί, πέραν των άλλων, οι ταινίες αυτές υποστηρίζονται από ένα καλά πληρωμένο σύστημα προώθησης, Χόλιγουντ γαρ, σε όλο τον κόσμο. Γίνομαι κακός; Όχι. Και εγώ βλέπω τέτοιες ταινίες. Βοηθούν, πολλές από αυτές, στην πέψη. Το γιατί, όμως, υπήρξε αυτή η ομοβροντία κατά της Πόποβιτς θα μπορούσε να είναι προφανές.
Όχι, η ταινία της Πόποβιτς δεν είναι απλώς μια ταινία λαϊκής κατανάλωσης, μια «επαγγελματική» δουλειά. Το έχει πει νομίζω πολλές φορές η ίδια, το θέμα της ταινίας της την αφορά προσωπικά και ήθελε να μας πει κάτι, γι’ αυτήν σημαντικό, κάνοντάς την. Και μας το είπε. Αυτήν την πρόθεση, που κατάφερε να γίνει μια ταινία που στέκει —κι αν έχουμε δει αλαλούμ στο ελληνικό σινεμά—, πρόθεση που γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο πνευματική χειρονομία, επιβραβεύει, νομίζω, το κοινό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βλέποντας την ταινία ενθουσιασμένο. Πάρτε το κι αλλιώς. Μια κοινωνία που σαπίζει εδώ και δεκαετίες ανάμεσα σε ό,τι πεταμένο σκουπίδι της πετούν, έχει ανάγκη να ξαναβρεί κάτι που θα την συναρπάσει, χωρίς να είναι κυνηγητά με αυτοκίνητα στην Καλιφόρνια. Διψάει για νερό καθαρό. Και το θέμα, η ιστορία που διάλεξε να μας πει η σκηνοθέτις, μια πονεμένη ιστορία, που συγκινεί οπωσδήποτε ένα λαό που έχει πολύ πονέσει, είναι νερό ζωντανό και πεντακάθαρο. Ο άγιος Νεκτάριος δεν είναι τυχαία σήμερα ο πιο δημοφιλής άγιος στον καιρό μας — και αυτό όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων. Δεν θα επεκταθώ στα του βίου του, γιατί είναι γνωστά στους πιο πολλούς. Αλλά και σ’ όσους δεν είναι, υπάρχουν βιβλία με γλαφυρές βιογραφίες του. Η ταινία αντλεί, προφανώς —δεν θυμάμαι αν το λέει στους τίτλους—, από την «αφηγηματική βιογραφία» του Σώτου Χονδρόπουλου, «Ο άγιος του αιώνα μας. Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς», που κυκλοφορεί εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες.
Δεν χρειάζεται να πω πολλά για την ταινία. Καταφέρνει να σταθεί ως αυτό που είναι, μια λαϊκή ταινία. Και να συγκινήσει. Είναι σχηματική; Ναι είναι. Παρουσιάζει τον άγιο Νεκτάριο μόνο σε με όψεις του βίου και της προσωπικότητάς του, αφήνοντας έξω πάρα πολλές άλλες, πιο ενδιαφέρουσες πιθανόν; Κι αυτό ισχύει. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, άλλωστε, σε μία και μόνη ταινία. Παρένθεση: Αν μια τέτοια ιστορία την είχαν οι Αμερικανοί ή οι Εγγλέζοι θα είχαν γίνει δεκάδες ταινίες. Η συμμετοχή γνωστών ηθοποιών, και ιδιαίτερα του Άρη Σερβετάλη, ιδιαίτερα αγαπητού στον νεαρόκοσμο, συντείνει σ’ αυτή τη συγκίνηση, νομίζω. Ο Χρήστος Λούλης είναι επίσης μια δυνατή παρουσία, κοντά στον εξαιρετικό Αλεξάντρ Πετρόφ και τον Μίκι Ρουρκ, που έχει ένα μικρό ρόλο στο τέλος. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη προδίδεται από την κωμική χρήση της αγγλικής. Αλλά αυτό, η χρήση των αγγλικών σε μια ελληνική ταινία, είναι μια άλλη συζήτηση. Ναι. Ο άνθρωπος του Θεού, παρά τις επιδιώξεις των παραγωγών της να φανεί ως «χολιγουντιανή», είναι μια ελληνική ταινία, που έγινε εξ ολοκλήρου σχεδόν στην Ελλάδα. Αρκεί να χαζέψετε τους τίτλους στο τέλος με τα ονόματα των συντελεστών. Και η ίδια η Πόποβα, όπως είπα, είναι πλέον εγκατεστημένη εδώ. Και ελληνικά κεφάλαια επενδύθηκαν, όπως φαίνεται από τους τίτλους πάλι. Το γιατί μιλάει αγγλικά, όπως και το ερώτημα αν θα είχε τόσο μεγάλη επιτυχία στο κοινό αν μιλούσε ελληνικά, είναι θέμα, όπως είπα, μιας άλλης μεγάλης συζήτησης.
Αυτά, νομίζω, φτάνουν. Η ταινία δεν είναι του είδους που θα την αγαπούσα για τα κινηματογραφικά της προτερήματα, αλλά, ας το ομολογήσω, με συγκίνησε, παρά το ό,τι την είδα σε δημοσιογραφική προβολή, με τα γέλια να συνοδεύουν πολλές από τις σκηνές της. Η αρβαλαρία των επαγγελματιών —δεν είναι μόνο κριτικοί στις προβολές— καμιά φορά, είναι χειρότερη από εκείνη των γηπέδων.