Η αντίσταση
tτου Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 109 συνέχεια από το πρώτο μέρος
Στη διάρκεια της Κατοχής θα καταδειχθεί η υπεροχή των κομμουνιστών απέναντι στον ελληνικό αστισμό. Οι κομμουνιστές, επικεφαλής του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, θα πρωτοστατήσουν στον αγώνα και θα μεταβληθούν σε μεγάλη πολιτική δύναμη, πυροδοτώντας μια κυριολεκτική επανάσταση στην ελληνική κοινωνία, αναβαθμίζοντας αποφασιστικά τον ρόλο των λαϊκών τάξεων, των γυναικών, των νέων, εδραιώνοντας την πεποίθηση για την έλευση μιας δικαιότερης κοινωνίας.
Ωστόσο, το μικρόβιο του ολοκληρωτισμού ήταν πάντα παρόν, υπονομεύοντας καίρια την απήχηση που οι θυσίες και η αφοσίωσή τους είχαν προσφέρει στους ίδιους τους κομμουνιστές. Η «λαοκρατία», παράλληλα με τις κατακτήσεις της λαϊκής αυτοδιοίκησης, είχε επιμολυνθεί από τη σταλινική γραφειοκρατική αντίληψη. Ενδεικτική ήταν η στάση όχι μόνο απέναντι στις κεντροαριστερές ή κεντρώες αντιστασιακές οργανώσεις (την ΠΕΑΝ του Κωνσταντίνου Περρίκου, που είχε ανατινάξει τη φασιστική ΕΣΠΟ[1], το ΕΚΚΑ των Καρτάλη-Ψαρρού κ.λπ.), αλλά και απέναντι στις ομάδες της αριστεράς, πολλά μέλη των οποίων εξοντώθηκαν, ενώ, σε πολλές αγροτικές περιοχές, η ολοκληρωτική αντίληψη έσπρωχνε ένα μεγάλο αριθμό αγροτών στις τάξεις των Ταγμάτων Ασφαλείας. Με την τακτική αυτή επέτρεψαν στους Εγγλέζους –που δεν επιθυμούσαν μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα και φοβούνταν ότι θα ήταν υποχρεωμένοι να της παραχωρήσουν και την Κύπρο– να οικοδομήσουν ένα αντίπαλο δέος, και εν τέλει να διασώσουν όχι μόνο τον βασιλιά και την εξάρτηση, αλλά και τους ταγματασφαλίτες και τους δωσίλογους.
Η Ελλάδα, μέσα από ένα πρωτοφανές αντιστασιακό κίνημα, εγκυμονούσε μια αυθεντική λαϊκή επανάσταση. Όταν πραγματοποιήθηκε η απελευθέρωση τον Οκτώβρη του 1944, πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού ακολουθούσε το ΕΑΜ, ενώ το 70-80 % των νέων, ηλικίας 16 έως 25 χρόνων, συμμετείχε στην ΕΠΟΝ! Η παλιά Ελλάδα είχε κυριολεκτικά συντριβεί, ενώ η ΕΑΜική αντίσταση, μαζί με τις μικρότερες αντιστασιακές οργανώσεις, αποτελούσε το νέο καθοριστικό γεγονός, ανακαλώντας στη μνήμη την Επανάσταση του 1821. Και αυτή ήταν η μόνη λογική και πλειοψηφική διέξοδος του κινήματος: η ολοκλήρωση της ημιτελούς δημοκρατικής και λαϊκής επανάστασης του ’21.
Αυτή η κυοφορούμενη επανάσταση είχε δύο μεγάλους αντιπάλους. Κατά αρχάς, τους Εγγλέζους και την παρασιτική αστική τάξη, που ήθελαν να διαιωνίσουν το παλιό καθεστώς και, παραδόξως, μια σταλινικής κοπής ηγεσία, που ενώ οργάνωσε και κατηύθυνε αυτό το μεγάλο επαναστατικό κίνημα ήταν ταυτόχρονα ανίκανη να το εκφράσει στα βαθύτερα προτάγματά του και συνέβαλε στην ιστορική του αποτυχία. Αποτυχία που ήρθε να ολοκληρώσει την καταστροφή του 1922.
Η αντίφαση έμοιαζε αξεπέραστη. Διότι, από τη μία πλευρά βρισκόταν το σταλινιστικό γραφειοκρατικό μοντέλο και από την άλλη πλευρά η επιστροφή στο προπολεμικό σύστημα, το οποίο προωθούσαν οι Εγγλέζοι για να διατηρήσουν το «γεωπολιτικό οικόπεδο» της Ελλάδας. Η έκλαμψη του Ζαχαριάδη στην 12η Ολομέλεια τον Ιούνιο του 1945, για μια μεταπολεμική Ελλάδα που θα βρίσκεται μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Αγγλίας και για την οποία τόσο επικρίθηκε αργότερα[2], κινούνταν προφανώς προς τη μόνη ορθή θεωρητικά λύση. Εξέφραζε εξάλλου τις βαθύτερες προσδοκίες ενός λαϊκού κινήματος, που απεχθανόταν την επιστροφή του παλιού κομπραδόρικου καπιταλισμού, αλλά και δεν επιζητούσε την «κολεκτιβοποίηση» της ημιορεινής αγροτικής Ελλάδας, ή των μικρών επιχειρήσεων που κυριαρχούσαν στην ελληνική πραγματικότητα.
Ωστόσο, αυτή η διέξοδος έμοιαζε κυριολεκτικά να αποκλείεται, τόσο από την εσωτερική εμφυλιοπολεμική δυναμική, στην οποία είχε εισέλθει ψυχή τε και σώματι το ΚΚΕ, πέφτοντας στην παγίδα όχι μόνο των Εγγλέζων, αλλά και των δωσιλόγων, που επιθυμούσαν τον εμφύλιο για να διασωθούν, όσο και από τη διαμόρφωση των παγκόσμιων στρατοπέδων. Μια τέτοια εξέλιξη θα προϋπέθετε στην πραγματικότητα μια διαφορετική στρατηγική: τη διαμόρφωση ενός πολιτικού μπλοκ δυνάμεων, από την αριστερά μέχρι το κέντρο, όπως είχε διακηρύξει το ΕΑΜ, κατά τη στιγμή της ίδρυσής του. Ήταν η μόνη στρατηγική που θα επέτρεπε να αμβλυνθούν οι εμφυλιοπολεμικές ροπές και να απομονωθεί η αγγλοβασιλική επιβουλή. Όμως, καθώς στο ΕΑΜ ενισχυόταν, η ηγεσία του ΚΚΕ ακολούθησε την αντίστροφη στρατηγική για να μονοπωλήσει το ΕΑΜ, αλλά και την Αντίσταση στο σύνολό της, με στόχο το πέρασμα στη «σοσιαλιστική επανάσταση». Αυτό όμως θα προϋπέθετε μία τελεσίδικη ρήξη με τους Άγγλους – μέσω της κατάληψης της εξουσίας τον Οκτώβριο του 1944, που ήταν τότε στρατιωτικά εφικτή, αλλά πολιτικά ανέφικτη, δεδομένης της συμμαχίας Αγγλίας-Σοβιετικής Ένωσης, καθώς ο πόλεμος εναντίον της Γερμανίας συνεχιζόταν.
Η «στρατηγική» επέτασσε τη μονοκομματική κατάληψη της εξουσίας και επομένως την ενίσχυση της εμφύλιας σύγκρουσης, ενώ η «τακτική», την αποδοχή της «συμμαχικής σχέσης» Βρετανίας και ΕΣΣΔ και των τετελεσμένων της Γιάλτας! Από τη μία, αποδοχή της νομιμότητας της κυβέρνησης του Καΐρου και της αγγλικής παρουσίας, και, από την άλλη, δύο μήνες μετά, εμπλοκή στην εμφύλια ποντικοπαγίδα των Δεκεμβριανών· στη συνέχεια, υποχώρηση, υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας και αποκήρυξη του Βελουχιώτη το 1945 και, από την άλλη, αποχή από τις εκλογές του 1946, ενταγμένη στη στρατηγική ενός νέου εμφυλίου[3], κ.λπ. κ.λπ.
Οι Έλληνες είχαν βρεθεί μπροστά σε ένα τρομακτικό δίλημμα. Ό,τι το πιο αγωνιστικό και προοδευτικό υπήρχε στην ελληνική κοινωνία οδηγούνταν στην προσχώρηση στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ – ταύτιση που όμως συνεπαγόταν και την υποταγή στη σταλινική ηγεσία του κόμματος, ενώ από την άλλη πλευρά, όσοι αρνούνταν τη σοβιετοποίηση, ιδιαίτερα στη διάρκεια του 1946-1949, θα έπρεπε να αποδεχθούν την προτεραιότητα των συμμοριτών και του μαυραγοριτισμού, που έτεινε να υποκαταστήσει την ελλείπουσα αστική τάξη[4].
Ένα μεγάλο λαϊκό κίνημα, το σημαντικότερο που δημιούργησε ο ελληνισμός μετά το 1821, και το οποίο ενείχε την εσωτερική δυνατότητα της συγκρότησης μιας νέας κοινωνικής, δημοκρατικής και ανεξάρτητης Ελλάδας, κατεστράφη με ανυπολόγιστες συνέπειες, ενώ οδήγησε τη χώρα σε μια μακρά εμφύλια διαμάχη, που στη πραγματικότητα θα κλείσει μόλις το 1974, με τραγικές συνέπειες για την Κύπρο και κυρίως με τη διαιώνιση της εξάρτησης και του παρασιτικού καπιταλιστικού μοντέλου στην Ελλάδα. Η λαϊκή επανάσταση έμοιαζε επί θύραις, δεν διέθετε όμως τις πολιτικές-ιδεολογικές προϋποθέσεις για να κυριαρχήσει. Και ο σταλινισμός δεν είχε αφήσει έστω τη δυνατότητα διατύπωσης μιας εναλλακτικής στρατηγικής.
Τo ΑΚΕΛ στην Κύπρο
Η επίδραση του σταλινισμού και της Διεθνούς πάνω στο ενωτικό κίνημα της Κύπρου και τις τύχες του υπήρξε εξ ίσου καταστροφική. Το κυπριακό κομμουνιστικό κίνημα θα αντιταχθεί, από τη γέννησή του, στο ενωτικό κίνημα, και αυτή τη θέση, παρά τις όποιες στροφές και τακτικισμούς του ΚΚΚ και του διαδόχου του, ΑΚΕΛ, θα αποτελεί το ιδεολογικό του θεμέλιο μέχρι σήμερα. Διαβάζουμε λοιπόν, ήδη από το 1923, στην εφημερίδα Πυρσός της Αριστεράς: Η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα μπορεί να μας προσφέρει «…αλλαγή της Αγγλικής Εκμεταλλεύσεως από Ελληνικήν Εκμετάλλευσιν εξ ίσου σκληρή, εξ ίσου ανήθικην και άδικην». Και κατέληγε επιγραμματικά:«Η “Μητέρα Ελλάδα” επέθανε κα τώρα ζη μια “στρίγγλα Μητρυιά”…»[5]
Αυτή η θέση όχι μόνο διαιρούσε βαθύτατα τον ελληνισμό της Κύπρου, αλλά οδήγησε, εν τέλει, στην αποτυχία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Διότι, η εγκατάλειψή του στα χέρια της κυπριακής Δεξιάς, με όλες τις εξαρτήσεις της από τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις και τις ελληνικές κυβερνήσεις, δεν προοιωνιζόταν την αίσια έκβασή του· αντίθετα, μια πιθανή συμμετοχή της Αριστεράς θα απέτρεπε την καταστροφική εμφύλια διαμάχη στον ελληνισμό της Κύπρου.
Επιγενέστερα, η προσπάθεια προσαρμογής στη συντριπτικά ενωτική ιδεολογία του κυπριακού ελληνισμού, θα υποχρεώσει σε σημαντικές αναδιπλώσεις και στη δημιουργία του ΑΚΕΛ, τον Απρίλιο του 1941, το οποίο θα ταχθεί υπέρ της Ένωσης μέχρι το 1947, καθώς πίστευε πως το ΚΚΕ θα κυριαρχήσει στην Ελλάδα. Όμως, με μια φιλοαγγλική στροφή στα 1947, θα αποδεχτεί την περιβόητη «Διασκεπτική», που προωθούσε μια μορφή αποικιακής αυτοδιοίκησης, στην οποία συμμετείχαν μόνο το ΑΚΕΛ και οι Τουρκοκύπριοι, ενώ την απέρριψαν οι υπόλοιπες ελληνοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις.
Η παροξυστική εμφύλια διαμάχη που ακολούθησε –ακόμα και με νεκρούς–, σφράγισε καθοριστικά την ιστορία της Κύπρου. Τηρουμένων των αναλογιών, επρόκειτο για την επέκταση του εμφυλίου στην Κύπρο, με τους πρωταγωνιστές σε ανταγωνιστικούς ρόλους. Στην Ελλάδα, η Δεξιά κι οι Εγγλέζοι εναντίον της Αριστεράς, στην Κύπρο, η Αριστερά μαζί με τους Εγγλέζους εναντίον της Δεξιάς! Έτσι μπήκαν οι βάσεις μιας αγεφύρωτης διαίρεσης, που προετοίμασε τον αποκλεισμό-αποχή της Αριστεράς από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ενώ δημιούργησε το υπόστρωμα του αβυσσαλέου αντικομμουνισμού που θα κυριαρχήσει στην ενωτική παράταξη.
Παρότι η ηγεσία του ΑΚΕΛ θα επανέλθει στη στρατηγική της «Αυτοδιάθεσης-Ένωσης» το 1949, ο κύβος είχε ριφθεί και το δημοψήφισμα του 1950 θα επισφραγίσει την ηγεμονία της Εκκλησίας και της Δεξιάς στο ενωτικό κίνημα.
Η κυπριακή Αριστερά είχε χάσει το momentum της δεκαετίας του 1940, όταν κυριαρχούσε συντριπτικά –όπως εξάλλου και η ελληνική– στην πολιτική ζωή της Κύπρου, και δεν θα δημιουργηθεί ένα σύγχρονο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, με καταστροφικές συνέπειες για τον ελληνισμό.
Χάθηκε «ο εχθρός του βασιλείου»;
Η πλέον αρνητική επίδραση της κυριαρχίας του σταλινισμού υπήρξε η ενίσχυση των αντιπατριωτικών αντιλήψεων στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς –αντιλήψεις που, ιδιαίτερα μετά το 1974, θα επανεμφανιστούν και θα κυριαρχήσουν εκ νέου· το δε αρχικό, «ρωσικής κοπής», εθνομηδενιστικό υπόστρωμα, θα εμπλουτιστεί με τη φιλοευρωπαϊκή στάση μεγάλου μέρους της αριστερής και ακροαριστερής διανόησης.
Το ιδεολογικό σχήμα της «ιμπεριαλιστικής» μικρασιατικής εκστρατείας είχε ενσταλαχτεί βαθιά στην αριστερή συνείδηση –σε Ελλάδα και Κύπρο–, αποτελώντας το σταθερό υπόστρωμα του ελληνικού εθνομηδενισμού. Και μετά από το πατριωτικό ιντερλούδιο, που αρχίζει με την Αντίσταση εναντίον των Γερμανών και θα συνεχιστεί με τον κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, για να διαρκέσει μέχρι το 1964-65, ο εθνικός μηδενισμός θα αρχίσει και πάλι να ενισχύεται μετά το 1967-1974, για να γίνει κυρίαρχος κατά τον 21ο αιώνα.
Επρόκειτο για μια δραματική εξέλιξη. Οι κομμουνιστές θα συγκεντρώνουν την πλειοψηφία ίσως των πλέον εξεγερμένων και ανιδιοτελών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας, που πάλευαν για κοινωνικές και πολιτικές ελευθερίες, και, από την άλλη, κάτω από την επίδραση του σταλινισμού, όχι μόνον θα επιβάλουν ένα καθεστώς ανελευθερίας στο εσωτερικό του λαϊκού κινήματος, αλλά και θα εκπαιδεύουν τους Έλληνες κομμουνιστές σε μια ιδεολογία αντιπαράθεσης με το ίδιο το έθνος τους.
Το εργατικό κίνημα, που είχε εμφανιστεί ως ο φορέας μιας υλικής και πνευματικής απελευθέρωσης χωρίς ιστορικό προηγούμενο, μιας μεταβολής της ζωής των ανθρώπων «σε ένα έργο τέχνης», έτεινε, κάτω από τη θανάσιμη επίδραση του σταλινισμού, να μεταβληθεί σε έναν ζουρλομανδύα της ιδεολογικής κανονικότητας και του ολοκληρωτισμού.
Στον βαθμό μάλιστα που, σταδιακώς, μετά τη μεταπολίτευση, ο αγωνιστικός απελευθερωτικός χαρακτήρας υποβαθμίζεται μέχρι εξαφανίσεως, οι αρνητικές παράμετροι καθίστανται κυρίαρχες και η επίδραση της υπαρκτής αριστεράς, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990 και μετά, καθίσταται κατ’ εξοχήν αρνητική.
[1] Βλ. Χ. Φλάϊσερ, Στέμμα και σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944 τ. Α΄ Εκδόσεις Παπαζήση 1988, σσ. 467,468· Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Η ενηλικίωση μιας γενιάς, ό.π. σ. 145).
[2] Βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α΄ τόμος, ό.π. σσ. 518-520.
[3] Βλ. Φίλιππος Ηλιού, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Η εμπλοκή του ΚΚΕ, Αθήνα, Θεμέλιο 2004.
[4] Βλέπε το αδιέξοδο της τροτσκιστικής, αρχειομαρξιστικής ομάδας (στην οποία συμμετείχαν ο Άγις Στίνας και ο Κορνήλιος Καστοριάδης), η οποία, θεωρώντας τη σταλινική Σοβιετική Ένωση αντεπαναστατική, ανάλογη με τη χιτλερική Γερμανία, έβλεπε και το ΕΑΜικό κίνημα ως μια «σταλινική παγίδα», και τα Δεκεμβριανά ως μια ανώφελη σφαγή (βλ. σχετικά, Κορνήλιος Καστοριάδης, Η πείρα του εργατικού κινήματος, τ. 1, Ύψιλον, Αθήνα 1984· Α. Στίνας, Αναμνήσεις τόμοι 2, Ύψιλον, Αθήνα 1977). Το αδιέξοδο των τροτσκιστικών ομάδων επιτείνονταν στον βαθμό που συμμεριζόταν την παλαιότερη α-εθνική αντίληψη του ΚΚΕ και δεν κατανοούσαν τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της ελληνικής αντίστασης! Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου επιγενέστερα, ένα μέρος τους θα συνταχθεί ανοιχτά με το επίσημο κράτος, όπως θα συμβεί με τον Δημήτρη Γιωτόπουλο, ηγέτη του Αρχειομαρξιστικού Κόμματος.
[5] Γιώργος Καμηλάρης, Η Αριστερά στη Σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία, Λευκωσία 2016, σσ. 135-140· Παύλος Μ. Διγκλής, Πικρές Αλήθειες, Κυπριακό 1878-2004, Ταμασός, Αθήνα 2006, σ. 46· Εφ. Πυρσός, 5 Μαΐου 1923.
Διαβάστε επίσης:
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Στάλιν & η Ελλάδα (Α΄ μέρος)
Μια ριζωμένη προκατάληψη εναντίον των Ελλήνων
1 ΣΧΟΛΙΟ
Συγχαρητήρια για το άρθρο ( Οκτωβριανή επανάσταση) αλλά και γενικά για την πολιτική αντίληψη αλλά και το συγγραφικό τάλαντο αλλά και το προσωπικό ήθος του Γιώργου Καραμπελιά.