Από την Ρήξη (φ.171)
***Ένας γνήσια λαϊκός άνθρωπος, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης δεν θα μπορούσε να μην αγαπάει το λαϊκότερο των αθλημάτων, το ποδόσφαιρο. «Δέκα ετών παιδάκι, στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς που ζούσαμε τότε, μας έδιναν οι γονείς μας μία δραχμή για να αγοράσουμε εφημερίδα κάθε εβδομάδα. Έτσι πήρα την πρώτη μου εφημερίδα. Σε εκείνη την ιστορική εφημερίδα, το 1935, υπήρχε μία φωτογραφία του Ολυμπιακού με τους πέντε Ανδριανόπουλους, τα αδέρφια και τους Βάζο, Συμεωνίδη και τους άλλους. Ήταν η κόκκινη φανέλα και έγινα Ολυμπιακός από τότε. Κι εγώ, όπως ξέρετε, έχω αλλάξει πολλά κόμματα -και με έχουν κατηγορήσει για αυτό- αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω. Κάποιος γεννιέται και πεθαίνει με τα χρώματά του», θα πει όταν οι παλαίμαχοι του Ολυμπιακού του χάρισαν μια “ερυθρόλευκη” φανέλα.
*** Όταν ο Ολυμπιακός επέλεξε για προπονητή τον μεγάλο Ούγγρο Μάρτον Μπούκοβι ο Μίκης Θεοδωράκης θα δηλώσει: «Λατρεύω τον Ολυμπιακό από τα παιδικά μου χρόνια. Θαύμαζα τον Γιάννη Βάζο και όταν τελευταία συναντηθήκαμε σε μία ταβέρνα της Κοκκινιάς ανατρίχιασα από συγκίνηση. Έπαιζα και εγώ ποδόσφαιρο στον Ολυμπιακό Αργοστολίου. Ο Μάρτον Μπούκοβι θα δημιουργήσει έναν θαυμάσιο Ολυμπιακό αντάξιο της ιστορίας του. Στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς όπου μεγάλωσα ήταν μανία μου το ποδόσφαιρο. Μπάλα έπαιζα και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, αλλά και στην ομάδα της γειτονιάς μου, όπου ήταν «ερυθρόλευκοι» οι περισσότεροι την είχαμε ονομάσει Ολυμπιακός. Ανέκαθεν πίστευα πως είναι απαραίτητο στον ελληνικό αθλητισμό οι εγνωσμένης αξίας τεχνικοί. Γι’ αυτό και εγώ προσωπικά προσπάθησα και βοήθησα όσο μπορούσα για να έρθει ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό κάνοντας διαβήματα τόσο προς τον εδώ Ούγγρο πρέσβη, όσο και προς το Υπουργείο των Σπορ της Ουγγαρίας». Ως βουλευτής της ΕΔΑ στη Βʹ Περιφέρεια Πειραιά, μεσολάβησε, μάλιστα, προκειμένου να δοθεί άδεια στον Ούγγρο προπονητή να έρθει στην Ελλάδα και στον Ολυμπιακό.
*** «Στη γειτονιά ήμασταν Ολυμπιακοί, Παναθηναϊκοί, ΑΕΚτζήδες και αμέσως παρατήρησα μια μεγάλη διαφορά στην ψυχοσύνθεσή μας. Ο Παναθηναϊκοί είναι σπασίκλες. Αυτοί κάθονταν στο πρώτο θρανίο, μπροστά, ενώ εμείς οι Ολυμπιακοί στα πίσω θρανία. Από μικροί διαφέρουμε γι’ αυτό και λέω πάντα ότι γεννήθηκα με το κόκκινο του Ολυμπιακού και θα πεθάνω με αυτό. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Έχω παρατηρήσει ότι και κόμματα έχω αλλάξει και με κατηγορούν γι’ αυτό. Στον Ολυμπιακό μένω πιστός. Δεν τον αλλάζω ποτέ».
*** Όμως και στα “σκληρά” χρόνια της εξορίας ο Μίκης δεν ξεχνάει το ποδόσφαιρο. «Στη Μακρόνησο στη σκηνή μας ήμασταν μοιρασμένοι Ολυμπιακοί- Παναθηναϊκοί. Και όμως παλεύαμε μαζί για τα ιδανικά μας. Υποτιμούν το ποδόσφαιρο, ενώ είναι βάση σε μια κοινωνία. Πρώτα παίζεις μπάλα και επιλέγεις ομάδα και μετά γίνεσαι γιατρός, δικηγόρος ή αποκτάς οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή και κόμμα. Ο ελληνικός λαός ζει με το ποδόσφαιρο. Η ομάδα του είναι ιδανικό, είναι όραμα, είναι η πίστη του. Οι ποδοσφαιριστές είναι είδωλα συνδεδεμένα με τα όνειρα και τα ιδανικά του. Είναι σαν τους ήρωες του ’21, σαν τον Καραϊσκάκη. Εγώ είχα δύο “κακά”: ήμουν και ποδοσφαιρόφιλος και αριστερός».
Μικίων ο Βοιωτός *